ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Πρω­το­πρ. Γε­ωρ­γί­ου Δ. Με­ταλ­λη­νοῦ

(Ψαλμ. 89,10: «Καὶ τὸ πλεῖ­ον αὐ­τῶν πό­νος καὶ μό­χθος»).

 

Ὁ Ψαλ­μω­δὸς κά­νει, μί­α θλι­βε­ρὴ δι­α­πί­στω­ση. Τὰ χρό­νια τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που μπο­ρεῖ νὰ φθά­σουν, στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, τὰ ὀ­γδόν­τα- τὸ με­γα­λύ­τε­ρο ὅ­μως μέ­ρος τους εἶ­ναι πό­νος καὶ μό­χθος. Εἶ­ναι σύμ­φυ­τος ὁ πό­νος -καὶ ὁ ψυ­χι­κὸς καὶ ὁ σω­μα­τι­κὸς- στὴ ζω­ή μας, ὡς μί­α ὄ­ψη τοῦ ὑ­πάρ­χον­τος στὸν κό­σμο κα­κοῦ. Αὐ­τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει καὶ ὁ λό­γος τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ: «ἐν τῷ κό­σμῳ θλί­ψιν ἔ­ξε­τε». Δὲν ὑ­πό­σχε­ται στοὺς πι­στούς Του κά­ποι­ο οὐ­το­πι­κὸ – ἄ­λυ­πο βί­ο. Συμ­πλη­ρώ­νει ὅ­μως: «ἀλ­λὰ θαρ­σεῖ­τε. ΕΓΩ νε­νί­κη­κα τὸν κό­σμον». Συ­νε­πῶς καὶ τὰ κα­κά τοῦ κό­σμου. Μέ­σα σ᾿ αὐτή τὴν ἐν Χρι­στῷ δυ­να­τό­τη­τα ὑ­πέρ­βα­σης τοῦ πό­νου εὔ­χε­ται καὶ ἡ λει­τουρ­γι­κή μας σύ­να­ξη: «Ὑ­πὲρ τοῦ ρυ­σθῆ­ναι ἡμᾶς ἀ­πὸ πά­σης θλί­ψε­ως, ὀρ­γῆς, κιν­δύ­νου καὶ ἀ­νάγ­κης, τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν». Ἡ δι­α­πί­στω­ση, συ­νε­πῶς, τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ πό­νου δὲν αἴ­ρει τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς δυ­να­τό­τη­τας ἀ­παλ­λα­γῆς ἀ­πὸ αὐ­τόν. Πῶς μπο­ροῦν αὐ­τὰ νὰ κα­τα­νο­η­θοῦν;

1. Ὁ πό­νος, σὲ κά­θε πι­θα­νὴ μορ­φή του, εἶ­ναι ἄ­με­σα συ­ναρ­τη­μέ­νος μὲ τὴν οὐ­σί­α τοῦ κα­κοῦ. Τὸ κα­κὸ χρι­στι­α­νι­κὰ εἶ­ναι φυ­σι­κὸ καὶ ἠ­θι­κὸ. Φυ­σι­κὸ κα­κὸ εἶ­ναι ὁ πό­νος, ἡ φθο­ρά, ὁ θά­να­τος. Ἠ­θι­κὸ κα­κὸ εἶ­ναι ἡ ἁ­μαρ­τί­α, ἡ ἀ­πο­τυ­χί­α τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ μεί­νει μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α τοῦ Θε­οῦ, στὴν ἄ­με­ση σχέ­ση μα­ζί Του. Κα­τὰ τὸν Μ. Βα­σί­λει­ο τὸ ἠ­θι­κὸ κα­κὸ «ἐξ ἡμῶν ἤρ­τη­ται» – ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ μᾶς (ΕΠ. 31. 333). Καὶ κα­τὰ τὸν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο: «ἡ ὄν­τως κα­κί­α» εἶ­ναι τὸ ἠ­θι­κὸ κα­κό. Τὸ φυ­σι­κὸ κα­κὸ -το­νί­ζει- «μᾶλ­λον οὐκ ἔ­στι κα­κί­α, ἀλ­λὰ λέ­γε­ται» (δη­λα­δὴ ὁ λι­μός, ὁ λοι­μός, ὁ θά­να­τος κ.λπ.). «Ταῦ­τα οὐκ ἂν εἴ­η κα­κὰ» (ΕΠ. 49. 241). Θὰ μπο­ροῦ­σαν, δη­λα­δή, νὰ μὴν εἶ­ναι κα­κά. Τὸ ἠ­θι­κὰ κα­κὸ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο, ποὺ προ­κα­λεῖ καὶ τὸ φυ­σι­κό, κα­τὰ τὴν πα­τε­ρι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Ἡ ἄρ­ση, συ­νε­πῶς, τοῦ πό­νου, ὡς μί­ας ὄ­ψης τοῦ φυ­σι­κοῦ κα­κοῦ, προ­ϋ­πο­θέ­τει δυ­να­τό­τη­τα ἄρ­σης τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ὁ Χρι­στὸς κα­λεῖ­ται χρι­στι­α­νι­κὰ Σω­τή­ρας, δι­ό­τι εἶ­ναι «ὁ αἴ­ρων τὴν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου». Εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἄ­ρει τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἀ­παλ­λάσ­σον­τας τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ αὐ­τήν. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ νό­η­μα τοῦ λό­γου τοῦ Χρι­στοῦ: «Δεῦ­τε πρὸς με πάν­τες οἱ κο­πι­ῶν­τες καὶ πε­φορ­τι­σμέ­νοι, κἀ­γῶ ἀ­να­παύ­σω ὑ­μᾶς» (Ματθ. 11, 28). Ὁ Χρι­στὸς αὐ­το­προ­σφέ­ρε­ται ὡς αὐ­τός, ποὺ ἔ­χει τὴν δύ­να­μη νὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὸν πό­νο καὶ τὸ φυ­σι­κὸ κα­κό, δι­ό­τι αὐ­τὸς «ἐ­νί­κη­σε τὸν κό­σμον», τὸ κα­κὸ δη­λα­δὴ τοῦ κό­σμου.

Ἡ νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­σή του, τὴν κα­τα­πά­τη­ση τοῦ θα­νά­του, προ­σφέ­ρε­ται δὲ σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο, ποὺ ἔ­χει τὴν δι­ά­θε­ση συμ­με­το­χῆς στὸν σταυ­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ εἶ­πε ὁ Χρι­στὸς λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὴ σταύ­ρω­σή Του, κα­τὰ τὴ συ­νάν­τη­σή του μὲ τοὺς Ἕλ­λη­νες: «Ἐ­ὰν μὴ ὁ κόκ­κος τοῦ σί­του πε­σῶν εἰς τὴν γῆν ἀ­πο­θά­νη, αὐ­τὸς μό­νος μέ­νει· ἐ­ὰν δὲ ἀ­πο­θά­νη, πο­λὺν καρ­πὸν φέ­ρει» ι (Ἰ­ω­ὰν. 12, 24). Ὁ Χρι­στὸς σώ­ζει μέ­σῳ τῆς θυ­σί­ας Του καὶ γί­νε­ται Σω­τὴρ σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ με­τέ­χουν στὸν θά­να­τό Του. Ἡ με­το­χὴ αὐ­τὴ ἀ­παι­τεῖ τὴ συ­σταύ­ρω­ση τοῦ πι­στοῦ. Αὐ­τὸ ὁ­μο­λο­γεῖ ὁ ἀπ. Παῦ­λος, ποὺ εἶ­χε αὐ­τὴν τὴν ἐμ­πει­ρί­α. «Χρι­στῷ συ­νε­σταύ­ρω­μαι» (Γαλ. 2, 20) ὁ­μο­λο­γεῖ. Μό­νο ἔ­τσι μπό­ρε­σε νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ἐ­πί­σης: «Χαί­ρω ἐν τοῖς πα­θή­μα­σί μου (Κολ. 1, 24). Τὸ κή­ρυγ­μά του εἶ­ναι «ὁ λό­γος τοῦ σταυ­ροῦ» (Α’ Κορ. 1, 18), ὄ­χι μί­α ἐ­πι­φα­νεια­κὴ θρι­αμ­βο­λο­γί­α. Κη­ρύτ­τει τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ σταυ­ροῦ, δι­ό­τι μό­νο αὐ­τὸς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­νά­στα­ση. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ αὐ­θεν­τι­κοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ποὺ ἐν­σαρ­κώ­θη­κε στὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τος, ὡς αὐ­το­προ­σφο­ρᾶς γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ση­μεῖ­α συ­νάν­τη­σης Ἑλ­λη­νι­σμοῦ-Χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Ἀ­πὸ τὸν Λε­ω­νί­δα ὡς τὸ Κούγ­κι, τὸ Ζά­λογ­γο, τὸ Ἀρ­κά­δι, τὴν Ἀ­λα­μά­να καὶ τὸ Μα­νιά­κι κυ­ρια­ρχεῖ τὸ ἴ­διο πνεῦ­μα τῆς σταυ­ρώ­σι­μης αὐ­το­προ­σφο­ρᾶς γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Σταυ­ρὸς καὶ ἀ­νά­στα­ση εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­να στὴν χρι­στι­α­νι­κὴ ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα καὶ μέ­σῳ αὐ­τῆς μὲ ὅ­λη τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἡ ἀ­νά­στα­ση γι­ορ­τά­ζε­ται ὡς ἀ­πο­κα­τά­στα­ση ὅ­λης τῆς νε­κρω­μέ­νης φύ­σε­ως. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὀ­νο­μά­σθη­κε ἀ­πὸ ἑ­τε­ρο­δό­ξους ὡς Ἐκ­κλη­σί­α τῆς ἀ­να­στά­σε­ως κα­τ᾿ ἐ­ξο­χήν, δι­ό­τι ζεῖ μὲ τὴν ἀ­να­στά­σι­μη ἐλ­πί­δα. Εἶ­ναι δὲ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι στὴ ρω­σι­κὴ γλῶσ­σα ἡ Κυ­ρια­κὴ ὀ­νο­μά­ζε­ται Βο­σκρε­σέ­νι­γι­ε, δη­λα­δὴ Ἀ­νά­στα­ση. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὁ­λό­κλη­ρη, σφρα­γι­σμέ­νη μὲ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ πνεῦ­μα, ζεῖ μό­νι­μα τὴ χα­ρὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ὁ ἅ­γιος Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σά­ρωφ χαι­ρε­τοῦ­σε κά­θε ἄν­θρω­πο μὲ τὴ φρά­ση: «Χρι­στὸς ἀ­νέ­στη, χα­ρά μου!». Εἶ­ναι ἡ βί­ω­ση τῆς βε­βαι­ό­τη­τας τοῦ λό­γου τοῦ Χρι­στοῦ: «Θαρ­σεῖ­τε, ἐ­γὼ νε­νί­κη­κα τὸν κό­σμον».

2. Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στι­α­νι­σμὸς εἶ­ναι δια­ρκὴς χα­ρά, ἀ­κό­μη καὶ στὸ θά­να­το, τὴν κο­ρύ­φω­ση τοῦ πό­νου (Λουκ. 7. 13). Ἡ μο­να­δι­κὴ αἰ­τί­α λύ­πης γι᾿ αὐ­τὸν εἶ­ναι ἡ ἁ­μαρ­τί­α, δι­ό­τι ἀ­πο­μα­κρύ­νει καὶ χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἡ λύ­πη ὅ­μως. ὅ­ταν πρό­κει­ται γιὰ ἀ­γω­νι­ζό­με­νο πι­στό, προσ­λαμ­βά­νει ἀ­να­στά­σι­μο καὶ χαρ­μό­συ­νο χα­ρα­κτή­ρα, δι­ό­τι τὸν βο­η­θεῖ νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τὴν ἁ­μαρ­τί­α του καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἔμ­πρα­κτη με­τά­νοι­α νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὸ Θε­ό, με­τέ­χον­τας στὴν ἄ­κτι­ση Χά­ρη του. Αὐ­τὴ ἡ λύ­πη γιὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α ὀ­νο­μά­ζε­ται στὴ γλῶσ­σα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας «λύ­πη κα­τὰ Θε­ὸν» (Μ. Βα­σι­λεί­ου ΕΠ. 30. 640C, Ἰ­ω­άν. Χρυ­σο­στό­μου ΕΠ. 50. 651). Ἡ λύ­πη με­τα­μορ­φώ­νε­ται, ἔ­τσι, σὲ χα­ρά. Αὐ­τὸ φα­νε­ρώ­νει ἡ πα­ρα­βο­λὴ τοῦ Ἀ­σώ­του (Λουκ. 15) καὶ αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὁ μα­κα­ρι­σμὸς τοῦ Χρι­στοῦ: «Μα­κά­ριοι οἱ πεν­θοῦν­τες. ὅ­τι αὐ­τοὶ πα­ρα­κλη­θή­σον­ται» (Ματθ. 5, 4). Μό­νο ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α γνω­ρί­ζει τὸν ὅρο «χαρ­μο­λύ­πη», ἀλ­λὰ καὶ τὸ πρᾶγ­μα, ποὺ αὐ­τὸς ἐκ­φρά­ζει. Σὲ ἕ­να τρο­πά­ριο-ὕ­μνο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ὁ­ρί­ζε­ται τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της: «λύ­πη διὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­αν, χα­ρὰ διὰ τὴν σω­τη­ρί­αν». Εἶ­ναι τὸ «χα­ρο­ποι­ὸν πέν­θος».
Αὐ­τὸ τὸ πνεῦ­μα δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἡ δυ­τι­κὴ ζω­γρα­φι­κὴ λ.χ. στα­μα­τᾶ στὸν θά­να­το, στὸν πό­νο τῆς ἀ­που­σί­ας κά­θε ἐλ­πί­δας ἀ­να­στά­σε­ως. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ὁ Ἀπ. Παῦ­λος τοὺς χρι­στια­νοὺς ἀ­πὸ τοὺς μὴ χρι­στια­νούς, δι­ό­τι οἱ τε­λευ­ταῖ­οι εἶ­ναι «οἱ μὴ ἔ­χον­τες ἐλ­πί­δα» (Α’ Θεσσ. 4, 13). (Βλ. Φ. Κόν­το­γλου. Ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α τοῦ θα­νά­του εἰς τὴν θρη­σκευ­τι­κὴν ζω­γρα­φι­κήν τῆς Δύ­σε­ως καὶ ἡ εἰ­ρη­νό­χυ­τος καὶ πλή­ρης ἐλ­πί­δος ὀρ­θό­δο­ξος εἰ­κο­νο­γρα­φί­α). Στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ Δύ­ση. βλέ­πον­τας κα­νεὶς τὸν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο, κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πὸ ἀ­πελ­πι­σί­α. Εἶ­ναι ἄ­γνω­στη ἐ­κεῖ ἡ χαρ­μο­λύ­πη τοῦ Σταυ­ροῦ. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ Ἰσ­λάμ. Βρέ­θη­κα στὸ Ἰ­σπα­χάν (ΙΡΑΝ) κα­τὰ τὴν ἐ­πέ­τει­ο τῆς δο­λο­φο­νί­ας τοῦ Ἀ­λῆ. Ἰ­μά­μη τῶν Σι­ϊτῶν. Καὶ ὅ­ταν μοῦ ζη­τή­θη­κε νὰ πῶ δύ­ο λό­για, συ­νη­θι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας σταύ­ρω­ση, τοὺς μί­λη­σα γιὰ τὴ «χαρ­μο­λύ­πη» τῆς γι­ορ­τῆς, καὶ ὅ­λοι ἔ­μει­ναν ἄ­ναυ­δοι. Δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ συλ­λά­βουν τὸ νό­η­μα τοῦ ὅρου. Δι­ό­τι ἔ­μα­θαν νὰ μέ­νουν στὸ σπα­ραγ­μὸ (πρβλ. τὴν αὐ­το­μα­στί­γω­ση τῶν «ἑ­ορ­τα­στῶν»), στὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τοῦ πό­νου. Ἀν­τί­θε­τα, στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὁ Σταυ­ρὸς δὲν εἶ­ναι σύμ­βο­λο τοῦ πό­νου, ἀλ­λὰ τῆς ἐλ­πί­δας. Γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­ξυ­μνεῖ­ται ὡς «φύ­λαξ πά­σης τῆς οἰ­κου­μέ­νης καὶ ὡ­ραι­ό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἡ ὀ­μορ­φιὰ τοῦ σταυ­ροῦ, ποὺ προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­πά­λει­ψη τῆς φρι­κτό­τη­τάς του ὡς ὀρ­γά­νου θα­νά­τω­σης, πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴ σύν­δε­σή του μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση. Εἶ­ναι μί­α ὀ­μορ­φιά, ποὺ ἀ­να­δύ­ε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­δύ­νη. Αὐ­τὸ ἐν­νο­οῦ­σε ὁ με­γά­λος Ὀρ­θό­δο­ξος συγ­γρα­φέ­ας Φι­ον­τὸρ Ντο­στο­γι­έφ­σκυ, λέ­γον­τας ὅ­τι «ἡ ὀ­μορ­φιὰ θὰ σώ­σει τὸν κό­σμο!» ὄν­τας μί­α τά­ξη στὴν κτί­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως κα­τα­λύ­ει αὐ­τὴ τὴν τά­ξη καὶ ἐ­σω­τε­ρι­κά, στὴν ἴ­δια τὴν ὕ­παρ­ξή του, καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κά, στὴ φύ­ση. Ὁ Θε­ὸς δὲν εἶ­ναι ὁ αἴ­τιος τοῦ θα­νά­του, δι­ό­τι «θά­να­τον οὐκ ἐ­ποί­η­σε», «φθό­νῳ δι­α­βό­λου εἰ­σῆλ­θε θά­να­τος εἰς τὸν κό­σμον». Ἡ μό­λυν­ση τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος, πη­γή τό­σων νό­σων, ἡ ἀ­δι­κί­α καί ἐκ­με­τάλ­λευ­ση, πη­γή τῆς οἰκο­νο­μι­κής ἀνι­σό­τη­τας στόν πλα­νή­τη, ἡ αἰσχρο­κέρ­δεια καί πλε­ο­νε­ξί­α, πού κά­νει τό ἔρ­γο φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων (π.χ. σει­σμῶν) ἐ­ξο­λο­θρευ­τι­κό, δέν εἶναι ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά ἔρ­γα τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ Θε­ός δέν ἐ­νερ­γεῖ δι­κα­στι­κά καί ἀστυ­νο­μι­κά, γιά νά ἐ­πι­με­ρί­ζει ποι­νές καί εὐ­θύ­νες ἤ νά ζη­τεῖ ἱκα­νο­ποί­η­ση ἀπό τόν ἄν­θρω­πο. (Κεν­τρι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς δυ­τι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας εἶναι ἡ θε­ω­ρί­α πε­ρί Satisfactio: ὁ Θε­ός σταυ­ρώ­νει τόν Υἱό του, γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ ἀπό τόν ἄν­θρω­πο ἡ δι­και­ο­σύ­νη του, πού προ­σε­βλή­θη ἀπό τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἁ­μαρ­τί­α). Ὁ Θε­ὸς τῶν Ἁ­γί­ων μας ἐ­νερ­γεῖ στὴν ἱ­στο­ρί­α θε­ρα­πευ­τι­κὰ καὶ σω­στι­κά. Ὅ­λο τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας εἶ­ναι καρ­πὸς τῆς ἀ­γά­πης Του. («Οὕ­τω γὰρ ἠ­γά­πη­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμον, ὥ­στε τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ τὸν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν (θυ­σί­α­σε)… ἵνα σω­θῇ ὁ κό­σμος δι᾿ αὐ­τοῦ»· (Ἰ­ω­άν. 3. 16). Ὁ Θε­ὸς μέ­σα στὴν ἀ­νι­δι­ο­τέ­λειά του κά­νει τὰ πάν­τα «δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ διὰ τὴν ἡ­με­τέ­ραν σω­τη­ρί­αν» καὶ «τὰ πάν­τα προ­σί­ε­ται, ἵνα σώ­σῃ τὸν ἄν­θρω­πον». Νὰ τὸν ἀ­παλ­λά­ξει δη­λα­δὴ ἀ­πὸ κά­θε μορ­φὴ κα­κοῦ.

3. Οἱ Ἅ­γιοί μας, ὅ­πως ὁ ἅ­γιος Γε­ρά­σι­μος, στρέ­φουν τὸν ἄν­θρω­πο στὸν  ἑ­αυ­τό του καὶ στὸ βά­θος τῆς συ­νει­δή­σε­ώς του. Ὅ­πως ἔ­λε­γε πά­λι ὁ Ντο­στο­γι­έφ­σκυ, «ὁ ἄν­θρω­πος φταί­ει γιὰ ὅ­λα», δι­ό­τι στὴν ἀ­το­μο­κρα­τί­α τῆς πτώ­σης τοῦ νε­κρώ­νει τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ φι­λαν­θρω­πί­α του (τὴν Μitmenschlichkeit, ὅ­πως λέ­νε οἱ Γερ­μα­νοὶ). Νέ­κρω­ση τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἡ με­τα­βο­λή της σὲ ἰ­δι­ο­τέ­λεια. Νὰ βλέ­πει κα­νεὶς τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν συ­νάν­θρω­πο ὡς μέ­σο ἐκ­με­τάλ­λευ­σης γιὰ τὴν προ­σω­πι­κὴ ὠ­φέ­λεια καὶ εὐ­δαι­μο­νί­α. Δὲν εἶ­ναι πε­ρί­ερ­γο, ὅ­τι στὸ ἐ­πί­κεν­τρο τοῦ ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νου χρι­στι­α­νι­σμοῦ εἶ­ναι ἡ ζή­τη­ση «ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας» (ὠ­φέ­λειας δη­λα­δὴ) στὸ κά­θε τί καὶ «εὐ­δαι­μο­νί­ας». (Ἐ­δῶ ἐν­τάσ­σον­ται προ­βλή­μα­τα. ὅ­πως τὰ ναρ­κω­τι­κά). Ἡ ζή­τη­ση τῆς ἀ­πό­λαυ­σης δι­ευ­κο­λύ­νει τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς αἰ­σχρο­κέρ­δειας, σὲ μί­α δι­α­δι­κα­σί­α «μαύ­ρου κύ­κλου». Ἡ συ­ναί­σθη­ση ὅ­μως τῆς ἐ­νο­χῆς ἔ­ναν­τι τῶν ἄλ­λων ὁ­δη­γεῖ στὴ συ­νεί­δη­ση, ὅ­τι εἴ­με­θα καὶ μεῖς ὑ­πό­λο­γοι γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους καὶ συμ­με­τέ­χου­με στὴν πτώ­ση τους. Καὶ αὐ­τὸ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­νά­λη­ψη ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τας γιὰ τὴ δυ­στυ­χί­α τῶν ἄλ­λων. Ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται, ἔ­τσι, ἀ­πὸ ἄ­το­μο, πρό­σω­πο, ἀ­πο­κτών­τας συ­νεί­δη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς του εὐ­θύ­νης. Ὁ ἀ­το­μο­ποι­η­μέ­νος ἄν­θρω­πος, μέ­σα στὴν ἐ­πι­λεγ­μέ­νη μο­νότη­τά του, ρί­χνει τὶς εὐ­θύ­νες στοὺς ἄλ­λους· ὁ ἄν­θρω­πος-πρό­σω­πο ἀ­να­λαμ­βά­νει τὶς εὐ­θύ­νες γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Βλέ­πει τὴν ἁ­μαρ­τί­α δι­α­φο­ρε­τι­κὰ- ὡς δι­α­σά­λευ­ση τῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας τοῦ κό­σμου. Καὶ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τὴν ἄρ­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ὡς ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῶν αὐ­θεν­τι­κῶν σχέ­σε­ων μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν συ­νάν­θρω­πο. Κυ­ρί­αρ­χο γί­νε­ται τό­τε τὸ αἴ­σθη­μα τῆς ἀ­νάγ­κης συμ­φι­λί­ω­σης μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ ὅ­λη τὴ κτί­ση, ποὺ τὴ μο­λύ­νει μὲ τὴν κα­κί­α του. Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χός, κά­νον­τας τὶς βα­θει­ὲς με­τά­νοι­ές του, φι­λεῖ τὴ γῆ καὶ τὴν πο­τί­ζει μὲ τὰ δά­κρυ­ά του, ζη­τών­τας της συγ­γνώ­μη, ποὺ τὴ μο­λύ­νει μὲ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του, ἔ­στω καὶ ἂν δὲν εἶ­ναι ὅ­λες δι­κές του. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὀρ­θό­δο­ξα ὁ λυ­τρω­τι­κὸς πό­νος. Ὁ πό­νος ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴ με­τά­νοι­α. Ἀ­να­νο­η­μα­το­δο­τεῖ­αι, ἔ­τσι ὁ πό­νος καὶ ἀ­πο­κτᾶ λυ­τρω­τι­κὴ δύ­να­μη. Δι­ό­τι δί­νει δύ­να­μη γιὰ με­τα­στρο­φή. Γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­λε­γε ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος: «Πλη­γή -κά­θε κτύ­πη­μα τῆς ζω­ῆς- τοῖς εὖ φρο­νοῦσι μά­θη­μα γί­νε­ται· καὶ κρείσ­σων εὐ­η­με­ρί­ας κα­κο­πά­θεια». Δὲν εἶ­ναι κά­ποι­α μορ­φὴ μα­ζο­χι­σμοῦ, ἀλ­λὰ ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ δι­δα­κτι­κοῦ καὶ ἀ­φυ­πνι­στι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ πό­νου. Μὲ τὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν κα­τα­ξί­ω­ση τῆς ἀ­γά­πης σὲ ἀ­νι­δι­ο­τέ­λεια, με­τα­μορ­φώ­νε­ται καὶ ὁ πό­νος σὲ χα­ρά. «Ἡ λύ­πη ἡ­μῶν εἰς χα­ρὰν γε­νή­σε­ται» (Ἰ­ω­άν. 16, 20). Ἔ­τσι, με­τα­τί­θε­ται μὲ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ὁ ἄν­θρω­πος καὶ ἐν­δο­ϊ­στο­ρι­κὰ σὲ ἕ­να τρό­πο ὑ­πάρ­ξε­ως, στὸν ὁ­ποῖ­ο «ὁ Θε­ὸς ἐ­ξα­λεί­φει πᾶν δά­κρυ­ον… καὶ ὁ θά­να­τος οὐκ
ἔ­στι ἔ­τι, οὔ­τε πέν­θος, οὔ­τε κραυ­γή, οὔ­τε πό­νος…» (Ἀ­ποκ.  21,4). Δὲν πρό­κει­ται γιὰ οὐ­το­πί­α, ἀλ­λὰ γιὰ ἐμ­πει­ρί­α ἐ­κεί­νων, ποὺ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἄ­σκη­ση καὶ τὴ ζή­τη­ση θε­ϊ­κῆς Χά­ρης εἰ­σέρ­χον­ται στὴν ἀ­τε­λεύ­τη­τη πο­ρεί­α τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας, κα­θι­στά­με­νοι δε­κτι­κοί τῆς Χά­ρης τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοί, ἄλ­λω­στε, εἶ­ναι οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ χρι­στια­νοί, οἱ με­θι­στά­με­νοι σ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὑ­πάρ­ξε­ως.

 

Ὁ Χρι­στός, ὡς σταυ­ρω­μέ­νη Πα­να­γά­πη, λό­γῳ τῆς ἑ­κού­σιας συμ­με­το­χῆς Του στὸν πό­νο μας, εἶ­ναι «ὁ ὡ­ραῖ­ος κάλ­λει», ἡ ἔν­σαρ­κη Ὀ­μορ­φιά, ποὺ σώ­ζει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν τα­πεί­νω­ση καὶ τὴν ἀ­γά­πη Του. Ὁ χρι­στια­νὸς με­τέ­χον­τας καὶ αὐ­τὸς ἑ­κού­σια στὸ πά­θος τοῦ Χρι­στοῦ, με­τέ­χει μέ­σῳ τοῦ πό­νου του καὶ στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ, ποὺ ὑ­πάρ­χει καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ πό­νου, ἀλ­λὰ καὶ προ­θυ­μί­α νὰ ση­κώ­νει ὁ ἕ­νας τὸν πό­νο τοῦ ἄλ­λου. Τό­τε καὶ ὁ πό­νος τοῦ ἄλ­λου, ψυ­χι­κὸς καὶ σω­μα­τι­κός, γί­νε­ται ἐ­λα­φρό­τε­ρος, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­γὼ μα­θαί­νω νὰ ἀ­γα­πῶ ἀ­λη­θι­νά. Ἔ­τσι, μὲ τὴν ὀ­μορ­φιὰ τῆς ἀ­γά­πης, γί­νε­ται πα­ρά­δει­σος ὁ κό­σμος. Ὁ ἕ­νας, δη­λα­δή, ζεῖ γιὰ τὸν ἄλ­λο καὶ «βα­στά­ζει τὰ βά­ρη» του (Γαλ. 6, 2). Ὁ πό­νος δι­α­λύ­ε­ται μέ­σα στὴν ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα τῆς ἀ­γά­πης καὶ τὴ δύ­να­μη τῆς Χά­ρης. Ἔ­τσι ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται καὶ ὑ­περ­βαί­νε­ται χρι­στι­α­νι­κὰ καὶ τὸ πρό­βλη­μα τῆς εὐ­θα­να­σί­ας. Ὅ­που εἶ­ναι ὁ­ρα­τὴ καὶ αἰ­σθη­τὴ ἡ ἀ­γά­πη τῶν ἄλ­λων γιὰ τὸν πά­σχον­τα, ἐ­κεῖ καὶ ὁ πό­νος, ὅ­σο δυ­σβά­στα­κτος καὶ ἂν εἶ­ναι, γί­νε­ται ἐ­λα­φρό­τε­ρος καὶ ὑ­πο­φερ­τός. Δὲν μπο­ρεῖ πο­τὲ νὰ νι­κή­σει τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ ζω­ή. Ἔ­τσι κα­τα­νο­ῶ τὸ στί­χο τοῦ δι­κοῦ μας Σο­λω­μοῦ «γλυ­κεί­α ἡ ζω­ὴ κι ὁ θά­να­τος ­μαυ­ρι­λα…».

    Σ᾿ αὐ­τὸν τὸν ἀ­γῶ­να γιὰ τὴν κα­τα­νί­κη­ση τοῦ πό­νου εἶ­ναι στρα­τευ­μέ­νοι καὶ οἱ θε­ρά­πον­τες τῆς ἰ­α­τρι­κῆς ἐ­πι­στή­μης. Γι᾿ αὐ­τὸ ὁ για­τρὸς εἶ­ναι τὸ προ­σφι­λέ­στε­ρο πρό­σω­πο στὴ ζω­ή μας, με­τὰ τὴ μά­ννα μας.  Ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν δὲ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα τὸν πό­νο ὄ­χι τό­σο μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη τους, ἀλ­λὰ μὲ τὴν ἀ­γά­πη τους. Νι­κοῦν καὶ αὐ­τοί, λοι­πόν, τὸν πό­νο μὲ τὴν ἀ­γά­πη τους.

(Πρω­το­πρ. Γε­ωρ­γί­ου Δ. Με­ταλ­λη­νοῦ, «Δο­κί­μια Ὀρ­θό­δο­ξης Μαρ­τυ­ρί­ας», ἔκδ. Ἄ­θως, σ. 217-225).