Η Τριπλή Περιπέτεια

π. Δημητρίου Μπόκου

– Γρήγορα, παιδιά, στα κρεβάτια σας! έλεγε και ξανάλεγε η νεαρή μητέρα. Πέστε για ύπνο γρήγορα, έχουμε Χριστούγεννα απόψε, θα σηκωθούμε νύχτα για τη Λειτουργία. Αργείτε τώρα να πέσετε και δεν ξυπνάτε με τίποτε μετά!

Το μικρό αγόρι, περισσότερο απ’ όλους, ήταν το πιο δύσκολο στο ξύπνημα. Καθυστερούσε πάντα με χίλια δυο, για να μην πάει στο κρεβάτι νωρίς. Το νυχτιάτικο ξύπνημα τα Χριστούγεννα ήταν το αληθινό του μαρτύριο. Κι απόψε το τράβηξε όσο πιο πολύ μπορούσε. Όλοι κοιμήθηκαν, μα αυτό ακόμα στριφογύριζε. Η μητέρα του χρειάστηκε να το μαλώσει στα σοβαρά, για να το βάλει επιτέλους στο κρεβάτι.

– Εμένα δεν θα με ξυπνήσεις απόψε! γκρίνιαξε μουτρωμένο το αγόρι. Δεν θέλω να πάω πουθενά! Δεν με νοιάζουν τα Χριστούγεννα!

Μα όταν κάποτε έκλεισαν τα μάτια του, ένα παράξενο όνειρο το ταξίδεψε μακριά. Σε μια πλάση αλλιώτικη, όπου βίωσε τρία διαφορετικά πρόσωπα του κόσμου. Έζησε μια περιπέτεια που δεν φανταζόταν ποτέ. Και που θα το άλλαζε ολοκληρωτικά.

Ονειρεύτηκε πως βάδιζε μόνο του σ’ ένα μεγάλο δάσος. Τα χιονισμένα κλαδιά τίναζαν το λευκό τους φορτίο στο πέρασμά του. Το αχνό φεγγαρόφωτο αναδευόταν μέσα στην πάλλευκη ατμόσφαιρα. Η νύχτα σκόρπιζε μια αίσθηση μυστηρίου στα σκιερά αφώτιστα μέρη. Ποιος ά-νεμος οδηγούσε τα βήματά του στην παγωμένη, αφιλόξενη γη;

Το μικρό αγόρι ερχόταν, λέει, από πολύ μακριά. Από έναν τόπο τελείως διαφορετικό. Ήταν τάχα γεννημένο σε μια χώρα όπου βασίλευε το κακό. Έλεγαν πως παλιά ήταν χώρα καρπερή. Μα τώρα τίποτε δεν θύμιζε τα πλούτη και την ευφορία της. Την είχε γυμνώσει η κακία.

Θυμόταν εκεί τον εαυτό του πάντα καταδιωγμένο. Τον έβλεπε να τρέχει κυνηγημένο κάθε στιγμή. Αναζητούσε γωνιά για να ζήσει χωρίς φόβο, μα δεν εύρισκε πουθενά. Το σκέλεθρο του τρόμου ξεφύτρωνε απειλητικό μπροστά του από παντού. Ο πόλεμος ήταν εκεί καθημερινή δουλειά των ανθρώπων.

Δεν σταματούσαν ποτέ να πολεμούν. Ο άντρας τη γυναίκα, ο γείτονας τον γείτονα, η φυλή την άλλη φυλή, ο λαός τον άλλο λαό. Οι μεγάλοι τους μικρούς, οι μικροί τους μεγάλους. Μέσα στα σπίτια, έξω στις γειτονιές, μέσα στις πόλεις, έξω στα χωριά. Αδιάπτωτη έχθρα μέρα και νύχτα βασίλευε ανάμεσά τους. Κατάτρωγε τη ζωή τους αδυσώπητα. Κανένας δεν ειρήνευε με κανένα. Λύση για όλα ήταν ο πόλεμος.

Μέσα στη δίνη της ατέρμονης διαμάχης, ούτε που κατάλαβε πώς και γιατί αφανίστηκε η οικογένειά του ολόκληρη. Κανένας δεν το πληροφόρησε ποτέ. Η τρυφερή του ψυχή μάτωνε από τον πόνο, η αδικία την πλημμύριζε με αναπάντητα ερωτηματικά, μα εξηγήσεις δεν εύρισκε πουθενά. Ο πρώτος που δέχτηκε το αυτονόητο, πλην αδυσώπητο ερώτημά του, ύψωσε αγριεμένος κατάμουτρα στο τρομαγμένο αγόρι, αντί για απάντηση, τον τρομερό του πέλεκυ.

– Κλείσε το στόμα σου, μικρέ, και δρόμο! Αλλιώς θα πας κι εσύ από ’κει που πήγαν οι δικοί σου! Στο λεπτό! Δεν θα μου κάνει κόπο, πίστεψέ με!

Ρημαγμένες καρδιές όλοι τους, αποκαΐδια του πολέμου! Στεγνές από συμπόνια, γυμνωμένες από ευαισθησία. Η καρδιά του κυνηγημένου παιδιού όμως πνιγόταν. Ποια αχτίνα να φωτίσει την άβυσσο του πόνου του, όταν πυκνά σύννεφα καπνού απ’ τις φωτιές του πολέμου σκέπαζαν αδιάκοπα τον ήλιο και τις ψυχές;

Κατάλαβε πως η δροσερή πνοή αγάπης δεν θα έπνεε ποτέ εδώ. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει απ’ τον καυτό λίβα της καταστροφής. Κανένα δέντρο δεν ευδοκιμούσε στον τόπο που καψαλιζόταν από τον φλογισμένο άνεμο του μίσους. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα, έβλεπε την ανθρώπινη κακία να ισοπεδώνει τα πάντα. Η άλλοτε πλούσια χώρα τους ήταν τώρα σωρός ερειπίων, γη του πυρός και του αίματος. Την είχε δέσει απ’ άκρη σ’ άκρη η δυστυχία με άλυτα βρόχια.

Το μικρό αγόρι ένοιωσε πως θα ’ταν αδύνατο να ζήσει στον τόπο εκείνο. Έτσι, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έφυγε μακριά απ’ το φλεγόμενο βασίλειο της έχθρας και του πολέμου.

Τα πόδια του βούλιαζαν τώρα κουρασμένα στο παχύ στρώμα του χιονιού, που έτριζε σε κάθε του βήμα. Ο πύρινος τόπος της κακίας είχε μείνει πολύ πίσω. Ένοιωθε ευχάριστη εναλλαγή την εικόνα της χιονισμένης γης γύρω του. Το πυκνό δάσος αραίωσε, το αραιό σκοτάδι άφηνε ήδη να διαφαίνονται θολά κάποια σπίτια στο βάθος. Μια ολόκληρη πόλη, τυλιγμένη στους ατμούς της πρωινής ομίχλης, αναδυόταν εμπρός του.

Απόλυτη ησυχία βασίλευε. Θαμμένα όλα κάτω απ’ το κατάλευκο σάβανο του χιονιού, έμοιαζαν βυθισμένα σε ύπνο βαθύ. Ανάσανε. Πουθενά φωτιές, καπνοί, πολεμικός ορυμαγδός. Φαινόταν ένας κόσμος αλλιώτικος εδώ.

Βάδισε προς το κέντρο της πόλης, σταμάτησε στη μεγάλη στρογγυλή της πλατεία. Δεν θα ’φευγε από ’δω, προτού διερευνήσει το τί και πώς του νέου κόσμου που ανοιγόταν μπροστά του.

– Μπορώ να μείνω κι εγώ στον τόπο σας εδώ; ρώτησε, όταν αργόσχολοι και περίεργοι σχημάτισαν αρκετά μεγάλο κύκλο γύρω του.

Ανασήκωσαν τους ώμους αδιάφορα, σαν να μην τους αφορούσε το θέμα.

– Δεν μας πέφτει λόγος τί θα κάνεις! του είπαν. Εσύ θα κρίνεις, αν θέλεις να μείνεις εδώ ή όχι. Από μας έχεις το ελεύθερο, τόσο για να μείνεις, όσο και για να φύγεις. Δεν θα σε εμποδίσει κανένας ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο.

Το μέχρι τότε κυνηγημένο αγόρι ανάσανε. Βρήκε καθησυχαστική την απάντησή τους.

– Δεν μαλώνετε μεταξύ σας εδώ; τους ρώτησε.

– Όχι βέβαια! Έχουμε σπουδαίες αρχές εδώ. Ποτέ μας δεν μαλώνουμε. Κανένας δεν πολεμάει κανέναν. Δεν έχουμε διαφορές μεταξύ μας. Έχουμε υψηλό πολιτισμό εμείς. Είμαστε άνθρωποι προχωρημένοι, διακριτικοί, με ευγένεια. Δεν ενοχλούμε ποτέ τον γείτονά μας. Δεν γινόμαστε εμπόδιο στα σχέδιά του. Δεν παρεμβαίνουμε στη ζωή του. Ο καθένας εδώ είναι εντελώς ελεύθερος και απερίσπαστος να οργανώσει τη ζωή του όπως θέλει. Δεν θα τον πειράξει κανένας ποτέ.

Το μικρό αγόρι άκουγε και δεν πίστευε στ’ αυτιά του.

– Μα είναι δυνατόν, σκεφτόταν, να συμβαίνουν αυτά; Υπάρχει στ’ αλήθεια τέτοιος κόσμος απίθανος, παραμυθένιος; Μα εδώ είναι παράδεισος! Είναι αυτό ακριβώς που πάντα αναζητούσα απεγνωσμένα. Έ-νας τόπος για να ζήσω δίχως φόβο, να ησυχάσω πραγματικά. Επιτέλους, δεν θα με κυνηγάει κανένας εδώ.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα αποφάσισε να μείνει. Έτσι, προσκολλήθηκε «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», για μικροδουλειές βέβαια, να έχει απλώς τα χρειώδη για την παραμονή του εκεί.

Όλα του φαίνονταν ωραία στον καινούργιο τόπο, παρ’ όλο που ήταν πάντα παγωνιά. Ο ήλιος, κρυμμένος πίσω από βαριά γκρίζα σύννεφα, δεν έλαμπε ποτέ. Ωστόσο έβλεπε κάποια πράγματα για πρώτη φορά που το παραξένευαν. Δεν μπορούσε να τα εξηγήσει. Και πρώτα -πρώτα τα σπίτια. Ήταν φτιαγμένα όλα με τον ίδιο τρόπο. Από κομμάτια πάγου και όχι από πέτρες. Τετράγωνα, χοντροκομμένα, ψηλά, μα, το πιο παράξενο, χωρίς καθόλου παράθυρα. Ένοιωθε να εκπέμπουν παγωνιά και μοναξιά. Μα ήταν τόσο ευχαριστημένο που για πρώτη φορά στη μικρή του ζωή δεν το ενοχλούσε κανείς, που παράβλεπε εντελώς αυτή του την εντύπωση.

Μια μέρα, περπατώντας κοντά στο σχολείο της πόλης, είδε στην άλλη πλευρά του δρόμου ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να προχωράει προσεκτικά στον ολισθηρό δρόμο. Προσπαθούσαν να στηρίξουν ο ένας τον άλλον. Μα κάποια στιγμή ο γεράκος έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε στο χιόνι και κυλίστηκε στον παγωμένο δρόμο. Ένα δυνατό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη του. Ο πάγος ήταν σκληρός, μπορεί και να έσπασε κάτι με το άσχημο πέσιμο. Η καημένη γιαγιούλα έβαλε τις φωνές πανικόβλητη. Προσπάθησε να τον σηκώσει, μα στάθηκε αδύνατο. Παραλίγο να βρεθεί και η ίδια στο γλιστερό έδαφος.

Το μικρό αγόρι έτρεξε, μα τα χέρια του ήταν πολύ αδύναμα για να κάνει κάτι. Γύρισε τότε γρήγορα και μπήκε στο σχολείο. Τα παιδιά είχαν φύγει, μα ο δάσκαλος ήταν ακόμα εκεί. Καθισμένος στην πολυθρόνα του, κρατούσε στα γόνατά του ένα χοντρό βιβλίο και ήταν βυθισμένος στο διάβασμα.

– Δάσκαλε! φώναξε δυνατά το αγόρι, τρέξε γρήγορα! Ένας παππούς έπεσε και χτύπησε στον παγωμένο δρόμο.

Ο δάσκαλος σήκωσε αργά το κεφάλι του.

– Θα σηκωθεί πάλι, μην ανησυχείς! είπε χωρίς να δείξει καμμιά ταραχή. Μα κι αν δεν μπορέσει, λίγο το κακό. Συνηθισμένα πράγματα αυτά.

– Μα είναι πολύ γέρος, ίσως να ’σπασε και το πόδι του. Χωρίς βοήθεια, θα πεθάνει εκεί από την παγωνιά και τον πόνο.

Μα ο δάσκαλος δεν έδωσε περισσότερη σημασία.

– Αυτό που εγώ κάνω τώρα, είναι πολύ σημαντικότερη δουλειά, απ’ το να τρέξω έξω να βοηθήσω, όπως λες. Δεν γίνεται να τη διακόψω με τίποτε. Ενδιαφέρομαι μονάχα για ό,τι θα μου δώσει δύναμη. Θέλω να πάω σε ψηλότερα επίπεδα. Δύναμη ζητάω, πνευματική και σωματική! Είναι το μόνο που χρειάζομαι. Δεν είσαι τίποτε, αν δεν έχεις δύναμη. Δεν έχεις λόγο να υπάρχεις. Πώς μπορώ να χάνω τον χρόνο μου και να ασχολούμαι με αδύναμα ανθρωπάκια, που μόνο βάρος και πρόβλημα είναι στον κόσμο μας, «άχθος αρούρης», που θα ’πρεπε να έχει προ πολλού εκλείψει; Μη με ξαναδιακόψεις, σε παρακαλώ, για τέτοια τιποτένια πράγματα. Και ήδη με καθυστέρησες πολύ!

Το μικρό αγόρι έμεινε άναυδο. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι μορφωμένοι, ευγενικοί, πολιτισμένοι, καλλιεργημένοι, να είναι τόσο αδιάφοροι και ψυχροί; Να στέκονται με τόσο κυνισμό απέναντι στην αν-θρώπινη ανάγκη; Κάτι έσπασε μέσα του. Η τέλεια εικόνα που φιλοτεχνούσε μέσα του για τον κόσμο εκείνο ράγισε.

Πετάχτηκε απ’ το σχολείο γρήγορα να ψάξει για βοήθεια αλλού. Χτύπησε πόρτες κοντινές, δεξιά κι αριστερά, μα δεν άνοιξε καμμιά. Όλες αμπαρωμένες. Τα χωρίς παράθυρα, θεόκλειστα σπίτια υψώνονταν πελώρια παγόβουνα μπροστά του. Χώθηκε στ’ ανοιχτά μαγαζιά παρακαλώντας. Όλοι σήκωναν με περιέργεια το κεφάλι τους, άκουγαν, μα δεν κουνήθηκε φρύδι. Ήταν το συνήθειο τους φαίνεται αυτό.

Κατάλαβε τότε πως δεν υπήρχε πουθενά πραγματικό ενδιαφέρον για κανέναν. Οι πολιτισμένοι τους τρόποι ήταν ψεύτικη βιτρίνα μόνο. Η ευγένειά τους πλαστή. Το αν ζούσε ή πέθαινε κανείς, δεν απασχολούσε ουσιαστικά κανέναν.

– Αυτό εννοείτε δηλαδή, όταν λέτε πως είστε διακριτικοί και δεν επεμβαίνετε στη ζωή των άλλων; Ωραία λόγια πράγματι, για να κρύβετε την κυνική αδιαφορία σας. Πίσω απ’ την ψυχρή σας ευγένεια η ψυχή σας είναι γυμνή. Κανένα λουλούδι της αγάπης δεν φυτρώνει στον παγωμένο κήπο της καρδιάς σας.

Συγκλονίστηκε. Ένας κόσμος ολόκληρος γκρεμίστηκε μέσα του ξανά. Το όραμα για μια ζωή με ανθρώπινο πρόσωπο τσαλακώθηκε φριχτά. Οι ελπίδες του προδόθηκαν για δεύτερη φορά. Τα χωρίς παράθυρα σπίτια, κλειδαμπαρωμένα σαν τις ψυχές τους, εγγυόνταν στεγανή απομόνωση, εξασφάλιζαν σ’ όλους την ησυχία τους. Δεν υπήρχε γι’ αυτούς πρόσωπο άλλου ανθρώπου, γείτονας, συμπολίτης, κοντινός. Ζούσαν μίζερα, για τον εαυτό τους και μόνο. Ήταν γι’ αυτό πολύ φτωχοί. Φτωχοί και γυμνοί από αγάπη. Οι αδύναμοι θάβονταν κάτω απ’ τον πάγο της αδιαφορίας τους, την ταφόπλακα που στέρευε τις καρδιές από κάθε φρεσκάδα. Η χαρά δεν ανήκε στα ενδημικά είδη του τόπου τους. Χαμόγελα, λουλούδια και δέντρα δεν άνθιζαν ποτέ εκεί.

Το αγόρι κατάλαβε τότε, γιατί ο ήλιος δεν φώτιζε ποτέ τη χώρα εκείνη. Προσδεδεμένη απ’ τον Δημιουργό της στο άρμα του ανθρώπου η κτίση, «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» εξαιτίας του. Ντύθηκε λοιπόν μόνιμα κι αυτή με την παγωνιά της ψυχής του. Η άνοιξη δεν ερχόταν ποτέ.

Σίγουρα δεν βίωναν στη χώρα τους τη φρικτή φλογισμένη ατμόσφαιρα του πολέμου, της έχθρας. Μα και πάλι το μικρό αγόρι φαντάστηκε τη ζωή του ανυπόφορη εκεί. Για δεύτερη φορά αναζήτησε διέξοδο. Έστρεψε τα νώτα και, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, εγκατέλειψε οριστικά το ανήλιαγο παγωμένο βασίλειο της αδιαφορίας.

Και τώρα; Βαδίζει απογοητευμένο ξανά στην άγνωστη ερημιά. Μα είναι μονάχα ένα παιδί. Πόσα βάρη να σηκώσει η ψυχή του; Πόση πίκρα να αντέξει η μικρή τρυφερή του καρδιά;

Μια συκιά ύψωνε το ανάστημά της στην άκρη του δρόμου. Στάθηκε στη σκιά της να ανασάνει. Μα η καταπόνησή του είχε ξεπεράσει τα επιτρεπτά όρια. Ένοιωσε την αδυναμία να παραλύει τα μέλη του. Τα πόδια του έγιναν μολύβι. Η κακουχία στράγγιξε και την τελευταία σταγόνα ζωτικότητας, αναγκάζοντας τον μικρό άνθρωπο, ήδη «ημιθανή τυγχάνοντα», να σωριαστεί στα χώματα της άγνωστης γης.

– Αυτό θα ’ναι το τέλος μου! πρόλαβε να σκεφτεί μονάχα, προτού σβήσει εντελώς η φλόγα των μικρών του ματιών.

Και όμως! Το όνειρό του δεν έσβησε οριστικά. Το βύθισμά του στην ανυπαρξία δεν κράτησε πολύ. Οι αισθήσεις του ενεργοποιήθηκαν ξανά. Τα μάτια του άνοιξαν σε έναν κόσμο καινούργιο, που δεν έμοιαζε με τους άλλους σε τίποτε.

Ένας καθαρός ανέφελος ουρανός από ατόφιο γαλάζιο απλωνόταν πάνω του. Πουλιά με σπαθωτά πολύχρωμα φτερά, τραγουδώντας σε χίλιους χαρούμενους τόνους, έσκιζαν γοργά τον αέρα. Καταπράσινη χλόη κυμάτιζε σε ολάνθιστα λιβάδια, δροσερές αύρες χάιδευαν πυκνόφυλλα δέντρα σε ισκιωμένα δάση. Ζεστός ο ήλιος αγκάλιαζε την πλάση με γλυκειά θαλπωρή. Πουθενά μαύρα σύννεφα καπνού απ’ τις φωτιές του πολέμου. Πουθενά σκοτάδια, ομίχλη, καταθλιπτική παγωνιά.

Το μικρό αγόρι κοίταζε μαγεμένο. Πατούσε στη γη ή πετούσε στα ουράνια;

– Αυτό είναι σίγουρα παράδεισος! ψέλλισε συνεπαρμένο. Και δεν γελιέμαι καθόλου αυτή τη φορά. Μα είναι αλήθεια ή όνειρο; Και ποιος με έφερε μέχρι εδώ;

Οι άνθρωποι που το είχαν περιμαζέψει πλησίασαν. Του μίλησαν, το ρώτησαν πώς νοιώθει. Το έπλυναν απαλά, το περιποιήθηκαν. Πέταξαν τα παλιόρουχα που το σκέπαζαν, το έντυσαν με όμορφη ολο-καίνουργη στολή. Του έφεραν νόστιμο φαγητό και δροσερό νερό.

Το αγόρι τους κοίταζε κατάπληκτο. Υπάρχουν λοιπόν και άνθρωποι που νοιάζονται και αγαπούν; Γιατί το ’βλεπε καθαρά στα βλέμματά τους, στα γελαστά τους πρόσωπα, στα τρυφερά τους χάδια, πως οι άνθρωποι τούτοι είχαν κάτι ξεχωριστό. Τα μάτια τους αχτινοβολούσαν αγάπη. Καμμιά αγριάδα ή παγερή αδιαφορία δεν φώλιαζε στην καρδιά τους.

– Πού βρίσκομαι; ρώτησε, όταν κατάφερε να ξαναβρεί τα λόγια του. Τί τόπος είναι αυτός; Και ποιοι είστε σεις; Είναι αληθινά τα όσα βλέπω, ή μήπως ονειρεύομαι;

– Βρίσκεσαι στο βασίλειο της αγάπης, μίλησε ένας απ’ αυτούς. Στη φωτεινή χώρα της χαράς. Και δεν είναι καθόλου όνειρο τα όσα βλέπεις, μα η πιο αληθινή πραγματικότητα.

– Για πρώτη φορά συναντάω την αγάπη. Την έψαχνα παντού, μα δεν την εύρισκα. Αντί γι’ αυτήν μου πρόσφεραν έχθρα, κακία και μια ολόψυχρη αδιαφορία. Δεν πίστευα πως θα τη βρω ποτέ.

– Τελείωσαν όλα αυτά για σένα πια. Αλλά καιρός να πάμε ως τον βασιλιά μας τώρα που σε περιμένει.

Το μικρό αγόρι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.

– Με περιμένει εμένα ο άρχοντάς σας; Πώς είναι δυνατόν αυτό;

– Μα εκείνος είναι που μας έστειλε για να σε βρούμε.

– Μα αυτό δεν το χωράει το μυαλό μου! Πώς γίνεται να με γνωρίζει ο βασιλιάς σας;

– «Έρχου και ίδε»! Δεν εξηγούνται με τα λόγια όλα. Μόνο να τα ζήσεις μπορείς. Η αγάπη είναι η χώρα των θαυμάτων. Τίποτε δεν είναι παράξενο εδώ, αν και τίποτε δεν μοιάζει με ό,τι ήξερες.

Μπήκαν στην πόλη και προχώρησαν για το παλάτι. Όλα ήταν καθαρά κι αστραφτερά. Οι άνθρωποι, οι δρόμοι, τα σπίτια, έλαμπαν. Σταμάτησαν στο κέντρο.

– Φτάσαμε! είπαν, σταματώντας σε μια πόρτα μπροστά, μα το αγόρι ξαφνιάστηκε πάλι.

– Εδώ μένει ο βασιλιάς σας; Μα αυτό είναι ένα σπίτι σαν όλα τα άλλα.

– Ακριβώς! Δεν θέλει να ξεχωρίζει από εμάς, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι όμοιός μας σε τίποτε.

Μπήκε με τους άλλους, γεμάτο απορία, στο παλάτι. Μπροστά σ’ έναν μικρό, απέριττο θρόνο όλοι έσκυψαν και προσκύνησαν. Τότε ήταν, που το μικρό αγόρι δεν μπόρεσε να κρατηθεί.

– Μα ο βασιλιάς είναι παιδί! φώναξε δυνατά γεμάτο έκπληξη. Ένα μικρό αγόρι σαν εμένα!

Το μικρό παιδί που καθόταν στον θρόνο σηκώθηκε. Πλησίασε το αγόρι, το καλωσόρισε με χαμόγελο, το πήρε από το χέρι και το έβαλε δίπλα του. Γύρισε προς τους ανθρώπους του και είπε:

– Να, ένας άνθρωπος που δεν έχει πονηριά στην καρδιά του, παρά μόνο πόθο ειλικρινή για την αλήθεια. Όσοι δεν αποκτήσουν καθαρή καρδιά σαν το παιδί αυτό, δεν θα ’χουν θέση στη βασιλεία μου.

Το μικρό αγόρι είχε μείνει έκθαμβο.

– Από πού με γνωρίζεις; ρώτησε τον μικρό βασιλιά.

– Προτού σε συναντήσουν οι άνθρωποί μου, σε είδα που ήσουν κάτω απ’ τη συκιά. Σου φαίνεται παράξενο αυτό; Αν μείνεις κοντά μου, θα δεις πολύ μεγαλύτερα πράγματα.

– Ώστε είσαι πραγματικά βασιλιάς! είπε το αγόρι με θαυμασμό. Και γνωρίζεις τα πάντα για μένα! Πιστεύω πως δεν στέκομαι μπροστά σε κοινό θνητό.

– Μίλησες σωστά! «Η βασιλεία μου ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Ήρθα πράγματι από αλλού. Από τον ουρανό ψηλά. Με έστειλε ο Πατέρας μου να γεννηθώ στη γη, από ανέκφραστη αγάπη για σας. Θα γυρίσω πάλι σ’ αυτόν, αλλά μαζί σας. Λέγομαι Εμμανουήλ, γιατί ήρθα να ζήσω ανάμεσά σας, σαν ένας από σας. Να συναναστραφώ μαζί σας, να με γνωρίσετε από κοντά και να σας ανεβάσω μαζί μου στον θρόνο μου στον ουρανό.

– Ώστε λοιπόν είσαι «ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο εις τον κόσμον ερχόμενος»! Θα είσαι και για μένα στο εξής «ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου», ο μοναδικός Κύριός μου.

Και με τα λόγια αυτά το μικρό αγόρι γονάτισε παρευθύς μπροστά στον βασιλιά του κόσμου, που αν και φαινόταν συνομήλικός του, «παιδίον νέον», ήταν ταυτόχρονα «ο προ αιώνων Θεός».

Μια πρωτόγνωρη ευτυχία το τύλιξε. Το κατατρεγμένο μέχρι τότε παιδί βρήκε επιτέλους μια γωνιά του παραδείσου να ζήσει. Μα ο μικρός βασιλιάς είπε:

– Η βασιλεία μου θα είναι αιώνια. Και η χαρά σ’ αυτήν ατελεύτητη. Μα έχουμε δρόμο ακόμα μπροστά μας. Ήρθα «τα εσκοτισμένα φωτίσαι, συναγαγείν τα εσκορπισμένα». Να προσκαλέσω κοντά μου τα τέκνα του Θεού, που τώρα τον αγνοούν. Και σεις θα μεταφέρετε το μήνυμά μου στα πέρατα της οικουμένης. «Έσεσθέ μοι μάρτυρες έως εσχάτου της γης».

– Δηλαδή, θα ξαναπάω στις χώρες που άφησα πίσω μου;

– Ακριβώς! Αρκετά ταλαιπωρήθηκε, αιώνες τώρα, το πλάσμα του Θεού. Οι χώρες του κόσμου «λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη». Περιμένουν. Εσείς θα είστε οι εργάτες μου, οι θεριστές μου. Θα κοπιάσετε βέβαια, θα υποφέρετε, πολλοί θα μαρτυρήσετε κιόλας. Αλλά θα έχουν λόγο και βαθύ νόημα πλέον οι κόποι σας. Θα τους δείξετε πως μόνη αληθινή οδός, γέφυρα για τη βασιλεία μου, είναι η αγάπη. Αυτή θα σβήνει τη φλόγα του πολέμου, θα λειώνει τον πάγο της αδιαφορίας.

– Καταλαβαίνω τώρα, Κύριε, γιατί ήρθες κοντά μας. Θα γίνω κι εγώ απόστολός σου! Δεν θα σε απαρνηθώ ποτέ, ακόμα κι αν είναι να δώσω τη ζωή μου για σένα!

– Να είσαι ευλογημένος και να ξέρεις, πως ποτέ δεν θα ’σαι μόνος σου σ’ αυτό. Θα είμαι πάντοτε μαζί σου.

Και με τα λόγια αυτά ο μικρός βασιλιάς υψώνοντας το χέρι του ευλόγησε το μικρό αγόρι. Μια θεϊκή χάρη το πλημμύρισε μονομιάς. Η ψυχή του αλλοιώθηκε. Η καρδιά του σκίρτησε από άφατη αγαλλίαση, έγινε μια πύρινη φλόγα. Το βλέμμα του έλαμψε.

– Η περιπέτειά σου δεν τέλειωσε λοιπόν ακόμα. Μάλλον τώρα αρχίζει, είπε χαμογελώντας ο μικρός βασιλιάς.

– Είμαι έτοιμος, Κύριέ μου! Θα σε ακολουθήσω και στη ζωή και στον θάνατο! είπε με ενθουσιασμό και συγκίνηση το μικρό αγόρι.

Και μέσα του γιγαντώθηκε ο πόθος να είναι πάντοτε πιστός στον Βασιλιά των ουρανών, που έγινε για χάρη του μικρό παιδί στη γη…

Οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες, που σκόρπισαν στον ουρανό νυχτιάτικα γιορτινές μελωδίες, ξύπνησαν και το μικρό αγόρι απ’ την τριπλή ονειρική του περιπέτεια. Και, πράγμα πρωτοφανές, στο λεπτό ήταν έτοιμο! Στράφηκε με πειραχτική διάθεση προς την κατάπληκτη μητέρα του.

– Αργείτε, μαμά, αργείτε πολύ να ετοιμαστείτε! Κουνηθείτε λοιπόν, βιάζομαι! Κάντε γρήγορα όλοι σας! Δεν πρόκειται να σας περιμένω πλέον από δω και πέρα, …ούτε στιγμή!