
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ο Ιωσήφ, ο κηδευτής του Δεσπότου Χριστού, καταγόταν από την Αριμαθαία, μια μικρή Ιουδαϊκή πόλη βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ, στην περιοχή Εφραίμ. Ήταν μέλος του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου της Ιερουσαλήμ, πλούσιος, άνθρωπος επιρροής και μυστικός μαθητής του Ιησού. Ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού «διά τον φόβον των Ιουδαίων» (Ιωάν. ιθ΄, 38). Ο Ιωσήφ είναι ένα πρόσωπο, που εμφανίζεται στα Ευαγγέλια την ημέρα του Πάθους και μετά τον θάνατο του Χριστού. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος τον αποκαλεί «ευσχήμων βουλευτής» (Μάρκ. ιε΄, 43), δηλαδή σεβαστό και επίσημο μέλος του Συνεδρίου. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς τον αποκαλεί «ανήρ αγαθός και δίκαιος» (Λουκ. κγ΄, 50). Ο Ιωσήφ είχε πιστέψει εις το περί της Βασιλείας του Θεού κήρυγμα του Ιησού και περίμενε την Βασιλεία αυτή, χωρίς να κλονιστεί η ελπίδα του αυτή από τον θάνατο του Ιησού.
Αντιτάχθηκε στην καταδίκη του Χριστού, «ούτος ουκ ην συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει αυτών» (Λουκ. κγ΄, 51) και μετά την Σταύρωση του Ιησού, «τολμήσας» (Μάρκ. ιε΄, 43), έλαβε την τόλμη και παρουσιάστηκε και ζήτησε από τον Πόντιο Πιλάτο, που ήταν ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, την άδεια να αποκαθηλώσει το νεκρό σώμα του Ιησού από τον Σταυρό, προκειμένου να το προετοιμάσει για τον ενταφιασμό στον παραχωρούμενο, από τον ίδιο τον Ιωσήφ, λαξευτό καινούργιο τάφο. Πράγματι η άδεια αυτή του παραχωρήθηκε και με βοηθό του τον έτερο κρυφό μαθητή του Χριστού, τον Νικόδημο, κατέβασαν από τον Σταυρό το Σώμα του Κυρίου, το περιβάλαν με καθαρά σεντόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο, σκαλισμένο μέσα στον βράχο, στο οποίο κανείς ακόμη δεν είχε αποτεθεί και ταφεί. Έβαλαν δε μια μεγάλη πέτρα πάνω στην θύρα του μνημείου. Ο Νικόδημος είναι αυτός, ο νυχτερινός μαθητής του Ιησού, με τον οποίο διαλέχτηκε κάποτε σε υψηλό θεολογικό επίπεδο (Ιωάν. γ΄, 1-21) και που προσπάθησε εις μάτην να υποστηρίξει τον Χριστό ενώπιον του Συνεδρίου. Αυτός έφερε μια μεγάλη ποσότητα μύρων (πάνω από 32 κιλά), «μίγμα σμύρνης και αλόης» (Ιωάν. ιθ΄, 39) στην ταφή του Χριστού για να τιμήσει τον διδάσκαλο Του. Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος είναι οι υπηρέτες και οι μάρτυρες της ταφής του Κυρίου. Είναι αυτοί που μόνον αυτοί πήραν στην αγκαλιά τους το νεκρό Σώμα του Κυρίου.
Και οι δύο, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, ήταν άνθρωποι της εξουσίας και με υπόληψη ενώπιον των Ιουδαϊκών και Ρωμαϊκών αρχών. Και όμως αυτήν τους την υπόληψη και κοινωνική θέση καταφέρνουν από την αγάπη την πολλή, την καρδιακή τους εντιμότητα και με γενναιότητα ψυχής να μην την υπολογίζουν. Ενώ ακόμα ο όχλος μαίνεται και οι άρχοντες της αμαρτίας επικρατούν και ο Ιησούς φαίνεται ότι νικάται και εξουθενώνεται και μαθητές και απόστολοι διασκορπίζονται και κρύβονται, τα δυο αυτά ιερά πρόσωπα δείχνουν γενναιότητα και αυτοθυσία. Περιστοιχίζουν τον ηττημένο και αποσυνάγωγο και βδελυγμένο θεωρούμενο ως νεκρό, τον οποίο αποδοκίμασαν οι θρησκευτικοί άρχοντες του λαού τους και τον θάβουν επιμελώς και τιμητικά. Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος είναι οι ήρωες της αγάπης και της αυτοθυσίας.
Την Μεγάλη Παρασκευή, μετά την Δοξολογία γίνεται η έξοδος και περιφορά του Επιταφίου. Κατ΄ αυτήν ψάλλεται και ένα τροπάριο «τον ήλιον κρύψαντα…». Σ΄ αυτό αναφέρεται ότι «όταν βράδιασε, λέει, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Ιωσήφ φάνηκε αξιέπαινος στην τόλμη και το θάρρος προς τον Πιλάτο. Διότι αυτός διώχνοντας κάθε φόβο, με τόλμη παρουσιάστηκε στον Πιλάτο ζητώντας το Σώμα του Ιησού. Και όταν παρουσιάστηκε φέρθηκε με μεγάλη σοφία για να επιτύχει αυτό που ήθελε. Γι’ αυτό δεν χρησιμοποιεί μπροστά στον Πιλάτο υπερήφανα και υψηλά λόγια, για να μη του ανάψει την οργή και χάσει το ζητούμενο. Ούτε του λέει: Δος μου το σώμα του Ιησού, που σκοτείνιασε πριν από λίγο τον ήλιο, που έσχισε τις πέτρες, που έσεισε τη γη και άνοιξε τους τάφους και έσχισε το καταπέτασμα του ναού. Τίποτε τέτοιο δεν λέει στον Πιλάτο. Αλλά του λέει: Ένα τιποτένιο αίτημα και για όλους μικρό, άρχοντά μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής: Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του άστεγου, του Ιησού που κρέμεται στον Σταυρό, γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τί σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου; Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος, πραγματικά, ξένος. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο της ζωής Του, αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν που με τη θέλησή Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι. Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη. Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη. Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανά Του ακόμη ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι, ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα. Αυτός είναι ξένος. Δος μου, άρχοντά μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο του Σταυρού να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεώς μου. Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντά μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη την δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια την Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντά μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο Ξύλο του Σταυρού. Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου Πατέρα, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος. Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ αυτόν τον τρόπο αφού παρακάλεσε ο Ιωσήφ τον Πιλάτο, διέταξε ο Πιλάτος να του δοθεί το Πανάγιο Σώμα του Ιησού» (Απόσπασμα από ομιλία Αγίου Επιφανίου).
Όπως αναφέρει η Παράδοση, επειδή ο Ιωσήφ πήγε στον Πιλάτο και ενταφίασε το Πανάγιο Σώμα του Χριστού, οι φονικότατοι Ιουδαίοι τον συνέλαβαν και τον έριξαν μέσα σε ένα βαθύ λάκκο. Όμως Άγγελος Κυρίου τον αρπάζει με το χέρι του και τον μεταφέρει στην ιδιαίτερή του πατρίδα την Αριμαθαία και έτσι διασώζεται. Μετά την Ανάστασή του ο Κύριος φάνηκε σ΄ αυτόν, όταν ακόμη έφερε τα δεσμά, πιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό ακόμα περισσότερο το μυστήριο της Αναστάσεως. Ο Ιωσήφ πολλά δοκίμασε και υπέφερε πολύ από τους Ιουδαίους, επειδή κήρυττε την Ανάσταση του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Όμως αυτός δεν υπέφερε να σιωπά το μυστήριο, αλλά με παρρησία διηγούνταν όλα όσα δίδαξε και έκανε ο Χριστός.
Ο Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας απεβίωσε ειρηνικά. Η μνήμη του Αγίου τιμάται στις 31 Ιουλίου. Επίσης τιμάται την Κυριακή των Μυροφόρων γυναικών μαζί με τον νυχτερινό μαθητή του Κυρίου τον Νικόδημο. Όμως σε κάθε Θεία Λειτουργία μνημονεύεται τιμητικά ο Άγιος Ιωσήφ. Την ώρα που ο ιερέας αποθέτει στην Αγία Τράπεζα το Δισκάριο και το Άγιο Ποτήριο, καταθέτει το Σώμα του Χριστού στον τάφο σαν τον Ιωσήφ, γι’ αυτό λέει ένα τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής: “Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου καθελών τό ἄχραντόν Σου σῶμα σινδόνι καθαρᾷ εἰλήσας καί ἀρώμασιν ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο”. Η Μεγάλη Είσοδος συμβολίζει “της εσχάτης του Χριστού αναδείξεως”, δηλαδή την πορεία του Χριστού προς το εκούσιο Πάθος.
Ταις πρεσβείαις του Αγίου Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.
