Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ*

Νίκου Σβορώνου 

 

Ἡ νέ­α πο­ρεί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἀρ­χί­ζει νὰ δι­α­γρά­φε­ται κα­θα­ρὰ ἀ­πὸ τὸ τέ­λος τοῦ 11ου καὶ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 12ου αἰ­ῶ­να, γιὰ νὰ δι­αρ­κέ­σει περ­νών­τας ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρα στά­δια ὡς τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ­ῶνα.

Ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῶν με­γά­λων γαι­ο­κτη­μό­νων, στὸ τέ­λος τοῦ 11ου αἰ­ῶ­να, ἔ­χει κερ­δί­σει τὴν ὁ­ρι­στι­κή της μά­χη, καὶ μὲ τὶς ἀ­πο­κεν­τρω­τι­κές της τά­σεις ἀ­πει­λεῖ τὴν ἑ­νό­τη­τα τοῦ κρά­τους. Οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὶ ἐ­χθροὶ στὰ Βαλ­κά­νια, στὴν Ἀ­να­το­λὴ καὶ στὴ Δύ­ση, ἐ­πι­τί­θεν­ται ἀ­πὸ παν­τοῦ. Ἡ σύγ­κρου­ση μὲ τὸ δυ­τι­κὸ κό­σμο, σύγ­κρου­ση οἰ­κο­νο­μι­κή, πο­λι­τι­κὴ καὶ ἰ­δε­ο­λο­γι­κή, ὀ­ξύ­νε­ται καὶ γί­νε­ται ὁ­ρι­στι­κὴ μὲ τὸ σχί­σμα τοῦ 1054. Ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ δι­είσ­δυ­ση τῶν Ἰ­τα­λι­κῶν πό­λε­ων στὴν Ἀ­να­το­λὴ παίρ­νει ὅ­λο καὶ με­γα­λύ­τε­ρες δι­α­στά­σεις. Τέ­λος, ἡ στρα­τι­ω­τι­κὴ σύγ­κρου­ση τῶν δύ­ο κό­σμων θὰ κα­τα­λή­ξει στὴ δι­ά­λυ­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας στὰ 1204. Στὴν ἴ­δια αὐ­τὴ πε­ρί­ο­δο, ἀ­νά­με­σα στὰ 1040 πε­ρί­που καὶ 1200, οἱ δι­ά­φο­ροι μὴ ἑλ­λη­νι­κοὶ λα­οὶ ποὺ ἔ­με­ναν ὡς τὰ τώ­ρα ὑ­πο­ταγ­μέ­νοι στὴν Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, Ἀρ­μέ­νιοι, Ἴ­βη­ρες στὴν Ἀ­να­το­λή, Σέρ­βοι καὶ Βούλ­γα­ροι στὰ Βαλ­κά­νια, ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀ­πο­χω­ρί­ζον­ται ὁ ἕ­νας με­τὰ τὸν ἄλ­λον καὶ νὰ ἱ­δρύ­ουν ἀ­νε­ξάρ­τη­τους πο­λι­τι­κοὺς σχη­μα­τι­σμοὺς μὲ πυ­ρῆ­νες ἐ­θνι­κούς, ποὺ τεί­νουν δια­ρκῶς νὰ ἐ­ξε­λι­χθοῦν σὲ πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­θνι­κὰ κρά­τη. Τὸ κύ­ριο συ­στα­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας μέ­νει ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς πού, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος καὶ πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος ἀ­πὸ ἐ­χθρι­κοὺς πλέ­ον λα­οὺς-ἐ­θνό­τη­τες, ἀρ­χί­ζει νὰ ἀ­πο­κτᾶ βα­θύ­τε­ρη συ­νεί­δη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του σὰν ἰ­δι­αί­τε­ρη πο­λι­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­σμι­κὴ ὀν­τό­τη­τα.

Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ ἰ­δέ­α προ­βάλ­λε­ται ὁ­λο­έ­να καὶ ἐν­το­νό­τε­ρα ἀ­πὸ τοὺς λο­γί­ους. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ παι­δεί­α, ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ἀ­πο­κα­θί­στα­ται ἀ­πὸ πρίν, πα­ρου­σι­ά­ζε­ται τώ­ρα στοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς σὰν προ­γο­νι­κὴ κλη­ρο­νο­μιά, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α εἶ­ναι ὑ­πε­ρή­φα­νοι. Τὸ ὄ­νο­μα «Ἕλ­λην» ἀρ­χί­ζει νὰ ξα­να­παίρ­νει τὸ δι­πλό του, πο­λι­τι­σμι­κὸ καὶ ἐ­θνο­λο­γι­κό, πε­ρι­ε­χό­με­νο. «Ἕλ­λην» εἶ­ναι ὅ­ποι­ος με­τέ­χει Ἑλ­λη­νι­κῆς παι­δεί­ας καὶ ἔ­χει Ἑλ­λη­νι­κὴ κα­τα­γω­γή. Τὴν ἀν­τί­θε­ση «Ἕλ­λην-Χρι­στια­νὸς» τὴν ἀν­τι­κα­θι­στᾶ, γιὰ ἄλ­λη μία­ φο­ρά, ἡ ἀν­τί­θε­ση «Ἕλ­λην-βάρ­βα­ρος».

Ἡ Ἄν­να Κο­μνη­νή, ποὺ σε­μνύ­νε­ται γιὰ τὴν Ἑλ­λη­νι­κή της παι­δεί­α, μι­λών­τας γιὰ τὴ Σχο­λὴ τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, γρά­φει: «Καὶ ἔ­στιν ἰ­δεῖν καὶ Λα­τί­νον ἐν­ταῦθα παι­δο­τρι­βού­με­νον καὶ Σκύ­θην ἑλ­λη­νί­ζον­τα καὶ Ρω­μαῖ­ον τὰ τῶν Ἑλ­λή­νων συγ­γράμ­μα­τα με­τα­χει­ρι­ζό­με­νον καὶ τὸν ἀ­γράμ­μα­τον Ἕλ­λη­να ὀρ­θῶς ἑλ­λη­νί­ζον­τα».

Γιὰ τὸν Νι­κή­τα Χω­νιά­τη οἱ «Ρω­μαῖ­οι» ὑ­πή­κο­οι τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας εἶ­ναι Ἕλ­λη­νες. Ἔ­τσι, στα­μα­τών­τας τὴν Ἱ­στο­ρί­α του μὲ τὴν ἅ­λω­ση τῆς Πό­λης ἀ­πὸ τοὺς σταυ­ρο­φό­ρους, ποὺ τοὺς θε­ω­ρεῖ βαρ­βά­ρους, δη­λώ­νει ὅ­τι ἀρ­νεῖ­ται νὰ συ­νε­χί­σει τὸ ἔρ­γο του, για­τί: «Πῶς ἂν εἴ­ην ἐ­γὼ τὸ βέλ­τι­στον χρῆ­μα, τὴν ἱ­στο­ρί­αν, τὸ κάλ­λι­στον εὕρη­μα τῶν Ἑλ­λή­νων, βαρ­βα­ρι­καῖς κα­θ᾿ Ἑλ­λή­νων πρά­ξε­σι χα­ρι­ζό­με­νος».

Οἱ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὲς αὐ­τὲς κα­τευ­θύν­σεις θὰ ξε­κα­θα­ρι­στοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο στοὺς αἰ­ῶ­νες ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν, μὲ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη ἑ­νὸς ἰ­σχυ­ροῦ πα­τρι­ω­τι­κοῦ αἰ­σθή­μα­τος στοὺς πο­λύ­πλευ­ρους ἀ­γῶ­νες τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ποὺ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ θὰ πά­ρει Ἐθνι­κὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο. Για­τί ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς δὲν πα­λεύ­ει μό­νο ἐ­ναν­τί­ον ξέ­νων πρὸς τὴν Αὐ­το­κρα­το­ρί­α στοι­χεί­ων, τῶν Φράγ­κων καὶ τῶν Τούρ­κων, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­ναν­τί­ον λα­ῶν, ὅ­πως οἱ Σέρ­βοι καὶ οἱ Βούλ­γα­ροι, ποὺ εἶ­χαν θε­ω­ρη­θεῖ ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες σὰν ἀ­να­πό­σπα­στα τμή­μα­τα τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.

Τὰ δι­ά­φο­ρα Ἑλ­λη­νι­κὰ πο­λι­τι­κὰ συγ­κρο­τή­μα­τα ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­καν ὓ­στε­ρ᾿ ἀ­πὸ τὴν δι­ά­λυ­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τὸ βα­σί­λει­ο τῆς Νι­καί­ας, τὸ Δε­σπο­τᾶτο τῆς Ἠ­πεί­ρου, ἀρ­γό­τε­ρα τὸ Δε­σπο­τᾶτο τοῦ Μο­ρέ­ως, παίρ­νουν ὅ­λο καὶ σα­φέ­στε­ρα Ἐ­θνι­κὸ χα­ρα­κτῆ­ρα, ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­π᾿ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κή τους δο­μή. Ἰ­δι­αί­τε­ρης ση­μα­σί­ας φαί­νε­ται τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὰ κρα­τί­δια αὐ­τὰ ἐ­πι­χεί­ρη­σαν νὰ στη­ρι­χθοῦν, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν Αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῶν Κο­μνη­νῶν, σὲ ντό­πι­ες ἐ­θνι­κὲς δυ­νά­μεις. Οἱ βα­σι­λεῖς τῆς Νι­καί­ας προ­σπά­θη­σαν νὰ ἐ­φαρ­μό­σουν μί­α πο­λι­τι­κὴ ρυθ­μι­στι­κὴ τῶν ἀν­τίρ­ρο­πων κοι­νω­νι­κῶν δυ­νά­με­ων, νὰ ἀ­να­πτύ­ξουν τὴν ντό­πια οἰ­κο­νο­μί­α καὶ νὰ τὴν ἀ­νε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­σουν ἀ­πὸ τὴ Δύ­ση, νὰ ἀ­να­κου­φί­σουν τὶς με­σαῖ­ες καὶ λα­ϊ­κὲς τά­ξεις καὶ νὰ πε­τύ­χουν ἔ­τσι στὸ κρά­τος αὐ­τὸ μί­α πραγ­μα­τι­κὴ ἐ­θνι­κὴ συ­νο­χή. Δὲν εἶ­ναι λοι­πὸν τυ­χαῖ­ο ὅ­τι τὸ κρά­τος αὐ­τὸ πρῶ­το ὀ­νο­μά­στη­κε ἀ­πὸ τοὺς σύγ­χρο­νους «Ἑλ­λη­νὶς ἐ­πι­κρά­τεια», «Ἑλ­λη­νι­κόν», «Ἑλ­λάς», «Ἑλ­λη­νὶς γῆ» καὶ ὅ­τι οἱ κά­τοι­κοί του, μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τοὺς ἴ­διους τούς Αὐ­το­κρά­το­ρες, ἔ­χουν τὴ συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἀ­νή­κουν στὸ «γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων».

Ἡ πρό­σκαι­ρη ἀ­να­σύ­στα­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας μὲ τὴν ἀ­να­κα­τά­λη­ψη τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης δὲ δι­έ­κο­ψε τὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἐ­θνι­κῆς συ­νει­δη­το­ποί­η­σης. Ἡ προ­σπά­θεια τοῦ Μι­χα­ὴλ Πα­λαι­ο­λό­γου νὰ ξα­να­δώ­σει στὸ κρά­τος του τὸν πα­λιό του Οἰ­κου­με­νι­κὸ χα­ρα­κτῆ­ρα, χω­ρὶς πλέ­ον ἀν­τα­πό­κρι­ση μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­πο­τυ­χαί­νει τε­λι­κά.

Ἐ­σω­τε­ρι­κά, ἡ με­γά­λη ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῆς γῆς ἔ­χει κα­τορ­θώ­σει νὰ οἰ­κει­ο­ποι­η­θεῖ, μὲ τὴν ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ συ­στή­μα­τος τῶν προ­νοι­ῶν-οἰ­κο­νο­μι­ῶν ποὺ γί­νον­ται κλη­ρο­νο­μι­κές, τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς γῆς καὶ τῶν δη­μο­σί­ων ἐ­σό­δων. Ἐ­πι­πλέ­ον, ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α αὐ­τή, συν­δυ­ά­ζον­τας τὴν ἀ­νά­λη­ψη τῶν ἀ­νω­τά­των δι­οι­κη­τι­κῶν θέ­σε­ων σὲ δι­ά­φο­ρες ἐ­παρ­χί­ες μὲ τὴν ἀ­πό­κτη­ση καὶ κυ­ρι­ό­τη­τα ἢ κα­τὰ πρό­νοι­α-οἰ­κο­νο­μί­α προ­νο­μια­κῶν γαι­ῶν στὶς ἴ­δι­ες αὐ­τὲς ἐ­παρ­χί­ες, ἀ­νε­ξαρ­τη­το­ποι­εῖ­ται ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν κεν­τρι­κὴ ἐ­ξου­σί­α. Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ται σὲ με­γά­λη ἔ­κτα­ση στὸ ἴ­διο πρό­σω­πο καὶ στὴν ἴ­δια πε­ρι­ο­χὴ δι­και­ο­δο­σί­ες δη­μο­σί­ου δι­καί­ου καὶ δι­και­ώ­μα­τα ἔγ­γειας ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας ἰ­δι­ω­τι­κοῦ δι­καί­ου.

Ἡ ἀ­πο­κεν­τρω­τι­κὴ αὐ­τὴ κί­νη­ση δι­ευ­κο­λύ­νε­ται ἀ­πὸ τὶς ξέ­νες κα­τα­κτή­σεις ποὺ ἀ­πο­μο­νώ­νουν ὁ­λό­κλη­ρα τμή­μα­τα τοῦ κρά­τους καὶ ἐ­πι­βάλ­λουν ἕ­να εἶ­δος συλ­λο­γι­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς δι­οί­κη­σης, ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ πλή­ρη πο­λι­τι­κὴ δι­ά­σπα­ση καὶ μὲ τὴν ἐκ­μη­δέ­νι­ση τῆς κεν­τρι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας.

Ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ δι­ά­λυ­ση δὲν ἐ­πι­τρέ­πει στὸ κρά­τος τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων ν᾿  ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὶς ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πι­θέ­σεις τῶν Βαλ­κα­νι­κῶν λα­ῶν καὶ τῶν Τούρ­κων.

Ἀ­πὸ τὸ τέ­λος τοῦ 13ου αἰ­ῶνα ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς βρί­σκε­ται πο­λι­τι­κὰ κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νος. Ἕ­να μέ­ρος του βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὴν ξέ­νη κυ­ρι­αρ­χί­α, τὸ ὑ­πό­λοι­πο τμῆ­μα πού βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ δι­οί­κη­ση κα­τα­νέ­με­ται ἀ­νά­με­σα στὸ κρά­τος τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης καὶ στοὺς δι­α­φό­ρους το­πάρ­χες τῆς Ἠ­πεί­ρου, τῆς Θεσ­σα­λί­ας, τῆς Πε­λο­πον­νή­σου καὶ στὸ κρά­τος τῆς Τρα­πε­ζοῦν­τος. Ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη παύ­ει ν᾿ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ μο­να­δι­κὸ κέν­τρο τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Νέ­α πο­λι­τι­κὰ κέν­τρα δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἢ ἀ­να­πτύσ­σον­ται: ἡ Θεσ­σα­λο­νί­κη, τὰ Γι­άν­νι­να, ἡ Ἄρ­τα, ὁ Μυ­στρᾶς. Στοὺς ἀ­πο­κεν­τρω­μέ­νους αὐ­τοὺς πο­λι­τι­κοὺς σχη­μα­τι­σμοὺς ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὁ­ρι­σμέ­νες κοι­νω­νι­κὲς καὶ πο­λι­τι­κὲς ἀ­να­κα­τα­τά­ξεις πού ἔ­χουν ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ ση­μα­σί­α γιὰ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο, ἴ­σως, ἀ­πὸ τὴν ἄ­πο­ψη τού­τη γε­γο­νὸς εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη μί­ας μέ­σης τά­ξης ἐμ­πό­ρων καὶ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­ῶν πού ἐ­πω­φε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τῶν Ἰ­τα­λῶν ἐμ­πό­ρων στὰ Βαλ­κά­νια καὶ στὴν Ἀ­να­το­λή…

Δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἔ­τσι μί­α ἀ­νά­μει­κτη κοι­νω­νι­κὴ τά­ξη πλου­σί­ων πο­λι­τῶν ποὺ ἔρ­χε­ται σὲ ἀ­με­σό­τε­ρη ἐ­πα­φὴ μὲ τὶς πιὸ ἀ­να­πτυγ­μέ­νες μορ­φὲς τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας τῶν Ἰτα­λι­κῶν πό­λε­ων, ἐ­πη­ρε­ά­ζε­ται ἐ­πί­σης ἀ­πὸ τὶς πο­λι­τι­κὲς τους ἰ­δέ­ες κι ἀρ­χί­ζει νὰ προ­βάλ­λει, γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ μὲ τέ­τοι­α ἔν­τα­ση, ἀ­ξι­ώ­σεις συμ­με­το­χῆς στὴν πο­λι­τι­κὴ ζω­ὴ καί, ἐν μέ­ρει, πε­τυ­χαί­νει τὸ σκο­πό της. Αὐ­τὸ τὸ νό­η­μα ἔ­χουν τὰ οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ δι­οι­κη­τι­κὰ προ­νό­μια ποὺ ἐ­πι­τυ­χαί­νουν τὰ κοι­νά τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων ἢ οἱ πο­λί­τες τῆς Μο­νεμ­βα­σί­ας. Σὲ με­ρι­κὰ μά­λι­στα ἀ­στι­κὰ κέν­τρα, ὅ­πως ἡ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἡ Ἀ­δρι­α­νού­πο­λη κι ἄλ­λες πό­λεις τῆς Θρά­κης, ἡ μέ­ση αὐ­τὴ τά­ξη, μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῶν βι­ο­τε­χνῶν καὶ τῶν λα­ϊ­κό­τε­ρων κοι­νω­νι­κῶν στοι­χεί­ων, ἐμ­φα­νί­ζει τέ­τοι­α πο­λι­τι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση, ὥ­στε μπο­ρεῖ ν᾿ ἀμ­φι­σβη­τεῖ μὲ πραγ­μα­τι­κὲς ἐ­ξε­γέρ­σεις τὴν ἐ­ξου­σί­α ἀ­πὸ τὴν ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῆς γῆς, σὲ πε­ρι­ό­δους πο­λι­τι­κῶν κρί­σε­ων, ὅ­πως κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῶν δυ­να­στι­κῶν ἐ­ρί­δων ἀ­νά­με­σα στὸν Ἀν­δρό­νι­κο Β’ καὶ στὸν Ἀν­δρό­νι­κο Γ’, ἀ­νά­με­σα στὸν Ἰ­ω­άν­νη Καν­τα­κου­ζη­νὸ καὶ στὸν Ἰ­ω­άν­νη Ε’ Πα­λαι­ο­λό­γο.

Ἡ ἀ­νά­μει­κτη αὐ­τὴ τά­ξη, ποὺ βρί­σκε­ται σὲ οἰ­κο­νο­μι­κὸ συ­να­γω­νι­σμὸ μὲ τοὺς ξέ­νους, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ προ­νο­μι­οῦχα ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῆς γῆς, γί­νε­ται, μα­ζὶ μὲ τὰ λα­ϊ­κό­τε­ρα κοι­νω­νι­κὰ στρώ­μα­τα, τὸ κύ­ριο κοι­νω­νι­κὸ βά­θρο γιὰ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐ­θνι­κῆς ἰ­δέ­ας.

Ἡ πο­λι­τι­κὴ στά­ση τῶν στρω­μά­των αὐ­τῶν εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κή: οἱ ἐ­πα­να­στά­τες τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ τῶν Θρα­κι­κῶν πό­λε­ων ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τὸ νό­μι­μο Αὐ­το­κρά­το­ρα Ἰ­ω­άν­νη Ε’ Πα­λαι­ο­λό­γο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Καν­τα­κου­ζη­νοῦ, ἀν­τι­προ­σώ­που τῆς με­γά­λης ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας. Οἱ ἴ­διοι θ᾿ ἀν­τι­στα­θοῦν στοὺς Σέρ­βους ποὺ ἀ­πει­λοῦν τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Οἱ ἴ­δι­ες αὐ­τὲς με­σαῖ­ες καὶ λα­ϊ­κὲς τά­ξεις τῶν πό­λε­ων θ᾿ ἀν­τι­στα­θοῦ­νε στὴν Ἤ­πει­ρο στὶς χω­ρι­στι­κὲς τά­σεις τῶν Ἠπει­ρω­τῶν το­παρ­χῶν καὶ θὰ ἐ­πι­βά­λουν τὴν προ­σχώ­ρη­ση τῶν Ἠ­πει­ρω­τι­κῶν πό­λε­ων στὴ νό­μι­μη ἐ­ξου­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Ἡ λα­ϊ­κὴ ἀν­τί­δρα­ση στὴν Πε­λο­πόν­νη­σο ἀ­νάγ­κα­σε τὸ Δε­σπό­τη Θε­ό­δω­ρο νὰ μα­ται­ώ­σει τὸ σχέ­διό του τῆς πα­ρα­χώ­ρη­σης τῆς Πε­λο­πον­νή­σου στὸ Τάγ­μα τῶν Ἱπ­πο­τῶν τῆς Ρό­δου. Ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ τού­τη γω­νιὰ ἄλ­λω­στε ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται, στὰ πρό­θυ­ρα τῆς ὁ­ρι­στι­κῆς πτώ­σης τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἡ σπου­δαι­ό­τε­ρη προ­σπά­θεια, μὲ τοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου, τῆς ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σης καὶ τῆς συγ­κέν­τρω­σης τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ σὲ ἕ­να ἑ­νια­ῖο Ἐθνι­κὸ κρά­τος, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ Γε­μι­στὸς θὰ δι­α­τυ­πώ­σει τὴν πρώ­τη θε­ω­ρί­α.

Σὲ τέ­τοι­ες πο­λι­τι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὲς συν­θῆ­κες προ­σπα­θεῖ νὰ προ­σαρ­μο­στεῖ, πάν­τα ὅ­πως συ­νή­θως μὲ κά­ποι­α ἀ­πό­στα­ση, ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Ἡ ἀ­να­φο­ρὰ τῶν δι­α­νο­ου­μέ­νων τῆς ἐ­πο­χῆς στὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, ἡ με­λέ­τη τοῦ ἀρ­χαί­ου Ἑλ­λη­νι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ καὶ ἡ οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρη ἐ­πα­φὴ μα­ζί του γε­νι­κεύ­ε­ται καὶ ὁ­δη­γεῖ σὲ τολ­μη­ρὲς γιὰ τὴν ἐ­πο­χὴ πνευ­μα­τι­κὲς συν­θέ­σεις. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ ἰ­δέ­α κα­τα­κτᾶ συ­νε­χῶς ἔ­δα­φος, ἀ­κό­μη καὶ στοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, καὶ κα­τα­λή­γει νὰ γί­νει κοι­νὸ στοι­χεῖ­ο στὴ συ­νεί­δη­ση τῶν ἀν­τι­πά­λων πο­λι­τι­κῶν καὶ πνευ­μα­τι­κῶν ὁ­μά­δων τῆς ἐ­πο­χῆς: στοὺς ὀ­πα­δοὺς τῆς ἡ­συ­χί­ας, ὑ­πέρ­μα­χους τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης, ἢ στοὺς ἀ­να­νε­ω­τὲς μὲ τὶς ὀρ­θο­λο­γι­στι­κὲς τά­σεις, στοὺς ἑ­νω­τι­κούς, ποὺ θε­ω­ροῦν τὴν ἕ­νω­ση μὲ τὴ Δυ­τι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α σὰν τὸ μό­νο μέ­σο σω­τη­ρί­ας τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἀ­πὸ τὴν τουρ­κι­κὴ ἀ­πει­λὴ ἢ τοὺς ἀν­θε­νω­τι­κούς.

Ὁ λα­ὸς τῶν πε­ρι­ο­χῶν ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν τὴ Βυ­ζαν­τι­νὴ ἐ­πι­κρά­τεια εἶ­ναι στὴ συ­νεί­δη­ση τῆς ἐ­πο­χῆς ὁ Ἑλ­λη­νι­κὸς λα­ός, ποὺ ἡ πο­λι­τι­σμι­κὴ καὶ φυ­λε­τι­κή του συ­νέ­χεια δὲν τί­θε­ται σὲ ἀμ­φι­σβή­τη­ση.

Ἡ Βυ­ζαν­τι­νὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α ὀ­νο­μά­ζε­ται τώ­ρα ἀ­πὸ πολ­λοὺς Ἑλ­λάς. Οἱ μαρ­τυ­ρί­ες ἀ­φθο­νοῦν καὶ προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ παν­τοῦ, πρᾶγ­μα ποὺ δεί­χνει ὅ­τι ἡ ἀν­τί­λη­ψη αὐ­τὴ εἶ­ναι τώ­ρα γε­νι­κὴ καὶ δὲν ἀν­τί­κει­ται πλέ­ον στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη ἡ ἀ­πο­στρο­φὴ τοῦ Γε­μι­στοῦ πρὸς τὸν Μα­νου­ὴλ Πα­λαι­ο­λό­γο: «Ἐ­σμὲν γὰρ νῦν, ὧν ἡ­γεῖ­σθε τε καὶ βα­σι­λεύ­ε­τε, Ἕλ­λη­νες τὸ γέ­νος, ὡς ἢ τε φω­νὴ καὶ ἡ πά­τριος παι­δεί­α μαρ­τυ­ρεῖ».

Ἡ ταύ­τι­ση τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου μὲ τὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα ποὺ ἐ­πι­χει­ρεῖ ὁ Ἰ­ω­άν­νης Ἀρ­γυ­ρόπου­λος, ἢ ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης ἀ­πὸ τὸν Κων­σταν­τῖ­νο Πα­λαι­ο­λό­γο σὰν «κα­τα­φύ­γιο» τῶν Χρι­στια­νῶν, «ἐλ­πί­δα καὶ χα­ρὰ πάν­των τῶν Ἑλ­λή­νων», ἢ ἀ­κό­μα ἡ ἔκ­φρα­ση τοῦ Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ «κο­ρυ­φὴ μὲν γὰρ τῆς κα­θ᾿ ἡμᾶς οἰ­κου­μέ­νης ἡ Ἑλ­λάς, ὀ­φθαλ­μὸς δὲ ἡ τοῦ Πέ­λο­πος».

Στὶς μαρ­τυ­ρί­ες αὐ­τὲς μπο­ροῦν νὰ προ­στε­θοῦν ἄλ­λες πα­λαι­ό­τε­ρες. Ὁ Θε­ό­δω­ρος Με­το­χί­της γρά­φει γιὰ τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του: «Ἐ­κεί­νων τοί­νυν γέ­νος μὲν τὸ ἀρ­χῆ­θεν ἦσαν καὶ πα­τέ­ρες Ἕλ­λη­νες».

Ὁ Κα­βά­σι­λας χρη­σι­μο­ποι­εῖ στοὺς λό­γους του ἐκ­φρά­σεις ὅ­πως «τὸ κοι­νόν τοῦ γέ­νους τῶν Ἑλ­λή­νων», τὸ «κοι­νὸν τοῦ­το πά­σης Ἑλ­λά­δος», ἢ ἀ­κό­μη «πά­νυ γὰρ ἂν κα­λῶς τὴν Ἑλ­λά­δα πρά­ξαι τοῦ Χρι­στοῦ πα­ρελ­θόν­τος»,  καὶ τέ­τοι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα μπο­ροῦν νὰ πολ­λα­πλα­σια­στοῦν.

Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ πνευ­μα­τι­κὴ κί­νη­ση καὶ καλ­λι­τε­χνι­κὴ πα­ρα­γω­γὴ τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου στὴν τε­λευ­ταί­α πε­ρί­ο­δο τῆς ἱ­στο­ρί­ας του φα­νε­ρώ­νει τὴν ἀ­να­σύν­δε­ση τῶν συγ­χρό­νων μὲ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρά­δο­ση. Ὁ Ἑλ­λη­νι­κὸς χα­ρα­κτή­ρας ἐμ­φα­νί­ζε­ται κα­θα­ρό­τε­ρα στὴν τέ­χνη πού, πλου­τι­σμέ­νη μὲ ζων­τα­νὰ λα­ϊ­κὰ στοι­χεῖ­α, δη­μι­ουρ­γεῖ μορ­φὲς ἐ­λεύ­θε­ρες ποὺ θυ­μί­ζουν ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἑλ­λη­νι­στι­κὰ πρό­τυ­πα. Ἡ λα­ϊ­κὴ γλῶσ­σα ἀρ­χί­ζει νὰ ὑ­ψώ­νε­ται σὲ λο­γο­τε­χνι­κὴ γλῶσ­σα, νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται σὲ εὐρύ­τε­ρη κλί­μα­κα ἀ­πὸ τοὺς λο­γί­ους, μὲ ἀ­ξι­ό­λο­γα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα ποὺ δὲν ἀ­πευ­θύ­νον­ται μό­νο στὰ λα­ϊ­κὰ στρώ­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ στοὺς αὐ­λι­κοὺς κύ­κλους.

Ἂν ἡ πο­λι­τι­κή, πο­λι­τι­σμι­κὴ καὶ ἐ­θνο­λο­γι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐ­πι­τρέ­πει ἢ ἐ­πι­βάλ­λει στὸν Ἱστο­ρι­κὸ νὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει τοὺς Ἑλ­λη­νι­κοὺς πο­λι­τι­κοὺς σχη­μα­τι­σμοὺς τοῦ 14ου καὶ τοῦ 15ου αἰ­ῶ­να σὰν τοὺς πρώ­τους πυ­ρῆ­νες Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἐθνι­κοῦ κρά­τους,  ἂν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι τὸ στοι­χεῖο­ ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ πλέ­ον στὴ συ­νεί­δη­ση τῆς ἐ­πο­χῆς εἶ­ναι ἡ Ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα τῶν πε­ρι­ο­χῶν ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ σύ­νο­λο τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς ἐ­πι­κρά­τειας, ἂν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὁ Ἑλ­λη­νι­κὸς λα­ὸς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται πλέ­ον σὰν ἔ­θνος, ἡ ἐ­θνι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α εἶ­χε ἀ­κό­μη νὰ δι­α­νύ­σει ἕ­να μα­κρὺ δρό­μο ὥ­σπου νὰ φτά­σει σὲ μί­α ἐ­παρ­κῆ κα­θα­ρό­τη­τα.

Ἡ ρω­μα­ϊ­κὴ ἰ­δέ­α, βέ­βαι­α, ὑ­πο­χω­ρεῖ. Ὁ ἄ­γνω­στος στι­χο­πλό­κος τοῦ Χρο­νι­κοῦ τοῦ Μο­ρέ­ως ξέ­ρει ὅ­τι οἱ σύγ­χρο­νοί του Βυ­ζαν­τι­νοὶ «Ἕλ­λη­νες εἶ­χαν τὸ ὄ­νο­μα» καὶ ὅ­τι «ἀ­πὸ τὴ Ρώ­μη ἐ­πή­ρα­σι τὸ ὄ­νο­μα τῶν Ρω­μαί­ων». Με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς σύγ­χρο­νους θὰ πά­ψουν νὰ δί­νουν τὸ ὄ­νο­μα «Ρω­μαῖος» στοὺς Βυ­ζαν­τι­νοὺς καὶ θὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦν κυ­ρί­ως γιὰ τοὺς δυ­τι­κοὺς κα­θο­λι­κούς. Σὲ ἄλ­λους τὸ ὄ­νο­μα «Ρω­μαῖος» κρα­τά­ει ἀ­κό­μη τὸ πο­λι­τι­κό, ἂν ὄ­χι τὸ ἐ­θνο­λο­γι­κό του, πε­ρι­ε­χό­με­νο. Ὁ δι­σταγ­μὸς τοῦ Καν­τα­κου­ζη­νοῦ στὴ χρή­ση τῶν ὅ­ρων εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός. Ἄλ­λο­τε μὲ τὸν ὅ­ρο «Ἕλ­λη­νες» ἐν­νο­εῖ τοὺς κα­τοί­κους τῶν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Αὐ­το­κρα­το­ρί­α Ἑλ­λη­νι­κῶν κρα­τι­δί­ων ἄλ­λο­τε, μι­λών­τας στοὺς στρα­τι­ῶ­τες του, τοὺς ἀ­πο­κα­λεῖ «ἀ­πο­γό­νους τῶν πά­λαι Ρω­μαί­ων», ἄλ­λο­τε, τέ­λος, τοὺς προ­σφω­νεῖ «ἄν­δρες Ρω­μαῖ­οι, μᾶλ­λον δὲ καὶ Ἕλ­λη­νες καὶ βάρ­βα­ροι πάν­τες».

Ἀ­κό­μη, ὅ­σοι δὲν μπο­ροῦν εὔ­κο­λα νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τὴν ἔν­νοι­α τῆς ρω­μα­ϊ­κό­τη­τας, αἰ­σθά­νον­ται τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ κα­τα­λή­ξουν σ᾿ ἕ­να συμ­βι­βα­σμό. Γι᾿ αὐ­τοὺς οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ εἶ­ναι ἀ­πό­γο­νοι τῶν Ρω­μαί­ων καὶ τῶν Ἑλ­λή­νων, ἀ­νά­μει­ξη τῶν δύ­ο ἐ­πί­ση­μων γε­νῶν τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας, ἀ­π᾿ ὅ­που προ­έρ­χε­ται τὸ γέ­νος τῶν «Ρω­μαι­ο­ελ­λή­νων».

Σὰν ἀ­πάν­τη­ση στὶς θε­ω­ρί­ες αὐ­τὲς ἔρ­χε­ται τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ δι­ά­γραμ­μα στὸν πρό­λο­γο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Χαλ­κο­κον­δύ­λη, ὅ­που πρῶ­τος, ἴ­σως, αὐ­τὸς ἐκ­φρά­ζει μὲ ἐ­νάρ­γεια τὴν ἰ­δέ­α τῆς ἀ­δι­ά­κο­πης συ­νέ­χειας τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ το­νί­ζει τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ συ­νά­μα λά­θος τοῦ λα­οῦ αὐ­τοῦ καὶ τῶν Αὐ­το­κρα­τό­ρων τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου πού, πε­ρι­φρο­νών­τας τὴν Ἑλ­λη­νι­κή τους ὑ­πό­στα­ση, προ­τί­μη­σαν τὸν τί­τλο τῶν Ρω­μαί­ων.

Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἐ­θνι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται βέ­βαι­α ἀ­πὸ τὴ ρω­μα­ϊ­κὴ ἰ­δέ­α, κρα­τᾶ ὅ­μως ἀ­κό­μα ζων­τα­νὴ τὴν ἰ­δέ­α τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ποὺ στὰ χρό­νια τῆς τουρ­κι­κῆς κα­τά­κτη­σης θὰ συγ­χω­νευ­θεῖ μὲ τὴν ἰ­δέ­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας.

Καὶ θὰ χρεια­στοῦν με­ρι­κοὶ ἀ­κό­μα αἰ­ῶ­νες, νέ­ες οἰ­κο­νο­μι­κές, κοι­νω­νι­κές, καὶ πο­λι­τι­κὲς ἀ­να­κα­τα­τά­ξεις, νέ­οι ἀ­γῶ­νες, κοι­νω­νι­κοὶ καὶ ἐ­θνι­κοί, ποὺ θὰ προ­κα­λέ­σουν τὶς δι­ερ­γα­σί­ες ἐ­κεῖ­νες ποὺ θὰ δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σουν τὴν ἐ­θνι­κὴ ἰ­δέ­α ἀ­πὸ τὸ αὐ­το­κρα­το­ρι­κὸ ἢ θρη­σκευ­τι­κὸ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὸ πε­ρί­γυ­ρο, θὰ τὴν ἐν­τά­ξουν στὴν ἀρ­χὴ τῶν ἐ­θνι­κο­τή­των ποὺ δι­α­τρέ­χει τὴν Εὐ­ρώ­πη ὁ­λό­κλη­ρη τὸ 18ο καὶ τὸ 19ο αἰ­ῶ­να καὶ θὰ τῆς δώ­σουν τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ και­νού­ργια της ἔκ­φρα­ση καὶ κα­θα­ρό­τη­τα.

Βρι­σκό­μα­στε, βέ­βαι­α, ἐ­δῶ μπρο­στὰ στὸ κεν­τρι­κὸ πρό­βλη­μα μί­ας νέ­ας με­γά­λης πε­ρι­ό­δου τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας, ποὺ ξε­περ­νᾶ τὰ σύ­νο­ρα τῆς ση­με­ρι­νῆς ὁ­μι­λί­ας.

 

* Ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο τοῦ Νί­κου Σβο­ρώ­νου, Ἀ­νά­λε­κτα Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας καὶ Ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­ας, Ἐκ­δό­σεις Θε­μέ­λιο, Ἀ­θή­να 1982, σελ. 154-161.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα