Γέροντας Σεραφεὶμ Δημόπουλος – Τα δύο μονιασμένα αδέρφια

✞ Γέροντας Σεραφεὶμ Δημόπουλος
 
Σ’ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῆς πατρίδος μας ζοῦσαν δύο ἀδέλφια. Ζοῦσαν ἀγαπημένα καὶ ὁμονιασμένα. Μαζὶ ὄργωναν τὰ χωράφια, μαζὶ τὰ ἔσπερναν, μαζὶ τὰ θέριζαν, μαζὶ τὰ ἁλώνιζαν καὶ στὸ τέλος χώριζαν τὸ σιτάρι σὲ δύο ἴσια μέρη. 
Κάποτε ὁ μεγαλύτερος παντρεύτηκε καὶ ἔκαμε οἰκογένεια. Ὅμως συμφώνησαν νὰ ζοῦν ὁμονιασμένοι καὶ ἀγαπημένοι ὅπως πρῶτα. 
Μία χρονιὰ ἀφοῦ θέρισαν μοίρασαν τὶς θημωνιές σὲ δύο ἴσα μέρη καὶ τὰ βράδια κοιμόταν ὁ καθένας στὶς θημωνιές του γιὰ τὸν φόβο τῶν κλεφτῶν. Ἐκεῖ λοιπὸν πού ἦσαν ξαπλωμένοι στὶς θημωνιές τους, σκεφτόταν καὶ ἔλεγε ὁ μικρότερος. Δὲν εἶναι δίκαιο νὰ πάρουμε ἴσα. Ὁ ἀδελφὸς μου ἔχει οἰκογένεια. Ἔχει παιδιά, ἔχει ἔξοδα. Παίρνει λοιπὸν πέντε δεμάτια καὶ τὰ πηγαίνει στὸ μερίδιο τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὁ μεγαλύτερος πάλι, ἀδελφὸς σκεφτόταν  καὶ ἔλεγε. Δὲν εἶναι δίκαιο νὰ πάρουμε ἴσα μὲ τὸν ἀδελφὸ μου. Αὐτὸς ἔχει περισσότερα ἔξοδα, Ποιός τοῦ πλύνει, ποιός τοῦ μαγειρεύει, ποιός τοῦ νοικοκυρεύει τὸ σπίτι;  
Παίρνει, λοιπόν, πέντε θημωνιές καὶ τὶς πηγαίνει στὸ μερίδιο τοῦ ἀδελφοῦ του. Το πρωὶ καὶ οἱ δύο ἔκπληκτοι ἔβλεπαν ἴσους τοὺς σωρούς. 
Ἡ ἀπορία τοὺς λύθηκε ἕνα βράδυ. Ἔτσι ὅπως ὁ ἕνας κρατοῦσε μιά θημωνιά καὶ πήγαινε στὸ μέρος τοῦ ἄλλου καὶ ὁ ἄλλος πάλι κρατοῦσε ἕνα δεμάτι καὶ πήγαινε στὸ μέρος τοῦ ἀδελφοῦ του, συγκρούστηκαν καὶ ἔπεσαν κάτω. Ὅταν σηκώθηκαν κατάλαβαν τὶ εἶχε συμβεῖ. 
Ἔκλαψαν ἀπὸ χαρὰ φιλήθηκαν, δοξολόγησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη πού τοὺς ἔδωσε καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ ζοῦν ἀγαπημένοι καὶ ὁμονιασμένοι χωρὶς ποτὲ τὸ δηλητήριο τοῦ μίσους νὰ μολύνει τὶς καρδιὲς τους.