Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη
Ὁμοτίμου καθηγητοῦ
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ
Ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος δὲν ἀποτελεῖ μερικὸ ἢ τοπικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ γενικὸ καὶ παγκόσμιο. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα ἐπισημάνθηκε καὶ ἔγινε εὐρύτερα σνειδητὸ μὲ τὴν διάδοση τῆς παγκοσμιοποιήσεως.
Οἱ ρίζες τοῦ φαινομένου αὐτοῦ βρίσκονται οὐσιαστκὰ στὴν νεωτερικότητα καὶ τροφοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἀρχές της. Ὁ νεωτερικὸς ἄνθρωπος ἔπαυσε νὰ βλέπει τὸν κόσμο ὡς ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἀντιμετωπίζει ὡς ἰδιοκτησία. Ἐγκατέλειψε κάθε ἀναφορὰ πρὸς τὸν Δημιουργὸ καὶ θέλησε νὰ συμπεριφερθεῖ ὡς ἀνεξέλεγκτος κύριος καὶ δυνάστης. Περιφρόνησε τὴν ἠθικὴ τῆς θρησκείας μὲ τὸν ἀσκητικὸ χαρακτῆρα της καὶ ἀντέταξε τὴν ἠθικὴ τῆς αὐθαιρεσίας μὲ τὴν ἀπληστία της.
Ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος συνδέεται ἄμεσα μὲ αὐτὸν ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ αὐτό, δηλαδὴ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ μόλυνση τοῦ ἀνθρώπου μεταδίδεται καὶ στὸ περιβάλλον, ποὺ εἶναι τὸ εὐρύτερο σῶμα του. Ταυτόχρονα ἡ μόλυνση αὐτὴ ἀντανακλᾶται στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀποτυπώνεται στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Δὲν μπορεῖ νὰ μολύνεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ παραμένει ἀμόλυντο τὸ περιβάλλον. Ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ μολύνεται τὸ περιβάλλον καὶ νὰ παραμένει ἀνεπηρέαστος ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ μόλυνση τοῦ ἀνθρώπου δημιουργεῖται μὲ τὴν μόλυνση τοῦ νοῦ του. Ὁ νοῦς εἶναι δέκτης καὶ ρυθμιστὴς τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν πράξεων. Ἐκεῖ φωλιάζουν οἱ μνῆμες ὅλων ἐκείνων μὲ τὰ ὁποῖα ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ τὰ νοήματα. Ὅταν αὐτὰ εἶναι καθαρά, τότε καὶ οἱ σχέσεις του μὲ τὸ περιβάλλον του εἶναι σωστὲς καὶ φυσιολογικές. Ὅταν ὅμως τὰ νοήματα συνδέονται μὲ πάθη, τότε καὶ οἱ σχέσεις του μολύνονται καὶ καθίστανται ἑστίες μολύνσεως τοῦ περιβάλλοντος. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, διακρίνοντας τὰ πράγματα ἀπὸ τὰ νοήματα καὶ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα, γράφει· ἄλλο εἶναι τὸ πρᾶγμα, ἄλλο τὸ νόημα καὶ ἄλλο τὸ ἐμπαθὲς νόημα. Πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνδρας, ἡ γυναῖκα, τὸ χρυσάφι καὶ τὰ ἑξῆς· νόημα εἶναι ἡ ἁπλῆ μνήμη κάποιου πράγματος· πάθος εἶναι ἡ ἄλογη φιλία ἢ τὸ ἄκριτο μῖσος ἀπέναντι σὲ κάτι ἀπὸ τὰ προηγούμενα, καὶ ἐμπαθὲς νόημα ὁ λογισμὸς ποὺ συντίθεται ἀπὸ πάθος καὶ νόημα [1].
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μολύνεται, ὅταν ἀναμιγνύονται τὰ νοήματα μὲ τὰ πάθη. Τὰ πάθη αἰχμαλωτίζουν τὸν νοῦ, ἐμποδίζουν τὴν πνευματική του ἐλευθερία καὶ τὸν ἐγκλωβίζουν στὰ πράγματα. Ἔτσι δημιουργοῦνται οἱ ἐμπαθεῖς καταστάσεις, ποὺ προκαλοῦν σύγχυση στὸν ἄνθρωπο καὶ στὶς σχέσεις του μὲ τὸ περιβάλλον. Ὅταν ὁ νοῦς ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἐμπαθῶν καταστάσεων καὶ ἐπιστρέφει στὴν καρδιὰ ἀνακτώντας ἐκεῖ τὴν θέση ποὺ τοῦ ἀνήκει, τότε ἐλευθερώνονται καὶ τὰ νοήματα ἀπὸ τὰ πάθη. Ἔτσι καθαρίζει ὁ νοῦς, ἀναδύονται ἀπαθεῖς λογισμοὶ καὶ ἀποκαθίστανται σωστὲς καὶ φυσιολογικὲς σχέσεις μὲ τὸ φυσικό, ὅπως καὶ μὲ τὸ κοινωνικό, περιβάλλον.
Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μολύνεται καὶ καταστρέφει τὸν ἑαυτό του, δὲν μπορεῖ νὰ ἐξυγιάνει καὶ νὰ διασώσει τὸ περιβάλλον του. Γι’ αὐτὸ ἡ προστασία τοῦ περιβάλλοντος πρέπει νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν αὐτοπροστασία τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐπικεντρωθεῖ στὴν κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν νοημάτων του ἀπὸ τὰ πάθη. Πρέπει νὰ ἐξυγιανθεῖ πρῶτα ὁ νοῦς καὶ νὰ ἀποκατασταθοῦν σωστοὶ λογισμοί. Ἂν δὲν πολεμηθοῦν τὰ πάθη καὶ δὲν καθαρθοῦν οἱ λογισμοὶ ἀπὸ αὐτά, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν σωστὲς καὶ φιλικὲς πρὸς τὸ περιβάλλον σχέσεις καὶ ἐνέργειες.
Ἡ σύνδεση τῶν νοημάτων μὲ τὰ πάθη ἢ ἡ δημιουργία ἐμπαθῶν λογισμῶν δὲν ἀποτελεῖ πλέον προσωπικὴ μόνο ὑπόθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται καὶ συλλογικὰ ἀπὸ τὰ λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως, ὅπως καὶ ἀπὸ τὰ ποικίλα ἄλλα ἠλεκτρονικὰ καὶ ἔντυπα ὄργανα. Θὰ μποροῦσε μάλιστα νὰ λεχθεῖ ὅτι στὴν ἐποχή μας δὲν ἀπομένει κἂν χρόνος γιὰ νὰ συνδέσει κάποιος μὲ τὸν προσωπικό του τρόπο τὰ νοήματα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του, γιατὶ ἐξαρχῆς τὰ νοήματα παρουσιάζονται συνδεδεμένα μὲ πάθη καὶ ἀδυναμίες. Ἀκόμα καὶ ἐκεῖ, ὅπου παρεμβαίνει τὸ κράτος γιὰ τὴν προστασία τῶν πολιτῶν, ὁ μολυσμὸς τῶν νοημάτων διατηρεῖται οὐσιαστικὰ ἀμείωτος. Ἔτσι π.χ. σὲ διαφημίσεις τσιγάρων, ὅπου ἀναγράφεται ὅτι αὐτὰ «βλάπτουν σοβαρὰ τὴν ὑγεία», εἰκονίζονται ἑλκυστικὰ πρόσωπα, ποὺ σφύζουν ἀπὸ ὑγεία, νὰ καπνίζουν τσιγάρα σὲ ἀπολαυστικὸ καὶ καλαίσθητο περιβάλλον.
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ προοπτικὴ γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως τοῦ περιβάλλοντος εἶναι ἄκρως ἀνησυχητική. Καὶ ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὸ φυσικὸ περιβάλλον, ὅπου ἔστω καὶ καθυστερημένα ἔχουν ληφθεῖ καὶ λαμβάνονται κάποια μέτρα, πολὺ περισσότερο ἰσχύει γιὰ τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον. Τὸ λάθος ὅμως, ποὺ ἔγινε καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ γίνεται, εἶναι ὅτι ἡ θεραπεία τῆς μολύνσεως τοῦ περιβάλλοντος ἐπιχειρήθηκε καὶ ἐπιχειρεῖται κυρίως στὸ ἐπίπεδο τῆς ἄλογης κτίσεως. Ὅσο ὅμως παραθεωρεῖται ἡ ἑστία τοῦ μολυσμοῦ, διεξάγεται ἁπλῆ σκιαμαχία. Ἂν ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος δὲν ἀντιμετωπιστεῖ στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἂν δὲν πραγματοποιηθεῖ ριζικὴ μεταστροφὴ στὴν σκέψη καὶ τὸ φρόνημά του, πρὶν μάλιστα ἔρθει ἡ ὕστατη στιγμή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἐλπίδα θετικῆς προοπτικῆς γιὰ τὸ περιβάλλον.
Ἡ πρόταξη τοῦ προσωπικοῦ ἐπιπέδου στὴν καταπολέμηση τῆς μολύνσεως τοῦ περιβάλλοντος μὲ τὴν ἐπισήμανση τοῦ νοῦ ὡς ἑστίας τῆς μολύνσεως δὲν δικαιολογεῖ καθόλου τὴν παρεθεώρηση τοῦ θεσμικοῦ ἐπιπέδου στὸ ἔργο αὐτό.
Καὶ θεσμικὸ ἐπίπεδο δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνο, ποὺ μὲ διάφορους κανόνες ἢ ἀξίες μπορεῖ νὰ διασφαλίζει κάποια διάρκεια στοὺς τρόπους καταπολεμήσεως τοῦ μολυσμοῦ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο ποὺ μὲ διάφορα μέσα ἢ ἐργαλεῖα μπορεῖ νὰ διορθώνει ἢ νὰ προλαμβάνει βλάβες ποὺ προκλήθηκαν ἢ προκαλοῦνται στὸ περιβάλλον ἀπὸ κακὲς ἢ ἄστοχες ἀνθρώπινες ἐνέργειες. Καὶ ἐπειδὴ ἡ μόλυνση αὐτὴ δὲν περιορίζεται σὲ ὁρισμένες μόνο περιοχὲς οὔτε ἀφορᾶ κάποιους συγκεκριμένους λαούς, ἀλλὰ καλύπτει καὶ ἀπειλεῖ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ἐπιβάλλεται παγκόσμια συστράτευση καὶ συνεργασία.
Παρὰ τὶς φιλότιμες προσπάθειες ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὴν παγκόσμια κοινότητα καὶ τὶς ἐπιμέρους οἰκολογικὲς ὀργανώσεις, ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος ὄχι μόνο δὲν ἀναστέλλεται, ἀλλὰ καὶ ἐντείνεται καταστροφικά. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀνεξήγητο. Ὅλες οἱ προσπάθειες αὐτές, ἐνῷ φαίνονται ἁπτὲς καὶ ρεαλιστικές, ἀφήνουν ἔξω ἀπὸ τὰ ἐνδιαφέροντά τους τὴν ἑστία τῆς μολύνσεως καὶ ἐξαντλοῦνται στὴν περιφέρεια, στὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα καὶ φαινόμενα. Ἔτσι ὅμως χρονοτριβοῦν καὶ βαθαίνουν περισσότερο τὸ πρόβλημα.
Ἡ καταπολέμηση τῆς μολύνσεως προϋποθέτει τὴν ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου ζωῆς, τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἤθους καὶ τῆς νοοτροπίας τοῦ ἀνθρώπου. Προϋποθέτει μετάνοια. Καὶ ἡ μετάνοια, ὡς ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ, εἶναι προσωπικὴ ὑπόθεση μὲ ὑπαρξιακὸ κόστος ποὺ ἀναλαμβάνεται δύσκολα. Βέβαια τὰ ἀποτελέσματα τῆς μετάνοιας, ὅσο οὐσιαστικὰ καὶ ἂν εἶναι, περιορίζονται στὸ πλαίσιο τῆς ἐφαμογῆς της. Μόνο μιὰ συλλογικὴ μετάνοια μπορεῖ νὰ παρουσιάσει μετρήσιμα ἀποτελέσματα. Αὐτὸ ὅμως δὲν δικαιολογεῖ τὴν προσωπικὴ ὀλιγωρία. Ἀπαραίτητη ὅμως εἶναι καὶ ἡ ἔγκαιρη καλλιέργεια οἰκολογικοῦ ἔθους στὴν νέα γενεά. Ἡ δημιουργία φιλικῶν πρὸς τὸ περιβάλλον συνηθειῶν στὰ παιδιὰ μέσα στὴν οἰκογένεια ἀπὸ τὴν μικρή τους ἡλικία εἶναι πολὺ βοηθητικὴ γιὰ τὴν διαμόρφωση καὶ παγίωση οἰκολογικοῦ ἤθους.
Τέλος λέγοντας ὅτι ἡ ἑστία τοῦ ἀνθρωπογενοῦς μολυσμοῦ βρίσκεται στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν πρέπει νὰ σκεπτόμαστε τὸν νοῦ τῶν συνανθρώπων μας ἀλλὰ πρωτίστως τὸν δικό μας νοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ καταπολεμήσουμε τὸν μολυσμὸ στὸν νοῦ τῶν ἄλλων, ποὺ εἶναι αὐτεξούσιοι, καὶ ἀπὸ ἀντίδραση πρὸς ἐνδεχόμενη παρέμβασή μας εἶναι δυνατὸν νὰ μολυνθοῦν καὶ νὰ μολύνουν ἀκόμα περισσότερο τὸ περιβάλλον. Μπορεῖ ὅμως ὁ καθένας νὰ καταπολεμήσει τὸν δικό του μολυσμό καὶ νὰ θεραπεύσει, μὲ τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά του, τὸν μολυσμὸ τοῦ κόσμου, κατὰ τὸ μέτρο ποὺ ἀντιστοιχεῖ σὲ αὐτόν.
Ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ γωνία, ποὺ φαίνεται ἴσως ἐξωπραγματική, εἶναι ἡ μόνη ρεαλιστικὴ γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἡ ἀνόρθωση τοῦ κόσμου δὲν εἶναι θεωρητικὴ ὑπόθεση οὔτε ἀφορᾶ ἀφηρημένα πράγματα. Ὁ κόσμος ἀπαρτίζεται ἀπὸ συγκεκριμένα πρόσωπα. Καὶ ἡ ἀνόρθωσή του μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματική, μόνο ὅταν στηρίζεται στὰ συγκεκριμένα αὐτὰ πρόσωπα. Κάθε ἀνθρώπινη ὑπόσταση εἶναι πλασμένη «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, καὶ περιέχει δυνάμει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μεγα- λύτερη ἀπὸ τὴν ἀξία ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶναι ἕνας «δεύτερος κόσμος ἐν μικρῷ μέγας» [2].
1.* Ἐκτενέστερη ἀνάλυση τοῦ θέματος βλέπε στὸ βιβλίο μου: Καινοτομία καὶ Παράδοση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2014, σσ. 203-228. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης 3,42-43, PG 90,1029AB.
2. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38,11, PG 36,324A.
Ἀναδημοσίευση ἀπό 19-10-2016