Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.
Ὁ ὅρος «καταλλαγή» καὶ τὰ παράγωγα τοῦ ρήματος καταλλάσσω[1] χρησιμοποιοῦνται συχνὰ στὴν ἑλληνικὴ κλασσικὴ γραμματεία μὲ τὴν ἔννοια τοῦ συνδιαλλάσσω[2] καί τοῦ συμφιλιώνομαι,[3] ἀλλὰ μὲ διαφορετικὴ θρησκευτικὴ σημασία ἀπ᾿ ὅτι στὴ βιβλικὴ γραμματεία.
Στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο ἡ σχέση θεοῦ καὶ ἀνθρώπου βρισκόταν σὲ ἀπόσταση καὶ ὁ μοναδικὸς τρόπος ἐπικοινωνίας ἦταν οἱ θυσίες καὶ τὰ ἀκολουθούμενα γεύματα. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἤθελαν νὰ ἐκπληρώσουν τὶς ἐπιθυμίες τους (τάμα) ἢ νὰ ἐξευμενίσουν τὴν ὀργὴ τῶν θεῶν (συμφιλίωση) πρόσφεραν σ᾿ αὐτοὺς μεγαλόπρεπες θυσίες.
Μὲ τὴ σημασία τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ ἐμφανίζεται ὁ ὅρος «καταλλαγή»[4] στή βιβλική γραμματεία[5]. Ὁ ὅρος «καταλλαγή» ἀφορᾶ θέματα εἴτε ἀπιστίας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό, δηλ. παράβασης τῶν θείων ἐντολῶν του,[6] εἴτε διενέξεις μεταξὺ τῶν πιστῶν ἐντός τῆς ἐκκλησίας σὲ ἀτομικὸ ἢ ὁμαδικὸ ἐπίπεδο[7]. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, παρόλο ποὺ οἱ ἁμαρτίες τοῦ Ἰσραὴλ ἀποτελοῦν ρήξη τῆς διαθήκης τοῦ Σινᾶ, ὁ Θεὸς ἂν καὶ δὲν κατονομάζει τὴ λέξη καταλλαγή, εἶναι αὐτὴ ποὺ προτείνει στὴν ἄπιστη νύμφη «καί μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ ἐν πίστει, καί ἐπιγνώσῃ τόν κύριον (Ὠσ. 2,22)» καὶ στὰ ἄπιστα παιδιά του «ἀπορρίψατε ἀπό ἑαυτῶν πάσας τάς ἀσεβείας ὑμῶν, ἄς ἠσεβήσατε εἰς ἐμέ, καί ποιήσατε ἑαυτοῖς καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν∙ καί ἵνα τι ἀποθνήσκετε, οἶκος Ἰσραήλ (Ἱεζ. 18,31)». Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας[8] ἀθετεῖ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ[9] καὶ ἡ παράβαση αὐτὴ ἐπέσυρε τὸ δριμὺ ἔλεγχο Αὐτοῦ[10]. Μὲ τὴν ἁμαρτία ἡ κοινωνία μὲ τὸ Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, διακόπτεται μ᾿ ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα τὸ θάνατο[11]. Ὅμως, πολλὲς φορές, ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε ὡς «μακρόθυμος καί πολυέλαιος»[12] καί μιλᾶ γιά εἰρήνη στό λαό του[13]. Ὁ ἴδιος ἀναλαμβάνει τήν πρωτοβουλία νά συνάψει συμφωνία μέ τό λαό του καί θέτει τούς ὅρους της, πού συνιστοῦν ταυτόχρονα καί ἀμοιβαίες δεσμεύσεις πιστότητας καί συνέπειας∙ «…καί διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰούδα διαθήκην καινήν»[14]. Δηλ. ὁ Θεὸς ὑπόσχεται στὸν ἕτερο ἀντισυμβαλλόμενο τὴν παροχὴ τῆς εὔνοιας καὶ τῆς χάριτός του, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του.
Ἡ ὁριστικὴ καταλλαγή πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, «Εἰς γάρ θεός, εἰς καί μεσίτης θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς»,[15] καὶ αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ στὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιο[16] ὅπου συνιστᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Ὅπως τονίζει καὶ ὁ Σ. Ἀγουρίδης[17] ἡ ἀπαίτηση τοῦ Ἰησοῦ «γιά ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς δέν θεμελιώνεται στήν ἀνθρώπινη φύση ἤ σέ κάποια σκοπιμότητα, ἀλλά στήν βαθύτερη ὀντολογία τῆς ὑπάρξεώς μας, στή βούληση καί στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ περί τῶν ἐχθρῶν ἀντιλήψεις τοῦ Ἰησοῦ δέν ἔχουν σάν ἀφετηρία ὁποιεσδήποτε οἰκουμενιστικές ἰδέες ἤ ἀνθρωπολογικές ἀπόψεις[18] ἀλλά τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς, μ᾿ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι ἀνθρώπινο ἔργο, ἀλλά «σημεῖο» τῆς θείας παρουσίας τῆς Βασιλείας». Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του, οὔτε μὲ τὸ νόμο οὔτε χωρὶς τὸ νόμο, δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ φτάσει στὴν κατάσταση τῆς δικαιοσύνης ποὺ τὴν προϋποθέτει μὲ τὸ Θεό. Μ᾿ αὐτὴν τὴν κατανόηση ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή (στίχ. 5, 9-10)[19] συνδέει τὴ στιγμή τῆς δικαίωσης καί τῆς καταλλαγῆς μέ τό σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ∙ «διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ»[20]. Ὁ σταυρωμένος καὶ ἀναστημένος Χριστὸς παραδόθηκε ἑκουσίως στὸ θάνατο γιὰ νὰ ἐπιτελεστεῖ ὁ σκοπὸς τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ μ᾿ αὐτὸν τόν τρόπο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς κατέστησε ἄξιους τῆς καταλλαγῆς[21].
Ἀκόμη μ᾿ ἕνα πιὸ εὐδιάκριτο τρόπο διατυπώνονται οἱ σκέψεις τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή: «22 νυνί δέ ἀποκατήλλαξεν ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκός αὐτοῦ διά τοῦ θανάτου παραστῆσαι ὑμᾶς ἁγίους καί ἀμώμους καί ἀνεγκλήτους κατενώπιον αὐτοῦ, 23 εἰ γε ἐπιμένετε τῇ πίστει τεθεμελιωμένοι καί ἑδραῖοι καί μή μετακινούμενοι ἀπό τῆς ἐλπίδος τοῦ εὐαγγελίου οὐ ἠκούσατε, τοῦ κηρυχθέντος ἐν πάσῃ κτίσει τῇ ὑπό τόν οὐρανόν, οὐ ἐγενόμην ἐγώ Παῦλος διάκονος» (Κολ. 1, 22-23). Ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς διευκρινίζει ὅτι ἡ καταλλαγή καί ἡ σωτηρία ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν προϋπόθεση ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ παραμείνει σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη. Τὸ «νυνί» βεβαιώνει τὸ πρόσφατο γεγονός τῆς σωτηρίας[22]. Ἀντί τοῦ «ἀποκατηλλάγητε» ἔχουμε στοὺς κώδικες τὸ «ἀποκατήλλαξε»[23] ἤ τό «ἀποκαταλλαγέντες»[24]. Τό «ἀποκατήλλαξε» προσαρμόζεται καλύτερα στὸ κείμενο αὐτό, ἐνῶ ἐὰν δεχθοῦμε τὴν παθητικὴ φωνή, ὀφείλουμε νὰ δεχθοῦμε καὶ ἕνα ἀνακόλουθο σχῆμα. Ἡ καταλλαγή μὲ τὸ Θεὸ κατέστη δυνατὴ «διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ». Μέσω τοῦ «ἀποκαταλλάξαι» τονίζεται ἡ διάσταση τῶν δύο κόσμων, τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρώπινου ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό[25]. Στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή (στίχ. 20), ἡ φράση «εἰς αὐτόν» δημιουργεῖ ἑρμηνευτικὸ πρόβλημα, ἀπὸ τὴ λύση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται καὶ ὁ ἀκριβὴς προσδιορισμὸς τοῦ ὑποκειμένου τοῦ ρ. «εὐδόκησεν» (στίχ. 19)[26]. Ποιὸς ἐννοεῖται ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Θεός; Ἐὰν εἶναι ὁ Χριστός, γιατί ὁ Παῦλος δὲν ἔθεσε τὴν αὐτοπαθῆ ἀντωνυμία «ἑαυτόν;». Στὰ σχετικὰ χωρία, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος περὶ καταλλαγῆς Θεοῦ-ἀνθρώπου, ἡ καταλλαγή γίνεται πρὸς τὸ Θεὸ μέσω τῆς μεσιτείας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ ἢ τοῦ αἵματος Αὐτοῦ [27].
Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ στοὺς παρακάτω στίχους -ἀπὸ τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή– στοὺς ὁποίους γίνεται λόγος περὶ καταλλαγῆς Θεοῦ-ἀνθρώπου: «14 Αὐτός γάρ ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἕν καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τήν ἔχθραν ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ, 15 τόν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασιν καταργήσας, ἵνα τούς δύο κτίσῃ ἐν αὐτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην 16 καί ἀποκαταλλάξη τούς ἀμφοτέρους ἐν ἑνί σώματι τῷ θεῷ διά τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν αὐτῶ. 17 καί ἐλθών εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακράν καί εἰρήνην τοῖς ἐγγύς∙18 ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τήν προσαγωγήν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνί πνεύματι πρός τόν πατέρα» (Ἐφεσ. 2, 14-18). Ὁ Χριστός («δι᾿ αὐτοῦ»), ὁ ὁποῖος συμφιλιώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ Θεό, τοὺς ἀνακαινίζει (βλ. «καινόν ἄνθρωπον» στίχ. 15) καὶ τοὺς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ βρίσκονται στὴ σωστὴ θέση –ἀπὸ τὴν ὁποία ξέπεσαν– κοντὰ στὸ Θεό. Ἀκόμη στὸ παραπάνω χωρίο (Ἐφεσ. 2, 14-18) παρατηροῦμε, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰ. Καραβιδόπουλο, τὰ ἑξῆς[28]: «α) ἡ φράση («εἰρήνη ἡμῶν»)[29] ἀναφέρεται στό Χριστό καί δηλώνει ὅτι καταργεῖ τήν ἔχθρα μέ τό σταυρό του, ἀναπλάσει τούς ἀνθρώπους συμφιλιώνοντάς τους μεταξύ τους καί μέ τό Θεό φέροντας τήν εἰρήνη, β) παρουσιάζονται ὁρισμένες ἐπαναλήψεις («ἔχθρα-εἰρήνη, ἐν ἑνί σώματι-ἐν ἑνί πνεύματι, μακράν-ἐγγύς»), τά ὁποῖα εἶναι χαρακτηριστικά τοῦ λειτουργικοῦ καί ποιητικοῦ ὕφους, γ) τονίζουν ἰδιαίτερα τήν ἑνότητα τῆς νέας κατάστασης, τῆς ἐκκλησίας («ἕν, εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον, ὡς ἑνί σώματι, ὡς ἑνί πνεύματι») καί δ) ἔχουν μία, ἔστω καί μή ἀνεπτυγμένη, τριαδολογική θεολογική βάση, ἀφοῦ ἀναφέρουν τό Θεό Πατέρα, τό Χριστό καί τό Πνεῦμα».
Ὅλο τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ὁλοκληρώθηκε ἤδη ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλά, ἀπὸ μία ἄλλη ἄποψη, συνεχίζεται στὴν πραγματικότητα ὡς τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ ὁ Παῦλος καθορίζει τὴν ἀποστολικὴ δραστηριότητα ὡς «διακονία τῆς καταλλαγῆς»[30]. «Ὑπέρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν ὡς τοῦ θεοῦ παρακαλοῦντος δι᾿ ἡμῶν∙ δεόμεθα ὑπέρ Χριστοῦ, καταλλάγητε τῷ θεῷ (Β΄ Κορ. 5,20)», δηλ. οἱ ἀπόστολοι εἶναι οἱ ἀγγελιοφόροι τοῦ «λόγου τῆς καταλλαγῆς»,[31] οἱ ὁποῖοι ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Παύλου θὰ γίνουν οἰκοδόμοι τῆς εἰρήνης[32].
Συνοψίζοντας ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς:
1. Ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς μιλᾶ γιὰ τὴν καταλλαγή τῶν ἀνθρώπων μαζί του λαμβάνοντας ὁ ἴδιος τὴν πρωτοβουλία γιὰ μία νέα διαθήκη∙ «…καί διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰούδα διαθήκην καινήν» Ἱερ. 38,31). Ἄλλωστε ὅλο τὸ τελετουργικό τοῦ ἐξιλασμοῦ στὴ μωσαϊκὴ λατρεία, προορισμένο νὰ ἐξαγνίσει τὰ πιὸ ποικίλα ἁμαρτήματα, εἶχε ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὴν καταλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό∙ «πᾶν ἔργον οὐ ποιήσετε ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ ταύτη∙ ἐστίν γάρ ἡμέρα ἐξιλασμοῦ αὐτή ὑμῖν ἐξιλάσασθαι περί ὑμῶν ἔναντι κυρίου τοῦ θεοῦ ὑμῶν» (Λευϊ. 23,28).
2. Ἡ τέλεια καὶ ὁριστικὴ καταλλαγή πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, «Εἰς γάρ θεός, εἰς καί μεσίτης θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς» (Α΄ Τιμ. 2,5), διότι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του, οὔτε μὲ τὸ νόμο οὔτε χωρὶς τὸ νόμο, δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ φτάσει στὴν κατάσταση τῆς δικαιοσύνης ποὺ τὴν προϋποθέτει μὲ τὸ Θεό. Ὅπως ὑποστηρίζει καὶ ὁ J. Khalil «ὁ ἄνθρωπος τότε πού ἦταν ἁμαρτωλός καί ἐχθρός ἀπέκτησε τή δικαιοσύνη καί τήν καταλλαγή διά τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο, λοιπόν τώρα πού ἔγινε δίκαιος καί φίλος («καταλλαγέντες») θά σωθεῖ («σωθησόμεθα») στήν τελική κρίση τοῦ ἰδίου» (Α΄ Θεσ. 1,10)[33].
3. Ὁ Παῦλος ὑπῆρξε ὁ διάκονος τῆς καταλλαγῆς, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὑπῆρξε ὁ δημιουργὸς της, «ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκός αὐτοῦ» καὶ πρῶτος αὐτὸς ὑπογράμμισε τὶς βαθύτερες ἀπαιτήσεις τῆς καταλλαγῆς. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρει εὐάρεστη λατρεία, ἂν δὲν ἀγαπήσει πρῶτα τὸν ἀδελφὸ του[34]. Ἡ ἀγάπη στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει κάθετη καὶ ὁριζόντια διάσταση. Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἡ πρώτη ἐντολὴ ἀναφέρεται στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἀναφέρεται στὴν ἀγάπη «πρός τόν πλησίον»[35]. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο περιλαμβάνει καὶ τοὺς διῶκτες καί τούς ἐχθρούς[36]. Τό «διαλλάγηθι», ἡ συμφιλίωση μέ τόν πλησίον εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος γιά τήν ἀποδοχή τῆς θυσίας∙ «ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν»[37]. Ἔτσι ὁ συνδυασμὸς καὶ τῶν δύο, δηλ. τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δίνει τὸ μέτρο τῆς τελειότητας∙ ἀρκεῖ κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ὁ κόπος τῆς ἀγάπης νὰ ὑπάρχει ὄχι «στό φιλεῖν ἁπλῶς» ἀλλὰ στὸ «γνησίως φιλεῖν»[38].
4. Ἡ συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, τὸ συνάνθρωπο καὶ τὴν κτίση, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ στὴν ἀναγέννηση τῆς καρδιᾶς καὶ ἔχει ὡς τελικὸ σκοπὸ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Προϋπόθεση αὐτῆς τῆς συμφιλίωσης εἶναι ἡ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ λυτρωτικοῦ του μηνύματος. Ἔτσι ὁ πιστὸς, «δικαιωμένος» ἀπὸ τὴν πίστη, ἒχει «εἰρήνην πρός τόν θεόν διά τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[39].
1. Συχνὰ χρησιμοποιεῖται μὲ τὴ σημασία τοῦ συμφιλιώνω καὶ τὸ ρ. διαλλάσσω (καί –ττω) μὲ τὰ παράγωγά του, τόσο στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία (Ἡροδ. Ἱστορ. Ι,22,12: «Μετὰ δὲ ἢ τε διαλλαγὴ σφὶ ἐγένετο ἐπ᾿ ὢ τε ξείνους ἀλλήλοισι εἶναι καὶ συμμάχους…», Ι,22,8: «ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, δι᾿ οὐδὲν ἄλλο ἐγένετο διαλλαγὴ» κ.ἄ.) ὅσο στὴν Παλαιὰ (ἀπαντᾶ συνολικὰ 9 φορὲς) καὶ Καινὴ Διαθήκη, στὴν ὁποία ἀπαντᾶ 1 φορὰ στὸ Μτθ. 5,24: «ἅφες ἐκεῖ τὸ δῶρον σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὕπαγε: πρῶτον: διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθῶν πρόσφερε τὸ δῶρον σου».
2. Πλάτ. Φαιδ. 69α: «φόβον πρὸς φόβον καταλλάττεσθαι». Ἡροδ. ΙΙ 13,12: «ἐπ᾿ ἀργυρίῳ κατηλλάξασθε», κ.ἄ.
3. Ξεν. Κύρου Ἀνάβ. Ι, 6,2: «…καταλλαγεῖς τῷ Κύρῳ», κ.ἄ.
4. Γιὰ τὴ σημασία τοῦ ὅρου «καταλλαγή» στὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, βλ. σχετικὸ λῆμμα στὸ Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament, von G. Kittel, Stuttgart 1978 καί Exegetisches Wörterbuch zum Neuen Testament, von Horst Balls, Stuttgart-Berlin-Köln 1992.
5. Τό ρ. καταλλάσσω ἀπαντᾶ συνολικά 4 φορές στήν Π.Δ. καί 11 φορές στήν Κ.Δ.
6. Ἐξ. 32,30: «…ὑμεῖς ἠμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην∙ καί νῦν ἀναβήσομαι πρός τόν θεόν, ἵνα ἐξιλάσωμαι περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν».
7. Μτθ. 18, 15-35. Α΄ Κορ. 6,1 ἐξ. 8-10, κ.ἄ.
8. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἁμαρτία ἦταν μία «παράβαση τῆς θεϊκῆς τάξης. Ἐμφανιζόταν ὡς μία ἄμεση προσβολὴ τοῦ Θεοῦ». Βλ. Δ. Καϊμάκης, Θέματα παλαιοδιαθηκικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 123.
9. Ρωμ. 8,7.
10. Ἱερ. 5,6-7 κ.ἄ.
11. Βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλος, Ἡ ἁμαρτία κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 132.
12. Ἐξ. 34,6: «καὶ παρῆλθεν κύριος πρὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἐκάλεσεν Κύριος ὁ θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος καὶ ἀληθινὸς».
13. Ψλ. 84,9: «ὅτι λαλήσει εἰρήνην ἐπὶ τὸν λαὸ αὐτοῦ…».
14. Ἱερ. 38,31.
15. Α΄ Τιμ. 2,5.
16. Μτθ. 5, 43-48.
17. Βλ. Σ. Ἀγουρίδη, Ἡ ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία τοῦ Ἰησοῦ (Εἰσαγωγικὰ-Σύντομο Ὑπόμνημα), Ἀθῆναι 1984, σ. 70.
18. Ὁ ἑλληνικὸς κόσμος, ὅσο καὶ ἂν συνέδεσε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἐχθρὸ εἴτε μὲ τὴ δόξα εἴτε μ᾿ ἄλλα ὠφελιμιστικὰ κίνητρα εἶχε τὶς ἐξηγήσεις του ἐκεῖνες (βλ. Σοφ. Ἀντιγόνη, 523: «οὗτοι συνέχθειν ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν»), κατά τίς ὁποῖες συνέδεε τήν ἀγάπη πρός ὅλους μέ τήν ἴδια φύση τοῦ ἀθρώπου.
19. Ρωμ. 5, 9-10: «9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ». Περισσότερα βλ. Heinrich Schlier, Der Römerbrief, Freiburg-Basel-Wien 1979, σσ. 154-156 καί O. Hofius, Sühne und Versoehnung-Zum paulinischen Verständnis des Kreuzestodes Jesu, ἐν: Paulusstudien WUNT 51, J.C.B. Mohr (Paul Siebeck), Tübingen 1989, σ. 36.
20. Ἡ λυτρωτική τοῦ αἵματος ἔχει τὶς ρίζες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου τὸ αἷμα τῶν ζώων στὶς θυσίες καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ φαίνεται ἐντονότερα καὶ στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ: 9,12.14.20∙ 10,19·13,10, πρβλ. Ρωμ. 3,25∙5,9. Ἐφεσ. 1,17.
21. Ρωμ. 5,11.
22. Eduard Schweizer, Der Brief an die Kolosser, Zürich : Benziger ; Neukirchen-Vluyn : Neukirchener, 1997, σ. 75.
23. אּ, A, C, DeK, 048, 88, 181, Ἀρμεν., Χρυσόστομος, Κύριλλος, Θεοδώρητος, Δαμασκηνὸς κ.τ.λ.
24. D*, G, Εἰρηναῖος, Ἀμβροσιανὸς.
25. Τό «ἀποκαταλλάξαι» ἀπαντᾶ μόνο στὶς ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας Κολ. 1,20.22 καί Ἐφ. 2,16, χωρὶς τὴν πρόθεση «ἀπό» ἀπαντᾶ στὶς ἐπιστολὲς Ρωμ. 5,10. Α΄ Κορ. 7,11. Β΄ Κορ. 5,18.19.20, ἐνῶ ὡς οὐσιαστικὸ συναντᾶται στὶς ἐπιστολὲς Ρωμ. 5,11∙ 11,15. Β΄ Κορ. 5,18.19 καὶ δηλώνει συμφιλίωση ἢ ἀποκατάσταση διάρρηξης μίας σχέσης μεταξὺ δύο προσώπων.
26. Ὅπως σημειώνει καὶ ὁ Β. Τσάκωνας στὸ ὑπόμνημά του (Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολὴν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Ἀθῆναι 1975, σ. 87 ἐξ.), «ἄρα («εἰς αὐτὸν») πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὸν Θεὸ-Πατέρα, πρὸς Ὂν γίνεται ἡ καταλλαγὴ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄρα ὑποκείμενο τοῦ εὐδόκησε μᾶλλον εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἐνεργῶν τὴν σωτηρίαν καὶ καταλλαγή. Ἡ σωτηρία καὶ ἡ λύτρωση γίνονται διὰ Ἰησοῦ πρὸς δόξαν Θεοῦ Πατρὸς» (Φιλιπ. 2,11).
27. Rudolf Schnackenburg, Der Brief an die Epheser, Zürich-Einsiedeln-Köln: Benziger Neuekirchener Verlag 1982, σσ. 118-119.
28. Βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλος, Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Ἐφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 129.
29. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς διευκρινίζει τὰ ἑξῆς: «Εἰρήνην ἔχωμεν: τουτέστι, Μηκέτι ἁμαρτάνωμεν, μηδὲ πρὸς τὰ πρότερα ἐπανερχώμεθα: τοῦτο γὰρ ἐστί πόλεμον ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν», P.G. 60, 467-468.
30. Β΄ Κορ. 5,18.
31. Β΄ Κορ. 5,19.
32. Βλ. Π. Τρεμπέλας, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολάς τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθῆναι 1989, σ. 481. Πρβλ. Β΄ Κορ. 6, 4-13.
33. J. Khalil, Δικαίωση-Καταλλαγὴ-Τελικὴ Κρίση στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 223.
34. Μτθ. 5,23 ἐξ. Βλ. περισσότερα, Joachim Gnilka, Das Matthäusevangelium (Kommentar zu Kap. 1,1-13,58), Freiburg-Basel-Wien 1986, σσ. 156-159.
35. Μρκ. 12, 29-31: «29 ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς∙ ὅτι πρώτη ἔστιν∙ ἄκουε, Ἰσραήλ, κύριος ὁ θεὸς ἡμῶν κύριος εἰς ἔστιν, 30 καὶ ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ᾿ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ᾿ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ᾿ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ᾿ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. 31 δευτέρα αὕτη∙ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστιν». Ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση τοῦ γραμματέα ὡς πρώτη καὶ σπουδαιότερη ἐντολή τήν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ (Δευτ. 6, 4-5) καὶ ἐξίσου πρὸς αὐτὴ σπουδαία τὴν πρὸς τόν πλησίον ἀγάπη (Λευϊ. 19, 18). Βλ. περισσότερα, Ἰ. Καραβιδόπουλος, Τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 388-391.
36. Μτθ. 5,44-48. Λκ. 6,27-36 κ.ἄ.
37. Μτθ. 9,13∙ 12,7.
38. «Ποιὸς γὰρ κόπος τὸ φιλεῖν ἁπλῶς; Οὐδεὶς τὸ δὲ γνησίως φιλεῖν κόπος πολὺς» P.G. 62,34.
39. Ρωμ. 5,1.