ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου
Ἱ. Μονή Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης – Νεζερῶν
Συγκρίνων κάποιος τήν ἐποχή μας πρός ἄλλες παλαιότερες διαπιστώνει ὅτι ἀρκετοί ἄνθρωποι, ὀλίγον ἕως πολύ, παραδέχονται ὅτι ὑπάρχει κάποιος θεός. Εὐκολότερα μάλιστα αὐτοί δέχονται τόν Χριστόν ὡς ἕνα σοφό διδάσκαλον, ὡς μίαν ἐξαιρετική προσωπικότητα, ἀλλά ὄχι ὡς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.
Ὅμως, ὁ σημερινός ἄνθρωπος, περισσότερον ὅλων, δυσκολεύεται νά ἀποδεχθῆ τήν Ἐκκλησία. Πράγματι, διά τούς περισσοτέρους, ἡ προσέγγισις τοῦ Θεοῦ προσκρούει εἰς τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ἕναν θεσμό ἀκατανόητο κατ’ αὐτούς καί ἀπαράδεκτο. Ἀκόμη καί πολλοί ὀρθόδοξοι xριστιανοί, οἱ ὁποῖοι εκκλησιάζονται τακτικῶς, δέν ἀποδίδουν ἐν πολλοῖς εἰς τήν Ἐκκλησία τήν θέσι, τήν ὁποίαν αὐτή ἔχει διά τήν ἐπίτευξι τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Συνήθως αὐτοί διερωτῶνται: Τί μᾶς ἐμποδίζει νά συνδεθοῦμε ἀμέσως μετά τοῦ Χριστοῦ;
Ἐφόσον διαβάζομε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, προάγομε τήν χριστιανική διανόησι, ἀσκούμεθα φιλοτίμως εἰς τήν αὐτοκυριαρχία καί τηροῦμε ἱκανοποιητικῶς τίς ἐντολές, γιατί πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε ὅλα ἐκεῖνα τά ἀνθρώπινα, εὐτελῆ γιά τήν θεία μεγαλειότητα «μέσα», τά ὁποῖα διαθέτει ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησίας;
Γιατί πρέπει νά ἐνταχθῆ κάποιος εἰς τόν «θεσμικό» λαό τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν Ἐκκλησία, καί νά τεθῆ ὑπό τήν αὐθεντία μιᾶς ἱερᾶς παραδόσεως καί μιᾶς ἐπιγείου ἱεραρχίας;
Ἀσφαλῶς, ἡ ἀπάντησις εἶναι ἁπλή: Διότι ἔτσι ἠθέλησε ὁ Χριστός, νά δημιουργηθῆ, διά τῆς Ἐκκλησίας, μία ἀληθής κοινωνία, ἐντός της ὁποίας οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Χριστῷ. Καί ἡ θέλησις αὐτή τοῦ Χριστοῦ διά τήν ὕπαρξι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει χαρακτῆρα προαιρετικό. Ἀντιθέτως μάλιστα, ταυτίζεται ἀπολύτως μέ ὁλόκληρο τό ἔργο τῆς σωτηρίας, γεγονός τό ὁποῖον ὡς αὐτονόητο δέν λέγεται συχνά, καί διά τοῦτο
ἀναφύονται ὅλες οἱ προηγούμενες ἀμφισβητήσεις.
Ἡ ἁμαρτία, ὡς γνωστόν, εἶναι αἰτία διχασμοῦ. Αὐτή χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, αὐτή διαλύει τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, γεγονός μαρτυρούμενον εἰς ὅλην τήν ἀνθρωπίνην ἱστορίαν, ἀπό τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἄβελ καί τοῦ Κάiν, τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ, ἕως τῶν συγχρόνων παγκοσμίων πολέμων, τῶν στρατοπέδων συγκεντρώσεως καί τῶν γενοκτονιῶν εἰς τήν ἐγγύς Ἀνατολή.
Ἀντιθέτως, τό ἔργο τῆς σωτηρίας, τό ἐπιτελούμενον ὑπό τοῦ Χριστοῦ, εἶναι οὐσιαστικῶς ἔργο συμφιλιώσεως, ἔργο ἐπισυναγωγῆς, ἔργο ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, διά τῆς συμμετοχῆς τῶν ἀνθρώπων εἰς τήν θείαν χάριν, ἡ ὁποία τούς καθιστᾶ μετόχους μιᾶς κοινῆς θεανθρωπίνης ζωῆς, δηλαδή τούς «ἐκκλησιαστικοποιεῖ», τούς καθιστᾶ Ἐκκλησία.
Ὅμως, ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι, εἰς τήν ἑνότητα αὐτήν, ἀντιτείνουν τήν ὕπαρξι «πολλῶν ἐκκλησιῶν», ὡς λέγουν, καίτοι ὁμολογοῦν ὅτι πιστεύουν «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Θά πρέπη λοιπόν νά διευκρινισθῆ ὅτι, μόνον μία Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχη, ἡ ὁποία νά μᾶς ἑνώνη μέ τόν Χριστόν, ὅπως ἡ ἄμπελος ἑνώνει ἐν ἑαυτῇ τά κλήματα. Καί τῆς ἀμπέλου αὐτῆς γινόμεθα μέλη δι’ ἑνός μυστηρίου, τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖο μᾶς «ἐκκλησιαστικοποιεῖ», μᾶς εἰσάγει δηλαδή εἰς τήν ἐν Χριστῷ ζωήν, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς εἶναι μία καί μοναδική, ἐφόσον ἕνας εἶναι καί ὁ Χριστός.
Ἡ «μυστηριακή» αὐτή ἄμπελος, ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, περί τῆς ὁποίας ὡμίλησε ὁ Χριστός, προκειμένου νά κρατῆ ζωντανά τά κλήματά της, δηλαδή τά μέλη της, πρέπει συνεχῶς νά τά τρέφη καί νά τά ποτίζη μέ τά νάματα τῆς θείας χάριτος. Ἔτσι ὁ κυριώτερος σκοπός της εἶναι νά παραθέτη συνεχῶς «τράπεζαν», νά προσφέρη εἰς τά μέλη της «δεῖπνον», τό Κυριακόν λεγόμενο Δεῖπνον, νά τελῆ δηλαδή τήν θεία Εὐχαριστία.
Αὐτή ἡ ἕνωσις τῶν μελῶν «ἐν τῇ ἀμπέλῳ» τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀλληγορική, συμβολική, ἰδεαλιστική, ἀλλ’ εἶναι πραγματική, βιωματική, καί διά νά ἐπιτευχθῆ πρέπει νά ὑπάρχη ἀλληλοπεριχώρησις τοῦ Χριστοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων. Τοῦτο πραγματοποιεῖται διά τῆς κοινωνίας τοῦ δεσποτικοῦ σώματος καί αἵματος τῆς θείας Εὐχαριστίας, δι’ ὅ καί ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχη κυρίως διά νά τελῆ τήν θεία Λειτουργία.
Ἔτσι, ἡ θεία Εὐχαριστία ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία, εἶναι μία καί μοναδική, ὅπως ἐκείνη, ἡ ὁποία τῆς μεταδίδει ὅλα τά ἰδιώματά της, καί τήν καθιστᾶ ἁγία, λόγῳ τῆς ἁγιότητος τοῦ δεσποτικοῦ σώματος καί αἵματος, ἔστω καί ἄν οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀπαρτίζουν τήν ἐκκλησιαστική σύναξιν, εἶναι εὐτελεῖς, ἀνάξιοι καί ἁμαρτωλοί. Κατά συνέπειαν, ὁ μοναδικός χῶρος, ἐντός του ὁποίου δύναται νά ἑνωθῆ ὁ ἄνθρωπος μετά τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, διότι αὐτή ἔχει τήν «δόξαν τοῦ Θεοῦ», δηλαδή τήν ἄκτιστον αὐτοῦ ἐνέργειαν, διά τῆς ὁποίας μόνον ἠμπορεῖ ὁ κτιστός ἄνθρωπος νά ἑνωθῆ μετά τοῦ ἀκαταλήπτου Θεοῦ. Καί εἶναι ὄντως Ἐκκλησία μόνον ἡ σύναξις ἐκείνη, ἡ ὁποία ἔχει τήν ἀληθῆ, τήν αὐθεντική, τήν ὀρθή δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Κάθε ἄλλη δόξα πλήν τῆς «ὀρθοδοξίας», ὅσον σεβαστή, ὅσον ἐντυπωσιακή καί ἄν εἶναι, οὐσιαστικῶς εἶναι νόθος, εἶναι μία συγκεκαλυμμένη πλάνη, καί διά τοῦτο ἀδυνατεῖ νά ἑνώση ἀληθῶς τόν ἄνθρωπο μετά τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μόνον ἡ θεία Εὐχαριστία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δύναται νά σώση τόν ἄνθρωπο.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκών τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί συνάγεται διά νά ἱερουργήση τήν θεία Εὐχαριστία νά τελέση δηλαδή τήν θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία εἶναι «εἰκών μία ἑνός σώματος τῆς τοῦ Σωτῆρος πολιτείας, πάντα αὐτῆς τά μέρη ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους». Ἡ αὐθεντικότης τῆς Ἐκκλησίας διαφαίνεται ἐκ τῆς θείας Λειτουργίας, τήν ὁποίαν ἐπιτελεῖ. Δέν εἶναι τυχαῖον ὅτι, ἀφότου ἡ «τιμή» τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔπαυσε νά εἶναι καί «τιμή» τῆς Ρώμης, διεμορφώθησαν εἰς τόν χριστιανικό κόσμο δύο κέντρα, δύο θεολογικοί πόλοι, ἡ ἰδιαιτερότης τῶν ὁποίων ἐμφαίνετο κυρίως εἰς τήν τέλεσι τῆς θείας Λειτουργίας.
Ὁ βυζαντινός λειτουργικός τύπος καί ὁ ἀντίστοιχος λατινικός δέν εἶναι διάφορες ἐκφράσεις ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ἀλλά πλήρης διατύπωσις τῆς ὀρθῆς, ἤ μή, θεολογικῆς καί βιωματικῆς ἀντιλήψεως περί τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ ὀρθότης αὐτή δέν περιορίζεται μόνον εἰς τά εὐχαριστιακά εἴδη ἤ τίς μυσταγωγικές πράξεις καθαγιασμοῦ αὐτῶν, ἀλλά εἰς ὅλην τήν λειτουργική ἀνάπτυξι.
Ἡ διαφοροποίησις τοῦ συμβολισμοῦ τῆς Λειτουργίας μεταξύ της Ὀρθοδοξίας καί τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν εἶναι ἀνυπολόγιστος. Ὅμως, ὁ συμβολισμός αὐτός δέν εἶναι ἕνα δευτερεῦον στοιχεῖο, δέν εἶναι μία δραματουργική ἐπένδυσις τῶν λειτουργικῶν δρωμένων, διότι τό σύμβολο εἶναι ἡ φανέρωσις μιᾶς πραγματικότητος, ἡ ὁποία, καίτοι εἶναι παροῦσα, κρύπτεται. Καί τό λειτουργικό σύμβολο εἶναι ἡ ἔμπρακτος διατύπωσις τῆς πίστεως, τήν ὁποίαν ἔχει ἡ Ἐκκλησία περί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν προσδοκίαν αὐτῆς ἐκ τῆς θείας οἰκονομίας.
Ὁ χαρακτῆρας τῆς θείας Λειτουργίας, ὡς θυσίας, εἶναι ἰδιαιτέρας σημασίας διά τούς ὀρθοδόξους. Ἡ θεία Εὐχαριστία προσφέρεται ὡς ἀνάμνησις τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Γολγοθᾶ. Ὅμως, ἡ ἀνάμνησις αὐτή δέν εἶναι μία ἁπλή ὑπενθύμησις τῆς ἱστορίας τοῦ θείου Πάθους.
Ἡ λειτουργική ἀνάμνησις, κατά τήν ἀντίληψι τῶν ὀρθοδόξων, σημαίνει τήν ζῶσα παρουσία, σημαίνει τήν μετάδοσι χάριτος καί ζωῆς εἰς τήν σύναξι τῶν πιστῶν. Ἔτσι, ἡ σύναξις αὐτή καθίσταται σύγχρονος ὅλων τῶν ἱστορικῶν γεγονότων τῆς ἀπολυτρώσεως. Καθ’ ἥν στιγμήν ἡ Ἐκκλησία ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς σταυρικῆς θυσίας, ἡ σύναξις τῶν πιστῶν ἑνουμένη μετὰ τοῦ ζῶντος ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, κατακλύζεται ὑπό τῆς χάριτος τῆς Ἀναστάσεως, καί ἔτσι συμπίπτει μετά τῆς ἐνδόξου παρουσίας Αὐτοῦ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἀντίληψι τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν περιορίζεται εἰς τά πάθη καί τόν θάνατον Αὐτοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά περικλείει ἀπαραιτήτως ὅλην τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Θεανθρώπου.
Ὑπό τά εὐχαριστιακά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου παρίσταται ζῶν αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ γεννηθείς ἐν σπηλαίῳ, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτισθείς, ὁ μεταμορφωθείς ἐν δόξῃ ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ, ὁ ἐπί πῶλον ὄνου καθεσθείς, ὁ νίψας τούς πόδας τῶν μαθητῶν, ὁ ἐν ὑπερώῳ τελέσας τήν παράδοσιν τῶν ὑπερφυῶν μυστηρίων, ὁ ἐμπτυσθείς καί κολαφισθείς, ὁ σταυρωθείς, ὁ τριήμερος ἀναστάς, ὁ ἐν δόξῃ ἀναληφθείς εἰς τούς οὐρανούς, ὁ πέμψας τό πανάγιον Αὐτοῦ Πνεῦμα πρός πλήρη δοξασμόν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ἔτσι, ἡ ὀρθόδοξος θεία Εὐχαριστία εἶναι, διά τήν σύναξιν, ἡ πλήρης ἀποκατάστασις, τήν ὁποίαν αὐτή προσδοκᾶ κατά τήν δευτέραν τοῦ Κυρίου παρουσίαν.
Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό ἀληθές Πάσχα, ἡ μετάβασις ἀπό τούς ἐπιγείους ὅρους ζωῆς πρός μίαν πλήρη καί ὁλοκληρωτική μετοχή τῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ.
Ὑπ’ αὐτές τίς προϋποθέσεις, ἡ διαφορά τῆς θείας Εὐχαριστίας τῶν ὀρθοδόξων ἀπό ἐκείνην τῶν ἄλλων λεγομένων «ἐκκλησιῶν» (ὁμολογιῶν) εἶναι ἀσύγκριτος, ὅσον ἀσύγκριτος εἶναι ἡ ζῶσα πραγματικότης πρός στοιχεῖα ὁμοιάζοντα μέ αὐτήν.
Δι’ ὅ καί ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, κατά τήν βυζαντινή συνοδική διαγνώμη, «οὐ μεταλαμβάνομεν» τά εὐχαριστιακά δῶρα τῶν Λατίνων, διότι «οὔκ εἰσιν» σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί «οὐ ρίπτομεν», δέν πετοῦμε, διότι «ἀνεγνώσθησαν ἐπ’ αὐτοῖς τά κυριακά λόγια»