της Μαρίας Κορνάρου
Κάποιοι έχουμε επιλέξει το μονοπάτι του Ορθοδόξου Χριστιανού, που μελετά την Εκκλησία και την Παράδοσή της, που αγρυπνεί και αγωνιά για το μέλλον της. Άλλοι, επέλεξαν το μονοπάτι της τυφλής υπακοής εις άπασαν Αρχιερατική ενέργεια, κατά το «πίστευε και μη ερεύνα» των παπικών, που εν τέλει μαρτυρεί φρόνημα της ελαχίστης προσπάθειας. Για όσους αγωνιζόμαστε στην αρετή της προσοχής, οι καιροί είναι δύσκολοι. Αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν στην Εκκλησία, δεν γνωρίζουμε εάν έχουν ξανασυμβεί σε τέτοια έκταση και με τέτοια πεποίθηση, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα! Μόνο την συζήτηση με αιρετικούς και τον «διαθρησκειακό διάλογο» να πιάσουμε, διαθέτει «παράδοση» εκατονταετίας! Η δε «μετα-πατερική» θεολογία, ήτοι το αναποδογύρισμα των πάντων, επιβιώνει και αυτή ικανό διάστημα ιστορίας. Εσχάτως, με τον νέο κορωνο-διωγμό, έχουν εισαχθεί και νέες βλασφημίες στον Τριαδικό Θεό από τους ίδιους τους λειτουργούς του, με τη μορφή της κοπτοραπτικής στη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας. Άρνησις, δηλαδή, του δόγματος της Εκκλησίας.
Η οποία τελείται απροσκόπτως, χάριτι Θεού όχι και στη χώρα μας, όμως «επισήμως» στην Ορθοδοξία ανά την Οικουμένη. Εάν δε και επιστρατευθεί κάποια νέα, «φωτισμένη» ερμηνεία των Ιερών Κανόνων, τότε η «νέα κανονικότητα» θα είναι πια γεγονός, που θα μας θέσει ενώπιον φρικτών διλημμάτων. Είναι δε θαύμα, πώς στο λαό επιβιώνει το Ορθόδοξο φρόνημα…
Η Εκκλησία μας, με λίγα λόγια, τείνει να ομοιάσει προς τον κόσμο που μας περιβάλλει. Να αλλάζει με τους καιρούς, με τις διαθέσεις και τις πρόσκαιρες ανάγκες. Να συμβιβάζεται, αενάως αποδεχόμενη τη γνώμη των πολλών. Επιζητεί τη συμμόρφωση με τις άθεες επιταγές των ισχυρών του κόσμου, τα άθεα φρονήματα της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Η Εκκλησία ομοιάζει να απολογείται για την λαμπρή κληρονομιά της και να επιζητεί την σταδιακή αλλοίωσή της, κατά τα κοσμικά πρότυπα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μας φαίνεται ότι διακρίνουμε συμφέροντα άσχετα με το σκοπό της ένωσης με το Χριστό, να εξυπηρετούνται από την Εκκλησία του! Όπως ακριβώς και στον κόσμο, έτσι και στην Εκκλησία, βλέπουμε τις κεφαλές να μην τολμούν να καταγγείλουν την διαφθορά. Θλιβόμαστε τότε βαθύτατα, επειδή ο κόσμος, όσο και αν κλαίγαν οι άγιοι για το κατάντημά του, είναι παρερχόμενος, και είναι δηλωμένος εχθρός του Χριστού.
Η Εκκλησία μας, όμως, είναι τόπος αιώνιος, τόπος αφθαρσίας και σκοπός αγιότητας. Δεν αντέχουμε εύκολα να βλέπουμε επάνω της τα σημάδια της φθοράς, της τριβής με τη λάσπη του κόσμου. Η Εκκλησία είναι το ευσκιόφυλλο δένδρο, που στα κλαδιά του έρχονται και κάθονται τα πουλιά του ουρανού. Πώς γίνεται να μαγαρίζεται από τα σκυλιά της γης και τα ποντίκια;
Κίνδυνος ελλοχεύει σ’ αυτές τις δικαιολογημένες σκέψεις. Βλέποντας την ανοχή του Θεού, που επιτρέπει τη βλασφημία απ’ την ίδια την Εκκλησία του, μας μπαίνουν λογισμοί αμφιβολίας, απιστίας ακόμη. Σχεδόν ξεχνάμε ότι ο Θεός είναι αγαπητικός πατέρας για εμάς, και για όλους. Τείνουμε να τον περιορίσουμε σε εκδικητικό τιμωρό, που θα αποκαταστήσει το δίκαιο, που μας αφήνει σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση για τις πολλές αμαρτίες μας. Σαφώς, αυτές οι σκέψεις είναι αληθείς. Κρύβουν όμως τη μισή αλήθεια. Μπορούμε και πρέπει να τις βλέπουμε μέσα από το πρίσμα της αγάπης του Θεού, που μέσα από τις δοκιμασίες και τις βαρύτατες θλίψεις, σωτηρίαν απεργάζεται, ακόμη και για τους εχθρούς του! Δεν είναι ο ρόλος μας να παρασυρθούμε μόνο απ’ την αγανάκτηση για την εκκλησιαστική κατάσταση, ξεχνώντας τι θα πει είμαι Χριστιανός. Ούτε να αφήσουμε στην λησμονιά τις πάμπολλες θλίψεις και δοκιμασίες που έχει περάσει η Εκκλησία ανά τους αιώνες, τόσο στα εσωτερικά όσο και στα εξωτερικά της ζητήματα. Ας θυμηθούμε τους αγώνες των αγίων, μέσα σε συνθήκες που φαίνονταν τόσο αντίξοες όσο η σημερινή, όπου μόνο το θαύμα μπορεί να σώσει. Πολύ στηρίζει και ο βίος του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος αγωνίστηκε όταν στην Εκκλησία δεν υπήρχε ούτε δόγμα! Βαλλόταν δε από παντού, το μικρόν ποίμνιον, από τις διάφορες αιρέσεις, ιδίως εκείνη του Αρειανισμού. Είχε τότε, ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, να προασπιστεί την Ορθοδοξία που τρεμόσβηνε, ενώ ήταν περιτριγυρισμένος από επίσκοπους ιδιοτελείς, σαρκικούς στο φρόνημα, άγευστους απ’ τη χάρη του Θεού! Και τα κατάφερε, άγιος εκείνος, και έζησε η Πίστη.
Η θλίψη μας, μπορεί μέσα να φιλοξενήσει και την ελπίδα. Ο Χριστός, μας προσέταξε να γίνουμε «ωσάν τα παιδία». Τα παιδιά ανυπομονούν για την κάθε μέρα που ξημερώνει και θαυμάζουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους. Διακατέχονται από έναν συνεχή ενθουσιασμό. Μία αθωότητα, που ενέχει μέσα την πίστη στο καλό. Τα παιδιά δεν απογοητεύονται, ούτε μαραζώνουν, μα γυρεύουν το παιχνίδι. Διαλέγουν αυτόματα τη χαρά. Έτσι και εμείς, που γνωρίζουμε το Θεό στη ζωή μας, αν θέλουμε, θα Τον βλέπουμε σε κάθε στιγμή, κάθε ξημέρωμα θα Τον προσμένουμε. Ήδη απ’ τον Εσπερινό, η Εκκλησία μας ζητά την πρωϊνή ημέρα, οπότε θα δοξάσει ξανά τα μεγαλεία του Θεού. Στο σκοτάδι του αιώνος τούτου, ζητούμε τη δόξα του Θεού, θυμόμαστε τη χαρά της Βασιλείας του. Ούτω πορευσόμεθα.