Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος…

Δημητρίου Μπούρα,

διδάκτορος  γεωπονίας

«Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε. Καὶ προσελθὼν αὐτῷ ὁ πειράζων εἶπεν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· γέγραπται, οὐκ ἐπ’  ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’  ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» [Ματθ. δ΄1-4].                            

Ἡ παραπάνω Εὐαγγελική περικοπή εἶναι ἕνα μόνο παράδειγμα ἀπό τήν ἐντυπωσιακή πραγματικά ποικιλία ἀναφορῶν στό σιτάρι καί στόν ἄρτο μέσα στήν Καινή Διαθήκη. Δεδομένης τῆς ἱστορικότητας καί τῆς ἐγκυρότητας τῶν κειμένων, ἀναφορές ὅπως τῶν πεινασμένων μαθητῶν πού περνώντας μέσα ἀπό σπαρμένους ἀγρούς κόβουν τούς στάχεις καί τρῶνε τούς σπόρους, ἡ παραβολή τοῦ σπορέα, ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ἄρτων, δείχνουν τό πόσο συνυφασμένη ἦταν μέ τήν ζωή τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἡ καλλιέργεια τῶν σιτηρῶν, καί τό σημαντικώτερο προϊόν, ὁ ἄρτος, ἤ ψωμί ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νά ὀνομάζεται στήν καθομιλουμένη. Πέρα ἀπό τήν ἀξία τοῦ ἄρτου ὡς βασικό συστατικό τῆς διατροφῆς, στοιχεῖο πού ὁμολογοῦμε καθημερινά μέσῳ τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς ὅταν αἰτούμαστε «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον», δέν θά πρέπει νά λησμονοῦμε τό ρόλο πού ἐκλέχθηκε νά παίξει στήν λειτουργική ζωή τῆς ἐκκλησίας μας, μετατρεπόμενος σέ Σῶμα Κυρίου κατά τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, τά σιτηρά ἀποτελοῦσαν βασικό συστατικό τῆς ἀνθρώπινης διατροφῆς, ὥστε οἱ ἀνάγκες σέ κατανάλωση νά καλύπτονται μέ τήν βοήθεια εἰσαγωγῶν ἀπό περιοχές τῆς Μαύρης Θάλασσας. Περισσότερο συνηθισμένο ἦταν τό ψωμί ἀπό κριθάρι, ἐνῷ τό σταρένιο ψωμί ἦταν κατά κάποιον τρόπο εἶδος πολυτελείας, ἡ κατανάλωση τοῦ ὁποίου εἶχε συνδεθεῖ ἀρχικά μέ τίς γιορτές, κατόπιν προτροπῆς τοῦ Σόλωνα. Ἀπό τήν κλασσική ἐποχή καί μεταγενέστερα, σύμφωνα μέ πληροφορίες πού ἔχουμε διαθέσιμες ἀπό κείμενα τοῦ Ἀριστοφάνη, οἱ εὐκατάστατοι εἶχαν τήν εὐκαιρία νά ἀγοράζουν καθημερινά ψωμί ἀπό σιτάρι πού διετίθετο στά ἀρτοπωλεῖα.

Περνώντας στήν περίοδο τοῦ Βυζαντίου, ἡ κύρια ἀπασχόληση τοῦ πληθυσμοῦ ἦταν ἡ γεωργία, μέ τίς πεδιάδες τῆς Θεσσαλίας, τῶν Βαλκανίων, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Αἰγύπτου νά ἀποτελοῦν τούς σιτοβολῶνες τῆς αὐτοκρατορίας. Παρ’ ὅλο πού δέν ὑπάρχουν πολλές διαθέσιμες λεπτομερεῖς πληροφορίες, γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ τρόπος καλλιέργειας τῶν σιτηρῶν δέν εἶχε σημειώσει πρόοδο σέ σχέση μέ τήν ρωμαϊκή ἤ ἀκόμα καί τήν κλασσική ἐποχή. Αὐτό πού εἶναι ὅμως ἀξιοσημείωτο, εἰδικά σέ σχέση μέ τήν σύγχρονη ἐποχή, εἶναι ὅτι τό ἐμπόριο γιά τά σιτηρά, ὅπως καί διάφορα εἴδη πρώτης ἀνάγκης, ἦταν ἐξαιρετικά περιορισμένο. Σύμφωνα μέ τήν Βυζαντινή οἰκονομία, κάθε περιοχή ἔπρεπε νά ἔχει αὐτάρκεια στά εἴδη πρώτης ἀνάγκης, ἑπομένως καί ἡ παραγωγή τῶν σιτηρῶν προορίζονταν κυρίως γιά ἐπιτόπια κατανάλωση. Φυσικά ὑπῆρχαν καί οἱ ἐξαιρέσεις, λόγῳ τῆς ἀνάγκης ἐπισιτισμοῦ τῶν μεγάλων πόλεων. Ἔτσι γιά παράδειγμα ὑπῆρχε μέριμνα γιά τήν μεταφορά σιτηρῶν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ὅ,τι κυκλοφορεῖ καί ἀνταλλάσσεται ἀποτελεῖ, ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, εἶδος πολυτελείας. Τό ἐμπόριο δέν χρησίμευε παρά μόνο σέ ἐλάχιστο ποσοστό στήν κάλυψη βασικῶν ἀναγκῶν καί εἰδῶν εὐρείας κατανάλωσης, ὅπως τά σιτηρά. Εἶναι ἐντυπωσιακή γιά τά σημερινά δεδομένα ἡ φροντίδα γιά τόν ἐπισιτισμό τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμοῦ. Στίς μεγαλουπόλεις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Κωνσταντινούπολη καί Ρώμη, ἡ κυβέρνηση εἶχε τήν εὐθύνη τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ μέ σιτηρά, ἐνῷ στίς ἄλλες πόλεις αὐτό ἦταν καθῆκον τῶν τοπικῶν βουλευτῶν πού ὀνομάζονταν «σιτῶνες». Οἱ σχετικές δαπάνες καλύπτονταν ἀπό ταμεῖο πού εἶχε συσταθεῖ εἰδικά γιά τόν σκοπό αὐτό.

Τό ξεκίνημα τοῦ 20ου αἰώνα βρῆκε τό Ἑλληνικό κράτος νά εἶναι ἔντονα ἐλλειμματικό σέ σιτάρι, ἀφοῦ οἱ συνθῆκες καλλιέργειας δέν εἶχαν βελτιωθεῖ παρά τό πέρασμα τῶν αἰώνων, καί ἡ στρεμματική ἀπόδοση τό 1924 δέν ξεπερνοῦσε τά 45 κιλά. Ἐκείνη τήν χρονιά τό Ὑπουργεῖο Γεωργίας ἀποφάσισε τήν ἵδρυση τοῦ «Εἰδικοῦ Σταθμοῦ Καλλιτερεύσεως Φυτῶν» στήν  Λάρισα.  Τρία χρόνια ἀργότερα ὁ σταθμός μεταφέρθηκε στήν  σημερινή  θέση  τοῦ  Ἰνστιτούτου  Σιτηρῶν  στήν Θεσσαλονίκη, ἐνῷ παράλληλα ἀναπτύχθηκε δίκτυο ὑποσταθμῶν στίς κυριώτερες σιτοπαραγωγικές περιοχές τῆς χώρας (Λάρισα, Χαλκιδική, Σέρρες, Πτολεμαΐδα, Κρήτη κλπ.). Ὁ σταθμός πού ἀργότερα μετονομάσθηκε σέ «Ἰνστιτοῦτο  Καλλιτερεύσεως  Φυτῶν» εἶχε ὡς κύριο ἀντικείμενο τήν βελτίωση τῶν φυτῶν καί εἰδικώτερα τοῦ σιταριοῦ, μιὰ πού ἡ αὐτάρκεια τῆς χώρας σέ σιτηρά ἀποτελοῦσε στόχο πρώτης προτεραιότητας γιά τό Ἑλληνικό κράτος. Ἡ βελτίωση καί δημιουργία νέων ἑλληνικῶν ποικιλιῶν, καί ἡ σωστή ἀξιολόγηση τῶν ξένων στίς ἐδαφοκλιματικές ἀπαιτήσεις τῆς χώρας μας, αὔξησαν τήν στρεμματική ἀπόδοση στά 100 κιλά λίγο πρίν τόν πόλεμο, ἐνῷ ἡ πολυπόθητη σιτάρκεια ἦρθε τό 1957 μέ τήν στρεμματική ἀπόδοση νά φτάνει τά 150 κιλά.

  Μέχρι καί τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, καί μέ τήν συμβολή τῆς πλήρους ἐκμηχάνισης τῆς καλλιέργειας, καθώς καί τῶν λιπασμάτων, ἡ μέση στρεμματική ἀπόδοση ἔφτασε τά 250 κιλά. Παρ’ ὅλη τήν μείωση τῶν καλλιεργούμενων ἐκτάσεων πρός ὄφελος καλλιεργειῶν ὅπως τό βαμβάκι, ὁ καπνός καί τά ζαχαρότευτλα ὅπου ἀπέφεραν σημαντικά μεγαλύτερη πρόσοδο στούς ἀγρότες, ἡ Ἑλλάδα ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι αὐτάρκης καί μέ περιθώρια ἐξαγωγῶν σέ σιτάρι. Ἡ καλλιεργούμενη ἔκταση μέ μαλακό σιτάρι (Triticum aestivum) ἔφτανε περίπου τά 7 ἑκατομμύρια στρέμματα, ἐνῷ ἡ ἀντίστοιχη ἔκταση γιά τίς ποικιλίες σκληροῦ σίτου (Triticum durum) ξεπερνοῦσε τά 2 ἑκατομμύρια στρέμματα. Ἡ συγκεκριμένη διάρθρωση ἀντανακλοῦσε κυρίως τίς ἀνάγκες τῆς ἐσωτερικῆς ἀγορᾶς τῆς χώρας, καθώς κατά κανόνα τό μαλακό σιτάρι χρησιμοποιεῖται στήν ἀρτοποιία, σέ ἀντίθεση μέ τό σκληρό ὅπου τό ἀλεύρι πού δίνει εἶναι περισσότερο κατάλληλο γιά ζυμαρικά.

Ἡ ἰσορροπία στήν καλλιέργεια μεταξύ τοῦ μαλακοῦ καί σκληροῦ σίτου ξεκίνησε νά ἀλλάζει μέ τήν εἴσοδο τῆς χώρας μας στήν τότε Εὐρωπαϊκή Οἰκονομική Κοινότητα καί τήν ὑποχρέωσή μας νά ἀκολουθοῦμε τήν λεγόμενη Κοινή Ἀγροτική Πολιτική. Τό μαλακό σιτάρι εὐνοεῖται ἀπό τίς ἐδαφοκλιματικές συνθῆκες τῶν χωρῶν τῆς κεντρικῆς καί βόρειας Εὐρώπης, ἐνῷ ἀντίθετα τό σκληρό σιτάρι ὑποφέρει ἀπό τούς ψυχρούς χειμῶνες αὐτῶν τῶν χωρῶν, μέ ἀποτέλεσμα ἐκεῖ οὐσιαστικά νά ὑπάρχει μόνο σέ περιορισμένη ἔκταση καί μόνο μέ ἐαρινή σπορά. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, οἱ ποικιλίες σκληροῦ σίτου εἶναι πολύ καλύτερα προσαρμοσμένες στίς συνθῆκες τῶν παραμεσόγειων χωρῶν. Γι’ αὐτόν τόν λόγο, μέσῳ τῶν ἐπιδοτήσεων στήν τιμή τοῦ σκληροῦ σίτου, ἡ χώρα μας ἐνθαρρύνθηκε νά παράγει κατά κύριο λόγο σκληρό σιτάρι, ἐνῷ οἱ ἐκτάσεις μέ καλλιέργεια μαλακοῦ σίτου μειώθηκαν δραστικά. Κατά τήν περίοδο 2017-2018 τό μαλακό σιτάρι ἄγγιζε τά 1,2 ἑκατομμύρια στρέμματα, ἐνῷ ἡ ἀντίστοιχη ἔκταση γιά τό σκληρό σιτάρι ἦταν σχεδόν 3 ἑκατομμύρια στρέμματα. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά χρειάζεται νά εἰσάγουμε περίπου τήν τριπλάσια ποσότητα σέ μαλακό σιτάρι σέ σχέση μέ τήν ἐγχώρια παραγωγή, γιά νά καλύψουμε τίς ἀνάγκες τῆς χώρας. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ παραγωγή τοῦ σκληροῦ σίτου ὑπερκαλύπτει κατά πολύ τίς ἐγχώριες ἀνάγκες, μέ τό πλεόνασμα νά ἐξάγεται σέ χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, ἀλλά καί σέ τρίτες χῶρες. Παράλληλα, τά στοιχεῖα γιά τά τελευταῖα χρόνια δείχνουν νά γίνονται εἰσαγωγές σκληροῦ σίτου, πού κυμαίνονται περίπου στήν καθόλου ἀμελητέα ποσότητα τοῦ ἑνός τετάρτου τῆς ἐγχώριας παραγωγῆς, ποσότητα λίγο μικρότερη ἀπό τήν ἐξαγώγιμη. Πιθανόν κάποιος νά ἀναρωτηθεῖ γιά τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο χρειάζεται νά εἰσάγουμε σκληρό σιτάρι, ἀπό τήν στιγμή πού εἴμαστε ἐξόχως πλεονασματικοί. Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν τρόπο πού λειτουργεῖ τό ἐμπόριο καί ἡ οἰκονομία γενικώτερα στά χρόνια μας. Σέ ἀντίθεση μέ τίς ἰσχύουσες ρυθμίσεις κατά τήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου, ἀκόμα καί εἴδη πρώτης ἀνάγκης ὅπως τά τρόφιμα ἀποτελοῦν πιά εἶδος χρηματιστηριακῆς διαπραγμάτευσης, καί ἡ ἐμπορική δραστηριότητα εἶναι ἐλεύθερη νά αὐτορυθμίζεται πρός τήν κατεύθυνση τοῦ μέγιστου κέρδους. Ἡ υἱοθέτηση αὐτῆς τῆς πολιτικῆς ἄνευ φραγμῶν, συνήθως ἔχει ἀρνητική συνέπεια γιά τήν ποιότητα τῶν προϊόντων πού διοχετεύονται στήν ἐγχώρια κατανάλωση, καί ἐμπεριέχει ἕνα σημαντικό ρίσκο γιά τήν αὐτάρκεια τῆς χώρας. Ἡ ἐποχή πού ἡ ἐπιδίωξη τῆς σιτάρκειας ἀποτελοῦσε ἐπίσημη ἀγροτική πολιτική τῆς χώρας μοιάζει πολύ μακρινή. Ὑποδομές ὅπως τά ἐρευνητικά ἰνστιτοῦτα πού δημιουργήθηκαν μέ κόπους καί θυσίες δεκαετιῶν, ὅπου μέ τήν δουλειά τους χόρτασε στήν κυριολεξία ἡ χώρα, ἀφέθηκαν νά μαραζώσουν καί νά συρρικνωθοῦν. Τίς τελευταῖες δεκαετίες ἐπαναπαυόμαστε στήν «εὔκολη» λύση τῶν εἰσαγωγῶν γιά νά καλύψουμε ἕνα εὐρύτατο φάσμα ἀναγκῶν, ἀπό ποικιλίες καλλιεργούμενων φυτῶν μέχρι βασικά προϊόντα διατροφῆς ὅπως τό σιτάρι. Εἶναι ἕνα παράδειγμα πολιτικῆς, τό ὁποῖο ὅμως τό ἀποφεύγουν ὅλες οἱ ἰσχυρές χῶρες τοῦ πλανήτη. Ὁ λόγος τῆς ἀποφυγῆς ἀποκαλύπτεται ἀκόμα καί στούς ἀφελεῖς μέ τήν πρόσφατη ἀπειλή τῆς πανδημίας. Μέσα σέ λίγες μέρες ὀρθάνοιχτα σύνορα σφραγίζουν ἑρμητικά, ἐμπορικές συμφωνίες ἀθετοῦνται, καί ἤδη πληρωμένα φορτία ἀπό ἀναγκαῖα ὑλικά κατάσχονται ἀπό τρίτα, κατά τά ἄλλα εὐυπόληπτα κράτη. Τό νά βασίζεσαι στό ἐλεύθερο ἐμπόριο γιά τόν ἐφοδιασμό τῆς χώρας μέ τρόφιμα, χωρίς ἐναλλακτικό σχέδιο γιά περιόδους κρίσης, εἶναι μᾶλλον κοντόφθαλμη πολιτική.

Ἡ αὐτάρκεια σίτου σέ ἐπίπεδο οἰκογένειας διατηρήθηκε στόν πληθυσμό τῆς Ἑλληνικῆς πεδινῆς ὑπαίθρου τουλάχιστον μέχρι καί τήν δεκαετία τοῦ 1950. Σέ ἡμιορεινές περιοχές γινόταν προσπάθεια μέ τήν βοήθεια ἀναβαθμίδων γιά πλήρη ἐκμετάλλευση τοῦ διαθέσιμου γόνιμου, ὅσο τό δυνατόν, ἐδάφους, ἀλλά κατά κανόνα οἱ διαθέσιμες ἐκτάσεις δέν ἦταν ποτέ ἀρκετές. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ ἀγροτικός πληθυσμός τοῦ κάμπου διέθετε πολλές φορές περίσσευμα σιτηρῶν, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε μέσῳ τῆς ἀνταλλακτικῆς οἰκονομίας γιά τήν ἀπόκτηση ἀγαθῶν τά ὁποῖα δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά παράγει, ὅπως τό λάδι. Ἡ σημερινή εἰκόνα εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ἡ καλλιέργεια τῶν σιτηρῶν εἶναι πλέον πλήρως μηχανοποιημένη, ἀπό τήν κατεργασία τοῦ ἐδάφους μέχρι καί τήν συγκομιδή, ἐνῷ ἡ σχετικά χαμηλή στρεμματική πρόσοδος ὤθησε σέ πολλές περιπτώσεις τήν ζώνη καλλιέργειας σέ ἡμιορεινά καί μειονεκτικά ἐδάφη. Σέ ἐπαγγελματικό ἐπίπεδο ἡ καλλιέργεια ἀποκτᾶ νόημα μόνο γιά παραγωγούς πού διαθέτουν μεγάλες ἐκτάσεις. Γιά τήν ἀγροτική οἰκογένεια πού θά θελήσει νά παράγει σιτάρι γιά ἴδια κατανάλωση (περίπου 170-200 κιλά ἀνά ἔτος γιά τετραμελῆ οἰκογένεια), θεωρητικά 1-2 στρέμματα εἶναι ἀρκετά, ἀνάλογα μέ τό ἄν ἡ καλλιεργούμενη ἔκταση εἶναι ἀντίστοιχα γόνιμη ἤ φτωχή. Στήν πράξη θά πρέπει νά ξεπεραστεῖ τό ἐμπόδιο τουλάχιστον τῆς συγκομιδῆς, ἀφοῦ, ἄν δέν ὑπάρχει διαθέσιμη θεριζοαλωνιστική μηχανή σέ πολύ κοντινή ἀπόσταση, τό κόστος  μεταφορᾶς της θά κάνει τό ὅλο ἐγχείρημα ἀσύμφορο. Ἡ μόνη ρεαλιστική λύση βρίσκεται στήν συνεργασία περισσότερων οἰκογενειῶν μιᾶς κοινότητας, μέ σκοπό νά μοιραστοῦν τά ἔξοδα καλλιέργειας καί συγκομιδῆς.

Σύμφωνα μέ ἕνα ρητό, ἡ γεωργία εἶναι μαγαζί ξεσκέπαστο. Ἀκόμα καί σήμερα πού ἡ γεωπονική ἐπιστήμη μπορεῖ νά δώσει λύσεις σέ πολλά ἀπό τά προβλήματα πού εἶναι πιθανόν νά ἀντιμετωπίσει μία καλλιέργεια, ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν παράγοντες πού ἔχουν τήν δυνατότητα νά ὁδηγήσουν σέ ὁλική ἀπώλεια παραγωγῆς. Ἄν καί τό τελευταῖο εἶναι πραγματικότητα γιά ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀκόμα ἐπαφή μέ τήν γῆ, δέν εἶναι κατανοητό γιά τήν συντριπτική πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ πού συνήθισε νά βρίσκει τά τρόφιμα τακτοποιημένα σέ ράφια καί πάγκους. Ἡ συνειδητοποίηση τῆς εὐκολίας μέ τήν ὁποία μποροῦμε νά φτάσουμε σέ κατάσταση ἔλλειψης τροφίμων μπορεῖ νά μοιάζει τρομακτική, ὅμως ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι, ἀφοῦ ἐξαντλήσουμε τίς προσπάθειες μέ βάση τά ἀνθρώπινα μέτρα, θά πρέπει νά ἀφήνουμε καί περιθώριο στήν Θεία Πρόνοια. Ἄλλωστε, «οὐκ ἔπ  ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος…».       

  

Πηγές:                          

 

1         Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, Ἔκδοση 1934

2         ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Ἰνστιτοῦτο Γενετικῆς Βελτίωσης καί Φυτογενετικῶν Πόρων

3         N. Ξυνιάς, Θ. Λαζαρίδου, E. Κορπέτης, M. Ἡρακλῆ, Ν. Kozub, Τό γενετικό ὑλικό μαλακοῦ σιταριοῦ τοῦ Ἰνστιτούτου σιτηρῶν Θεσσαλονίκης: Ἑλληνική Ἐπιστημονική Ἑταιρεία Γενετικῆς Βελτίωσης Φυτῶν, 15ο πανελλήνιο συνέδριο, ἐγχώριο γενετικό ὑλικό.

4         Καραγιαννόπουλος, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους

5         Σφήκας Α. Γ., Εἰδική Γεωργία (Ι. Σιτηρά, Ψυχανθῆ καί Χορτοδοτικά Φυτά)