
Στά χρόνια τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ὅταν γινόταν ἡ ἀπογραφή, μέσα στήν πολυκοσμία, συνετελέσθη τό μεγαλύτερο γεγονός τῆς ἱστορίας. Ὁ ἀσώματος καί προαιώνιος Θεός γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας ὡς βρέφος, σύμφωνα μέ τίς προφητικές φωνές. Ὁ ἀόρατος ὁράθηκε, ὁ ἄσαρ- κος σαρκώθηκε ὁ ἀμήτωρ ἔγινε ἀπάτωρ καί ὁ Δεσπότης ἔγινε δοῦλος.
Ὁ Λόγος συνελήφθη μέσα σέ μυστήριο, κατέβηκε στήν γῆ μέ τήν σάρκωσή Του ἀθόρυβα «ὡς ὑετός ἐπί πόκον», καί γεννήθηκε σέ σπηλιά. Ἡ Παναγία Μητέρα Του «τόν σπαργάνωσε καί τόν ἀνέκλινε στήν φάτνη»17. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τοῦ σπηλαίου. Βρέφος σπαργανωμένο στήν φάτνη, πού εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός καί μητέρα Παρθένος. «Νά καλέσωμε βρέφος τόν γεννηθέντα; Ἀλλά γνωρίζομε ὅτι Αὐτός εἶναι Παλαιός τῶν ἡμερῶν καί ποιητής τῶν αἰώνων»18. Ἡ Παρθενομήτωρ ἔτεκε τόν Θεάνθρωπο ἀνερμηνεύτως. Ὄχι μόνο δέν βρῆκε τιμητική ὑποδοχή καί λατρεία, πού ὡς Θεός Τοῦ ἄξιζε, ἀλλά συνάντησε τήν φτώχεια, τήν στέρηση, τήν ἔχθρα, τό μῖσος, καί τόν διωγμό. Κανείς δέν Τόν ἀνεγνώρισε.
Οἱ Μάγοι μόνο Τόν προσκύνησαν, ὁδηγούμενοι ἀπό τόν ἀστέρα, προσφέροντάς Του συμβολικά δῶρα· χρυσό, πού δείχνει τήν βασιλική Του ἰδιότητα, λιβάνι, πού ὡς Θεός ἀξίζει νά Τοῦ προσφέρουν, καί σμύρνα, πού δείχνει ὅτι εἶναι καί ἄνθρωπος, πού θά δοκιμάση τόν θάνατο. Οἱ Μάγοι πρίν δοῦν τό παιδίον ὁδηγοῦνταν ἀπό τόν ἀστέρα. Μετά (τήν προσκύνηση), ὅμως, τούς ὁμιλεῖ ὁ Ἄγγελος, ἐπειδή ἁγιάσθηκαν. «Οἱ Μάγοι εἶναι ἄσχετοι πρός τίς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καί ξένοι πρός τήν εὐλογία τῶν Πατέρων, προηγοῦνται, ὅμως, στήν γνώση ἀπό τόν Ἰσραηλιτικό λαό· καί τό οὐράνιο ἄστρο ἀναγνώρισαν, καί τόν Βασιλιά μέσα στό σπήλαιο δέν ἀγνόησαν. Οἱ Μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῶ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων Τόν ἐπιβουλεύονται. Οἱ πρῶτοι Τόν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι Τόν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι χαίρονται, ὅταν βρῆκαν Αὐτόν πού ζητοῦσαν. Αὐτοί ταράζονται ἀπό τήν γέννηση Ἐκείνου πού εἶχε προαγγελθῆ»19.
Ἀλλά καί οἱ ἄδολοι ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, ἀφοῦ ἔμαθαν ἀπό τόν Ἄγγελο τήν γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀξιώθηκαν νά Τόν δοῦν βρέφος στήν φάτνη καί νά Τόν προσκυνήσουν. Οἱ Μάγοι εἶναι ἡ ἀπαρχή τῶν Ἐθνῶν καί οἱ ποιμένες τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ.
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μυστήριο ἀκατάληπτο καί ἀνερμήνευτο πού ἀποκαλύπτει καί ἄλλα μυστήρια. Ἡ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου καί μετά τήν γέννηση παραμένει Παρθένος. «Ἡ ἴδια (ἡ Μαρία) εἶναι καί Μητέρα καί Παρθένος καί οὔτε ἡ παρθενία ἐμπόδισε τήν γέννηση, οὔτε ἡ γέννηση κατάργησε τήν παρθενία»20. Ἀκόμη ἡ ἁγία Παρθένος εἶναι Θεοτόκος «διότι ἦταν Θεός αὐτός πού γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλά δέν ἔλαβε τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεως ἀπό αὐτήν, ἀλλά μόνο δέχθηκε τήν ἀρχή τῆς ἐνανθρωπήσεως»21. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ Θεοτόκος εἶναι κτῖσμα καί ἔχει ἀρχή, δέν ἦταν δυνατόν νά δώση τήν ἀρχή στόν ἄναρχο· ἁπλῶς αὐτή Τόν φανέρωσε. «Δέν ἔδωσε τήν ἀρχή τῆς Θεότητος στόν τόκο της ἡ Θεοτόκος, ἀλλά μόνο τό νά φανερωθῆ στούς ἀνθρώπους ὅτι Θεός γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος»22. Καί ἔτσι ἔγινε ἡ μήτρα της θρόνος Θεοῦ καί ἡ κοιλία της πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, διότι ἐχώρησε τόν ἀχώρητο Θεό καί ἔγινε ἡ χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Δέχθηκε στά σπλάχνα της τό πῦρ τῆς Θεότητος καί δέν καταφλέχθηκε. Σπαργάνωσε Αὐτόν πού περιβάλλει τήν γῆ μέ νεφέλες. Κράτησε στήν ἀγκαλιά της τόν κρατοῦντα στήν παλάμη Του τήν γῆ, καί θήλασε Αὐτόν πού τρέφει τά σύμπαντα. Καί ὅλα αὐτά ἔγιναν ὑπέρ τούς φυσικούς νόμους, μέσα σέ μυστήριο, ἐπειδή ἔτσι ἠθέλησε καί εὐδόκησε ὁ Σαρκωθείς.
Προϋπῆρχε ὁ Χριστός καί ἔχει ὡς Θεός καί ἄλλη γέννηση ἀΐδια, ἐκτός χρόνου. «Ὁ ἕνας καί μόνος Χριστός ἔχει δύο γεννήσεις· μία ἄχρονο ἀπό τόν Πατέρα καί ἄλλη ἄσπορο ἀπό τήν μητέρα»23. Ὅμως, καί οἱ δύο γεννήσεις τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἀνερμήνευτες. «Καί ἡ ἄνω γέννηση προκαλοῦσε δέος καί ἡ κάτω ἦ- ταν ἀπόλυτα ἀπόκρυφη. Ὅτι γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα τό γνωρίζω. Ἀλλά μέ ποιόν τρόπο δέν γνωρίζω. Ὅτι γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο τό γνωρίζω καλά. Τόν τρόπο, ὅμως, δέν τόν γνωρίζω»24. Ἡ ἀΐδια γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα ἔγινε χωρίς μητέρα καί ἡ ἐν χρόνῳ ἐνανθρώπησή Του ἔγινε χωρίς Πατέρα.

Ὁ τρόπος τῶν δύο γεννήσεων ἀποσιωπᾶται, ἐπειδή εἶναι μυστήριο, ἀλλά οἱ δύο γεννήσεις τοῦ Υἱοῦ εἶναι πραγματικές. «Καί ἀληθινά, Θεός γεννήθηκε ἀπό Θεό, καί ἀληθινά, ὡς ἄνθρωπος γεννήθηκε ὁ Ἴδιος ἀπό Παρθένο. Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἀσεβές νά ἐπινοήση κανείς μητέρα γιά τήν ἄνω γέννηση, ἔτσι εἶναι βλασφημία νά δεχθῆ πατέρα γιά τήν κάτω γέννηση. Ὁ Πατήρ ἀσπόρως (καί θεοπρεπῶς) γέννησε καί ἡ Παρθένος ἀδιαφθόρως ἔτεκε. Οὔτε ἡ ἄνω γέν- νηση Αὐτοῦ ἐξηγεῖται, οὔτε ἡ κάτω ἀνέχεται τήν ἐπίμονη ἔρευνα»25. «Τόν τρόπο τῆς γεννήσεως οὔτε ὁ Ματθαῖος πού ἔ-γραψε ξέρει, οὔτε ὁ Γαβριήλ γνωρίζει»26.
Ἄν δέν ἦταν Θεάνθρωπος ὁ γεννηθείς στήν Βηθλεέμ, καί ἡ γέννησή Του ἦταν ὅπως ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ἀδύνατο νά σώση τόν ἄνθρωπο, διότι «δέν θά ἦταν νέος ἄνθρωπος, οὔτε θά μποροῦσε νά δεχθῆ μέσα Του τό πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης Θεότητος, καί νά γίνη πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ ἀνεξάντλητη»27.
Ἡ εἴσοδος τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καί Λόγου στόν κόσμο εἶναι ἡ διά σαρκός Οἰκονομία, ἡ Γέννησή Του. «Ἦρθε πρός ἐμᾶς, ὄχι μέ τό νά ἀλλάξη τόπο, διότι πῶς εἶναι δυνατόν, ἀφοῦ εἶναι πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ἀλλά φανερώθηκε σέ μᾶς μέ τήν σάρκα»28, καί τό παραδοξότερο: «Ὁ Λόγος λαμβά- νει σάρκα καί ἀπό τόν Πατέρα δέν ἀποχωρίζεται»29. «Καί τό πλέον μυστηριῶδες εἶναι πῶς ὁ Αὐτός, καί ὅλος εἶναι Θεός κατά φύση καί ὅλος ἔγινε κατά φύση ἄνθρωπος»30. Ἐδῶ εἶναι τό πλέον ἀκατάληπτο τοῦ μυστηρίου τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ. Ὅλη ἡ θεία φύση μέ τήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου σαρκώθηκε. Ὁ Υἱός καί Λόγος ἑνώθηκε καθ᾿ ὑπόσταση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά παραμένει ἑνωμένος καί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὅλος ὁ Θεός σαρκώθηκε καί ἔτσι ὅλος ἔχει ἑνωθῆ ἀτρέπτως μέ ὅλον ἐμέ, δηλαδή ἡ θεία φύση καί ὅλη ἡ δύναμη καί ἐνέργεια σέ μία ἀπό τίς θεῖες ὑποστάσεις»31. Πράγμα-τι εἶναι «καινόν καί παράδοξον» τό μυστήριο τοῦ σπηλαίου, διότι «(ἡ Θεοτόκος) ἐγέννησε ὡς πρός τήν σάρκα τόν προαιώνιο Λόγο, τοῦ ὁποίου ὄχι μόνο ἡ Θεότητα εἶναι ἀνεξιχνίαστη, ἀλλά καί ὁ τρόπος τῆς ἑνώσεως μέ τήν σάρκα εἶναι ἀπερινόητος καί ἡ συγκατάβαση ἀνυπέρβλητη»32.
Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μοναδικό γεγονός. «Τό σπουδαιότερο τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Μονογενοῦς, ἡ συγκατάβασή Του»33. Δια- φέρει ἀπό ὅλες τίς ἄλλες Θεοφάνειες καί ἀποκαλύψεις τοῦ Υἱοῦ στήν Π. Διαθήκη. «Οἱ Προφῆτες εἶδαν τόν Θεό στόν Λόγο ἤ στόν Ἄγγελο Κυρίου χωρίς σάρκα διά τοῦ Πνεύματος, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν τήν ἴδια ἀποκάλυψη, ἀλλά στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου»34. Ἀπό συγκατάβαση ὁ ἄσαρκος Λόγος στίς Θεοφάνειες φαινόταν σάν ἄνθρωπος, ἀλλά δέν εἶχε πραγματικό σῶμα. Τώρα, ὅμως, παίρνει «ἀληθινή σάρκα, γι᾽ αὐτό συνελή-φθηκε στήν κοιλία τῆς Θεοτόκου καί γεννήθηκε καί τράφηκε καί τοποθετήθηκε σέ φάτνη, γιά νά γνωστοποιηθῆ ἡ Γέννησή Του»35.
Τά ἀγαθά καί ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἀσύλληπτα. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ρίζα καί πηγή μυρίων ἀγαθῶν. Ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἔ- γινε ἄνθρωπος «καί μέ τήν σάρκωσή Του δώρησε στήν ἀνθρώπινη φύση τήν ὑπερφυσική χάρη, τήν θέωση»36. Προσέλαβε στήν ὑπόστασή Του τήν ἀνθρώπινη φύση γιά νά τήν θεραπεύση καί νά τήν σώση. «Ἐπειδή δέν ἦταν δυνατόν νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχθηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσεως νά ἀνταλλάξη τήν ἴδια Του δόξα μέ τήν δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στόν δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἐγγίζει τήν καθαρότητα. Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν σκοτίζεται ἀπό τόν ζόφο. Τήν θνητότητα καταπίνει ἡ ζωή. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρῆ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο»37.
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε ἀνθρώπινο σῶμα, καί «διά τοῦ συγγενοῦς» προσήγγισε τούς ἀνθρώπους. «Δέν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νά ἰδοῦν τό πρόσωπό Του καί νά ζοῦν· γι᾿ αὐτό γεννήθηκε μέ εἰκόνα ἀνθρώπων (ὡς ἄνθρωπος), γιά νά κάνη τούς ἀνθρώπους ἀξίους τῆς Θεότητός Του»38. Ἀκόμη ἐνανθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «διότι ἦταν Αὐτός μόνος ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός, πού μποροῦσε νά ἀναπλάση τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἦταν δημιουργημένος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ»39.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, Ἅγιον Ὄρος, σ. 298.
