Ἀρχιμ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος
Κάθε Ἔθνος προσδιορίζεται ἐθνικὰ ἀπὸ πολλὰ στοιχεῖα, τὴν ἱστορία του, τὸν πολιτισμό, τὴν γλῶσσα, τὴν θρησκεία, μὰ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀπὸ τὸ ὄνομά του, ποὺ δηλώνει τὴν ταυτότητα ὅσων ἀνήκουν σὲ αὐτό. Ἔτσι, ἡ ὀνομασία Ἕλλην δηλώνει τὸν ἀνήκοντα στὸ ἑλληνικὸ Ἔθνος. Οἱ ὀνομασίες τῶν Ἐθνῶν ἔχουν τὴν ἐτυμολογική τους προέλευση, ποὺ συνδέεται μὲ τὸν χῶρο καὶ τὴν ἱστορία. Ἔτσι λ.χ. ὑπάρχουν Ἔθνη ποὺ τὸ ὄνομά τους δηλώνει κάποιον γεωγραφικὸ ὅρο, ὅπως Νότιος Ἀφρική, Ἰσημερινός, Νορμανδία (=χώρα τοῦ Βορρᾶ), Ἰσλανδία (=χώρα τῶν πάγων, Iceland), ἢ ἰδιότητες τῆς χώρας, Ἀργεντινὴ (=χώρα τοῦ ἀσημιοῦ, argent), Venezuela (=μικρὴ Βενετία, τὴν ὀνόμασαν ἔτσι οἱ Ἱσπανοὶ διότι τοὺς θύμιζε τὴν Βενετία), Puerto Rico (=πλούσιο λιμάνι), Ταϋλάνδη (=χώρα τῶν Τάϊ, τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων), εἴτε ἀκόμη μὲ κάποια ἱστορική προσωπικότητα, κάποιον ἐθνικὸ ἥρωα ἢ ἱδρυτή, π.χ. Κολομβία, ἀπὸ τὸν ἐξερευνητὴ Χριστοφ. Κολόμβο, Βολιβία, ἀπὸ τὸν ἀπελευθερωτὴ στρατηγὸ Simon Bolivar.
Σὲ πολλὰ Ἔθνη παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο κατὰ ἱστορικὲς περιόδους νὰ ἀλλάζουν ἐθνικὲς ὀνομασίες ἢ νὰ συνυπάρχουν δύο ἢ καὶ περισσότεροι ἐθνικοὶ προσδιορισμοὶ π.χ. Βρεταννοὶ-Ἐγγλέζοι, Γάλλοι-Φράγκοι, Γερμανοὶ-Ἀλαμανοί, Οὖγγροι-Μαγυάροι, Φινλανδοὶ-Σουόμι, Πέρσες-Ἰρανοί, Ὀθωμανοὶ-Τοῦρκοι κ.ἄ.
Τὸ ἑλληνικὸ Ἔθνος, ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα καὶ τὰ ἱστορικότερα ἐπὶ τῆς γῆς, ἐμφανίζει πολλὲς παραλλαγὲς ὡς πρὸς τὴν ἐθνική του ὀνομασία, κατὰ περιόδους λιγότερο ἢ περισσότερο ἐπικρατοῦσες, τὶς ἀκόλουθες Ἕλληνες, Ρωμηοί, Γραικοί. Ἀκόμη καὶ σήμερα ποὺ τὸ ἐπίσημο ἐθνικὸ ὄνομα τῆς κρατικῆς μας ὑποστάσεως εἶναι Ἑλλάς, Ἑλληνικὴ Δημοκρατία, οἱ ξένοι ἐξακολουθοῦν νὰ μᾶς ἀποκαλοῦν Greece, Greeks (στὰ ἀγγλικά), Grece, Grecs (στὰ γαλλικά), Grecia, Greci (στὰ ἰταλικά), Grecia, Griegos (στὰ ἱσπανικά), Griechenland, Griechen (στὰ γερμανικὰ) Rum, Yunani οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Τοῦρκοι.
Ἔχει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἐντρυφήσουμε στὶς ἱστορικὲς διαδρομὲς τῶν ἐθνικῶν μας ὀνομασιῶν, ποὺ χάνονται στὰ βάθη τῆς προϊστορίας καὶ τῆς ἱστορίας, νὰ ἐπιχειρήσουμε μία ἑρμηνευτική τους προσέγγιση καὶ νὰ δοῦμε τὴν πορεία τους μέσα στὸν χρόνο καὶ τὶς ἱστορικὲς περιπέτειες τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Θὰ διαιρέσουμε τὴν προσπάθειά μας σὲ τέσσερεις χρονικὲς ἱστορικὲς περιόδους γιὰ καθαρὰ λόγους μεθοδολογίας, ἀφοῦ ἡ πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀδιαίρετη, ἀδιάσπαστη καὶ διαχρονική, (α) τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, (β) τὴν Ρωμαιοκρατία, (γ) τὴν χριστιανικὴ βυζαντινὴ περίοδο, (δ) Τουρκοκρατία καὶ νεώτεροι χρόνοι.
(α) Ἀρχαία Ἑλλὰς
Στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο κατοικοῦσαν διάφορα φύλα αὐτόχθονα καὶ συγγενικὰ μεταξύ τους. Γιὰ τοὺς πρωτοέλληνες αὐτούς, τοὺς ὀνομαζομένους Πελασγούς, οἱ ὁποῖοι στὴν περιοχὴ τῆς Δωδώνης τῆς Ἠπείρου ὀνομάζονταν Σελλοί, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Ὁμήρου, ἦσαν ἱερεῖς τοῦ μαντείου τοῦ Διὸς (Ἰλιὰς Π 233-235). Σύμφωνα τώρα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη ΄΄περὶ τὴν Ἑλλάδαν τὴν ἀρχαίαν. Αὕτη δ᾿ ἔστιν ἡ περὶ τὴν Δωδώνην καὶ τὸν Ἀχελῶον… ὤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοί, νῦν δ᾿ Ἕλληνες΄΄. (Μετωρολογικά 1, 352 Α).
Σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία, ὁ Ἕλλην, ὁ γενάρχης τῶν Ἑλλήνων, ἦταν γυιὸς τοῦ Δευκαλίωνος καὶ τῆς Πύρρας, τὴν περίοδο τοῦ κατακλυσμοῦ, ὅταν ὁ Δευκαλίων βασίλευε στὴν Θεσσαλία. Ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο (8ος αἰ. π.Χ.) πληροφορούμαστε ὅτι ὁ Γραικὸς ὑπῆρξε γυιὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Πανδώρας, κόρης τοῦ Δευκαλίωνος. Ἀπὸ τὸ Πάριο Χρονικὸ (κείμενο ἐπιγραφικὸ σὲ μάρμαρο ποὺ καταγράφει ἐν εἴδει χρονικοῦ χρονολογικὰ καὶ ἱστορικὰ γεγονότα μέχρι τὸ 253 π.Χ.) μαθαίνουμε ὅτι ΄΄Ἕλληνες ὠνομάσθησαν, τὸ πρότερον Γραικοὶ καλούμενοι΄΄.
Πάλι κατὰ τὴν μυθολογία ὁ Ἕλλην εἶχε τρεῖς γυιούς, τὸν Αἴολο, τὸν Δῶρο, τὸν Ξοῦθο. Ὁ τελευταῖος ἀπέκτησε δύο γυιούς, τὸν Ἴωνα καὶ τὸν Ἀχαιό, γενάρχες τῶν ἀντιστοίχων ἑλληνικῶν φύλων (Αἰολέων, Δωριέων, Ἰώνων, Ἀχαιῶν, Ἡροδότου Ἱστορίῃ Α’ 56).
Γιὰ τὰ βάθη τῆς προϊστορίας καὶ τῆς ἀπώτερης ἱστορίας, οἱ μαρτυρίες ποὺ ἔχουμε, ἂν καὶ προερχόμενες ἀπὸ μυθολογικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ γραπτὰ κείμενα ποὺ ἀπηχοῦν αὐτὲς τὶς παραδόσεις, εἶναι πολὺ σημαντικές. Δὲν μποροῦμε νὰ τὶς ἀγνοήσουμε ἢ νὰ τὶς ἀπορρίψουμε ἀβασάνιστα ὡς μυθοπλασίες. Εἶναι ἄλλωστε γνωστὸ ὅτι μέσα στὸν μύθο περικλείονται ἱστορικὲς μνῆμες ποὺ χάνονται στὰ βάθη τῶν ἀρχῶν τῆς ἱστορίας κάθε λαοῦ καὶ τόπου καὶ διασώζουν πολύτιμες μαρτυρίες.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω προκύπτουν τὰ ἑξῆς συμπεράσματα, ὅτι οἱ ὀνομασίες Ἕλλην καὶ Γραικὸς εἶναι ἀρχαιότατες, ἀποδίδονται σὲ πρόσωπα τῆς ἴδιας ἐποχῆς (συνδέονται μὲ τὸν Δευκαλίωνα καὶ τὴν μετὰ τὸν κατακλυσμὸν περίοδο), ἐμφανίζονται νὰ εἶναι τῆς ἴδιας περίπου περιόδου, καὶ ἀποδίδονται σὲ πληθυσμιακὲς ὁμάδες, πελασγικὰ φύλα αὐτόχθονα ποὺ ἔχουν ἀρχική τους κοιτίδα τὴν περιοχὴ τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θεσσαλίας, καὶ σταδιακὰ μεταναστεύουν στὸν εὐρύτερο γεωγραφικὸ χῶρο ποὺ εἶναι γνωστὸς ὡς ἑλλαδικὸς (Θεσσαλία, Μακεδονία, Στερεά, Πελοπόννησος, νησιὰ Αἰγαίου, Μικρὰ Ἀσία). Οἱ μαρτυρίες αὐτὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὶς ἱστορικὲς μνῆμες τῆς φυλετικῆς προελεύσεως τῶν προγόνων μας, συνηγοροῦν ἰσχυρὰ ὑπὲρ τῆς αὐτοχθονίας τῶν Ἑλλήνων καὶ καταρρίπτουν τὴν ἐπιστημονική, ἂν καὶ ἀναπόδεικτη, θεωρία τοῦ 19ου αἰ. περὶ Ἰνδοευρωπαίων.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐτυμολογικὴ ἑρμηνεία τῶν ὀνομάτων συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς αὐτοχθονίας καὶ τῆς ἀρχαιότητας τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἡ λέξη Σελλοὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ρίζα σὲλ- σὸλ- ποὺ σημαίνει φωτεινός, πρβλ. σελήνη, σέλας=τὸ φωτεινὸ βόρειο ἄστρο, sol(= ἥλιος) στὰ λατινικά, ἐξ οὗ καὶ τὰ σύγχρονα ἰταλικὸ sole καὶ γαλλικὸ soleil γιὰ τὸν ἥλιο. Τὸ ἀρχικὸ σίγμα μετατρέπεται σὲ δασεία καὶ ἔτσι ἔχουμε τὴν λέξη Σελλάς-Ἑλλὰς (=χώρα τοῦ φωτός), πρβλ. σέλιος-ἥλιος.
Παράλληλα μὲ τὴν ὀνομασία Ἕλλην συνυπῆρχε καὶ τὸ Γραικός, ἀπὸ τὴν ρίζα γραὶ- ποὺ σημαίνει τὸν γηραιό, τὸν παλιό, τὸν ἀρχαῖο. Ἀμφότερες οἱ ὀνομασίες θὰ λέγαμε πὼς εἶναι πολὺ ταιριαστές, κατάλληλες καὶ ἀρκετὰ χαρακτηριστικὲς γιὰ τὸ ἑλληνικὸ Ἔθνος καὶ τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότερους καὶ γηραιότερους λαοὺς τοῦ κόσμου μὲ πολυχιλιετῆ ἱστορία. Καὶ ὅσο γιὰ τὴν χώρα μας, τί καταλληλότερο ὄνομα ἀπὸ τὸ Ἑλλάς, τὴν χώρα τοῦ φωτός;
Ἀφήνοντας τοὺς μυθικοὺς χρόνους καὶ ἐρχόμενοι στὸ πιὸ στέρεο ἔδαφος τῶν ἱστορικῶν χρόνων, βλέπουμε πὼς ἐνῶ ἡ ὀνομασία Ἑλλὰς ἀρχικὰ προσδιόριζε μία στενὰ περιορισμένη γεωγραφικὴ περιοχή, καὶ συγκεκριμένα, σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Ὁμήρου τὸ βασίλειο τῆς Φθίας, στὴν περιοχὴ τῆς Θεσσαλίας, πατρίδα τοῦ Ἀχιλλέως, ποὺ οἱ κάτοικοί της ὀνομάζονται Μυρμιδόνες καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοὶ (Ὁμήρου Ἰλιὰς Β’ 681-685, Ι 395, Π 595), σταδιακὰ ἡ ὀνομασία Ἕλλην ἐπικρατεῖ ἔναντι τῶν ὑπολοίπων ποὺ ὑποχωροῦν (π.χ. Γραικὸς) ἢ τῶν ὀνομάτων ποὺ χαρακτηρίζουν τὰ ἐπὶ μέρους ἑλληνικὰ φύλα (Ἀχαιοί, Δωριεῖς, Ἴωνες, Αἰολοί), καὶ φθάνει νὰ προσδιορίζει τὸ σύνολο τῶν πληθυσμῶν τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου.
Ἤδη ὁ Ἡσίοδος, ποὺ γράφει τὸν 8ο αἰ. π.Χ. χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο Πανέλληνες (Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 528), ποὺ θὰ τὸν ἐπαναλάβει τὸν 4ο αἰ. ὁ Ἰσοκράτης σὲ λόγους του ποὺ ἐγράφησαν μὲ σκοπὸ νὰ προωθήσει τὴν ἐθνικὴ καὶ πολιτικὴ ἑνοποίηση τῶν ἑλληνίδων πόλεων κρατῶν ὑπὸ τὸν Φίλιππο Β’ τῆς Μακεδονίας ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Μηδικῶν πολέμων εἶχε ἐπικρατήσει ἀδιαμφισβήτητα ὁ ὅρος Ἕλλην ὡς ὄνομα ἐθνικό. Ἔτσι ἡ συμμαχία τῶν ἑλληνικῶν πόλεων ὑπὸ τὸν Παυσανία μετὰ τὴν νίκη στὴν μάχη τῶν Πλαταιῶν (479 π.Χ.) ἀφιέρωσε στοὺς Δελφοὺς τρίποδα μὲ τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα ΄΄Ἑλλήνων ἀρχηγὸς ἐπεῖ στρατὸν ὤλεσεν Μήδων, Παυσανίας Φοίβω μνημ᾿ ἀνέθηκε τόδε΄΄. (Θουκυδίδου Ἱστορία Α’ 132). Ἕνδεκα χρόνια πρίν, οἱ Ἀθηναῖοι ἐκαυχῶντο γιὰ τὴν νίκη τους στὸν Μαραθῶνα (490 π.Χ.) σύμφωνα μὲ τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Σιμωνίδη ΄΄Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν΄΄.
Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐξαπλώθηκε πέρα ἀπὸ τὰ στενὰ ἑλλαδικὰ ὅρια μὲ τὶς ἀποικίες ποὺ ἱδρύθηκαν κατὰ τὰ μεγάλα κύματα ἀποικισμοῦ (11ος αἰ. Ἀχαιοὶ σὲ Μικρὰ Ἀσία καὶ ἀνατολικὴ Μεσόγειο, 7ος καί 6ος αἰ. Ἴωνες καὶ Δωριεῖς σὲ Εὔξεινο Πόντο, Θράκη, Δυτικὴ Μεσόγειο). Ἦταν σὲ τέτοια ἔκταση ὁ ἀποικισμὸς ὥστε νὰ δημιουργηθοῦν νέα κέντρα ἑλληνισμοῦ, πολλὲς φορὲς ἰσχυρότερα καὶ πλουσιότερα ἀπὸ τὴν μητέρα Ἑλλάδα, ὅπως στὴν Σικελία ποὺ ἐπονομάσθηκε Μεγάλη Ἑλλάδα, Magna Grecia).
Ἀργότερα μὲ τὶς κατακτήσεις τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου ὁ Ἑλληνισμὸς ἐξαπλώθηκε τόσο πολύ, φθάνοντας μέχρι τὰ βάθη τῆς Ἀσίας καὶ τὴν Ἰνδία. Εἶναι ἡ ἑλληνιστικὴ περίοδος τῶν ἐπιγόνων καὶ διαδόχων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου ποὺ κατέστησαν τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ οἰκουμενικὸ κτῆμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ νὰ γράψει ἀργότερα ὁ μεγάλος Ἀλεξανδρινὸς ποιητὴς Κων. Καβάφης ΄΄τὴν γλῶσσαν μοῦ ἔδωσαν ἑλληνικὴ΄΄ καὶ τὴν ἔφεραν μέχρι τὸν Πόντο, τὴν Σκυθία, τὴν Ἰνδία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστεῖ τὸ ὄνομα Ἕλλην δηλωτικὸ ὄχι μόνον τῆς ἐθνοφυλετικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ποιοτικὸ στοιχεῖο τῆς συμμετοχῆς στὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ ΄΄οἱ τῆς ἡμετέρας παιδείας μετέχοντες΄΄.
Πάνω σὲ αὐτὸν τὸν παγκοσμιοποιημένο οἰκουμενικὸ ἑλληνιστικὸ κόσμον θὰ ἀνθήσει ἀργότερα τὸ οἰκουμενικὸ μήνυμα τοῦ χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου.
(β) Ρωμαιοκρατία
Ἀντίθετα μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ ὅρου Ἕλλην, στὴν Ρώμη καὶ γενικότερα στὴν Ἰταλία καὶ τὴν Δύση ἐξακολουθοῦσε νὰ χρησιμοποιεῖται τὸ ὄνομα Γραικός. Στὴν Ἰταλία εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἑλληνικὴ ἀποικία ἀπὸ τοὺς Γραιεῖς (=Γραικοὺς) ἡ πόλις Γραία καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀποικίας οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν τὴν ἀρχική τους ἐπαφὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες, τοὺς γνώριζαν καὶ εἶχαν ἐπικοινωνία μὲ αὐτοὺς τοὺς Ἕλληνες ἀποίκους ποὺ ὀνομάζονταν Γραιεῖς ἢ Γραικοί. Ἔτσι ἐπεκράτησε ἡ ὀνομασία αὐτή, Graecia, Graeci, καὶ ἕως σήμερα οἱ Δυτικοευρωπαῖοι ἐξακολουθοῦν νὰ μᾶς ἀποκαλοῦν Γραικούς.
Μὲ τὴν ἀνάμειξη τῶν Ρωμαίων στὰ ἑλληνικὰ ζητήματα καὶ τὴν ρωμαϊκὴ κατάκτηση τὸ 146 π.Χ., μὲ τὴν ἔντονη πολιτιστικὴ ἐπιρροὴ τῶν Ἑλλήνων στοὺς Ρωμαίους, οἱ πολιτισμένοι Ἕλληνες κατέκτησαν τοὺς ἀγροίκους Λατίνους. Οἱ ἐκλεπτυσμένοι τρόποι τῶν Ἑλλήνων ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκ μέρους πολλῶν ἐξ αὐτῶν ἐκδηλώσεων ὑποτελείας καὶ κολακείας πρὸς τὸν Ρωμαῖο κατακτητή, ὁδήγησαν στὴν ἐμφάνιση ἑνὸς νέου ὅρου μὲ ὑποτιμητικὴ ἔννοια, τοῦ Γραικύλου (Graeculus), ποὺ τὸν χρησιμοποίησε ὁ Κικέρων, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱστορικὸς Δίων ὁ Κάσσιος (48, 18, 1). Ἀκόμη καὶ σήμερα ἡ λέξη Γραικύλος ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει τὴν ἴδια ὑποτιμητικὴ ἔννοια.
Ἡ ρωμαϊκὴ ἐξουσία προώθησε στοιχεῖα ἑνοποίησης τῶν λαῶν καὶ σταθερότητας τῆς αὐτοκρατορίας μέσῳ τῆς λατρείας τοῦ αὐτοκράτορος, τῆς ἀφοσιώσεως στὴν Ρώμη καὶ τὸν αὐτοκράτορα, τῆς διαδόσεως τῆς λατινικῆς γλώσσας καὶ πολιτισμοῦ, ὅπως καὶ τῆς καλλιέργειας τοῦ αἰσθήματος τῶν διαφορετικῶν λαῶν ὅτι συνανήκουν στὴν ἴδια κρατικὴ ὀντότητα. Σταδιακὰ οἱ Ρωμαῖοι ἐπεξέτειναν τὴν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτη χορηγώντας την σὲ ὁλοένα περισσοτέρους, σὲ ἀναγνώριση προσφορᾶς ὑπηρεσιῶν πρὸς τὴν Ρώμη, μὲ τὰ ἀντίστοιχα δικαιώματα καὶ προνόμια ποὺ συνεπαγόταν αὐτή. Ἔτσι λ.χ. ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπικαλεῖται τὴν ἰδιότητα τοῦ ρωμαίου πολίτη γιὰ νὰ τύχη τῆς προστασίας τῶν ἀρχῶν (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων 22, 26-29 καὶ 15, 8-12). Τὸ 212 μ.Χ. μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα (edictum) τοῦ Καρακάλλα, ἡ ρωμαϊκὴ ὑπηκοότητα ἀπονεμόταν σὲ ὅλους τούς κατοίκους τῆς αὐτοκρατορίας. Ὅλοι πλέον δικαιοῦνται νὰ ὀνομάζονται Ρωμαῖοι. Ἑπομένως καὶ οἱ Ἕλληνες λαμβάνουν τὸ ἐπίσημο κρατικὸ ὄνομα τοῦ Ρωμαίου πολίτη.
(γ) Χριστιανικοί καί βυζαντινοί χρόνοι
Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ χριστιανικὴ ἰδιότητα ὑπερτερεῖ ὑπερβαίνουσα τὶς ἐπὶ μέρους ἐθνικὲς καταγωγὲς, ΄΄οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ΄΄, γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Γαλάτας 3, 28). Στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος Ἕλλην, δὲν σημαίνει κατ᾿ ἀνάγκην τὸν ἔχοντα ἑλληνικὴ καταγωγή. Ὁ ὅρος Ἕλλην δὲν ἔχει τόσο τὴν ἔννοια τῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς ὅσο τῆς θρησκευτικῆς ἢ πολιτιστικῆς ταυτότητας. Ἔτσι γίνεται λόγος γιὰ ΄΄τὴν διασπορὰ τῶν Ἑλλήνων΄΄, δηλ. τῶν ἑλληνιζόντων Ἑβραίων ποὺ εἶχαν υἱοθετήσει τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ (Ἰωάννης 7, 35), ἐνῶ ἀλλοῦ ὡς Ἕλληνες ἢ ἑλληνιστὲς ἀποκαλοῦνται οἱ ἐκ τῶν ἐθνικῶν εἰδωλολατρῶν προερχόμενοι προσήλυτοι. ΄΄Ἦσαν δὲ Ἕλληνες τινὲς ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ… ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκρίνεται αὐτοῖς λέγων, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου΄΄ (Ἰωάννης 12, 20-23). Ἡ ἔννοια τοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἀνοιγόμενος στὸν ἑλληνικὸ κόσμο μέσῳ ἑλληνιζόντων προσηλύτων θὰ γνώριζε οἰκουμενικὴ ἐξάπλωση. Καὶ αὐτὸ θὰ γινόταν ἀφοῦ ΄΄δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου΄΄, μετὰ δηλ. τὴν Σταύρωση καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Στὴν πρώτη Ἐκκλησία ὑπῆρχε ΄΄γογγυσμός Ἑλληνιστῶν πρός Ἰουδαίους΄΄ (Πράξεις 6, 1) ποὺ ὁδήγησε στὴν ἐκλογὴ τῶν ἑπτὰ διακόνων γιὰ νὰ ἐξομαλυνθοῦν οἱ προστριβὲς ἑλληνιζόντων καὶ ἰουδαίων χριστιανῶν.
Στοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία κινεῖται στὰ γεωγραφικὰ πλαίσια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ πάνω στὸ κυρίαρχο θρησκευτικό, φιλοσοφικό, πολιτιστικὸ ὑπόβαθρο, ποὺ συνθέτει τὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο τῆς Ἀνατολῆς. Ὅταν ὁ Παῦλος ἀνοίγει τὸ κήρυγμά του στοὺς Ἕλληνες (Πράξεις 11, 20) καὶ ἀναφέρει ὅτι ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς εἶναι μωρία γιὰ τοὺς Ἕλληνες, σκάνδαλο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους (Α’ Κορινθίους 1,23), δὲν ἀναφέρεται κατ᾿ ἀνάγκην σὲ Ἕλληνες ἐξ ἀπόψεως ἐθνοφυλετικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ κυρίως σὲ ὅσους ἔχουν ἑλληνικὴ παιδεία, τρόπο σκέψης, ἑλληνικὴ εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα θὰ γράψει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λόγους ΄΄Κατά Ἑλλήνων΄΄ καί ΄΄Κατά Ἑβραίων΄΄ στρεφόμενος κατὰ τῆς ἐθνικῆς εἰδωλολατρείας καὶ τῆς ἑβραϊκῆς θρησκείας καὶ ὄχι κατὰ τῶν συγκεκριμένων ἐθνοτήτων.
Ἔτσι, σιγὰ-σιγὰ τὸ ὄνομα Ἕλλην ὑποχωρεῖ ταυτιζόμενο μὲ τὴν εἰδωλολατρεία καὶ χρησιμοποιεῖται μὲ τρόπο ἀπαξιωτικό. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο ποὺ κυριαρχεῖ ὡς ἐπίσημο ἐθνικὸ καὶ κρατικὸ ὄνομα εἶναι αὐτὸ τοῦ Ρωμαίου. Οἱ χριστιανικοὶ πληθυσμοὶ τῆς αὐτοκρατορίας αὐτοπροσδιορίζονται ὡς Ρωμαῖοι, δηλ. ὑπήκοοι τοῦ αὐτοκράτορος, πολίτες τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ χριστιανοὶ στὴν πίστη.
Ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας τοῦ κράτους ἀπὸ τὴν παλαιὰ Ρώμη στὴν Νέα Ρώμη, τὴν Κων/πολη (330 μ.Χ.) σήμαινε καὶ μεταφορὰ τῶν κέντρων ἐξουσίας στὴν Ἀνατολή. Ἀργότερα ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία διαιρέθηκε ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο Α’ (379-395) σὲ δύο τμήματα, τὸ δυτικὸ καὶ τὸ ἀνατολικό, καὶ δόθηκαν ἀντιστοίχως στοὺς δύο γυιούς του, Ἀρκάδιο καὶ Ὀνώριο. Ὅταν ἡ δυτικὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία κατέρρευσε ἀπὸ τίς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων τὸ 476 μ.Χ., τὸ ἀνατολικὸ κράτος ταυτίσθηκε ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Ὁ αὐτοκράτωρ ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα του στὴν Κων/πολη, ἐξ ἀρχῆς ἤδη ἀπὸ τὸν Μέγα Κων/νο, εἶχε τὸν τίτλο ΄΄βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων΄΄.
Ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος τῆς Κων/πόλεως, ποὺ ἀπὸ τὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀνεβιβάσθη σὲ Πατριαρχεῖο καὶ ὁ Πατριάρχης πῆρε τὸν τίτλο ΄΄Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως καὶ Νέας Ρώμης΄΄. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἔχων ὡς ἕδρα του τὴν παλαιὰ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τόπο μαρτυρίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, διατήρησε ἁπλῶς τὰ πρεσβεία τιμῆς, ὡς πρῶτος μεταξὺ ἴσων (primus inter pares) στὸ ἐκκλησιαστικὸ σύστημα τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχείων.
Μὲ τὴν κατάλυση τοῦ δυτικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, τὰ γεωγραφικὰ ὅρια τοῦ ἀνατολικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους ταυτίσθηκαν μὲ τὴν Ρωμαϊκή Οἰκουμένη, δηλ. τὸ πολιτισμένο τμῆμα τοῦ κόσμου ποὺ τὸ κατοικοῦσαν ἄνθρωποι μὲ ἐπίγνωση τῆς ταυτότητάς τους ὡς Ρωμαῖοι ὑπήκοοι τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων, χριστιανοί πού διατήρησαν τὴν πίστη τους ἀνόθευτη ἀπὸ τὶς αἱρέσεις πάνω στὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, δηλ. Ὀρθόδοξοι, καί πολιτισμικά ἀπόγονοι καὶ συνεχιστὲς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης καὶ ἐπιστήμης. Ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως, ὡς ἑδρεύων στὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας, τὴν βασιλίδα πόλη τῶν Πόλεων, τὸ κέντρο τῆς Οἰκουμένης, πῆρε τὸν τίτλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐπὶ πατριαρχείας Ἰωάννου Δ’ τοῦ Νηστευτοῦ (585-595 μ.Χ.), προκαλώντας τὴν ἀντίδραση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης.
Ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τῆς Ρωμαϊκῆς δηλ. χριστιανικῆς Οἰκουμένης, κατοικοῦσαν λαοὶ βάρβαροι, ἀπολίτιστοι, εἰδωλολάτρες. Ἡ αἴσθηση τῆς διαφοροποίησης αὐτῆς ἦταν ἔντονη γιὰ τοὺς ὑπηκόους τοῦ αὐτοκράτορος, ποὺ αὐτοπροσδιορίζονται ἐθνικὰ ὡς Ρωμαῖοι, καὶ θρησκευτικὰ ὡς χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι.
Τὸ ὅραμα νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία στὰ ἀρχικά της ὅρια καὶ νὰ συμπεριλάβει ἐκ νέου στοὺς κόλπους της τὸ πρώην δυτικὸ τμῆμα, τὸ βαρβαροκρατούμενο, δὲν εἶχε λησμονηθεῖ. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις ποὺ ἀνέλαβε ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς Α’ (527-565) στὴν Βόρειο Ἀφρική, τὴν Ἰταλία καὶ τὴν Ἱσπανία. Ἡ ἀποτυχία τῆς φιλόδοξης αὐτῆς προσπάθειας, ποὺ ἐξασθένησε οἰκονομικὰ καὶ στρατιωτικὰ τὴν αὐτοκρατορία, ὁδήγησε στὴν ἐγκατάλειψη παρόμοιων προσπαθειῶν στὸ μέλλον.
Στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ συνέχιζε νὰ ὑπάρχει, τὸ ἑλληνικὸ καὶ ἑλληνόφωνο στοιχεῖο ἀποτελοῦσε τὴν πλειοψηφία καὶ σιγὰ- σιγὰ ἡ χρήση τῆς λατινικῆς γλώσσας ὑποχωρεῖ πρὸς ὄφελος τῆς ἑλληνικῆς. Ἡ διοίκηση, ἡ νομοθεσία ἐξελληνίζονται (πρβλ. Νόμοι, Νεαρές τοῦ Ἰουστινιανοῦ Α’), ἡ ἑλληνικὴ σκέψη καὶ φιλοσοφία διδάσκονται καὶ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς μελετῶνται, καὶ μόνον λίγες λέξεις, τίτλοι σὲ στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἀξιωματούχους, θυμίζουν τὴν λατινική. Ὡστόσο, ὁ ὅρος Ἕλλην δὲν χρησιμοποιεῖται, ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει μειωτικὴ ἀξία καὶ νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν εἰδωλολατρεία. Σὲ χρήση ὅμως εἶναι ἡ λέξη Ἑλλαδικός, ὡς γεωγραφικὸς προσδιορισμὸς τῶν κατοίκων τῆς κυρίως νοτίου Ἑλλάδος. Ὁ ὅρος ἀπαντᾶ στὸν χρονογράφο Θεοφάνη (9ος αἰ).
Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Κων/πόλεως διατηροῦσαν μὲ ὑπερηφάνεια τὸν τίτλο τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος στὰ ἐπίσημα ἔγγραφα, τὰ χρυσόβουλα, τὶς αὐτοκρατορικὲς ἀναφορές, τὰ νομίσματα, τὶς ἐπιγραφές, καὶ θεωροῦσαν ἑαυτοὺς ὡς τοὺς μοναδικοὺς συνεχιστὲς τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα καὶ προνόμιο νὰ αὐτοαποκαλοῦνται Ρωμαῖοι (μία ἀπολύτως ἱστορικὰ κατοχυρωμένη ἀντίληψη), καὶ κάθε προσπάθεια ἄλλων νὰ ἐμφανισθοῦν ὡς Ρωμαῖοι ἐθεωρεῖτο προσβολὴ καὶ σφετερισμὸς τοῦ ὀνόματος ποὺ ἐστρέφετο εὐθέως κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος.
Ὑπῆρξαν προσπάθειες κυρίως Δυτικῶν γιὰ λόγους πολιτικοῦ γοήτρου τῆς ἐξουσίας τους νὰ ἐμφανισθοῦν ὡς συνεχιστὲς τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ αἴγλη τῆς ἀρχαίας Ρώμης ὡς προτύπου κρατικῆς ὀργάνωσης ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ζωντανὴ στὴν Δύση. Καὶ οἱ Πάπες τῆς Ρώμης, θέλοντας νὰ κινηθοῦν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κων/πόλεως καὶ ἀπὸ προσωπικὲς φιλοδοξίες γιὰ ἀνύψωση τοῦ γοήτρου τοῦ παπικοῦ θρόνου, ἐνίσχυαν τέτοιες τάσεις σφετερισμοῦ τοῦ τίτλου τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος. Ἔτσι, ὁ Πάπας Λέων Γ’ τὸ 800 μ.Χ. στέφει στὴν Ρώμη τὸν Καρλομάγνο (768-814) αὐτοκράτορα τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, προκαλώντας τὴν ἀντίδραση τῶν ἀνατολικῶν. Τελικά, ἐπῆλθε συμβιβασμὸς διπλωματικὸς καὶ ἀναγνωρίσθηκε ὁ τίτλος τοῦ Καρλομάγνου μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Ἀκυϊσγκράνου (812), καὶ ἀποκαταστάθηκαν εἰρηνικὲς σχέσεις. Ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ποὺ ἵδρυσε ὁ Καρλομάγνος διαλύθηκε τὸ 924. Ἡ ἰδέα ὅμως δὲν ἐγκαταλείφθηκε. Τὸ 962 ὁ Πάπας Ἰωάννης ΙΒ’ στέφει στὴν Ρώμη τὸν Γερμανὸ βασιλέα Ὄθωνα Α’ αὐτοκράτορα τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους, κάτι ποὺ ὁ ἀνατολικὸς Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκᾶς θεώρησε προσβλητικὴ κίνηση σφετερισμοῦ καὶ δὲν τὴν ἀναγνώρισε.
Στὴν Δύση, ἐνῶ ἕως τότε ἡ ὀνομασία τῶν ἀνατολικῶν ὡς ρωμαίων ἦταν ἀποδεκτή, μὲ τὶς κινήσεις αὐτές τοῦ 9ου καί 10ου αἰ., ὅπου γίνεται προσπάθεια νὰ ἐμφανισθοῦν οἱ Δυτικοὶ ὡς γνήσιοι συνεχιστὲς τῆς Ρωμαϊκότητας, καὶ ἰδίως οἱ Πάπες ὡς γνήσιοι ἐκφραστὲς τῆς Λατινικῆς Ρωμαϊκότητας (Latinitas Romanitas), γιὰ νὰ στηρίξουν πάνω της τὶς κοσμικὲς καὶ πολιτικὲς φιλοδοξίες τῶν Παπῶν, ἐπαναφέρεται στὴν Δύση ἐν χρήσει ὁ ὅρος Graeci. Οἱ δυτικοὶ ἀποκαλοῦν στὰ ἔγγραφα τούς ἀνατολικοὺς ὡς Graeci καὶ ὄχι Ρωμαῖοι, καὶ τὸν αὐτοκράτορα ὡς Imperator Graecorum καὶ ὄχι Imperator Romanorum (Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σελ. 323). Παράλληλα, ἀπὸ δυτικοὺς θεολόγους τὸ ὄνομα Graeci ταυτίζεται ἐννοιολογικὰ μὲ τοὺς αἱρετικούς. Γράφονται θεολογικὲς πραγματεῖες ΄΄κατὰ αἱρετικῶν Γραικῶν΄΄ (βλ. Θωμᾶ Ἀκινάτη Contra errores Graecorum).
Ὅμως, στὴν Ἀνατολὴ ἡ συνείδηση τῆς Ρωμαϊκότητας συνεχίζει νὰ εἶναι ἰσχυρὴ καὶ κυρίαρχη. Ὁ Μιχαὴλ Χωνιάτης, μητροπολίτης Ἀθηνῶν, λίγο τὴν Φραγκοκρατία τοῦ 1204, σχολιάζοντας τὶς καταστροφὲς τῆς φραγκικῆς κατάκτησης, καὶ εἰδικῶς τῆς Θεσσαλονίκης (1185), γράφει: ΄΄Οἴα πόλις ἐάλω, πρώτη μετὰ τὴν πρώτη καὶ τοῖς ἀγαθοῖς πασῶν Βασιλεύουσαν! Οἴαν Ρωμαίων συμφορὰν εἶδεν ὁ ἥλιος!΄΄. (Σωζόμενα).
Καθ᾿ ὅλη τὴν ὑπερχιλιετῆ ἱστορία τῆς αὐτοκρατορίας ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸ κλασσικὸ ἑλληνικὸ παρελθὸν καὶ ἡ μελέτη τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων ποτὲ δὲν σταμάτησε. Οἱ ἀνώτερες τάξεις εἶχαν σὲ μεγάλη ἐκτίμηση ποιητὲς ὅπως ὁ Ὅμηρος, ἡ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀσκεῖ γοητεία στοὺς διανοουμένους καὶ τοὺς φιλοσόφους, οἱ ἱστορικοὶ μιμοῦνταν τὸ ὕφος τοῦ Θουκυδίδου, ἄνδρες λόγιοι καὶ μορφωμένοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Πατριάρχης Μέγας Φώτιος, συλλέκτης κειμένων ἀρχαίων συγγραφέων στὴν ΄΄Μυριόβιβλό΄΄ του, ὁ ἐπίσκοπος Ἀρέθας, φιλόλογος καὶ κριτικὸς ἐκδότης ἀρχαίων συγγραφέων, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, σχολιαστὴς καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ Ὁμήρου, ἀποδεικνύουν τὴν γοητεία καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Κανεὶς ὡστόσο δὲν διανοήθηκε νὰ ὀνομασθεῖ Ἕλλην. Τὸ Ἕλλην σήμαινε ἀσέβεια καὶ ὑποψία εἰδωλολατρείας. Ἔτσι, ὁ φιλόσοφος Μιχαὴλ Ψελλός (11ος αἰ.) κατηγορήθηκε ΄΄ἐπὶ ἑλληνισμῷ΄΄, δηλ. ἀθεΐα καὶ νεοπλατωνισμό. Τὸ Ρωμαῖοι εἶναι τὸ κυρίαρχο ἐθνικὸ ὄνομα, καὶ ἡ αὐτοκρατορία ἐπισήμως ὀνομάζεται Ρωμανία.
Ὁ Νικηφόρος Γρηγοράς (14ος αἰ.) γράφει ΄΄Ρωμαϊκὴ Ἱστορία΄΄ ποὺ καλύπτει τὰ γεγονότα μεταξὺ 1204-1359. Ἀκόμη δηλ. καὶ στοὺς ὕστερους χρόνους τῆς αὐτοκρατορίας τὸ ἐπίσημο ὄνομα εἶναι Ρωμαῖοι, καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν ἀπόπειρες σφετερισμοῦ τοῦ ὀνόματος, π.χ. ὁ Βούλγαρος Συμεὼν αὐτοαναγορεύεται ΄΄αὐτοκράτωρ Βουλγάρων καί Ρωμαίων΄΄ (ἀρχές 10ου αἰ.), ὁ Σέρβος Στέφανος Ντουσάν (1331-1355) αὐτοαναγορεύεται ΄΄Αὐτοκράτωρ Σερβίας καί Ρωμανίας΄΄, καὶ ἱδρύει ἑλληνοσερβικὸ βασίλειο.
Καθὼς ἡ αὐτοκρατορία περνάει τὶς τελευταῖες δύσκολες στιγμές της, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνιοῦν γιὰ τὸ μέλλον της καὶ ἀντιλαμβάνονται τὴν κρισιμότητα τῶν περιστάσεων, στρέφονται στὸ ἔνδοξο παρελθὸν ἀναζητώντας ἐκεῖ τὶς λύσεις γιὰ τὰ ἱστορικὰ ἀδιέξοδα τοῦ παρόντος, ψάχνοντας τὶς δυνάμεις ποὺ θὰ ἀναζωογονοῦσαν τὴν παραπαίουσα αὐτοκρατορία. Οὐμανιστὲς καὶ ἀρχαιολάτρες τῆς ὕστερης Παλαιολόγειας ἀναγέννησης, λίγα χρόνια πρὶν τὴν Ἅλωση τοῦ 1453, ὁραματίζονται ἀναβίωση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος εἴτε στὴν κρατικὴ ὀργάνωση τοῦ Δεσποτάτου τοῦ Μυστρᾶ, μὲ βάση τὴν ΄΄Πολιτεία΄΄ καὶ τοὺς ΄΄Νόμους΄΄ τοῦ Πλάτωνος, ὅπως ὁ Βησσαρίων, μητροπολίτης Νικαίας καὶ μετέπειτα καρδινάλιος, εἴτε μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχαία θρησκεία τοῦ Δωδεκαθέου, ὅπως ὁ φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός.
Αὐτοὶ ἐπανέφεραν στὸ προσκήνιο τὸ ὄνομα Ἕλλην ὑπερηφανευόμενοι γιὰ τὴν καταγωγή τους καὶ αὐτοπροσδιορίζονται ὡς Ἕλληνες. Ἔτσι, ὁ Πλήθων Γεμιστὸς στὸν ΄΄Συμβουλευτικὸ περὶ τῆς Πελοποννήσου΄΄, ὑπόμνημα πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο (1391-1425), γράφει: ΄΄ἐσμὲν γὰρ οὖν ὧν ἡγεῖσθε τε καὶ βασιλεύετε Ἕλληνες τὸ γένος, ὡς ἡ τε φωνὴ καὶ ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ΄΄ (βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμ. Θ’, σελ. 287). Ὁ Βησσαρίων σὲ ὑπόμνημά του πρὸς τὸν Κων/νο ΙΑ’ Παλαιολόγο, γράφει γιὰ ΄΄Ἕλληνες, τὸ ἡμέτερον ἤκμασε γένος καὶ ὧν πᾶσα ἐπιστήμη καὶ γνῶσις καὶ τέχνη ἐβλάστησέ τε καὶ ἤνθησεν΄΄ (τὸ ἀναφέρει ὁ Σπ. Λάμπρος, Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμ. Γ’, Ἀθήνα, 1906). Ὅπως τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων στὸ παρελθόν, ἔτσι καὶ τώρα μπορεῖ νὰ ἀκμάσει καὶ πάλι στὶς ἐπιστῆμες καὶ τὴν γνώση, ἰσχυρίζεται ὁ Βησσαρίων.
Λίγο πρὶν τὴν Ἅλωση, οἱ ὅροι Ἕλλην καὶ Ρωμαῖος συνυπάρχουν. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἱστορικὸς Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1430-1490) προτιμᾶ τὸ Ἕλληνες στὴν ἐξιστόρησή του, ἐνῶ ὁ ἱστορικός τῆς Ἁλώσεως Δούκας ἀναφέρει τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλεως ὡς Ρωμαίους, ἐνῶ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἀπορρίπτει τὸν προσδιορισμὸ Ἕλλην τοῦ Πλήθωνος (ὅπου Ἕλλην= εἰδωλολάτρης, ἐθνικὸς γιὰ τὸν Γεννάδιο), καὶ ὑπερθεματίζει τοῦ ὀνόματος Ρωμαῖος καὶ Χριστιανός. Μάλιστα μυκτηρίζει τοὺς συμπατριῶτες του Ρωμαίους ποὺ ἐμπιστεύθηκαν στὴν Δύση τὴν σωτηρία τους ξεπουλώντας τὴν ὀρθοδοξία τους.
Ἡ Ἅλωση τῆς Πόλεως σφραγίζεται μὲ τὸν δημώδη θρῆνο ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο Ρωμανία. ΄΄Ἡ Ρωμανία πέρασεν, ἡ Ρωμανία πάρθεν! Ἡ Ρωμανία κι ἂν ἐπέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο΄΄.
(δ) Ὀθωμανοκρατία καὶ Νεώτεροι Χρόνοι.
Μετὰ τὴν Ἅλωση (1453), κατελύθη ἡ αὐτοκρατορία ἀλλὰ τὰ ὀνόματα Ρωμαῖος, Ρωμανία ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπιβιώνουν καὶ στὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμό, ἂν καὶ μεταλλαγμένα. Οἱ Ὀθωμανοὶ ὀνόμασαν τὸ σύνολο τῶν εὐρωπαϊκῶν τους κτήσεων Ρούμελη (=χώρα τῶν Ρωμαίων), καὶ τὸ σύνολο τῶν χριστιανῶν ὑπηκόων τους Ροὺμ (=Ρωμαῖοι). Ἐπικεφαλῆς τοῦ Ροὺμ-μιλὲτ (=τοῦ ἔθνους τῶν Ρωμαίων) ἦταν ὁ Πατριάρχης. Τὸ κάστρο ποὺ ἔχτισαν στὴν εὐρωπαϊκὴ ἀκτὴ τοῦ Βοσπόρου τὸ ὀνόμασαν Ρούμελη Χισάρ. Μὲ τὸν γενικὸ ὅρο Ροὺμ οἱ Ὀθωμανοὶ συμπεριλάμβαναν τὸ σύνολο τῶν χριστιανῶν Ὀρθοδόξων ὑπηκόων. Στὴν λαϊκὴ γλῶσσα τὸ Ροὺμ ἔγινε Ρωμιὸς (=Ρωμαῖος) ὡς δηλωτικὸ ταυτόσημο τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων. Ἀργότερα, στὴν ὀθωμανικὴ διοίκηση ὁ ὅρος Ρούμελη περιορίσθηκε γεωγραφικὰ δηλώνοντας τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα.
Ἀλλὰ καὶ στὶς βενετοκρατούμενες περιοχὲς ἐπεβίωνε ὁ ὅρος Ρωμανία. Γιὰ παράδειγμα, οἱ Βενετσιάνοι ὀνόμαζαν Napoli di Romania (= Νεάπολη τῆς Ρωμανίας) τὸ Ναύπλιο.
Καὶ οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες ἔκαναν χρήση τοῦ ὀνόματος Ρωμαῖοι, Ρωμιοὶ ποὺ τοὺς συνέδεε μὲ τὴν θύμηση τῆς ἔνδοξης αὐτοκρατορίας. Συγγραφεῖς καὶ λόγιοι, ἐκκλησιαστικοὶ καὶ λαϊκοὶ (17ος, 18ος αἰ.) ὁμιλοῦν γιὰ τὸ γένος τῶν Ρωμαίων (Ἠλίας Μηνιάτης, 1669-1714, Εὐγένιος Βούλγαρης, 1716-1806, Δανιὴλ Φιλιππίδης, Ρήγας Βελεστινλής, 1757-1798, στὸν ΄΄Θούριο΄΄, Ἰωάννης Βηλαρᾶς, 1771-1823, ὅπου μὲ τὸ ἔργο του ΄΄Ἡ ρομέηκη γλόσα΄΄ εἰσηγεῖται κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας καὶ καθιέρωση φωνητικῆς γραφῆς, πρόδρομος τῶν ἀκραίων δημοτικιστῶν καὶ ψυχαριστῶν).
Ἄλλοι λόγιοι, ἐξ ἐπιδράσεων δυτικοευρωπαϊκῶν χωρῶν ποὺ ζοῦσαν, προτιμοῦν τὸν ὅρο Γραικὸς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι (Greci, Greeks, Grecs). Αὐτὴ ἦταν ἡ γραμμὴ τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ (1748-1833). Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν ρευμάτων τοῦ Διαφωτισμοῦ, τοῦ ρομαντισμοῦ καὶ τοῦ κλασσικισμοῦ ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴν Εὐρώπη τέλη 18ου καί ἀρχές 19ου αἰ., οἱ Ἕλληνες ἀνακαλύπτουν ἐκ νέου τὴν ἔνδοξη ἀρχαία κληρονομιά τους, δίνουν ἀρχαιοελληνικὰ ὀνόματα στὰ παιδιά τους, ἐπανασυγκροτοῦν τὴν ἑλληνική τους ταυτότητα.
Μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ τὴν ἵδρυση τοῦ ἀνεξαρτήτου ἑλληνικοῦ κράτους, ὡς ἐπίσημο ἐθνικὸ ὄνομα ἐπελέγη τὸ Ἕλλην. Τὰ ἐπαναστατικὰ συντάγματα μιλοῦσαν γιὰ τὸ ΄΄Προσωρινὸ Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος΄΄, τὸ ἀνεξάρτητο κράτος ἀναγνωρίσθηκε ὡς ΄΄Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος΄΄, ἐνῶ οἱ ὀνομασίες Γραικὸς καὶ Ρωμιὸς περιορίσθηκαν στὴν λαϊκὴ χρήση χωρὶς νὰ ἐξαλειφθοῦν ἐντελῶς μέχρι καὶ σήμερα. Ἔτσι, στὸ δημοτικὸ τραγούδι τοῦ Ἀθαν. Διάκου λέει ΄΄ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ νὰ πεθάνω΄΄. Ὁ Μακρυγιάννης γράφει γιὰ τὸ Ρωμέϊκο, ὁ Γ. Σουρῆς ἐξέδιδε τὸ σατιρικὸ ἔντυπο ΄΄Ὁ Ρωμηός΄΄, ὁ ποιητὴς Γ. Ρίτσος ἔγραψε τὴν Ρωμιοσύνη ποὺ μελοποίησε ὁ Μ. Θεοδωράκης, ὑπάρχει τὸ Ρουμελιώτης ὡς ἐπίθετο καὶ ὡς ὄνομα καταγωγῆς (Στερεὰ Ἑλλάδα, Ρούμελη), ἐνῶ ἀκόμη καὶ ὁ λαός μας μέχρι σήμερα ἔχει τὴν φράση ΄΄καταλαβαίνεις ρωμέϊκα;΄΄.
Οἱ Τοῦρκοι σήμερα ἀποκαλοῦν τοὺς Ἕλληνες Χριστιανοὺς τῆς Κων/πόλεως Ρούμ, Ρωμιούς, γιὰ νὰ τοὺς διακρίνουν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, τοὺς Ἑλλαδίτες ποὺ τοὺς ἀποκαλοῦν Yunani (=Ἴωνες) καὶ τὸ ἑλληνικὸ κράτος Yunanistan (=Ἰωνία).
Καὶ θὰ κλείσουμε τὴν ἱστορική μας διαδρομὴ μὲ ὡρισμένα παράδοξα τῆς ἱστορίας. Ἐνῶ οἱ πρόγονοί μας αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς Ρωμαῖοι καὶ ἡ αὐτοκρατορία τους Ρωμαϊκή, Ρωμανία, ἔχει ἐπικρατήσει διεθνῶς ὁ ὅρος Βυζάντιο, Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, κατὰ τρόπον αὐθαίρετον καὶ ἀντιεπιστημονικόν. Βυζαντινοὶ ἦσαν οἱ κάτοικοι τῆς ἀρχαίας πόλης τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ οἱ κάτοικοι τῆς Κων/πόλεως καὶ οἱ ὑπήκοοι τοῦ αὐτοκράτορος οὐδέποτε αὐτοχαρακτηρίστηκαν ὡς ΄΄βυζαντινοί΄΄. Ἂν καὶ γνωστοὶ ἱστορικοὶ ὅπως ὁ Edward Gibbon (1737-1794) στὸ ἔργο του ΄΄Decline and Fall of the Roman Empire΄΄ (Παρακμὴ καὶ Πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας) καλύπτει τὰ γεγονότα ὡς τὸ 1453, καὶ ὁ J. B .Bury (1861-1927), καθηγητὴς τοῦ Cambridge, γράφει ΄΄Ἱστορία τῆς Νεώτερης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας΄΄ καὶ καλύπτει τὰ γεονότα ὡς τὸ 800 μ.Χ., παρ᾿ ὅλο λοπὸν ποὺ μεγάλα ὀνόματα στὴν ἱστοριογραφία συνέλαβαν τὸν ἑνιαῖο χαρακτήρα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας (Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς), ἔχει δυστυχῶς ἐπικρατήσει ὁ ὅρος ΄΄Βυζάντιο΄΄ ποὺ τὸν πρωτοχρησιμοποίησε ὁ Γερμανὸς Ἱερώνυμος Βὸλφ (1562), φιλόλογος καὶ κριτικὸς ἐκδότης ἑλληνικῶν χειρογράφων.
Στοὺς νεώτερους χρόνους ἔχουμε καὶ τὸ ἑξῆς παράδοξο τῆς γλωσσοπλασίας ὅρων γιὰ νὰ χαρακτηρίσουν κρατικὲς ὀντότητες, ὅπως ἡ Ἀνατολικὴ Ρωμυλία (1880-1885) γιὰ τὴν αὐτόνομη περιοχὴ τῆς Βορείου Θράκης μὲ πρωτεύουσα τὴν Φιλιππούπολη, ποὺ ἱδρύθηκε μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Βερολίνου (1880), καὶ τελικῶς προσαρτήθηκε παρανόμως στὴν Βουλγαρία, καὶ τὴν Ρουμανία (Romania, Ρωμανία), γιὰ τὴν ὀνομασία τοῦ νέου κράτους ποὺ προέκυψε μετὰ τὸν Κριμαϊκὸ Πόλεμο (1854-1857) ἀπὸ τὴν ἑνοποίηση τῶν παραδουνάβιων ἡγεμονιῶν Μολδαβίας καὶ Βλαχίας, κατόπιν προτάσεως τοῦ Γάλλου αὐτοκράτορος Ναπολέοντος Γ’ (Οἱ Ρουμάνοι ἀποτελοῦν ὡς ἔθνος ἀπογόνους τῶν Ρωμαίων ποὺ ἀναμείχθηκαν μὲ τοὺς Γετοδάκες αὐτόχθονες καὶ μιλοῦν μία νεολατινικὴ γλῶσσα, καὶ μὲ τὸ ὄνομα Ρουμανία ἤθελαν νὰ δηλώσουν τὴν λατινορωμαϊκὴ τους καταγωγή). Καὶ γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε τὸ σχέδιο γιὰ τὴν πόλη ποὺ ἱδρύθηκε στὴν Θράκη τὴν δεκαετία τοῦ 1990 γιὰ νὰ φιλοξενήσει τοὺς παλλινοστοῦντες Ποντίους τῆς Σοβετικῆς Ἑνώσεως, μὲ τὸ ὄνομα Ρωμανία.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁλοκληρώνουμε τὴν ἱστορική μας περιδιάβαση στὴν πολυχιλιετῆ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τὶς κατὰ καιροὺς ἐθνικὲς ὀνομασίες ποὺ περιεβλήθη, καταθέτουμε ταπεινὰ τὶς ἐπιστημονικές μας θέσεις ὡς προσφορὰ ἐθνικῆς αὐτογνωσίας καὶ ἀφορμὴ περαιτέρω προβληματισμοῦ καὶ ἐνασχολήσεως μὲ τὴν ἐθνικὴ ἱστορία.