Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ρώτησε κάποιος μοναχός τόν γερω–Νικήτα ἀπό τήν Σταυρονικητιανή Καλύβη τῆς Παναγίας Καζάνσκας, χάριν ὠφελείας καί οἰκοδομῆς, τί κανόνα κάνει. Ἀπήντησε: «Ὁ Γέροντάς μου στό κοινόβιο μοῦ εἶπε νά κάνω 6 κομποσχοίνια τοῦ Κυρίου καί 6 τῆς Παναγίας. Ἐγώ τά κάνω ὅλα στήν Παναγία. Ἡ τιμή στήν Παναγία σώζει. Ὁ Κύριος χαίρεται, ὅταν τιμᾶμε τήν μητέρα Του. Ὅποιος τιμᾶ τήν Παναγία πού θήλασε τόν Κύριο τοῦ σύμπαντος, περισσότερο θά τιμᾶ τόν ἴδιο τόν Κύριο. Ἡ Παναγία εἶναι μάννα· ξέρεις τί θά πεῖ μάννα;». Ἐδῶ ὁ λόγος διακόπηκε ἀπό τούς λυγμούς τοῦ Γέροντα πού φαινόταν σάν ἕνα μικρό παιδάκι μέ ἀγάπη ἀνυπέρβλητη πρός τήν Παναγία–μητέρα του. Αὐτή ἡ εὐλάβεια καί ὁ παρθενικός πόθος πού ἀνάβει τό πῦρ τό ἐγκάρδιο στίς καρδιές τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν, ὀμορφαίνει καί ἀρωματίζει τήν μοναχική τους ζωή.
Ὁ γερω–Νικήτας, τετρωμένος καί αὐτός ἀπό Θεομητορικό πόθο κατάκαρδα, ἦταν λάτρης καί δοῦλος τῆς Παναγίας τῆς Καζάνσκας. Εἶχε στό κελλί του θαυματουργή εἰκόνα, ἀντίγραφο τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν. Μπροστά στήν εἰκόνα ἔκαιγε ἀκοίμητο πάντα ἕνα καντήλι μέ μεγάλη φλόγα καί σχεδόν πάντα ἕνα μεγάλο κερί. Τήν εἶχε τοποθετήσει στήν μέση τῆς Ἐκκλησίας. Γέμιζε ὅλο τόν χῶρο. Ὅταν ἐργαζόταν στόν Παντοκράτορα καί ἔμενε τή νύχτα ἐκεῖ, ἐρχόταν δύο ὧρες πεζοπορία καί ἄναβε τό καντήλι καί ξαναγύριζε. Ὅλες τίς πτωχές οἰκονομίες του τίς πρόσφερε θυσία στήν Παναγία γιά λάδι, κερί καί θυμίαμα.
Ὅταν ἔλειπε, ποτέ δέν κλείδωνε τό Καλύβι του. Κάποτε πού εἶχαν γίνει κλοπές σέ Κελλιά τῆς περιοχῆς, τόν ρώτησαν πῶς δέν φοβᾶται νά μήν τόν κλέψουν∙ ἀπήντησε: «Ἐγώ ἦρθα νά φυλάξω τήν Παναγία ἤ ἡ Παναγία ἐμένα;» καί πράγματι, παρ᾿ ὅτι ἦταν νύχτα–μέρα ἀνοιχτό τό Κελλί του, δέν χάθηκε τίποτε.
Εἶχε ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη στήν Παναγία καί ἐκείνη τόν βοηθοῦσε σάν παιδί της. «Κάποτε», διηγήθηκε, «ἀρρώστησα ἄγνωστο ἀπό τί καί ἔμεινα ἀκίνητος στό κρεββάτι γιά τέσσερα μερόνυχτα, χωρίς νά φάω καί νά πιῶ τίποτε. Μετά σύρθηκα καί πῆγα μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί μέ κλάματα καί πολλά δάκρυα τήν παρακάλεσα νά μέ κάνη καλά γιά νά μετανοήσω, διότι αἰσθανόμουν ὅτι δέν εἶμαι ἕτοιμος. Ἡ Παναγία δέν μέ ἄφησε. Ἄρχισα νά ἀναλαμβάνω δυνάμεις, καί μπόρεσα καί ἔφαγα καί ἤπια μέχρι πού συνῆλθα τελείως».
Καί ὅταν μετά ἀπό χρόνια ἀρρώστησε ἀπό ἡμιπληγία καί τόν πῆραν στοῦ Σταυρονικήτα νά τόν γηροκομήσουν, ἔδειξε βαθειά μετάνοια πού ἐξέπληξε τούς πατέρες. Παρακαλοῦσε, ὅταν πεθάνη, νά τοῦ φορέσουν τά παλαιά ράσα καί νά τόν πετάξουν στήν αὐλή γιά νά περάσουν ὅλοι οἱ πατέρες ἀπό πάνω του νά τόν τσαλαπατήσουν. Εἶχε στό κελλί του τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἐνώπιόν της ἄφησε τήν τελευταία πνοή του ἔχοντας σ᾿ αὐτήν τήν ἐλπίδα του. Ἐλπίζουμε καί εὐχόμαστε ἡ εὐλάβεια καί ἡ τιμή στήν Παναγία νά ἔχουν σώσει τόν γερω–Νικήτα.
Στή νεκρώσιμη ἀκολουθία ἕνα Θεοτοκίο πού γράφτηκε γιά ὅλους τούς μοναχούς πού εὐλαβοῦνται τήν Κυρία Θεοτόκο, ὅπως καί ὁ γερω–Νικήτας, ἀναφέρει: «Χριστόν ἐκδυσώπησον τόν σόν τόκον, Μητροπάρθενε, τήν τῶν πταισμάτων συγχώρησιν, δοῦναι τῷ δούλῳ σου, τῷ σέ Θεοτόκον, εὐσεβῶς κηρύξαντι»[1]. Τήν ἀποκαλοῦσε συχνά ὁ γερω–Νικήτας τήν Παναγία «Κυρία Θεοτόκο» καί πάντα ἀδολεσχοῦσε μέ τό ὄνομά Της καί τήν χάρι Της.
Τώρα τίς νύχτες δέν φαίνεται νά φωτίζη τό καντηλάκι πού ἄναβε ὁ γερω–Νικήτας μπροστά στήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας Καζάνσκας. Ἴσως συνεχίζει νά λάμπη στόν οὐρανό μπροστά στόν θρόνο τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων ἕνα ἄλλο ἀκοίμητο καντήλι πού τό διατηρεῖ ἀναμμένο ἡ ἀγάπη, ὁ πόθος καί ἡ εὐλάβεια τοῦ γερω–Νικήτα πρός τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ.