Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Α΄ Μέρος
Με τον ιερομόναχο Κύριλλο πήγαμε στην Τραπεζούντα το 199… για προσκύνημα στο Ναό της Αγίας Σοφίας, εκκλησιά σύμβολο της πίστης και της ευλαβείας των Ποντίων, καθώς και στα ιστορικά και άρρηκτα δεμένα με αυτούς Μοναστήρια Παναγίας Σουμελά, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος. Βγήκαμε από το αεροδρόμιο και πήραμε το πρώτο ταξί της σειράς. Ήταν ένα παλιό Πασάτ της Βολκς Βάγκεν. Ο οδηγός γύρω στα εξήντα, ευτραφής και ευχάριστος στην όψη.
Στη διαδρομή μας ερώτησε, με τα σπασμένα αγγλικά του, πού πηγαίνουμε. Πήγα να του απαντήσω στα αγγλικά, αλλά με πρόλαβε ο ιερομόναχος Κύριλλος. Του είπε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου στα ποντιακά. Ο οδηγός χαμογέλασε και του είπε:
-Δεν σας καταλαβαίνω, σας παρακαλώ μιλήστε μου αγγλικά…
Πήρα το λόγο και του είπα το ξενοδοχείο. Κούνησε το κεφάλι, είπε ένα ΟΚ και σιώπησε.
Μου είπε στα ελληνικά ο Κύριλλος:
– Να τον ρωτήσουμε πόσα θέλει να μας πάει στα τρία μοναστήρια;
Προτού προλάβω να απαντήσω, μας ρωτάει ο ταξιτζής, στα αγγλικά:
– Έλληνες είσαστε;
– Ναι, του απαντώ…
– Ξέρω λίγα ποντιακά από τους γονείς μου, μας αποκαλύπτεται για πρώτη φορά. Οι παππούδες μου είχαν φίλους Έλληνες και συνεννοούνταν στα ποντιακά…
– Κατάλαβες, τον ρώτησε ο Κύριλλος, που ρώτησα τι χρήματα θα ήθελες να μας πάς στα τρία μοναστήρια; Γέλασε.
– Κάτι κατάλαβα… Να σας πάω, αλλά θα προτιμούσα να πληρωθώ σε Ευρώ ή σε δολάρια και ζήτησε ένα ποσό σχετικά μικρό για εμάς. Κανονίσαμε κάθε μέρα να βλέπουμε και ένα μοναστήρι και όταν τελειώσει η επίσκεψή μας να μας πάει στο αεροδρόμιο.
– Και πώς σε λένε; Τον ρώτησε ο π. Κύριλλος.
– Ιμπραήμ, του απάντησε.
– Αβραάμ δηλαδή… Συνηθισμένο όνομα και στους Ρωμιούς Ποντίους, του παρατήρησε ο π. Κύριλλος και αυτός χαμογέλασε, αλλά δεν μίλησε άλλο… Τις υπόλοιπες ημέρες η συνεννόηση μας μαζί του γινόταν περισσότερο με τα αγγλικά και λίγο στα ποντιακά.
Το ξενοδοχείο ήταν ένα παλιό αρχοντικό τριώροφο κτίριο κοντά στο κέντρο της Τραπεζούντας. Ο υπάλληλος της υποδοχής μας υποδέχτηκε με μια παγερή ευγένεια. Πήραμε τα κλειδιά μας και ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας, στον δεύτερο όροφο. Δεν αργήσαμε να κατεβούμε για να πάμε να φάμε, ήταν μεσημέρι.
Αφήνοντας τα κλειδιά ο υπάλληλος μας ρώτησε με το ίδιο ξινό χαμόγελο:
– Πώς είδατε τα δώματιά σας;
– Καλά είναι, του απάντησα, επίσης στεγνά.
Ο υπάλληλος συνέχισε:
– Είναι από τα καλύτερα του ξενοδοχείου μας. Είναι άνετα τα δωμάτια και μεγάλα τα μπάνια. Έχουν και μπιντέ… Ο π. Κύριλλος μου εξήγησε ότι ο μπιντές στην Τουρκία σημαίνει αρχοντιά…
Τον ρωτήσαμε και μας είπε κάποιο κοντινό εστιατόριο να πάμε να φάμε. Βγαίνοντας παρατήρησα ότι μαζί μας σηκώθηκαν από τις πολυθρόνες που κάθονταν στην αίθουσα αναμονής και έρχονταν προς την έξοδο τέσσερις γιγαντόσωμοι άνδρες. Και οι τέσσερις είχαν αρειμάνια μουστάκια και φορούσαν μαύρα κοστούμια, άσπρα πουκάμισα και μαύρες γραβάτες. Μου θύμισαν «κοράκια» των γραφείων κηδειών. Καθώς περπατούσαμε προς το εστιατόριο οι μουστακαλήδες μας ακολουθούσαν. Καθίσαμε να φάμε, ενώ αυτοί έμειναν στο πεζοδρόμιο του εστιατορίου. Τρώγοντας έριχνα ματιές προς την πόρτα. Συζητούσαν, κάπνιζαν και δεν μας άφηναν από τα μάτια τους. Το κέφι μας είχε χαλάσει. Φάγαμε βιαστικά κάτι έτοιμο και σηκωθήκαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο. Οι μουστακαλήδες πάντα πίσω μας. Είχαμε εκνευριστεί. Φτάνοντας πήγαμε στη ρεσεψιόν να πάρουμε τα κλειδιά για να ανεβούμε στα δωμάτιά μας ρώτησα τον υπάλληλο της υποδοχής:
– Τι είναι αυτοί που μας παρακολουθούν;
– Έχουν αναλάβει την προστασία σας, μου απάντησε ψυχρά χωρίς να με κοιτάξει…
– Κινδυνεύουμε από κάποιους; Ρωτήσαμε απορημένοι.
– Ποιος ξέρει, μας απάντησε με μια ειρωνεία, που δύσκολα κρυβόταν. Είστε Έλληνες και ειδικά στον Πόντο χρειάζεστε προστασία….
Παίρνοντας τα κλειδιά του δωματίου μας ρίξαμε στους τέσσερις μουστακαλήδες μια κλεφτή ματιά. Μας έβλεπαν πάντα και χασκογελούσαν…
Ανεβήκαμε στον 2ο όροφο και ο π. Κύριλλος ήρθε στο δωμάτιό μου να συζητήσουμε την κατάσταση.
– Ας κλειδώσουμε καλά την πόρτα και ο Θεός βοηθός, μου είπε. Μοιάζουν για παρακρατικοί «γκρίζοι λύκοι». Δε νομίζω πάντως ότι θα μας πειράξουν. Τα νεύρα θέλουν να μας σπάσουν. Ας μην το πετύχουν. Εμείς νάμαστε ψύχραιμοι. Αύριο θα πάμε για προσκύνημα στη Σουμελά… Σηκώθηκε από την καρέκλα και πήρε στο τηλέφωνο τον Ιμπραήμ. Κανόνισαν την επόμενη ημέρα, στις εννέα το πρωί, να φεύγουμε για το μοναστήρι…
Αν και ήταν ακόμη νωρίς το απόγευμα δεν μας έκανε όρεξη να κινηθούμε στην πόλη. Μείναμε στα δωμάτιά μας και περάσαμε την ώρα μας διαβάζοντας. Από πλευράς μου και γράφοντας στο ημερολόγιό μου…
Β΄ Μέρος
Οκτώ η ώρα το πρωί ήμασταν στην αίθουσα του ξενοδοχείου για το πρωινό. Εκεί οι μαυροντυμένοι γιγαντόσωμοι ακόλουθοι μας με τα μαύρα κουστούμια, τα άσπρα πουκάμισα και τις μαύρες γραβάτες περίμεναν…
Το πρωινό τίποτε το ιδιαίτερο. Έτσι κι αλλιώς πολλή όρεξη δεν είχαμε…Φάγαμε κάπως βιαστικά, πήγαμε στο ισόγειο του ξενοδοχείου και καθίσαμε στην αίθουσα υποδοχής, περιμένοντας τον Ιμπραήμ…
Στην ώρα του ήρθε ο Ιμπραήμ. Τον είδαμε και βγήκαμε βιαστικά προς το αυτοκίνητό του. Ο π. Κύριλλος κάθισε δίπλα του, εγώ στο πίσω κάθισμα. Ξεκινήσαμε για τη Μονή Σουμελά. Πίσω μας μια μαύρη Μερσεντές με τους μουστακαλήδες με τα μαύρα κουστούμια…
– Ιμπραήμ μας ακολουθεί μία Μερσεντές, με τέσσερις γιγαντόσωμους ανθρώπους. Ο άνθρωπος της ρεσεψιόν μας είπε ότι είναι για την προστασία μας…Εσύ τι λες;
Ο Ιμπραήμ κοίταξε τον π. Κύριλλο και του χαμογέλασε.
– Είναι «γκρίζοι λύκοι», του απάντησε και επιβεβαίωσε έτσι την εκτίμηση που μου είχε κάνει την προηγούμενη ημέρα. Και συνέχισε ο Ιμπραήμ:
– Έμαθαν ότι θα έρθετε και ότι ο ένας από τους δυο σας είναι ιερωμένος και θέλουν να σας δείξουν ότι βρίσκεστε στην Τουρκία και να μην κάνετε τίποτε που να θίξει τον εθνικισμό τους…
Δεν του είπαμε τίποτε. Μέσα μου σκέφθηκα, τί έχουν να φοβηθούν οι «γκρίζοι λύκοι» από εμάς; ΑΥΤΟΙ θάπρεπε να φοβούνται τις Ερινύες για τα εγκλήματά των προγόνων τους…
Φτάσαμε στη Μονή Σουμελά. Ενδιαφέρουσα η διαδρομή και μαγευτικό το τοπίο. Σταμάτησε το αυτοκίνητο σε αρκετή απόσταση από το μοναστήρι.
– Θα πάμε με τα πόδια έως το μοναστήρι, μας είπε ο Ιμπραήμ. Θα σας ακολουθήσω, για να μην έχουμε κανένα απρόοπτο με τα παιδιά και εννοούσε τους θηριώδεις «γκρίζους λύκους»….
Τον ευχαριστήσαμε και μαζί του αρχίσαμε την ανάβαση. Ανεβαίναμε σε μία καταπράσινη παραδεισένια πλαγιά. Έκανε κρύο και είχε ένα ψιλόβροχο, που δεν μας εμπόδισαν στο προσκύνημά μας. Από μακριά βλέποντας τη Μονή νομίζαμε ότι στο μεγαλόπρεπο κτίριο ζουν ακόμη Ορθόδοξοι Έλληνες μοναχοί… Όταν πλησιάσαμε διαπιστώσαμε ότι οι εξωτερικοί τοίχοι ήσαν γυμνοί, μισογκρεμισμένοι…
Στην είσοδο μας περίμενε στρατιωτικό απόσπασμα. Νεαρά παιδιά με το χέρι στην σκανδάλη του αυτόματου όπλου που κρατούσαν. Ο επικεφαλής αξιωματικός μας ζήτησε τα διαβατήρια. Κοίταζε αρκετή ώρα πότε εμάς, πότε τις φωτογραφίες των διαβατηρίων. Εμείς τον βλέπαμε ψύχραιμοι…
Δίνοντάς μας τα πίσω μας ρώτησε στα αγγλικά:
– Ξέρετε αγγλικά; Απάντησα θετικά. Συνέχισε τότε με ψυχρό και εχθρικό βλέμμα με τα σπασμένα αγγλικά του:
– Στο χώρο απαγορεύεται η προσευχή και κάθε άλλη ενέργεια λατρευτική. Οι παραβάτες συλλαμβάνονται και περνούν από αυτόφωρο δικαστήριο.
– Τέτοια υποδοχή από στρατιωτικό απόσπασμα δεν την περίμενα, μου είπε χαμηλόφωνα ο π. Κύριλλος…
Οι «γκρίζοι λύκοι» δεν μας ακολούθησαν στο μοναστήρι. Μας περίμεναν εκεί που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο… Ανεβήκαμε τη στενή σκάλα του μοναστηριού. Ο αξιωματικός μας ακολούθησε. Στην κορυφή της πέτρινης κλίμακας ήταν ένας οπλισμένος σαν αστακός στρατιώτης. Σταθήκαμε εκεί λίγο να ξαποστάσουμε από το ανέβασμα. Ο στρατιώτης, στο μισό μέτρο από εμάς, αισθάνθηκε άβολα. Πίσω μας έβλεπε και τον αξιωματικό του. Έπιασε το όπλο σα να ήταν έτοιμος να μας πυροβολήσει…. Αισθανθήκαμε τον φόβο του, μην τον παρατηρήσει ο αξιωματικός. Ήταν ένα νεαρό παλληκάρι, πάνω κάτω στα είκοσι, ισχνό και κοντό στο ύψος. Το λυπηθήκαμε. «Ο καλός στρατιώτης Σβεΐκογλου» σκέφτηκα με συμπόνια και χωρίς καθυστέρηση αρχίσαμε την κατάβαση προς το αίθριο της Μονής…
Αρχίσαμε να βλέπουμε τις τοιχογραφίες στο μισογκρεμισμένο Μοναστήρι, ενώ το στρατιωτικό απόσπασμα ήταν συγκεντρωμένο γύρω μας και παρακολουθούσε τις κινήσεις μας.
Κοιτάζοντας με μου ψιθύρισε ο π. Κύριλλος
– Αφού τους κουράσουμε με το να γυρίζουμε και να βλέπουμε για ώρα τα χαλάσματα της Μονής και τα απομεινάρια του παλιού μεγαλείου Της θα μείνομε όρθιοι στο κέντρο του περιβόλου, θα κάνουμε ότι περιεργαζόμαστε από εκεί το εσωτερικό του μοναστηριού και μέσα από τα δόντια μου θα ψιθυρίσω λίγα από τους χαιρετισμούς της Παναγίας και μια ευχή στη μνήμη των μοναχών που εγκαταβίωσαν εδώ και των Ποντίων θυμάτων της Γενοκτονίας. Δεν μας είπαν ότι απαγορεύονται οι φωτογραφίες. Θα κάνουμε λοιπόν ότι τραβάμε φωτογραφίες και θα κάνουμε το καθήκον μας…
Υπό το άγρυπνο μάτι των νεαρών στρατιωτών και του διοικητού τους κάναμε αυτό που έπρεπε. Τελειώσαμε την επίσκεψη ανακουφισμένοι και εσωτερικά με ανάμικτα συναισθήματα, χαρούμενοι που επικοινωνήσαμε με τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους, τους αδελφούς μας και θλιμμένοι για το ότι αυτό το μεγάλο προσκύνημα είναι στα χέρια αλλοεθνών και αλλοθρήσκων….
Χωρίς να μας ενοχλήσει πλέον το τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο Ιμπραήμ μας περίμενε στην είσοδο της Μονής και πιο κάτω μας περίμεναν οι «γκρίζοι λύκοι»….Αυτή τη φορά μας έδειξαν ότι ήταν εξοπλισμένοι με όπλα σε θήκη του σακακιού τους και εφοδιασμένοι με κάμερα, με την οποία μας έπαιρναν σε βίντεο… Μείναμε ψύχραιμοι. Ήμασταν αποφασισμένοι να μην τους δίνουμε σημασία και κατά το πρόγραμμά μας να ολοκληρώσουμε το ταξίδι και το προσκύνημά μας στον Πόντο…
Ήταν πια περασμένο μεσημέρι, που φτάσαμε στο ταξί. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε να φάμε στην Τραπεζούντα. Με τους «γκρίζους λύκους» πιστούς ακολούθους μας και εικονολήπτες (οπερατέρ), περάσαμε το υπόλοιπο της ημέρας. Πριν αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας μου είπε ο π. Κύριλλος για τους αγριανθρώπους:
– Αυτοί να ξέρεις είναι παρακρατικοί. Μπορεί να φαίνεται ότι δρουν από μόνοι τους, αλλά σίγουρα συνεργάζονται με την αστυνομία και με την ΜΙΤ, την τουρκική υπηρεσία πληροφοριών.
– Λες πάτερ μου να τους έχουμε παρέα όσο θα είμαστε στον Πόντο; Τον ερώτησα και μου απάντησε:
– Φυσικά. Αύριο, που θα επισκεφθούμε το άλλο μοναστήρι αναμένεται μια ημέρα εξίσου ενδιαφέρουσα με τη σημερινή….-