«Μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἐνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»
π. Γεωργίου Θανάσουλα
Μὲ τὴν σημερινὴ Κυριακή, Ἀδελφοί μου, ὁλοκληρώνεται τὸ σωτηριολογικὸ περιεχόμενο τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν τοῦ Ἱεροῦ Δωδεκαημέρου, τῶν Χριστουγέννων δηλαδή καὶ τῶν Θεοφανείων. Ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς βοηθεῖ μὲ τὰ Εὐαγγελικὰ καὶ ἀπο-στολικὰ ἀναγνώσματα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἱερὴ ὀρθόδοξη ὑμνολογία, νὰ προσεγγίσουμε ἐκκλησιαστικὰ τὸ μήνυμα τῶν Δεσποτικῶν αὐτῶν ἑορτῶν. Κυρίως ὅμως νὰ κάνουμε ἕναν ἀπολογισμὸ γιὰ τὸ πόσον ἐμεῖς ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας χωριστὰ βιώσαμε τὸ μυστήριον τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, τὸ ὁποῖον, ὅπως ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, στὴν σημερινὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς ἐφεσίους ἐπιστολὴ του, εἶναι, νὰ φτάσουμε ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦμε τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐνότητα ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ πίστις καὶ ἡ ἐπίγνωσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζει τὴν ἐνότητα τῆς πίστεως μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος. Ἡ πίστις μᾶς συνδέει καὶ μᾶς συναρμολογεῖ σὲ ἕνα σῶμα καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Θὰ πρέπει δὲ νὰ προσέξουμε ὅτι χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη ἐπίγνωση, ποὺ δὲν σημαίνει τὴν ἀπλή γνώση τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία ἀποκτοῦμε μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ τὴν θεωρία τῶν κτισμάτων, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, γιατὶ μιὰ τέτοια γνώση ἔχουν καὶ ἀκάθαρτες καὶ δαιμονικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ «τὴν διὰ θείας ἐλλάμψεως καὶ φωτισμοῦ ἐν καρδίᾳ ὑπερφυσικὴν γνώσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», ἡ ὁποία ὅμως δίνεται στοὺς τέλειους, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ ἔχουν τελείως καθαριστεῖ ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ πάθη· ἐπὶγνωση τοῦ Θεοῦ ἔχουν ὅσοι βιώνουν τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ὅσοι ἐνώνονται μαζὶ Του· ὅσοι εἶναι Χριστομίμητοι. Γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση καὶ βίωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Θεὸς δίνει στὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς χαρίσματα σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο μὲ τὸν ὁποῖο δωρίζει ὁ Χριστὸς. Θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστὸλου Παύλου. Ὅ, τι ἔχει ὁ καθένας μας τὸ ἔχει δωρεάν, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς δίνει τὴν χάρη Του στὸν κάθε ἕναν, σὲ ὅλους μας. Καὶ ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ τὴν γενικὴ χάρη δηλαδὴ τὴν σωτηρία, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐνανθρώπησε, σταυρώθηκε, κατέβηκε στὸν Ἄδη καὶ ἀναστήθηκε, καὶ ἡ ὁποία εἶναι κοινὸ δῶρο γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ τὴν εἰδική χάρη, γιὰ τὰ χαρίσματα, τὰ προτερήματα, γιὰ τὰ διακονήματα, γιὰ τὶς ἰκανότητες, ποὺ δίνονται σὲ ὅλους. Αὐτὰ δὲν εἶναι τὰ ἴδια. Εἶναι διαφορετικὰ στὸν καθένα. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐνότητα ἐν τῇ ποικιλία. Τὰ μέλη της, οἱ πιστοὶ, ὅπως γίνεται καὶ μὲ τὰ μέλη τοῦ σώματὸς μας, τελεῖ ὁ κάθε ἕνας ξεχωριστὴ ἐργασία. Ἔχει ὁ καθένας τὸ δικό του χάρισμα, τὸ δικὸ του διακόνημα, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν μικροὶ καὶ μεγάλοι στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μικρὸς ἤ μεγάλος ἀπὸ τὸν Θεὸ, δὲν κρίνεται ἀπὸ τὴ θέση καὶ τὸ διακόνημα ποὺ ἔχει ὁ καθένας μας, ἀλλά ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν μετάνοια ποὺ δείχνουμε. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι, τὰ κυριότερα χαρίσματα εἶναι κοινὰ σὲ ὅλους, δηλαδή τὸ βάπτισμα, ἡ σωτηρία μὲ τὴν πίστη, τὸ νὰ ἔχουμε τὸ Θεὸ Πατέρα, τὸ νὰ μετάσχουμε ὅλοι στὸ αὐτὸ πνεῦμα. Ἄν πάλι ὁ τάδε ἔχει κάποιο χάρισμα περισσότερο, μὴ στενοχωριέσαι, διότι καὶ ὁ κόπος σ’αὐτὸν εἶναι περισσότερος». Νὰ ἀγωνιοῦμε γι’αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μεγάλα χαρίσματα καὶ ὑψηλές θέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία γιατὶ αὐτοὶ κινδυνεύουν νὰ λυγίσουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ χαρίσματα, ὁ Χριστὸς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς ἱστορίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας, καθιέρωσε μέσα στὴν Ἐκκλησία «τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφῆτες, τοὺς δὲ εὐαγγελιστὰς, τοὺ δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους». Δὲν τοὺς καθιέρωσε μὲ τὴν ἔννοια ἄσκησης κάποιας ἐξουσίας ἤ μὲ τὴν ἔννοια κάποιας προσωπικῆς καθιέρωσης καὶ προβολῆς ἀλλὰ «πρὸς τὸν καταρτισμόν τῶν ἁγίων, τὸ ἔργον τῆς διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ». Κάθε παρέκκλιση ἀπὸ αὐτὰ τὰ κριτήρια θὰ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζει, γιατὶ ἐνέχει τὸν κίνδυνο νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ αἰρέσεις. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοια παραδείγματα. Πολλοὶ ἀξιωματοῦχοι μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας προβάλλουν τὴν πεποίθησή των ὅτι ἐκπροσωποῦν ἤ ἀντιπροσωπεύουν τὸν Θεὸν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὅτι ἡ ἄποψή τους ἤ ἡ ἀντιληψή τους εἶναι αὐτὴ καὶ μόνο ποὺ ἐκφράζει τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ στὶς πνευματικὲς σχέσεις τῶν πιστῶν μαζί Του.
Αὐτὴ ἡ ἀντίληψις ἐκφράζει ἕνα ἀπόλυτο θεοκρατικὸ ἤ ἱεροκρατικὸ σύστημα διακυβέρνησης καὶ ποίμανσης τῶν ἀνθρώπων. Κρύβει δὲ μιὰ ἀπέραντη ἐξουσιαστικὴ ὑπεροψία. Ταυτίζει τὸν ἑαυτὸ μας μὲ τὸν Θεὸ ἤ ὑποκαθιστᾶ τὸν Θεὸν ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωσε σὲ κανέναν ἀτομικὰ τὴν ἐξουσία νὰ τὸν διαδεχθεῖ ἤ νὰ τὸν ἄντιπροσωπεύσει. Κανένας δὲν εἶναι ἀλάθητος παρὰ μόνον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία διοικεῖται διὰ τῶν συνόδων τῶν διαδόχων τῶν Ἀποστόλων, τῶν ἐπισκόπων (Συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως) καὶ ὄχι δι’ ἕνὸς ἀνθρώπου, ὅπως πιστεύουν οἱ Πάπες τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐταιρεία τῶν Ἰεχωβάδων. Τὸ Ὀρθόδοξο καὶ ἀποστολικὸ πνεῦμα εἶναι ὅτι ὅλοι μας, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς προσωπικὲς μας ἰκανότητες καὶ χαρίσματα, εἴμαστε ἁπλοὶ διάκονοι ποὺ ὑπηρετοῦμε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καὶ φανερώνει ἕναν σκληρὸ ἐπαγγελματισμὸ· προτάσει τὸ προσωπικὸ συμφέρον· δὲν οἰκοδομεῖ πνευματικὰ· δὲν καλλιεργεῖ τὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας καὶ κυρίως δὲν ὁδηγεῖ τοὺς πιστοὺς στὸν ἁγιασμό, στὴν πνευματικὴ τελείωση καὶ ἀποτελεῖ μιὰ ἁπλή ἐκκομίσκευση τοῦ πνευματικοῦ σκοποῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ καταρτισμὸς τῶν ἁγίων, τῶν πιστῶν,ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦμε ὅλοι στὴν ἐνότητα τῆς ὁρθῆς πίστεως καὶ θὰ ὁδηγηθοῦμε ἔτσι στὴν βιωματικὴ ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, φτάνοντας στὴν κορύφωση τῆς πνευματικῆς μας πορείας ποὺ τελικὸ στόχο ἔχει τὸ «εἰς ἄνδρα τὲλειον», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀδελφοί μου. Στὴν Ἐκκλησία ἡ πορεία τοῦ καθενὸς μας δὲν ἔχει ἀποκλειστικὸ ἀτομικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ ἀνάγεται στὸ σύνολο τῶν μελῶν της. Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅλα τὰ μέλη, πρέπει νὰ γίνουμε ἅγιοι· νὰ γίνουμε πολίτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· νὰ μεταποιηθοῦμε ἀπὸ τὸ κατ’εἰκόνα Θεοῦ ποὺ δημιουργηθήκαμε σὲ πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἐνανθρωπίσας Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας, καὶ τὸ μέτρον μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μετροῦμε τὴν πνευματικότητὰ μας. Μὴ συγκρίνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας μὲ τοὺς κατώτερους , ἀλλὰ μὲ τοὺς ἀνώτερους, τοὺς ἁγίους, μὲ τὸν ἵδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ, τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, γενόμενοι μιμηταί του. Ἀμὴν.