Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Κελλὶ ἢ κελί;
Ἀδιαφανὴς ἁπλογράφηση εἶναι ἡ γραφὴ τῆς λέξεως κελλὶ ποὺ ἔγινε κελί, γιὰ νὰ μὴν μπορῇ ὁ Ἕλληνας νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὸν σύγκελλο, τὸν πρωτοσύγκελλο, καὶ τὸν ἔκκλητο. Τὸ κελλὶ εἶναι τὸ μικρό, λιτὸ δωμάτιο ποὺ διαμένει ὁ μοναχός. Σύγκελλος εἶναι τίτλος κληρικοῦ ποὺ βρίσκεται στὴν ὑπηρεσία πατριάρχη ἢ ἐπισκόπου ὡς γραμματέας ἢ σύμβουλος. Πιὸ γνωστὸς εἶναι ὁ πρωτοσύγκελλος, ὁ κληρικὸς ποὺ διευθύνει τὸ γραφεῖο μητροπολίτη καὶ τὸν ἀντικαθιστᾶ στὰ διοικητικά του καθήκοντα σὲ περίπτωση ἀνάγκης.