
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ο νεομάρτυρας Δημήτριος, ο άριστος και πολύαθλος αθλητής του Χριστού, γεννήθηκε σ΄ ένα χωριό της Πίνδου, την Σαμαρίνα, στα τέλη του 18ου μ.Χ. αιώνα. Αγάπησε και πόθησε από μικρός την μοναχική πολιτεία και έτσι σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια και παίρνοντας τον ζυγό του Κυρίου πήγε σε ένα μοναστήρι της πατρίδας του και έγινε μοναχός. Εκεί με τους πνευματικούς αγώνες του, τον κόπο της σάρκας, την νηστεία και προσευχή και γενικά με ασκητικό τρόπο καθάγνισε το σώμα και την ψυχή του και έγινε σκεύος εκλεκτό και δεκτικό του φωτισμού της Θείας χάρης. Τήρησε την διπλή εντολή του Χριστού που λέει να αγαπήσει ο άνθρωπος τον Θεό και την εικόνα του, που είναι ο πλησίον συνάνθρωπός του.
Έπειτα κινούμενος από το Άγιο Πνεύμα και εμφορούμενος από το χάρισμα του Αποστολικού ζήλου, αυτό δηλαδή που είχαν και οι Άγιοι Απόστολοι και όργωσαν όλο τον τότε γνωστό κόσμο κηρύσσοντες το Ευαγγέλιο του Χριστού, έτσι και ο μοναχός Δημήτριος βγήκε από το μοναστήρι προς κήρυγμα του Θείου λόγου. Περιόδευσε όλα τα χωριά και τις πόλεις της Θεσσαλίας κηρύσσοντας τον λόγο της πίστεως και διδάσκοντας την υπομονή και καρτερία στα δύσκολα εκείνα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς.
Τότε έγινε στην περιοχή αυτή μια επανάσταση κατά των τούρκων, υποκινούμενη από τον Παπά Ευθύμιο Βλαχάβα. Όμως δεν είχε καλή έκβαση και καταπνίγηκε από τον Αλή Πασά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλά αντίποινα εκ μέρους των τούρκων και οι χριστιανοί υπέφεραν από θλίψεις και αλλεπάλληλες συμφορές. Οι κίνδυνοι για τους πιστούς ήταν μεγάλοι και τους προκαλούσαν οι μισόχριστοι Αγαρηνοί. Ο μοναχός Δημήτριος υπήρξε στύλος, εδραίωμα και η παρηγοριά των σκλαβωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης. Δίδασκε την υπομονή στις θλίψεις.
Μετά από συκοφαντία από κάποιους μωαμεθανούς που τον κατήγγειλαν ότι με το κήρυγμά του εμφανιζόταν ως υποκινητής του παπα-Θύμιου, συνελήφθηκε από τους Αγαρηνούς και προσήχθηκε στον διαβόητο τύραννο Αλή Πασά. Εκεί με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και την ιερή αποστολή που εκτελούσε, με τις περιοδείες που έκανε και το κήρυγμα που σκοπό είχε τον στηριγμό των ευσεβών στην πίστη του Χριστού, την παρηγοριά των θλιβομένων ομοφύλων χριστιανών και την υπακοή των πιστών στους νόμους της εξουσίας.
Ο τύραννος εξοργίστηκε από τους λόγους του Αγίου και αφού δεν βρήκε κάποιες ενδείξεις για την ενοχή του Αγίου, τόσο από τον ίδιο όσο και από μάρτυρες, διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά. Πρώτα τον ξάπλωσαν μπροστά, στα πόδια του τυράννου, που ο τύραννος έφτυσε στο πρόσωπο τον Άγιο και διέταξε τον άγριο βασανισμό του. Έτσι οι δήμιοι με καλαμένιες ακίδες τρύπησαν τους βραχίονές του και έπειτα τις έμπηξαν στα νύχια των χεριών και των ποδιών του. Ο μακάριος μάρτυρας με θαυμαστή ανδρεία υπέμεινε την σκληρότατη αυτή βάσανο, ενδυναμούμενος από την χάρη του Χριστού. Δεν εξέφερε κανένα λόγο, αλλά θυμόταν τον λόγο του Σωτήρα Χριστού που έλεγε: «Ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται». Μέσα δε από την καρδιά του προσευχόταν λέγοντας: «Κύριε ελέησον τον δούλο σου» και «Βασίλισσα των ουρανών ικέτευε υπέρ ημών».
Ο τύραννος αφού δεν πήρε καμιά ομολογία για δήθεν συνενόχους, οργίστηκε περισσότερο και διέταξε νέα βασανιστήρια. Έσφιξαν το κεφάλι του μάρτυρα σε μέγγενη και σε κάθε σύσφιξη τον ρωτούσαν να ομολογήσει ποιοι ήταν οι συνένοχοί του. Εκείνος σιωπούσε και η αλυσίδα συνεχώς σφιγγόταν μέχρι που τελικά έσπασε. Ο Άγιος μάρτυρας έμεινε αήττητος στον πόνο και δεν έδειξε σημάδι οδύνης στο πρόσωπό του. Ο ουρανόφρονας και θαυμαστός Δημήτριος δεν δυσαρεστούτανε για τα σκληρά βασανιστήρια που υποβαλλόταν αλλά λυπόταν και αγανακτούσε γιατί οι δήμιοι έβριζαν συνέχεια το όνομα του Σωτήρα Χριστού και της Πανάχραντης Θεοτόκου. Αγωνιζόταν ο μάρτυρας τον καλό αγώνα της πίστης και είχε μια ακαταμάχητη δύναμη που την παρείχε η χάρη του Χριστού. Ήταν στερεός και ακλόνητος που οι δήμιοι απηύδησαν από τον κόπο τους. Ο Άγιος ευχαριστούσε τον Κύριο της δόξας που τον αξίωνε να πάθει και να υπομείνει τέτοια βάσανα υπέρ του ονόματος του Χριστού. Το μαρτύριο κατά τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι μια ευλογία και χάρη για αυτούς που δίνεται.
Μετά απ΄ αυτά ο καλλίνικος μάρτυρας ρίχθηκε σε μια σκοτεινή φυλακή. Το πρωί τον βγάλανε από την φυλακή και αφού τον κρέμασαν ανάποδα τον έκαιγαν από κάτω με φωτιά από ρητινώδη ξύλα. Οι φλόγες κατέκαιγαν το κεφάλι του μάρτυρα και ο καπνός τον κατέπνιγε. Οι δήμιοι τότε φοβούμενοι μη πεθάνει έγκαιρα από την σκληρή αυτή ταλαιπωρία και απαλλαγεί γρήγορα από τους πόνους, τον τράβηξαν από την φωτιά και τον πέταξαν πάνω στο γυμνό χώμα ανάσκελα. Έβαλαν πάνω στο σώμα του μια σανίδα και ανέβηκαν πάνω σ΄ αυτήν και πηδούσαν δυνατά με μανία, για να σπάσουν τα οστά του και να συνθλίψουν τα εντόσθιά του. Ούτε όμως αυτά τα βασανιστήρια μπόρεσαν να νικήσουν και να κάμψουν το αήττητο φρόνημα του μακαρίου Ομολογητού της ευσεβείας Δημητρίου, ούτε να επιφέρουν τον θάνατο. Η μεγάλη αντοχή του μάρτυρα, ή καλύτερα η θριαμβεύουσα πίστη του Χριστού σ΄ αυτόν, έκανε κατάπληξη στους Τούρκους, βλέποντας στον μάρτυρα να ενεργεί η παντοδύναμη χάρη του Σωτήρα Χριστού. Στο πρόσωπο του Αγίου φαινόταν η ειρήνη του Χριστού και ήταν το πρόσωπό του γαληνεμένο και χαρούμενο. Τότε βλέποντας κάποιος Τούρκος από την Καστοριά την γενναιότητα του Δημητρίου, καθώς παρακολουθούσε όλο το μαρτύριό του, πίστεψε στον Χριστό, προσήλθε στην αληθινή πίστη και βαπτίστηκε χριστιανός. Όμως αμέσως συνελήφθηκε από τον Αλή Πασά, από τον οποίο βασανίστηκε και τέλος θανατώθηκε υπέρ της ευσεβούς ομολογίας, λαμβάνοντας από τον Χριστό στον στέφανο του μαρτυρίου.
Αυτό το γεγονός, όσο και η μεγαλοψυχία του Αγίου Δημητρίου, που προκαλούσε αισθήματα συμπάθειας και μεγάλου θαυμασμού προς την Αγία πίστη του Χριστού στις ψυχές που παρακολουθούσαν το μαρτύριο, έκανε πιο σκληρό και θηριώδη τον Αλή πασά, που έδωσε διαταγή να θανατωθεί ο μάρτυρας με σκληρότερο τρόπο. Διέταξε και έκτισαν τον Δημήτριο μέσα σ’ έναν τοίχο, αφήνοντας μόνο το κεφάλι του απ’ έξω να αναπνέει για να παραταθεί το μαρτύριο. Μάλιστα του δίνανε υποχρεωτικά και τροφή μέσα στο στόμα για να επιβραδυνθεί ο χρόνος της ζωής του με περισσότερο πόνο. Ο μάρτυρας του Χριστού προσευχόταν και ζητούσε την βοήθεια από τον Θεό και έτσι άντεξε για 10 ημέρες. Τελικά παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν τότε η 17η Αυγούστου του έτους 1808.
Ο Οσιομάρτυρας, καλλίνικος και πολύαθλος Δημήτριος τέλεσε τον καλό αγώνα της πίστεως και δόξασε το υπερένδοξο όνομα του Σωτήρα Χριστού στους δύσκολους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Η θαυμαστή του άθληση και οι υπερφυείς αγώνες του, οι οποίοι ήταν εφάμιλλοι με τα παλαίσματα των παλαιότερων Αγίων μαρτύρων, τους μεν ασεβείς κατήσχυναν, τους δε ευσεβείς εύφραιναν και στερέωναν στην Ορθόδοξη αγία πίστη, και το πεσμένο φρόνημα αναπτέρωσαν, ένεκα των διωγμών και πιέσεων της σκοτεινής τότε δουλείας. Ο μάρτυρας αμέσως από τους πρώτους χρόνους τιμήθηκε ως Άγιος και ως θαυματουργός δοξάστηκε και πολλά θαύματα τελέστηκαν με την επίκληση του ονόματός του. Ήδη παραβρίσκεται μαζί με τους αγίους Αγγέλους, τους οσίους και μάρτυρες και αγαλλόμενος πρεσβεύει απαύστως υπέρ όλου του κόσμου.
Ταις του Αγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου του εκ Σαμαρίνας, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς , Αμήν.
