Γράφει η Μαρία Κορνάρου
Δεν υπάρχει αμφιβολία, για όσους έχουν βιώσει την εκκλησιαστική ζωή, ότι ο Θεός υπάρχει. Όπως οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι κατασκεύασαν τα αρχαία κτίσματα και αντικείμενα που ανακαλύπτουν, έτσι και εμείς γνωρίζουμε ότι υπάρχει το πνεύμα του Θεού που μας πλάθει και μας διαμορφώνει όσο ανακαλύπτουμε τις αλλαγές στην ψυχή μας από τον πνευματικό αγώνα. Μπορεί να μην το βλέπουμε, βλέπουμε όμως τα αποτελέσματα. Στην εκκλησιαστική παράδοση μιλούν για το πνεύμα του Θεού, το οποίο ομοιάζει με τον άνεμο που φυσά μέσα στα δέντρα: δεν βλέπεις τον άνεμο, βλέπεις όμως τα κλαδιά των δένδρων που κουνιούνται. Έτσι είναι δύσκολο να εξηγήσεις την κίνηση, και καταλαβαίνεις την ύπαρξη του Θεού. Αντικρύζοντας τη σοφία του Θεού στην καθημερινότητά μας, στα μικρά και μεγάλα δώρα που μας κάνει, μπορούμε να βλέπουμε πίσω από αυτά την πρόσκληση να πιστέψουμε ακόμη θερμότερα, το ευαγγελικό «μη γίνου άπιστος αλλά πιστός».
Η αλλαγή που συμβαίνει μέσα μας είναι πράγματι κοσμογονική. Ο άνθρωπος του Θεού γίνεται ανάποδος από τον άνθρωπο του κόσμου. Εκεί που ο κοσμικός ζητά το χρήμα, ο άνθρωπος του Θεού ζητά τη φιλανθρωπία. Εκεί όπου ο κοσμικός βλέπει την ευκαιρία να φανεί, ο άνθρωπος του Θεού ψάχνει να κρυφτεί από τη δόξα του κόσμου. Αυτά που για άλλους είναι ποθητά, ταξίδια και ανέσεις και διασκεδάσεις, για τον άνθρωπο του Θεού είναι περιττά. Όταν τον προσβάλλουν, ο χριστιανός δε θα γυρέψει ανταπόδοση, ενώ ο κοσμικός θα κρατήσει την οργή του για να ξεσπάσει στην κατάλληλη ευκαιρία. Τις ώρες που οι περισσότεροι ζητούν την χαλάρωση της τηλεόρασης ή την ένταση ενός νυχτερινού μαγαζιού, ο Χριστιανός αγρυπνεί και υμνεί τον Πλάστη και Λυτρωτή του. Ενώ τις ώρες που όλοι επιθυμούν να χουζουρέψουν και να ξεκουραστούν πριν ξημερώσει για τα καλά η μέρα, ο Χριστιανός με λαχτάρα προσέρχεται στο ναό του Θεού του, το γλυκοχάραμα, όταν τα πουλιά αρχίζουν μόλις το τραγούδι τους…
Ο Χριστιανός είναι χαρούμενος μέσα στον κόσμο που θλίβει και απομυζά την ενέργεια των άλλων ανθρώπων. Οι ανιαρές ασχολίες, η ρουτίνα της εργασίας, η δυστροπία των συνανθρώπων, όλα τα άσχημα κομμάτια της ζωής που παρακινούν τους περισσότερους στην απελπισία και την οκνηρία, ή στο κυνήγι του πλούτου ώστε να τα αποφύγουν δια παντός… αυτά για το Χριστιανό είναι αμελητέα. Ούτε που μπορούν να κερδίσουν την προσοχή του αρκετά ώστε να παραπονεθεί για αυτά. Επειδή ο Θεός είναι μέσα στην καρδιά του Χριστιανού και τη γεμίζει ακατάπαυστα με γαλήνη και αγαλλίαση υπερκόσμια. Ο νους του απασχολείται μελετώντας τα θεία νοήματα και ενθυμούμενος τις ευεργεσίες του Θεού. Δεν μπορεί να καταπιαστεί με τα σκονισμένα γήινα πράγματα αρκετά ώστε να του χαλάσουν την διάθεση, αλλά ασχολείται με αυτά τόσο, όσο χρειαστεί για να φέρει εις πέρας τις εγκόσμιες υποχρεώσεις του. Όμως ο νους του δε φυλακίζεται στα εγκόσμια, και δε δίνει κομμάτια της καρδιάς του σε πρόσκαιρα και εύθραυστα πράγματα, ώστε να γευθεί μετά τη θλίψη και την απελπισία, όταν αυτά θα σπάσουν, θα χαλάσουν και θα τον απογοητεύσουν. Ο νους του είναι δοσμένος στην επικοινωνία με το Θεό, στην εκζήτηση του ελέους Του και στην δοξολογία του αγίου Ονόματός Του. Έτσι, βρίσκει ο Χριστιανός την πηγή της ανεκλάλητης χαράς, αυτής που δεν τον αφήνει να σκουριάσει και να καταπτοηθεί μέσα στα κύματα της παρούσας ζωής.
Ενθυμούμενος τις εντολές του Θεού, ο Χριστιανός ομοιάζει προς άνθρωπο «οἰκοδομοῦντι οἰκίαν, ὃς καὶ ἔσκαψε καὶ ἐβάθυνε καὶ ἔθηκε θεμέλιον ἐπὶ τὴν πέτραν». Λησμονώντας το δρόμο της Ορθοδοξίας που οριοθετεί η διδασκαλία των Πατέρων, ο Χριστιανός ομοιάζει προς άνθρωπο «οικοδομήσαντι οικίαν επί τήν γήν χωρίς θεμελίου», η οποία και γκρεμίστηκε. Έτσι, όποιος διασώζει με αγωνία τον εγωισμό ή τον πλουτισμό ή την ανθρωπαρέσκειά του εις βάρος της πνευματικής ζωής, αυτός δε θα δει την αλλαγή στην καρδιά του και δε θα βιώσει τη μυστική χαρά μέσα στις θλίψεις, τη χαρά των Χριστιανών. Το χειρότερο, αυτός δε θα μοιάζει με Χριστιανό αλλά με άνθρωπο σαν όλους τους άλλους, ο οποίος διατηρεί μία βιτρίνα πνευματικότητας πίσω από ένα νέφος γογγυσμού, κενοδοξίας και κατακρίσεως. Θλιμμένος είναι αυτός ο άνθρωπος, γιατί ενώ δεν κίνησε ποτέ για την άνω Ιερουσαλήμ, αυτός θαρρεί ότι είναι ήδη πολύ μακρά προπορευόμενος στην οδό γι’ αυτήν. Μακάριος δε είναι εκείνος που θαρρεί τον εαυτό του πολύ φτωχό σε αρετές και πνευματικά ανώριμο, γιατί αυτός έχει αφήσει τα χνάρια του στη μακρά οδό του Κυρίου, κι οι άνθρωποι ξωπίσω του ερευνούν πού πάτησε για να διδαχθούν και να πατήσουν κι αυτοί. Εκείνος δε ούτε που υποψιάζεται πως υπάρχει άλλος πιο πίσω απ’ τον εαυτό του, στο δρόμο της αρετής…