– Έλα, γιαγιά να σε κεράσουμε, να σου δώσουμε να φας, να σου δώσουμε τρόφιμα για το σπίτι σου και ό,τι έχεις ανάγκη, να σε βοηθήσουμε. Έλα να προσκυνήσεις στην εκκλησία πρώτα και μείνε απόψε εδώ. Να σε βάλουμε σ’ ένα δωματιάκι να κοιμηθείς.
– Μπά, δε μένω εδώ, δε μπορώ να μείνω, γιατί εσείς συνέχεια ντούν, ντούν χτυπάτε τις καμπάνες. Απλώς ήρθα να σας δω και θα φύγω, εγώ θα πάω στην τάδε γυναικεία Μονή, και μου είπε σε ποια. Εκεί μου κάνουν μεγάλη υποδοχή και μένω μια βδομάδα.
Σκέφτηκα, λέει ο Γέροντας, η γιαγιά σαν γυναίκα, καλλίτερα αναπαύεται στο γυναικείο μοναστήρι, γι’ αυτό δε θέλει να μείνει εδώ. Αυτά τα λέγαμε καθώς προχωρούσαμε προς την είσοδο της εκκλησίας. Η γιαγιά συνέχισε να λέει:
– Μόλις πάω στο Μοναστήρι αρχίζω να κάνω στις Μοναχές (κι έδειχνε με το δάχτυλό της ότι τις σουβλίζει) κι αρχίζουν τα σκάνδαλα αμέσως μεταξύ τους κι αρχίζει το πανηγύρι.
Τότε έκπληκτος μ’ αυτά που μου έλεγε την κοιτάζω καλλίτερα στο πρόσωπο και βλέπω ότι είχε κάτι ματάκια πολύ μικρά και βαμμένα, φορούσε μεγάλα σκουλαρίκια κι από την μύτη της ήταν περασμένη μια κλωστή που ήταν δεμένη στα σκουλαρίκια. Έκανα αμέσως το Σταυρό μου λέγοντας:
– Κύριε ελέησον, τι γριά είναι αυτή; Αμέσως τότε άρχισε να διαλύεται και χάθηκε από μπροστά μου σαν καπνός. Ήταν ο διάβολος.
Τότε πάω και λέω στους πατέρες:
– Μόλις είδα το διάβολο και μιλούσα μαζί του νομίζοντας ότι είναι γριά και μου είπε αυτό και αυτό».
Σχολίασε τότε ο Γέροντας το πόσο απομακρύνουν τον πειρασμό οι ημερονύκτιες Ακολουθίες και η καθημερινή Θεία Λειτουργία. Ο ίδιος ο διάβολος ομολόγησε ότι δεν μπορεί να μείνει στη Μονή «επειδή συνέχεια ντουν-ντουν οι καμπάνες», ενώ αντίθετα πόσο χαίρεται με τα σκάνδαλα και τις παρεξηγήσεις, που τάχει για πανηγύρι.
«Πάντως», έλεγε ο Γέροντας, «έρχεται και σε μας, κάνει τη βόλτα του μην τυχόν και βρει κανέναν αφύλακτο, για να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του.»