Νίκου Σβορώνου
Ἡ νέα πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀρχίζει νὰ διαγράφεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 11ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνα, γιὰ νὰ διαρκέσει περνώντας ἀπὸ διάφορα στάδια ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα.
Ἡ ἀριστοκρατία τῶν μεγάλων γαιοκτημόνων, στὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνα, ἔχει κερδίσει τὴν ὁριστική της μάχη, καὶ μὲ τὶς ἀποκεντρωτικές της τάσεις ἀπειλεῖ τὴν ἑνότητα τοῦ κράτους. Οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ στὰ Βαλκάνια, στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση, ἐπιτίθενται ἀπὸ παντοῦ. Ἡ σύγκρουση μὲ τὸ δυτικὸ κόσμο, σύγκρουση οἰκονομική, πολιτικὴ καὶ ἰδεολογική, ὀξύνεται καὶ γίνεται ὁριστικὴ μὲ τὸ σχίσμα τοῦ 1054. Ἡ οἰκονομικὴ διείσδυση τῶν Ἰταλικῶν πόλεων στὴν Ἀνατολὴ παίρνει ὅλο καὶ μεγαλύτερες διαστάσεις. Τέλος, ἡ στρατιωτικὴ σύγκρουση τῶν δύο κόσμων θὰ καταλήξει στὴ διάλυση τῆς Αὐτοκρατορίας στὰ 1204. Στὴν ἴδια αὐτὴ περίοδο, ἀνάμεσα στὰ 1040 περίπου καὶ 1200, οἱ διάφοροι μὴ ἑλληνικοὶ λαοὶ ποὺ ἔμεναν ὡς τὰ τώρα ὑποταγμένοι στὴν Αὐτοκρατορία, Ἀρμένιοι, Ἴβηρες στὴν Ἀνατολή, Σέρβοι καὶ Βούλγαροι στὰ Βαλκάνια, ἀρχίζουν νὰ ἀποχωρίζονται ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον καὶ νὰ ἱδρύουν ἀνεξάρτητους πολιτικοὺς σχηματισμοὺς μὲ πυρῆνες ἐθνικούς, ποὺ τείνουν διαρκῶς νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ πραγματικὰ ἐθνικὰ κράτη. Τὸ κύριο συστατικὸ στοιχεῖο τῆς Αὐτοκρατορίας μένει ὁ Ἑλληνισμὸς πού, ἀπομονωμένος καὶ περικυκλωμένος ἀπὸ ἐχθρικοὺς πλέον λαοὺς-ἐθνότητες, ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ βαθύτερη συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του σὰν ἰδιαίτερη πολιτικὴ καὶ πολιτισμικὴ ὀντότητα.
Ἡ Ἑλληνικὴ ἰδέα προβάλλεται ὁλοένα καὶ ἐντονότερα ἀπὸ τοὺς λογίους. Ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀποκαθίσταται ἀπὸ πρίν, παρουσιάζεται τώρα στοὺς σημαντικότερους συγγραφεῖς σὰν προγονικὴ κληρονομιά, γιὰ τὴν ὁποία εἶναι ὑπερήφανοι. Τὸ ὄνομα «Ἕλλην» ἀρχίζει νὰ ξαναπαίρνει τὸ διπλό του, πολιτισμικὸ καὶ ἐθνολογικό, περιεχόμενο. «Ἕλλην» εἶναι ὅποιος μετέχει Ἑλληνικῆς παιδείας καὶ ἔχει Ἑλληνικὴ καταγωγή. Τὴν ἀντίθεση «Ἕλλην-Χριστιανὸς» τὴν ἀντικαθιστᾶ, γιὰ ἄλλη μία φορά, ἡ ἀντίθεση «Ἕλλην-βάρβαρος».
Ἡ Ἄννα Κομνηνή, ποὺ σεμνύνεται γιὰ τὴν Ἑλληνική της παιδεία, μιλώντας γιὰ τὴ Σχολὴ τῆς Κωνσταντινούπολης, γράφει: «Καὶ ἔστιν ἰδεῖν καὶ Λατίνον ἐνταῦθα παιδοτριβούμενον καὶ Σκύθην ἑλληνίζοντα καὶ Ρωμαῖον τὰ τῶν Ἑλλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον καὶ τὸν ἀγράμματον Ἕλληνα ὀρθῶς ἑλληνίζοντα».
Γιὰ τὸν Νικήτα Χωνιάτη οἱ «Ρωμαῖοι» ὑπήκοοι τῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι Ἕλληνες. Ἔτσι, σταματώντας τὴν Ἱστορία του μὲ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους, ποὺ τοὺς θεωρεῖ βαρβάρους, δηλώνει ὅτι ἀρνεῖται νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του, γιατί: «Πῶς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ᾿ Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος».
Οἱ ἰδεολογικὲς αὐτὲς κατευθύνσεις θὰ ξεκαθαριστοῦν περισσότερο στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολουθοῦν, μὲ τὴν ἀνάπτυξη ἑνὸς ἰσχυροῦ πατριωτικοῦ αἰσθήματος στοὺς πολύπλευρους ἀγῶνες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ θὰ πάρει Ἐθνικὸ Ἑλληνικὸ περιεχόμενο. Γιατί ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν παλεύει μόνο ἐναντίον ξένων πρὸς τὴν Αὐτοκρατορία στοιχείων, τῶν Φράγκων καὶ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ καὶ ἐναντίον λαῶν, ὅπως οἱ Σέρβοι καὶ οἱ Βούλγαροι, ποὺ εἶχαν θεωρηθεῖ ἐπὶ αἰῶνες σὰν ἀναπόσπαστα τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας.
Τὰ διάφορα Ἑλληνικὰ πολιτικὰ συγκροτήματα ποὺ δημιουργήθηκαν ὓστερ᾿ ἀπὸ τὴν διάλυση τῆς Αὐτοκρατορίας, τὸ βασίλειο τῆς Νικαίας, τὸ Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου, ἀργότερα τὸ Δεσποτᾶτο τοῦ Μορέως, παίρνουν ὅλο καὶ σαφέστερα Ἐθνικὸ χαρακτῆρα, ὅπως φαίνεται ἀπ᾿ τὴν ἐσωτερική τους δομή. Ἰδιαίτερης σημασίας φαίνεται τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κρατίδια αὐτὰ ἐπιχείρησαν νὰ στηριχθοῦν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Αὐτοκρατορία τῶν Κομνηνῶν, σὲ ντόπιες ἐθνικὲς δυνάμεις. Οἱ βασιλεῖς τῆς Νικαίας προσπάθησαν νὰ ἐφαρμόσουν μία πολιτικὴ ρυθμιστικὴ τῶν ἀντίρροπων κοινωνικῶν δυνάμεων, νὰ ἀναπτύξουν τὴν ντόπια οἰκονομία καὶ νὰ τὴν ἀνεξαρτητοποιήσουν ἀπὸ τὴ Δύση, νὰ ἀνακουφίσουν τὶς μεσαῖες καὶ λαϊκὲς τάξεις καὶ νὰ πετύχουν ἔτσι στὸ κράτος αὐτὸ μία πραγματικὴ ἐθνικὴ συνοχή. Δὲν εἶναι λοιπὸν τυχαῖο ὅτι τὸ κράτος αὐτὸ πρῶτο ὀνομάστηκε ἀπὸ τοὺς σύγχρονους «Ἑλληνὶς ἐπικράτεια», «Ἑλληνικόν», «Ἑλλάς», «Ἑλληνὶς γῆ» καὶ ὅτι οἱ κάτοικοί του, μὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς ἴδιους τούς Αὐτοκράτορες, ἔχουν τὴ συνείδηση ὅτι ἀνήκουν στὸ «γένος τῶν Ἑλλήνων».
Ἡ πρόσκαιρη ἀνασύσταση τῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης δὲ διέκοψε τὴ διαδικασία τῆς ἐθνικῆς συνειδητοποίησης. Ἡ προσπάθεια τοῦ Μιχαὴλ Παλαιολόγου νὰ ξαναδώσει στὸ κράτος του τὸν παλιό του Οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα, χωρὶς πλέον ἀνταπόκριση μὲ τὴν πραγματικότητα, ἀποτυχαίνει τελικά.
Ἐσωτερικά, ἡ μεγάλη ἀριστοκρατία τῆς γῆς ἔχει κατορθώσει νὰ οἰκειοποιηθεῖ, μὲ τὴν ἐπέκταση τοῦ συστήματος τῶν προνοιῶν-οἰκονομιῶν ποὺ γίνονται κληρονομικές, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς γῆς καὶ τῶν δημοσίων ἐσόδων. Ἐπιπλέον, ἡ ἀριστοκρατία αὐτή, συνδυάζοντας τὴν ἀνάληψη τῶν ἀνωτάτων διοικητικῶν θέσεων σὲ διάφορες ἐπαρχίες μὲ τὴν ἀπόκτηση καὶ κυριότητα ἢ κατὰ πρόνοια-οἰκονομία προνομιακῶν γαιῶν στὶς ἴδιες αὐτὲς ἐπαρχίες, ἀνεξαρτητοποιεῖται ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν κεντρικὴ ἐξουσία. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ συγκεντρώνονται σὲ μεγάλη ἔκταση στὸ ἴδιο πρόσωπο καὶ στὴν ἴδια περιοχὴ δικαιοδοσίες δημοσίου δικαίου καὶ δικαιώματα ἔγγειας ἰδιοκτησίας ἰδιωτικοῦ δικαίου.
Ἡ ἀποκεντρωτικὴ αὐτὴ κίνηση διευκολύνεται ἀπὸ τὶς ξένες κατακτήσεις ποὺ ἀπομονώνουν ὁλόκληρα τμήματα τοῦ κράτους καὶ ἐπιβάλλουν ἕνα εἶδος συλλογικῆς αὐτοκρατορικῆς διοίκησης, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἰσοδυναμεῖ μὲ πλήρη πολιτικὴ διάσπαση καὶ μὲ τὴν ἐκμηδένιση τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας.
Ἡ ἐσωτερικὴ διάλυση δὲν ἐπιτρέπει στὸ κράτος τῶν Παλαιολόγων ν᾿ ἀντιμετωπίσει τὶς ἀλλεπάλληλες ἐπιθέσεις τῶν Βαλκανικῶν λαῶν καὶ τῶν Τούρκων.
Ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 13ου αἰῶνα ὁ Ἑλληνισμὸς βρίσκεται πολιτικὰ κατακερματισμένος. Ἕνα μέρος του βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ξένη κυριαρχία, τὸ ὑπόλοιπο τμῆμα πού βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ διοίκηση κατανέμεται ἀνάμεσα στὸ κράτος τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ στοὺς διαφόρους τοπάρχες τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Πελοποννήσου καὶ στὸ κράτος τῆς Τραπεζοῦντος. Ἡ Κωνσταντινούπολη παύει ν᾿ ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Νέα πολιτικὰ κέντρα δημιουργοῦνται ἢ ἀναπτύσσονται: ἡ Θεσσαλονίκη, τὰ Γιάννινα, ἡ Ἄρτα, ὁ Μυστρᾶς. Στοὺς ἀποκεντρωμένους αὐτοὺς πολιτικοὺς σχηματισμοὺς ἐμφανίζονται ὁρισμένες κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἀνακατατάξεις πού ἔχουν ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τὸ σημαντικότερο, ἴσως, ἀπὸ τὴν ἄποψη τούτη γεγονὸς εἶναι ἡ ἀνάπτυξη μίας μέσης τάξης ἐμπόρων καὶ ἐπιχειρηματιῶν πού ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ δραστηριότητα τῶν Ἰταλῶν ἐμπόρων στὰ Βαλκάνια καὶ στὴν Ἀνατολή…
Δημιουργεῖται ἔτσι μία ἀνάμεικτη κοινωνικὴ τάξη πλουσίων πολιτῶν ποὺ ἔρχεται σὲ ἀμεσότερη ἐπαφὴ μὲ τὶς πιὸ ἀναπτυγμένες μορφὲς τῆς οἰκονομίας τῶν Ἰταλικῶν πόλεων, ἐπηρεάζεται ἐπίσης ἀπὸ τὶς πολιτικὲς τους ἰδέες κι ἀρχίζει νὰ προβάλλει, γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τέτοια ἔνταση, ἀξιώσεις συμμετοχῆς στὴν πολιτικὴ ζωὴ καί, ἐν μέρει, πετυχαίνει τὸ σκοπό της. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχουν τὰ οἰκονομικὰ καὶ διοικητικὰ προνόμια ποὺ ἐπιτυχαίνουν τὰ κοινά τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τῶν Ἰωαννίνων ἢ οἱ πολίτες τῆς Μονεμβασίας. Σὲ μερικὰ μάλιστα ἀστικὰ κέντρα, ὅπως ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Ἀδριανούπολη κι ἄλλες πόλεις τῆς Θράκης, ἡ μέση αὐτὴ τάξη, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν βιοτεχνῶν καὶ τῶν λαϊκότερων κοινωνικῶν στοιχείων, ἐμφανίζει τέτοια πολιτικὴ ὀργάνωση, ὥστε μπορεῖ ν᾿ ἀμφισβητεῖ μὲ πραγματικὲς ἐξεγέρσεις τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατία τῆς γῆς, σὲ περιόδους πολιτικῶν κρίσεων, ὅπως κατὰ τὴν περίοδο τῶν δυναστικῶν ἐρίδων ἀνάμεσα στὸν Ἀνδρόνικο Β’ καὶ στὸν Ἀνδρόνικο Γ’, ἀνάμεσα στὸν Ἰωάννη Καντακουζηνὸ καὶ στὸν Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο.
Ἡ ἀνάμεικτη αὐτὴ τάξη, ποὺ βρίσκεται σὲ οἰκονομικὸ συναγωνισμὸ μὲ τοὺς ξένους, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παραδοσιακὴ προνομιοῦχα ἀριστοκρατία τῆς γῆς, γίνεται, μαζὶ μὲ τὰ λαϊκότερα κοινωνικὰ στρώματα, τὸ κύριο κοινωνικὸ βάθρο γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς ἰδέας.
Ἡ πολιτικὴ στάση τῶν στρωμάτων αὐτῶν εἶναι ἐνδεικτική: οἱ ἐπαναστάτες τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τῶν Θρακικῶν πόλεων ὑποστηρίζουν τὸ νόμιμο Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο ἐναντίον τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, ἀντιπροσώπου τῆς μεγάλης ἀριστοκρατίας. Οἱ ἴδιοι θ᾿ ἀντισταθοῦν στοὺς Σέρβους ποὺ ἀπειλοῦν τὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ ἴδιες αὐτὲς μεσαῖες καὶ λαϊκὲς τάξεις τῶν πόλεων θ᾿ ἀντισταθοῦνε στὴν Ἤπειρο στὶς χωριστικὲς τάσεις τῶν Ἠπειρωτῶν τοπαρχῶν καὶ θὰ ἐπιβάλουν τὴν προσχώρηση τῶν Ἠπειρωτικῶν πόλεων στὴ νόμιμη ἐξουσία τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἡ λαϊκὴ ἀντίδραση στὴν Πελοπόννησο ἀνάγκασε τὸ Δεσπότη Θεόδωρο νὰ ματαιώσει τὸ σχέδιό του τῆς παραχώρησης τῆς Πελοποννήσου στὸ Τάγμα τῶν Ἱπποτῶν τῆς Ρόδου. Ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ τούτη γωνιὰ ἄλλωστε ἐπιχειρεῖται, στὰ πρόθυρα τῆς ὁριστικῆς πτώσης τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ σπουδαιότερη προσπάθεια, μὲ τοὺς ἀγῶνες τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τῆς ἀπελευθέρωσης καὶ τῆς συγκέντρωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ ἕνα ἑνιαῖο Ἐθνικὸ κράτος, τοῦ ὁποίου ὁ Γεμιστὸς θὰ διατυπώσει τὴν πρώτη θεωρία.
Σὲ τέτοιες πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες προσπαθεῖ νὰ προσαρμοστεῖ, πάντα ὅπως συνήθως μὲ κάποια ἀπόσταση, ἡ Ἑλληνικὴ ἰδεολογία. Ἡ ἀναφορὰ τῶν διανοουμένων τῆς ἐποχῆς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἡ μελέτη τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἡ οὐσιαστικότερη ἐπαφὴ μαζί του γενικεύεται καὶ ὁδηγεῖ σὲ τολμηρὲς γιὰ τὴν ἐποχὴ πνευματικὲς συνθέσεις. Ἡ Ἑλληνικὴ ἰδέα κατακτᾶ συνεχῶς ἔδαφος, ἀκόμη καὶ στοὺς συντηρητικοὺς κύκλους, καὶ καταλήγει νὰ γίνει κοινὸ στοιχεῖο στὴ συνείδηση τῶν ἀντιπάλων πολιτικῶν καὶ πνευματικῶν ὁμάδων τῆς ἐποχῆς: στοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἡσυχίας, ὑπέρμαχους τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, ἢ στοὺς ἀνανεωτὲς μὲ τὶς ὀρθολογιστικὲς τάσεις, στοὺς ἑνωτικούς, ποὺ θεωροῦν τὴν ἕνωση μὲ τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία σὰν τὸ μόνο μέσο σωτηρίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἀπειλὴ ἢ τοὺς ἀνθενωτικούς.
Ὁ λαὸς τῶν περιοχῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὴ Βυζαντινὴ ἐπικράτεια εἶναι στὴ συνείδηση τῆς ἐποχῆς ὁ Ἑλληνικὸς λαός, ποὺ ἡ πολιτισμικὴ καὶ φυλετική του συνέχεια δὲν τίθεται σὲ ἀμφισβήτηση.
Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ὀνομάζεται τώρα ἀπὸ πολλοὺς Ἑλλάς. Οἱ μαρτυρίες ἀφθονοῦν καὶ προέρχονται ἀπὸ παντοῦ, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι τώρα γενικὴ καὶ δὲν ἀντίκειται πλέον στὴ χριστιανικὴ ἰδεολογία. Εἶναι πασίγνωστη ἡ ἀποστροφὴ τοῦ Γεμιστοῦ πρὸς τὸν Μανουὴλ Παλαιολόγο: «Ἐσμὲν γὰρ νῦν, ὧν ἡγεῖσθε τε καὶ βασιλεύετε, Ἕλληνες τὸ γένος, ὡς ἢ τε φωνὴ καὶ ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ».
Ἡ ταύτιση τοῦ Βυζαντίου μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ποὺ ἐπιχειρεῖ ὁ Ἰωάννης Ἀργυρόπουλος, ἢ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο σὰν «καταφύγιο» τῶν Χριστιανῶν, «ἐλπίδα καὶ χαρὰ πάντων τῶν Ἑλλήνων», ἢ ἀκόμα ἡ ἔκφραση τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ «κορυφὴ μὲν γὰρ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς οἰκουμένης ἡ Ἑλλάς, ὀφθαλμὸς δὲ ἡ τοῦ Πέλοπος».
Στὶς μαρτυρίες αὐτὲς μποροῦν νὰ προστεθοῦν ἄλλες παλαιότερες. Ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης γράφει γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του: «Ἐκείνων τοίνυν γένος μὲν τὸ ἀρχῆθεν ἦσαν καὶ πατέρες Ἕλληνες».
Ὁ Καβάσιλας χρησιμοποιεῖ στοὺς λόγους του ἐκφράσεις ὅπως «τὸ κοινόν τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων», τὸ «κοινὸν τοῦτο πάσης Ἑλλάδος», ἢ ἀκόμη «πάνυ γὰρ ἂν καλῶς τὴν Ἑλλάδα πράξαι τοῦ Χριστοῦ παρελθόντος», καὶ τέτοια παραδείγματα μποροῦν νὰ πολλαπλασιαστοῦν.
Ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ κίνηση καὶ καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ τοῦ Βυζαντίου στὴν τελευταία περίοδο τῆς ἱστορίας του φανερώνει τὴν ἀνασύνδεση τῶν συγχρόνων μὲ τὴν Ἑλληνικὴ παράδοση. Ὁ Ἑλληνικὸς χαρακτήρας ἐμφανίζεται καθαρότερα στὴν τέχνη πού, πλουτισμένη μὲ ζωντανὰ λαϊκὰ στοιχεῖα, δημιουργεῖ μορφὲς ἐλεύθερες ποὺ θυμίζουν ἑλληνικὰ καὶ ἑλληνιστικὰ πρότυπα. Ἡ λαϊκὴ γλῶσσα ἀρχίζει νὰ ὑψώνεται σὲ λογοτεχνικὴ γλῶσσα, νὰ χρησιμοποιεῖται σὲ εὐρύτερη κλίμακα ἀπὸ τοὺς λογίους, μὲ ἀξιόλογα ἐπιτεύγματα ποὺ δὲν ἀπευθύνονται μόνο στὰ λαϊκὰ στρώματα, ἀλλὰ καὶ στοὺς αὐλικοὺς κύκλους.
Ἂν ἡ πολιτική, πολιτισμικὴ καὶ ἐθνολογικὴ πραγματικότητα ἐπιτρέπει ἢ ἐπιβάλλει στὸν Ἱστορικὸ νὰ χαρακτηρίσει τοὺς Ἑλληνικοὺς πολιτικοὺς σχηματισμοὺς τοῦ 14ου καὶ τοῦ 15ου αἰῶνα σὰν τοὺς πρώτους πυρῆνες Ἑλληνικοῦ Ἐθνικοῦ κράτους, ἂν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι τὸ στοιχεῖο ποὺ ἐπικρατεῖ πλέον στὴ συνείδηση τῆς ἐποχῆς εἶναι ἡ Ἑλληνικότητα τῶν περιοχῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὸ σύνολο τῆς Βυζαντινῆς ἐπικράτειας, ἂν στὴν πραγματικότητα ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς συμπεριφέρεται πλέον σὰν ἔθνος, ἡ ἐθνικὴ ἰδεολογία εἶχε ἀκόμη νὰ διανύσει ἕνα μακρὺ δρόμο ὥσπου νὰ φτάσει σὲ μία ἐπαρκῆ καθαρότητα.
Ἡ ρωμαϊκὴ ἰδέα, βέβαια, ὑποχωρεῖ. Ὁ ἄγνωστος στιχοπλόκος τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Μορέως ξέρει ὅτι οἱ σύγχρονοί του Βυζαντινοὶ «Ἕλληνες εἶχαν τὸ ὄνομα» καὶ ὅτι «ἀπὸ τὴ Ρώμη ἐπήρασι τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων». Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς σύγχρονους θὰ πάψουν νὰ δίνουν τὸ ὄνομα «Ρωμαῖος» στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ θὰ τὸ χρησιμοποιοῦν κυρίως γιὰ τοὺς δυτικοὺς καθολικούς. Σὲ ἄλλους τὸ ὄνομα «Ρωμαῖος» κρατάει ἀκόμη τὸ πολιτικό, ἂν ὄχι τὸ ἐθνολογικό του, περιεχόμενο. Ὁ δισταγμὸς τοῦ Καντακουζηνοῦ στὴ χρήση τῶν ὅρων εἶναι χαρακτηριστικός. Ἄλλοτε μὲ τὸν ὅρο «Ἕλληνες» ἐννοεῖ τοὺς κατοίκους τῶν ἔξω ἀπὸ τὴν Αὐτοκρατορία Ἑλληνικῶν κρατιδίων ἄλλοτε, μιλώντας στοὺς στρατιῶτες του, τοὺς ἀποκαλεῖ «ἀπογόνους τῶν πάλαι Ρωμαίων», ἄλλοτε, τέλος, τοὺς προσφωνεῖ «ἄνδρες Ρωμαῖοι, μᾶλλον δὲ καὶ Ἕλληνες καὶ βάρβαροι πάντες».
Ἀκόμη, ὅσοι δὲν μποροῦν εὔκολα νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἔννοια τῆς ρωμαϊκότητας, αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ καταλήξουν σ᾿ ἕνα συμβιβασμό. Γι᾿ αὐτοὺς οἱ Βυζαντινοὶ εἶναι ἀπόγονοι τῶν Ρωμαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων, ἀνάμειξη τῶν δύο ἐπίσημων γενῶν τῆς ἀρχαιότητας, ἀπ᾿ ὅπου προέρχεται τὸ γένος τῶν «Ρωμαιοελλήνων».
Σὰν ἀπάντηση στὶς θεωρίες αὐτὲς ἔρχεται τὸ ἱστορικὸ διάγραμμα στὸν πρόλογο τῆς Ἱστορίας τοῦ Χαλκοκονδύλη, ὅπου πρῶτος, ἴσως, αὐτὸς ἐκφράζει μὲ ἐνάργεια τὴν ἰδέα τῆς ἀδιάκοπης συνέχειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τονίζει τὸ ἱστορικὸ καὶ πολιτικὸ συνάμα λάθος τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ τῶν Αὐτοκρατόρων τοῦ Βυζαντίου πού, περιφρονώντας τὴν Ἑλληνική τους ὑπόσταση, προτίμησαν τὸν τίτλο τῶν Ρωμαίων.
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ ἰδεολογία ἀπομακρύνεται βέβαια ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἰδέα, κρατᾶ ὅμως ἀκόμα ζωντανὴ τὴν ἰδέα τῆς Αὐτοκρατορίας, ποὺ στὰ χρόνια τῆς τουρκικῆς κατάκτησης θὰ συγχωνευθεῖ μὲ τὴν ἰδέα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καὶ θὰ χρειαστοῦν μερικοὶ ἀκόμα αἰῶνες, νέες οἰκονομικές, κοινωνικές, καὶ πολιτικὲς ἀνακατατάξεις, νέοι ἀγῶνες, κοινωνικοὶ καὶ ἐθνικοί, ποὺ θὰ προκαλέσουν τὶς διεργασίες ἐκεῖνες ποὺ θὰ διαφοροποιήσουν τὴν ἐθνικὴ ἰδέα ἀπὸ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἢ θρησκευτικὸ ἰδεολογικὸ περίγυρο, θὰ τὴν ἐντάξουν στὴν ἀρχὴ τῶν ἐθνικοτήτων ποὺ διατρέχει τὴν Εὐρώπη ὁλόκληρη τὸ 18ο καὶ τὸ 19ο αἰῶνα καὶ θὰ τῆς δώσουν τὴν ἱστορικὴ καινούργια της ἔκφραση καὶ καθαρότητα.
Βρισκόμαστε, βέβαια, ἐδῶ μπροστὰ στὸ κεντρικὸ πρόβλημα μίας νέας μεγάλης περιόδου τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας, ποὺ ξεπερνᾶ τὰ σύνορα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας.
* Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Νίκου Σβορώνου, Ἀνάλεκτα Νεοελληνικῆς Ἱστορίας καὶ Ἱστοριογραφίας, Ἐκδόσεις Θεμέλιο, Ἀθήνα 1982, σελ. 154-161.