Κανάρης: «Ὅλα, παιδί μου, τὰ κατορθώνει ἡ πρὸς τὴν πατρίδα ἀγάπη»

Του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
 
Πρόλογος
Εἶναι βαρὺ τὸ ὄνομα τοῦ Κανάρη, εἶναι πολὺ βαρὺ καὶ φοβοῦμαι μὴ ὑπὸ τὸν πελώριον ὄγκον κύψῃ τὸν αὐχένα ἡ ποίησίς μου. Ἀλλὰ πῶς νὰ μὴ ρίψω κι ἐγὼ μακρόθεν ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ ἀειμνήστου ἥρωος ὀλίγα νεκρολούλουδα, ἀφοῦ δὲν ηὐτύχησα ν᾿ ἀσπασθῶ τὴν στιβαρὰν χεῖρα του ἐγώ, ὅστις τὸν ἠγάπων μέχρι λατρείας;
Πέρυσι τὸν ἐπισκέφθην πολλάκις εἰς Κυψέλην καὶ ἠκροώμην αὐτοῦ διηγουμένου μετὰ παιδικῆς ἀφελείας τ᾿ ἀκατανόητα ἆθλα του… «Ὅλα, παιδί μου, ὅλα τὰ κατορθώνει ἡ πρὸς τὴν πατρίδα ἀγάπη», στερεοτύπως ἀπήντα εἰς ἐμὲ γέρων πυρπολητής, ὁσάκις συγκεκινημένος τῷ ἐξέφραζᾳ τὸν θαυμασμόν μου.
Ὅτε προσεκόλλησεν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος τοῦ αἱμοσταγοῦς Καραλῆ τὸ τρισένδοξον πυρπολικόν του, κατέβη δὲ εἰς τὴν μικρὰν λέμβον, ἔνθα ἐν ἀγωνίᾳ θανάτου τὸν ἐπρόσμενον οἱ γενναῖοι σύντροφοί του καὶ ἥτις εἶχε δεθῆ διὰ σιδηρᾶς ἁλυσίδας ἐπὶ τῆς κλίμακος τοῦ τρικρότoυ, ὁ Κανάρης διέταξε τὴν ἀπoμάκρυνσιν, φοβούμενoς μὴ αἱ αὐταὶ φλόγες συγκαταφάγουν Ὀθωμανοὺς καὶ Ἕλληνας. Ἀλλ᾿ ἡ λέμβος ὡς ἐὰν ἐκρατεῖτο ὑπὸ μυστηριώδους ἀφανοῦς δαίμονος, ἔμενεν ἀκίνητος, μὴ ὑπακούουσα εἰς τὴν πυρετώδη βίαν τῶν κωπηλατῶν. Τότε τῶν θαλασσῶν ὁ ἀπτόητος δεσπότης ἐνόησεν ὅτι ὁ δεσμὸς τῆς ἁλυσίδoς δὲν εἶχεν ἐντελῶς λυθῆ καὶ λαβὼν ἀταράχως τὸν πέλεκυν ἔκοψεν αὐτὸν καὶ ἀπεσπάσθη ὡς ἐκ θαύματος ἐκ τοῦ σημείου, ἔνθα ἐπέπρωτο μετ᾿ ὀλίγον νὰ τελεσθῇ μία τῶν φρικαλεωτέρων καὶ ἐνδοξοτέρων σκηνῶν τοῦ μεγάλου ἐθνικοῦ δράματος.
«Τὰ ὀλίγα δευτερόλεπτα, τὰ ὁποῖα ἐδαπανήθησαν ἐν τῷ ἀπρoσδοκήτῳ ἐκείνῳ συμβάντι, ἦσαν ἀρκετὰ νὰ ἐπιφέρουν τὴν καταστροφήν μας», μετ᾿ ἀπεριγράπτου μειδιάματος μοὶ ἔλεγεν ὁ Κανάρης.
«Οἱ Τοῦρκοι ἦσαν τόσοι, ὥστε, ἐὰν ἔπτυoν ἐπάνω μας, θὰ μᾶς ἔπνιγον ἀναμφιβόλως. Ἀλλ᾿ ὁ μεγαλοδύναμος Θεὸς δὲν τὸ ἐπέτρεψε καὶ μᾶς ἔσωσε, διότι ἐγνώρισε τὴν ψυχὴν τῶν δούλων του.
Ὁ θάνατος τοῦ Κανάρη ἐν ταῖς σημεριναῖς τοῦ Ἔθνους περιστάσεσιν εἶναι συμφορὰ ἀνεπανόρθωτος. Βεβαίως δὲν ἦτο δυνατὸν κατ᾿ ἐξαίρεσιν νὰ μείνῃ ἀθάνατος οὔτε γέρων ἐνενηκοντούτης ἤθελεν ἐπιχειρήσει ὅτι ἄλλοτε παίζων ἐξετέλει. Ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Κανάρη ἤστραπτεν ἀκόμη ζῶσα ἡ λάμψις τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος, διότι, παραδόξως, ὅλοι οἱ μεγάλοι τῆς Δύσεως ποιηταὶ ἐκ τῶν ἄθλων αὐτοῦ ἐνεπνεύσθησαν περισσότερον παρὰ ἐκ τῶν λοιπῶν ἡρωϊκῶν κατορθωμάτων τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἐπεβάλλετο λοιπὸν ἀκόμη εἰς τὴν κοινὴν τοῦ κόσμου γνώμην ὁ θαλάσσιος ἥρως καὶ ἵστατο ἐν μέσῳ ἡμῶν ὡς μνημόσυνον αἰώνιον ἡμερῶν ἐνδόξων καὶ ὡς παράδειγμα ἀξιομίμητον εἰς τὰς παρούσας γενεάς. Ἀλλὰ διατὶ ἡ ἔκτακτος αὕτη τῶν ποιητῶν συμπάθεια ὑπὲρ τοῦ Κανάρη; … Οὔτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ καταλαμβάνω. Ἴσως εἰς τὴν προτίμησιν ταύτην συνέτεινεν ὄχι ὀλίγον καὶ ἡ ἁρμονία τοῦ ὀνόματός του… Μὴ γελᾷς, φίλε, διότι εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ ποίησις ἔχει πολλὰς τοιαύτας ἰδιοτροπίας καὶ μὴ ἀμφιβάλλῃς ὅτι, ὅσον καὶ ἂν δοξασθῶσι πολλὰ ὀνόματα, δὲν θὰ εὕρoυν εὔσχημον τοποθέτησιν ἐν τῷ στίχῳ.
Αὕτη εἶναι ἡ ταπεινή μου γνώμη.
 
Τὴ νύχτα ποὺ παράδερνες μ᾿ ἕνα δαυλὶ στὸ χέρι
κ᾿ ἐσπιθοβόλεις κεραυνοὺς κ᾿ ἔφεγγες σὰν ἀστέρι,
ὅταν φτωχός, ἀγνώριστος, μικρός, χωρὶς πατρίδα
τὴ ματωμένη ἐπλεύρωσες, Κανάρη ναυαρχίδα,
ἂν ὅταν ἀνεπήδησες μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ στύλου
μέσα στὴ μαύρη τὴ σπηλιὰ τοῦ Καραλῆ τοῦ σκύλου,
κανένας μάντις σὤλεγε ὅτι θὰ νἄλθῃ ὥρα
νὰ ἰδῇς, Κανάρη, ἐλεύθερη τὴ δύστυχη τὴ χώρα,
πὤρρευ᾿ ἑτοιμοθάνατη, – ὅτ᾿ ἤθελες φωτίσει
μ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀστροπελέκι σου Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
ὅτι θὰ γένῃς ζωντανὴ τοῦ Γένους σου σημαία,
ὅτι θὰ πᾶς μακρὰ μακρὰ νὰ φέρῃς βασιλέα,
καὶ χίλια δαφνοστέφανα ὁ κόσμος θὰ νὰ βάλῃ,
Κανάρη, στ᾿ ἀπροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
ὅτι πρὶν πέσῃς κατὰ γῆς θὰ σοῦ δοθῇ κ᾿ ἡ χάρη
νὰ ἰδῇς νὰ λάμψῃ ἀνέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
ὅπου ἐβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
ὅτ᾿ ἕνα Γένος σύψυχο τοῦ λάκκου σου τὸν ᾅδη
θὰ ἐδρόσιζε μὲ κλάμματα, ὁποὺ θὰ ν᾿ ἀνάβρανε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια του κι᾿ ἀθάνατα θὰ νἆναι,
ὅτι θὰ σκύψῃ ξέσκεπος ἐμπρὸς στὰ λείψανά σου,
νὰ σὲ φιλήσῃ ἐγκαρδιακά. Κανάρη, ὁ Βασιλιάς σου,
ἂν ἕνας μάντις τἄλεγε, ποιός, ἤθε᾿ τὸν πιστέψῃ;
Μόνος ἐσύ, ποὺ γνώριζες ὅτ᾿ εἴχανε φυτέψει
βαθειά, βαθειὰ στὰ σπλάγχνα σου τὰ χέρια τοῦ θεοῦ σου
βοτάνι παντοδύναμο, τροφὴ τοῦ κεραυνοῦ σου,
τὴν πίστη τὴν ἀκλόνητη στοῦ ἔθνους του τὴν τύχη…
Αὐτή, Κανάρη, πὤβαψε τὸν σιδερένιον πῆχυ
κι᾿ ἔδωσε στὸ καράβι σου χίλια φτερὰ νὰ τρέχῃ
σήμερα ποιὸς τὴν ἔχει;…
Ἄχ! δὲν τὸ πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ᾿ εἶδ᾿ ἀκόμα
συγνεφιασμένον, κάτασπρον στὸ φτωχικό σου στρῶμα,
σὰν κοιμισμένη θάλασσα σὲ ταπεινὸ ἀκρογιάλι
ὅπ᾿ ὀνειρεύεται κρυφὰ καμμιὰν ἀνεμοζάλη
γιὰ νὰ μουγκρίσῃ φοβερά…, καὶ σήμερα κουφάρι!…
Ἔγυρα τότε ἐφίλησα τ᾿ ἀνδρεῖα σου, Κανάρη,
τὰ λιοκαμμένα δάχτυλα κ᾿ ἔνιωσα κάθε ρώγα,
πὤβραζε μέσα κ᾿ ἔλαμπε μὲ τὴν παληά σου φλόγα.
Ἔτρεμα ἐμπρός σου, ἐδάκρυζα, μὤδωκες τὴν εὐχή σου,
μοῦ τίμησες τὸ μέτωπο μ᾿ ἕνα θερμὸ φιλί σου
καὶ μοὖπες, λιονταρόκαρδε. – «Μὴν κλαῖς, δὲ θὰ πεθάνω,
πρὶν ξανανειώσω μιὰ φορὰ καὶ πρὶν νὰ ξεθυμάνω».
Κι᾿ ἀπέθανες! κ᾿ ἐσβύστηκες!… Τὰ ριζιμιά, οἱ βράχοι
δὲν σκιάζονται γεράματα καὶ στοῦ βουνοῦ τὴ ράχη
ὁλόρθο μένει, ἀκλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
καὶ μάχεται μὲ τὰ στοιχειά… Καὶ σὺ καὶ σύ, Κανάρη,
ποὖλθες στὴ γῆ θεόχτιστος κι᾿ ὀπ᾿ ὅταν ἐθωροῦσε
τὸ χιόνι στὸ κεφάλι σου κανεὶς π᾿ ἀσπροβολοῦσε,
ἐπίστευεν ὅτ᾿ ἔβλεπε τὸν Ὄλυμπο ἐμπροστά του
μὲ τὴν ἀθανασία του, μὲ τὴν παλληκαριά του,
ἐσὺ σωριάζεσαι μὲ μιᾶς;… Μέσα στὰ χώματά σου
θὰ καταπιάσῃ ἡφαίστειο ἢ θὰ σβηστῇ ἡ φωτιά σου;…
Κατάρ᾿ ἀκατανόητη, ἄσπλαγχνη, μαύρη μοίρα
νἆν᾿ οἱ νεκροί μας ἄφθαρτοι, νἆν᾿ ἡ ζωή μας στείρα.