Μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου γιὰ τὸ κρυφὸ σχολειὸ

Τί ξέρουν οἱ Κορεάτες πού ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀγνοοῦμε; Ὁ Νίκος Γαβριὴλ Πεντζίκης θεωροῦσε ὡς τὸ καλύτερο θρησκευτικὸ βιβλίο ποὺ γράφτηκε μετὰ τὸ 1821 τὸ ἔργο τοῦ Ἁγιορείτη μοναχοῦ π. Παϊσίου (1924-1974) -πλέον Ἁγίου Παϊσίου- ποὺ πρωτοκυκλοφόρησε μὲ τὸν τίτλο «Ὁ πατὴρ Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης». (Μετὰ καὶ τὴ δική του ἁγιοκατάταξη (1986), ποὺ βεβαίως προηγήθηκε τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, κυκλοφορεῖ μὲ τὸν τίτλο «Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης»). Τὸ βιβλίο, ποὺ κυκλοφόρησε στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’70, ἀποτελεῖ ἔκδοση τοῦ Ἡσυχαστήριου Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ποὺ βρίσκεται στὴ Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης. Ἔχει κάνει πάρα πολλὲς ἐπανεκδόσεις, ἐνῶ ἔχει μεταφραστεῖ σὲ 11 ξένες γλῶσσες – ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς καὶ στὴν κορεατική!
Ὁ Πεντζίκης τόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὸ βιβλίο, ποὺ πάρα πολὺ συχνὰ ἀναφερόταν σ’ αὐτό. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸ χάριζε σὲ συνομιλητὲς του διανοούμενους, καλλιτέχνες, φοιτητές. Ἕνας πολὺ γνωστὸς σκηνοθέτης μάλιστα ἐνδιαφέρθηκε νὰ….τὸ μεταφέρει καὶ στὴν ὀθόνη.
 
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος, ὁ Χατζηεφεντὴς ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν στὸ χωριό του, τὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, πολλὰ χρόνια πρὶν ξεριζωθοῦν ἀπὸ τὰ μέρη τους τοὺς εἶχε…
προειδοποιήσει γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό. Ὁ ἴδιος ἦταν ὁ ἱερέας, ὁ δάσκαλος ἀλλὰ καὶ ὁ γιατρὸς τῆς περιοχῆς. Γιατρὸς γιατί μὲ τὴν προσευχὴ του γινόταν ἀμέσως καλὰ ὁ ἀσθενής. Καὶ μάλιστα δὲν ρωτοῦσε νὰ μάθει ἂν ὁ ἄρρωστος ἦταν Τοῦρκος ἢ Ἕλληνας. Ἡ φήμη του ἔμεινε στοὺς πληθυσμοὺς τῆς Τουρκίας πολλὰ χρόνια καὶ μετὰ τὸν ξεριζωμὸ τῶν Ἑλλήνων.
 
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε στὴν ἰδιότητά του ὡς δασκάλου. Ὁ ὀρφανὸς Θεόδωρος, αὐτὸ ἦταν τὸ βαφτιστικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα στὴ Νίγδη καὶ στὴ συνέχεια, ὅταν εἶδαν ὅτι ἦταν ἰδιαίτερα ἔξυπνος, τὸν ἔστειλαν στὴ Σμύρνη. Ὅταν μάλιστα ἐπέστρεφε τὰ καλοκαίρια στὰ Φάρασα γιὰ διακοπές, μάζευε τὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς μάθαινε γράμματα. Μετὰ τὶς σπουδές του στὴ Σμύρνη, σὲ ἡλικία 26 χρονῶν ἔγινε μοναχὸς στὴν ἱερὰ μονὴ Φλαβιανῶν. Πολὺ σύντομα ὅμως ὁ μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, ἕνας ἱερωμένος μὲ ἰδιαίτερη κοινωνικὴ δράση, τὸν ἔστειλε πίσω στὸ χωριό του γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ Ἑλληνόπουλα.
 
Ὅπως ἀναφέρει στὸ βιβλίο του ὁ συγγραφέας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ διακο-Ἀρσένιος «προχωροῦσε τὸ ἔργο του μὲ διάκριση μεγάλη, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν νέος. Εἶχε ἑτοιμάσει αἴθουσα γιὰ σχολεῖο καὶ ἀντὶ γιὰ θρανία, δέρματα ἀπὸ κατσίκες ἢ ἀπὸ πρόβατα μὲ τὸ τρίχωμά τους, καὶ ἐπάνω στὰ δέρματα γονατισμένα τὰ παιδιὰ παρακολουθοῦσαν τὰ μαθήματα. Μὲ αὐτὸν τὸν σοφὸ τρόπο δὲν ἐρέθιζε τοὺς Τούρκους καὶ ὅταν ἀκόμη τύχαινε νὰ τὰ βλέπουν τὰ παιδιά, διότι νόμιζαν πὼς προσεύχονται. Τὶς περισσότερες δὲ φορὲς συγκέντρωνε ὁ Πατὴρ τὰ παιδιὰ στὸ ἐξωκλήσι τῆς Παναγίας (στὸ Κάντσι) ποὺ ἦταν ψηλὰ στὸν Βράχο μέσα σὲ σπηλιὰ καὶ τὸ εἶχε γιὰ κρυφὸ Σχολεῖο».
 
Ὅποτε κάποιος μπορεῖ νὰ διαλέξει καὶ νὰ πάρει. Κρυφὸ σχολειὸ μέσα στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ καὶ ἀπόκρυφο ἐν ὄρεσι, ἐν σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Νὰ λοιπὸν ποὺ ὄχι μόνον κρυφὸ σχολειὸ ὑπῆρχε ἀλλὰ καὶ ἀπόκρυφο, γιατί δὲν ὑπῆρχε περίπτωση κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας νὰ μὴν ὑπῆρχε κρυφὸ σχολειό.
Ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ ἰδίου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ «σιναφιοῦ» θὰ ἔπρεπε κάποιοι νὰ ἐκπαιδεύουν τοὺς ἄλλους, ἱερεῖς, διακόνους, ψάλτες, ἢ ἀκόμη καὶ κάποιους γραμματικούς. Ἢ ἀκόμη καὶ γιὰ προσωπικὸ μεράκι. Γιὰ νὰ μάθει καὶ νὰ διδαχτεῖ ἢ καὶ νὰ διδάξει κάποιος. Νὰ δώσει καὶ σὲ ἄλλους τὶς γνώσεις του. Ἂς μὴν ἀναφερόμαστε λοιπὸν μόνο στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, στὰ ὁποῖα λειτουργοῦσαν σχολεῖα. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε καὶ τὶς δυσκολίες τῆς μετακίνησης τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Καὶ ἂν κάποιοι πιστεύουν ὅτι μὲ τὴν «κατάρριψη τοῦ μύθου» τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ καταρρίπτεται καὶ ἡ συμβολὴ τῆς ἐκκλησίας στὴν ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους, τότε θὰ φέρουμε ὡς παράδειγμα τὸν Ἁγιορείτη ἱερομάρτυρα Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Ἡ δράση του δὲν ἀμφισβητεῖται ἀπὸ κανέναν. Ἀλλὰ καὶ στὰ σχολεῖα τῶν ἀστικῶν περιοχῶν σχολάρχες καὶ καθηγητὲς ἦταν συνήθως ἄνθρωποι τῆς ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε σκορδαλιὰ χωρὶς σκόρδο. Ἄλλωστε τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἴθισται νὰ τρῶμε μπακαλιάρο μὲ σκορδαλιά. Χρόνια πολλὰ λοιπόν.
 
(Δημοσιεύτηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἐφημερίδα “Μακεδονία”)