Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη
Άνοιξαν επί τέλους οι θύρες των ναών για τους πιστούς. Άνοιξαν στις 4 Μαΐου, αφού παρέμειναν κλειστές επί δύο περίπου μήνες λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
Άνοιξαν μόνον προς προσκύνηση κι’ όχι για να λειτουργήσουν κανονικά με την παρουσία έστω και λίγων πιστών. Αυτό προβλέπεται να γίνει στις 17 Μαΐου. Ως τότε θα λειτουργούν κεκλεισμένων των θυρών. Έτσι αποφάσισαν οι ιθύνοντες. Και το αποδέχθηκε δυστυχώς η διοίκηση της Εκκλησίας.
Συνεχίζεται λοιπόν ακόμη για τους πιστούς η στέρηση της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, που είναι τόσο απαραίτητη και αναγκαία στην παρούσα δοκιμασία και κρίση. Γιατί, που αλλού να καταφύγουν οι πιστοί σ’ αυτή τη δύσκολη περίσταση της ζωής, αν όχι στην πνευματική δια του εκκλησιασμού τους στήριξη και στην ψυχοσωματική τους τόνωση δια των αγιαστικών μυστηρίων της Εκκλησίας και ιδίως της Θείας Κοινωνίας, που είναι το μυστήριο των μυστηρίων; Αυτό, που τους κάνει σύσσωμους και σύναιμους Χριστού; Και που τόσο διαβλήθηκε και πολεμήθηκε ως δήθεν επικίνδυνο για την μετάδοση της πανδημίας; Ενώ είναι διακριβωμένο το εντελώς αντίθετο. Ότι δηλαδή αποτελεί φάρμακο ζωής και εφόδιο αθανασίας, εφόσον τηρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις συμμετοχής σ’ αυτός της ειλικρινούς μετάνοιας και της καθαράς εξομολόγησης.
Δεν αντιμετωπίσθηκαν δεόντως οι ναοί από την Πολιτεία όπως συνέβη σε άλλες ορθόδοξες χώρες, οι οποίες μάλιστα αναλογικά έχουν και το μικρότερο αριθμό κρουσμάτων και θανάτων. Δεν αντιμετωπίσθηκαν οι ναοί ούτε σαν τα καταστήματα τροφίμων, τα σούπερ μάρκετ, και τις λαϊκές αγορές. Δεν επιτράπηκε να ανοίξουν αυτοί ούτε την Μεγάλη Εβδομάδα. Την πλέον κατανυκτική περίοδο του έτους, που συγκλονίζει κάθε ψυχή. Και την πλέον ψυχρή κι’ αδιάφορη. Το υπέροχο πνευματικό της τοπίο και το λατρευτικό της μεγαλείο είναι πανθομολογούμενο. Το αναγνωρίζουν ακόμη και οι ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι.
Δεν ακούσθηκε ο πένθιμος ήχος της καμπάνας ούτε καν τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή. Δεν δόνησε τους αιθέρες ο χαρμόσυνος ήχος της τη νύχτα της λαμπροφόρου Αναστάσεως που ενθουσιάζει της ψυχές και δημιουργεί θείες εξάρσεις. Ο ήχος της καμπάνας συγκλόνισε τόσο τον ποιητή των βουνών και των λόγγων Κ. Κρυστάλλη, ώστε να αναφωνήσει ενθουσιωδώς: «Θρησκεία, γλυκεία μάνα, τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα!».
Πόσο αισθητή ήταν στον πιστό λαό μας η στέρηση της Εκκλησίας γενικά και της θείας λατρείας ειδικά, κατέδειξαν οι συγκινητικές παρουσίες πιστών με τα παιδιά τους έξω από τους ναούς στα νυχτιάτικα ξεροβόρια της Μεγάλης Εβδομάδος προσπαθώντας να μετάσχουν απ’ εκεί στις υπέροχες, τις ανεπανάληπτες ακολουθίες της Ορθοδοξίας. Δεν προτίμησαν τους καναπέδες και την από τους δέκτες της τηλεόρασης ή του ραδιοφώνου μετάδοσή τους. Αλλά υπέμειναν εκείνη την κακουχία, συνοδοιπορούντες ψυχικά και νοερά με τον Χριστό στο Θείο Πάθος. Η παρουσία τους συγκλόνισε τους επισκόπους και
τους κληρικούς, που αναγκάστηκαν να τους ζητήσουν συγγνώμη σαν τους είδαν, γιατί δεν μπόρεσαν να τους περάσουν εντός των ναών. Εκεί οδήγησαν το λαό οι Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (Κ.Υ.Α.). Αλλά αυτά διέφυγαν της προσοχής των μέσων ενημέρωσης. Εστίασαν αυτά κυρίως την προσοχή τους στην τήρηση των μέτρων της απαγόρευσης εισόδου στους ναούς. Στο αν εφαρμόστηκαν τα υπερβολικά μέτρα της πολιτείας. Η εισβολή της με άλλα λόγια στα interna corporis της Εκκλησίας.
Και δεν ήταν αυτό μόνον. Φθάσαμε στο σημείο ποινικοποίησης της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας. Στη δίωξη ευόρκων επισκόπων και ευσεβών κληρικών που δεν τήρησαν απολύτως τις διαταγές της πολιτικής εξουσίας. Οδηγήθηκαν μεγαλοβδομαδιάτικα στις εισαγγελικές αρχές προκειμένου να λογοδοτήσουν γιατί έπραξαν τα αυτονόητα. Επειδή υπάκουσαν στη φωνή της συνειδήσεως τους και συμμορφώθηκαν προς τους φρικτούς όρκους που έδωσαν κατά την ώρα της χειροτονίας τους. Και το αξιοσημείωτο είναι ότι στη δίωξη τους δεν είχαν τη στήριξη από τη διοίκηση της Εκκλησίας.
Ήταν, αλήθεια, τόσο φοβερό το ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας κ. Νεκτάριος, ακολουθώντας παράδοση του νησιού του Αγίου Σπυρίδωνος, λιτάνευσε εντός του ομωνύμου ναού το ιερό λείψανο του Αγίου με την παρουσία τριών μόνον εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης (της δημάρχου και δύο αντιδημάρχων); Και οδηγήθηκαν, Μητροπολίτης και δημοτικοί άρχοντες στον Εισαγγελέα!
Ή ήταν τόσο βλαπτική για τη δημόσια υγεία ή λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας «Τρυπητής» στο Αίγιο, ώστε διεκόπη αυτή με την παρέμβαση αρμοδίων κρατικών οργάνων. Και με την επιβολή προστίμου; Και ήταν ωφέλιμη και επαινετή η περιφορά γνωστής καλλιτέχνιδος στους δρόμους της πρωτεύουσας, ώστε να ελκύσει και την επιδοκιμασία των επισήμων; Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά;
Όλα αυτά και πολλά άλλα προκάλεσαν πικρία και αγανάκτηση στους, πιστούς ορθοδόξους χριστιανούς. Γι’ αυτό και το αυθόρμητο και ηχηρό ξέσπασμα τους τη νύχτα της Αναστάσεως μόλις ακούστηκε ο θριαμβευτικός παιάνας «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…». Άνοιξαν αμέσως οι δέκτες των τηλεοράσεων και των ραδιοφώνων στη διαπασών και βγήκαν όλοι με αναμμένες λαμπάδες στις βεράντες των σπιτιών επαναλαμβάνοντες «γεγονυϊα τη φωνή» τον αναστάσιμο παιάνα.
Ορθώς παρατηρήθηκε πως αυτό το ξέσπασμα ήταν αποτέλεσμα του στερητικού συνδρόμου της ορθοδόξου λατρείας που βιώνει εδώ και δύο μήνες τώρα ο πιστός ορθόδοξος λαός μας.
Χριστός Ανέστη.