Παίζει ἐν οὐ παικτοῖς. Μὲ τὴ φράση αὐτὴ ἐννοοῦμε ὅτι παίζει κάποιος μὲ πράγματα σημαντικά, ἀστειεύεται ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει, κάνει ἀνοησίες σὲ χῶρο ὅπου δὲν ὑπάρχουν παιδιά, φέρεται ἐπιπόλαια σὲ περιστάσεις οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν σοβαρότητα. Τὸ ρηματικὸ ἐπίθετο παικτός-ή-όν («παιγνιώδης») εἶναι μεταγενέστερο. Τὴν παροιμιακὴ αὐτὴ φράση ἐπινόησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Μέχρι τίνος παίζομεν ἐν οὐ παικτοῖς, οὐδὲ ἔχουσι συγγνώμην; Διὸ παρακαλῶ τῇ ἡμετέρᾳ ἀδελφότητι, ἠγαπημένοι ὑπὸ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ὑμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ δέομαι ὑμῶν καὶ ἀντιβολῶ τὰς προφάσεις ταύτας περικόψαντες, μὴ καταφρονῶμεν τῶν τοῦ Θεοῦ νόμων» (Εἰς τὰς Πράξεις, PG, 60, 351). Ἄς καταλάβουν ἐπιτέλους τὰ κόμματα ὅτι μὲ τὴν ἐκπαίδευση δὲν μποροῦν νὰ παίζουν ἐν οὐ παικτοῖς. Αὐτὸς ἀστειεύεται, ἀλλὰ νὰ ξέρῃ ὅτι παίζει ἐν οὐ παικτοῖς.
Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα