Η Σημασία της Ελληνικής Γλώσσας στην Εξέλιξη της Ιατρικής και της Χειρουργικής

Τοῦ Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου

Καθηγητοῦ

Κλασσικοῦ Φιλολόγου, Ἱστορικοῦ

«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» ἀναφέρει ἡ σοφὴ ρήση τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Ἀντισθένους. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ νόημα (τὴν σοφία) μιᾶς λέξεως, πρέπει πρῶτα νὰ γνωρίσουμε τὴν ἐτυμολογία της.

Ἡ ἐτυμολογία στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα κρύβεται μέσα στὴν ἴδια τὴν λέξη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἂν ρωτήσουμε τὴν λέξη τὶ σημαίνει, αὐτὴ θὰ μᾶς ἀπαντήσει καὶ θὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸ νόημά της. Σὲ μία σύνθετη δὲ λέξη, ἡ ἀναζήτηση τῆς σημασίας τῶν συνθετικῶν της, μᾶς δίνει καὶ τὸ ἰδιαίτερο νόημά της. Καὶ μὴ ξεχνοῦμε ὅτι οἱ λέξεις, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὀρθογραφία τους, κουβαλοῦν καὶ τὴν ἱστορία τους. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Παλαμᾶς, «κι ἂν ξεχνοῦν οἱ ἄνθρωποι, πάντα θυμοῦνται ἐκεῖνες».

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα χαίρει ἐκτιμήσεως μεταξὺ τῶν πολιτισμένων λαῶν, λόγῳ τῆς νοητικῆς της ὑποστάσεως καὶ τῆς ἰδιαίτερης σημασίας ποὺ λαμβάνουν οἱ ἔννοιες στὶς λέξεις, μὲ τὸ λεπτὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο νὰ διαχωρίζει ἀκόμα καὶ λέξεις τῆς ἴδιας εὐρύτερης σημασίας, κάτι ποὺ σήμερα θὰ τὶς κατέτασσε στὴν κατηγορία τῶν συνωνύμων. Γνωρίζουν, ἐπίσης, ὅτι ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς λέξεων τῶν δικῶν τους γλωσσῶν, εἴτε εἶναι ἀμιγῶς ἑλληνικὲς εἴτε προέρχονται ἀπὸ τὴν ἑλληνική…

Ταυτοχρόνως, ὅμως, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διαθέτει μία σειρὰ ἰδιοτήτων καὶ χαρακτηριστικῶν, τρεῖς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ ἐτυμολογία, ἡ ἀκριβολογία καὶ ἡ ἐπιστημονικότητα. Αὐτὸ θὰ γίνει κατανοητὸ μέσω παραδειγμάτων. Π.χ. ἡ λέξη «φάρμακον»…

Ὁ Ἡσύχιος στὸ Λεξικό του ἀναφέρει ὅτι «ἄνθεα· φάρμακα ποικίλα», δηλώνοντας σαφῶς ὅτι τὰ ἄνθη διαθέτουν φαρμακευτικὲς ἰδιότητες. Καὶ συνήθως τὰ ἄνθη, ὅταν εἶναι «ὡραῖα», δηλαδὴ στὴν ὥρα τους, στὴν ἐποχή τους, ἔχουν ἔντονο χρῶμα, διαθέτουν χυμούς, προσελκύουν τὶς μέλισσες καὶ φυσικὰ περιέχουν ἀκέραιες τὶς θεραπευτικὲς οὐσίες, ποὺ χρειάζεται ἕνα φάρμακο.

Ὁ σπουδαῖος Γραμματικός, Γεώργιος Χοιροβοσκὸς ἐπεξηγεῖ ὅτι τὰ φάρμακα λέγονται ἔτσι ἀπὸ τὸ ὅτι φέρουν ἢ δὲν φέρουν τὸ «ἄκος», δηλαδὴ τὴν θεραπεία σὲ κάτι (ἄκος γὰρ ἡ θεραπεία). Αὐτὸ φυσικά, τὸ ἄν δηλαδὴ θὰ ἐπιφέρει ἤ ὄχι θεραπεία, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ποσότητα τῆς δραστικῆς οὐσίας, ποὺ περιέχει τὸ κάθε βότανο ἢ ἄνθος καὶ ποὺ μετατρέπει τὸ «φάρμακο» σὲ «φαρμάκι». Καὶ αὐτὴ τὴν κατάσταση, σαφῶς, περιγράφει ὁ Λεξικογράφος.

Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀληθὴς ἐτυμολογία τῆς λέξεως. Ἀπὸ τὸ «φέρειν ἄκος (=ἴαμα)» λαμβάνουμε τὸ φάρμακο (=αὐτό, ποὺ θεραπεύει), καὶ μέσῳ τοῦ φαρμάκου τὴν φαρμακολογία, τὸ φαρμακεῖο (farmacy, farmacia κ.λπ) καὶ τὴν ἐξάπλωση τῆς ἑλληνικῆς αὐτῆς λέξης μὲ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς νόημα στὶς σημαντικώτερες σήμερα γλῶσσες τοῦ κόσμου… Αὐτὸ σημαίνει ἐτυμολογία.

Ἡ ἀκριβολογία εἶναι μία ἄλλη ἰδιότητα τῆς ἑλληνικῆς, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ κάθε λέξη ἔχει μία, ἀκριβῆ καὶ συγκεκριμένη νοητικὴ σημασία, καὶ συνεπῶς δὲν ἐνέχει τὸν κίνδυνο νὰ ἔλθει σὲ σύγχυση μὲ κάποια ἄλλη λέξη.

Βασική, ἑπομένως, προϋπόθεση τῆς ἀκριβολογίας εἶναι ἡ σαφήνεια, ἡ ὁποία εἰδικὰ στὴν ἰατρικὴ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση διάγνωσης καί, ἑπομένως, σωστῆς θεραπείας… Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Γαληνὸς τονίζει ὅτι γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἀσάφειας θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνα μόνο ὄνομα γιὰ κάθε πρᾶγμα, δηλώνοντας ἐμμέσως ὅτι εἰδικὰ στὴν ἰατρικὴ ἀπαγορεύεται ἡ ὕπαρξη συνωνύμων. Ἀκόμη τονίζει ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται (οὐ συγχωροῦμεν), νὰ ἀφήνουμε κάθε πρᾶγμα χωρὶς ὁρισμό, χωρὶς δηλαδὴ τὴν σχετικὴ μὲ αὐτὸ ὁρολογία.

Μία ἀκόμη ἰδιότητα τῆς ἑλληνικῆς, εἶναι ἡ ἐπιστημονικότητα. Ο Bruno Snell, μάλιστα θεωρεῖ ὅτι «ὁ ἐπιστημονικὸς λόγος εἶναι αὐτόχθων στὴν Ἑλλάδα, καὶ ὅπου ἀλλοῦ ἐμφανίζεται ἀργότερα, δανείζεται ὅρους ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, τοὺς μεταφράζει καὶ διευρύνει τὴν σημασία τους».

Ὅταν λέμε ἐπιστημονικὴ γλῶσσα, ἐννοοῦμε κυρίως τὴν ὁρολογία στὴν ἐπιστήμη γενικώτερα καὶ στὴν ἰατρικὴ εἰδικώτερα, ἡ ὁποία μὲ τὶς νέες εἰδικότητες ποὺ ἐμφανίζονται, χρειάζεται συνεχῶς νέες λέξεις, οἱ ὁποῖες ὅμως ἔχουν ἕνα χαρακτηριστικό. Προέρχονται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, (στὶς λίγες περιπτώσεις, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ λατινικά, οἱ ρίζες τους εἶναι καὶ πάλι ἑλληνικές).

Οἱ ἐπιστημονικοὶ ὅροι δὲν ἀνήκουν σὲ καμμία ὁμιλουμένη γλῶσσα, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει ὁ καθένας στὸ καθημερινό του λεξιλόγιο. Ἡ δημιουργία τους γίνεται ἀπὸ λίγους ἐρευνητές, ἀφοῦ ἐξετασθοῦν οἱ ἐπιστημονικὲς καὶ εἰδικὲς παράμετροι μιᾶς συγκεκριμένης καὶ εἰδικῆς ἔρευνας. Παρ’ ὅλα αὐτά, εἰσβάλλουν στὴν γλῶσσα, ἐφ’ ὅσον σ’ αὐτὴν σκεπτόμαστε καὶ ὁμιλοῦμε.

Ἔτσι οἱ ἑλληνικὲς αὐτὲς λέξεις ἀπετέλεσαν τὸ περιεχόμενο εἰδικῶν λεξικῶν, ἐφ’ ὅσον συγκρότησαν ἕνα εἰδικὸ ἐπιστημονικὸ ἀλλὰ ταυτοχρόνως καὶ διεθνὲς γλωσσικὸ ἰδίωμα, τὸ ὁποῖο ὅμως, τὶς περισσότερες φορές, ἐλάχιστοι τὸ καταλαβαίνουν, διότι ἀγνοοῦν τὴν βασικὴ ἐτυμολογία.

Σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιστημονικότητα τῶν ἀρχαίων ἰατρικῶν ὅρων, μέσω τῶν ὁρισμῶν τοῦ Γαληνοῦ δηλώνεται ὅτι οἱ παλαιοὶ ἔδιναν ἕνα ὄνομα γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ νοούμενο, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀκριβοῦς γνώσεώς του, ἐπισημαίνοντας παράλληλα ὅτι οἱ νεώτεροι, δηλαδὴ οἱ σύγχρονοι τῆς ἐποχῆς του, ἀμελοῦν τὴν ὀνοματολογία.

Ἑπομένως, ἐὰν κάποιος γνωρίζει τὴν σημασία τοῦ α΄ ἢ τοῦ β΄ συνθετικοῦ, μπορεῖ πολὺ εὔκολα νὰ προσδιορίσει τὴν ἔννοια τῆς νέας λέξεως. Π.χ. ἡ πυόρροια (pyorrhea), προέρχεται ἀπὸ τὶς λέξεις «πῦον+ῥέω» καὶ σημαίνει τὴν ἐκροὴ πύου. Σύμφωνα μὲ τὸ Γουδιανὸν Ἐτυμολογικὸν Λεξικὸν Τὸ «πύθεσθαι», σημαίνει «σήπεσθαι». Τὸ σεσηπὸς αἷμα ἑπομένως εἶναι τὸ πῦον.

Ἡ λέξη «πυλωρός», λοιπόν, προέρχεται ἀπὸ τὶς λέξεις πύλη+ὤρα (μὲ ψιλή), πού σημαίνει «φροντίδα», καὶ τὴν φυλακή, λέξη ἡ ὁποία σήμερα ἀποδίδεται ὡς «φρουρά». Ὁ ἰατρικὸς ὅρος «πυλωρός», ἑπομένως, ὀνομάσθηκε ἔτσι, διότι φροντίζει, φυλάττει (φρουρεῖ) καὶ ἐλέγχει ποιὲς τροφὲς θὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτόν.

Ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη, μὲ τὴν μακραίωνη παρουσία της ἔχει συγκεντρώσει ἕναν τεράστιο ὄγκο μαθησιακοῦ ὑλικοῦ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου καὶ διὰ τοῦ Ἱπποκράτη καὶ τοῦ Γαληνοῦ ἕως τὶς ἡμέρες μας, ὅπου οἱ ἐπιστημονικὲς ἐξελίξεις προσφέρουν συνεχῶς ὅλο καὶ περισσότερες ἑλληνικὲς λέξεις.

Ἐὰν κάποιος γνωρίζει καλὰ ἑλληνικὰ μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν ἔννοια χιλιάδων ἰατρικῶν ὅρων, χωρὶς νὰ νοιώθει τὸ δέος τῆς ἀγνοίας, τὸ ὁποῖο αἰσθάνονται ὅσοι προσεγγίζουν τοὺς ἰδίους ὅρους στὴν ἀγγλική, γαλλική, γερμανική, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν ἰδιαίτερη σημασία τους στὰ ἑλληνικά.

Αὐτὴ εἶναι, λοιπόν ἡ σημασία καὶ ἡ συμβολὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴν δημιουργία τοῦ ἐπιστημονικοῦ λεξιλογίου τῆς ἰατρικῆς. Προσφέρει ὅλο τὸ ἐπιστημονικὸ ὁπλοστάσιο στὴν νίκη τῆς ἰατρικῆς ἐπὶ τῶν ἀσθενειῶν. Προσφέρει, δηλαδή, τὴν προϋπόθεση, τῆς θεραπείας, ποὺ εἶναι ἡ σωστὴ διάγνωση. Γιὰ νὰ γίνει σαφὴς αὐτή, χρειάζεται ἐπιστημονικὴ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια. Καὶ τὰ στοιχεῖα αὐτά, τὰ παρέχει ἁπλόχερα μόνο ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα!