Ὑπό μοναχοῦ Π. Κ.
Ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης κυρός Κοσμᾶς γεννήθηκε στίς 26/9/1945 στήν Σκουτεσιάδα Ἀγρινίου, ὅπου τότε ἐφημέρευε ὁ ἱερέας πατέρας του.
Ἡ οἰκογένειά του ἦταν λευϊτική, ἀφοῦ ἀπό τούς προεπανασταστικούς χρόνους εἶχαν τήν ἱερωσύνη κληρονομική ἀπό γενιά σέ γενιά καί εἶχε προγόνους ἁγίους καί σεμνούς κληρικούς. Νά μνημονευθῆ ἐδῶ ὅτι εἶχε πρόγονο ἀπό τήν πλευρά τῆς γιαγιᾶς του τόν ἀρχιμανδρίτη π. Ἀπόστολο Φαφούτη, γνωστό στό Ἀγρίνιο ὡς “Παπαποστόλη”, ὁ ὁποῖος προσέφερε πολλά στήν τοπική Ἐκκλησία.
Οἱ γονεῖς του, ὁ π. Εὐστράτιος Παπαχρήστου καί ἡ πρεσβυτέρα Θεοδοσία, ἦταν πολύ πιστοί καί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι καί ἑπόμενο ἦταν καί ὁ καρπός τους, ὁ κατά κόσμος Κωνσταντῖνος, νά ἔχη κληρονομήσει ἀπό αὐτούς τήν εὐλάβεια, τήν ἀγάπη καί τήν ἀκλόνητη πίστη στόν Θεό. Ὁ Σεβασμιώτατος ἦταν ὁ δεύτερος ἀπό τά τέσσερα ἐπιζήσαντα τέκνα (συνολικά ἕξι, τά δύο κοιμήθηκαν σέ βρεφική ἡλικία). Ὁ μεγαλύτερος εἶναι ὁ αἰδεσιμολογιώτατος π. Χρῆστος καί τά ἄλλα δύο, οἱ μακαριστοί Ἀπόστολος καί Ἑλένη, ψυχές ἀφιερωμένες στόν Θεό.
Ὅπως ἔλεγε ὁ Σεβασμιώτατος, ἀλλά καί τά ἀδέλφια του, ὁ πατέρας τους τούς ἀνέθρεψε “ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου”. Τούς ἀγαποῦσε πολύ, μέχρι αὐτοθυσίας, ἦταν ὅμως πολύ αὐστηρός καί ἀνυποχώρητος στίς ἀταξίες τους καί τίς ἀνυπακοές τους. Γιά παράδειγμα, δέν ἀνεχόταν τά παιδιά του νά ἀτακτοῦν, ὅταν διακονοῦσαν στό Ἱερό Βῆμα, ἀλλά καί σέ ἄλλες παιδικές ἀταξίες τά τιμωροῦσε μέ διάκριση.
Αὐτή ἡ διάκριση τοῦ π. Εὐστρατίου φαίνεται ἀπό τό ἀκόλουθο χαριτωμένο περιστατικό, πού διηγοῦνταν ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος: Ὁ ἴδιος καί ὁ ἀδελφός του Ἀπόστολος, θέλησαν κάποτε, παρασυρόμενοι ἀπό συνομηλίκους τους, νά παρακολουθήσουν στό γήπεδο ποδόσφαιρο. Ζήτησαν εὐλογία ἀπό τόν πατέρα τους διστακτικά καί αὐτός πρός ἔκπληξή τους τούς ἐπέτρεψε νά πᾶνε. Πῆγαν μέ χαρά καί ἔλαβαν καί αὐτοί τίς θέσεις τους στήν κερκίδα. Μόλις ὅμως ξεκίνησε τό παιχνίδι, οἱ ὀπαδοί ἄρχιζαν νά φωνάζουν καί νά ξεστομίζουν ἄπρεπα λόγια. Τά δύο εὐσεβῆ παιδιά τά ἔχασαν καί ἐξεπλάγησαν πολύ καί γρήγορα ἐγκατέλειψαν τό γήπεδο παίρνοντας μόνα τους τό μάθημά τους.
Ὁ εὐλαβής ἱερέας πατέρας τους, ἐνέπνευσε στά τέκνα του τήν γνήσια ἐκκλησιαστική συνείδηση, τήν ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία, τίς Ἀκολουθίες καί τήν ἐν γένει Λατρεία, ἀλλά καί τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα. Διηγεῖτο ἀκόμη πολλά ἅγια βιώματα καί ἐμπειρίες πού εἶχε στίς κατανυκτικές Λειτουργίες τοῦ πατέρα του, στόν ἀγαπημένο τους Ναό τῆς Παναγίας (Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου), στήν μεγάλη Χώρα. Αὐτά τά βιώματα χαλύβδωσαν τήν πίστη του πρός τόν Θεό.
Γιά παράδειγμα, ἀνέφερε διάφορα θαύματα πού τελοῦσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τοῦ ἐναρέτου π. Εὐστρατίου, στά ὁποῖα ἦταν αὐτόπτης μάρτυρας. Ὅπως κάποτε, πού εἶχαν φέρει οἱ συγγενεῖς κάποιας κοπέλλας πού ἔπασχε ἀπό ἐχινόκοκκο, τήν πάσχουσα στήν θεία Λειτουργία στήν Παναγία, μέ προτροπή τοῦ π. Εὐστρατίου. Τῆς εἶχε μηνύσει νά ἑτοιμαστῆ νά κοινωνήση καί πίστευε ἀκλόνητα ὅτι ὁ Θεός θά τήν θεράπευε, γιατί εἶχε φτάσει στό χεῖλος τοῦ θανάτου. Τήν ἔβαλε πρώτη (τήν πάσχουσα) νά μεταλάβη, παρά τίς ἔντονες ἀντιρρήσεις τῆς μητέρας της γιά τόν φόβο μήπως μεταδώσει τήν ἀσθένεια καί στούς ἄλλους καί μετά χωρίς νά φοβηθοῦν κοινώνησαν μέ πόθο καί τά παιδιά τοῦ π. Εὐστρατίου. Ὅπως ἦταν φυσικό, τά παιδιά δέν ἔπαθαν τίποτα, ἀλλά καί ἡ κοπέλλα, ὅταν βγῆκε ἀπό τόν ναό, ἔκανε ἐμμετό ἕνα κομμάτι σάν μπάλα καί ἀπό τότε θεραπεύθηκε.
Διηγήθηκε κάποτε ἡ ἀδελφή του Ἑλένη ὅτι μικρά παιδιά, αὐτή καί ὁ Σεβασμιώτατος, ξεκίνησαν νά πᾶνε πρός συνάντηση τοῦ πατέρα τους πού λειτουργοῦσε στόν ρηθέντα Ναό τῆς Παναγίας (μᾶλλον ξέφυγαν τήν ἐπιτήρηση τῆς μητέρας τους). Γιά νά μεταβῆς σέ αὐτόν τόν ναό, πρέπει νά περάσης ἀπό πολλά χωράφια, πού ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν βαθειά κανάλια γιά τήν ἄρδευση καί τό πότισμα τῶν σπαρτῶν. Τότε εἶχε βρέξει πολύ καί τά κανάλια φούσκωσαν καί ξεχείλισαν καί πλημμύρισαν τά χωράφια, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν φαίνεται ποῦ ὑπῆρχαν τά κανάλια, ἀλλά ὅλο τό μέρος νά φαίνεται ὁμοιόμορφα πλημμυρισμένο. Τά δύο παιδιά ἀνύποπτα τοῦ κινδύνου, διότι τά κανάλια ἦταν ἀθέατα, προχωροῦσαν μέσα στά νερά πού ἔφταναν ὥς τό γόνατό τους. Ξαφνικά, ἐμφανίστηκε ἕνας νέος καί ἀφοῦ πλησίασε τά παιδιά, τά καθοδήγησε, σώζοντάς τα ἀπό βέβαιο πνιγμό καί μετά ἔγινε ἄφαντος. Ἡ εὐλαβεστάτη Ἑλένη κατέληξε μέ θαυμασμό: «Σίγουρα ἦταν ἄγγελος Κυρίου, γιατί δέν ἦταν γνωστός ἀπό τό χωριό», καί ὁ Σεβασμιώτατος χωρίς νά σχολιάση, χαμογελοῦσε μειλίχια.
Ἀνέφερε ὁ Σεβασμιώτατος καί γιά ἁγίους ἄνδρες τῆς περιοχῆς πού γνώρισε σάν παιδί: Θυμόταν πού πῆγαν γιά πρώτη φορά ἐπίσκεψη μέ τόν πατέρα του στό σπίτι τοῦ ἁγιασμένου ἱεροκήρυκα τοῦ Ἀγρινίου πατέρα Βενέδικτο Πετράκη καί ὅτι τόν ἐντυπωσίασε πολύ ἡ μορφή του.
Θυμόταν καί τόν σημερινό ἅγιο Καλλίνικο, ἐπίσκοπο Ἐδέσσης, σάν λαϊκό ἱεροκήρυκα. Εἶχε ἔρθει στόν Ναό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ πατέρας του γιά νά κηρύξη. Στό τέλος, ὁ κ. Δημήτρης (ἅγιος Καλλίνικος), πλησίασε τόν μικρό Κωνσταντῖνο (π. Κοσμᾶ) πού διακονοῦσε στό Ἱερό Βῆμα καί τοῦ εἶπε:
— Κωνσταντῖνε, νά γίνης κληρικός.
— Τί λέτε, κύριε Δημήτρη, εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος, καί κατά τήν ἔκφρασή του, “μαζευόταν” μέ συστολή.
Ἀπό τήν σχέση του μέ τόν ἅγιο Καλλίνικο, ἀνέφερε καί τό ἀκόλουθο: Ὅταν διακονοῦσε (ὁ π. Κοσμᾶς) ὡς κληρικός στίς κατασκηνώσεις τῆς Μητροπόλεως στήν Ρίζα Ἀντιρρίου, ὁ Ἅγιος τούς ἐπισκέφθηκε ὡς μητροπολίτης πλέον. Τότε, εἶπε ἀπευθυνόμενος στόν πατέρα Κοσμᾶ:
— π. Κοσμᾶ, ἔχεις δύο μεγάλες κληρονομιές: Πρῶτον ὅτι ἔγινες κληρικός καί δεύτερον ὅτι φέρεις τό ὄνομα τοῦ μεγάλου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Ὄντως, τίμησε καί τίς δύο αὐτές κληρονομιές ὥς τό τέλος τοῦ ἐπίγειου βίου του.
Σπούδασε Πολιτικές ἐπιστῆμες στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καί ἔμενε σέ ἕνα χριστιανικό οἰκοτροφεῖο. Μαρτυρεῖ συνοικότροφός του: Ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε κόψει σάν φοιτητής τήν κρεοφαγία, γιά ἄσκηση. Ἐκεῖ συνδέθηκε μέ δεσπόζουσες μορφές ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἐκκλησιαστικῶν κύκλων, παρακολουθοῦσε κηρύγματα, ἐκκλησιαζόταν τακτικά καί μάθαινε Βυζαντινή μουσική. Ὡς φοιτητής, ἦταν ψάλτης στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ Ἱπποκρατείου, ὅπου ἐφημέρευε ὁ π. Εὐσέβιος Γιαννακάκης. Ὅταν ἐπέστρεφε στήν Αἰτωλοακαρνανία τά καλοκαίρια, διακονοῦσε στίς χριστιανικές κατασκηνώσεις τοῦ ἁγίου Βλασίου καί ἀπό τότε πόθησε νά βοηθήση τήν νεότητα. Ἀργότερα, σάν κληρικός, πρωτοστάτησε στήν ἵδρυση κατασκηνώσεως ἀπό τήν Μητρόπολη Αἰτωλοακαρνανίας καί ὑπῆρξε ἡ ψυχή αὐτῆς τῆς κινήσεως.
Πνευματικός του πατήρ καί Γέροντας ὑπῆρξε ὁ ἀπό Παραμυθίας ἔκπτωτος μητροπολίτης κυρός Παῦλος Καρβέλης, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἄδικη ἔξωσή του ἀπό τήν μητρόπολή του, ἐπέστρεψε στήν Μητρόπολη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, ὅπου εἶχε ὑπηρετήσει ὡς ἱεροκήρυκας, διαμένοντας ὡς ἁπλός ἀδελφός τῆς Ἱ. Μ. Μυρτιᾶς, τελώντας παράλληλα ἱεροπραξίες, ὅπου χρειαζόταν. Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Μυρτιᾶς τότε, ἦταν ὁ μακαριστός π. Σωφρόνιος Βαζούρας.
Σέ αὐτούς τούς δύο Γέροντες προσκολλήθηκε μέ υἱϊκή ἀφοσίωση ὁ δεσπότης καί πάντα μιλοῦσε γι᾿ αὐτούς, εἰδικά γιά τόν ἐπίσκοπο Παῦλο μέ σεβασμό καί εὐγνωμοσύνη.
Ὑπηρέτησε τήν θητεία του στόν Ἑλληνικό στρατό μέ ζῆλο καί φιλοπατρία, πρᾶγμα πού εἶχε καί ὡς κληρικός. Στήν κατασκήνωση, ὡς ἐπίσκοπος, συγκινοῦνταν πολύ ἀπό τά πατριωτικά τραγούδια πού τραγουδοῦσαν τά παιδιά καί μιλοῦσε γιά τούς ἥρωες τοῦ ἔθνους καί τό ἡρωϊκό Μεσολόγγι μέ παλμό, ἐμπνέοντας ὑγιῆ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα μας. Ἀκόμη σάν ἐπίσκοπος, τήν ὥρα πού οἱ κατασκηνωτές ἔκαναν ἔπαρση σημαίας, ὅπου καί νά ἦταν, ἀκόμη καί ἔξω ἀπό τό σπιτάκι πού φιλοξενοῦνταν καί ἦταν ἀθέατος ἀπό τούς πολλούς, τόν θυμόμαστε νά σηκώνεται καί νά κάθεται σέ στάση προσοχῆς ἀτενίζοντας τήν γαλανόλευκη. Καμάρωνε πολύ τούς νέους στούς παραδοσιακούς χορούς, ἀλλά καί στίς παρελάσεις πού παρακολουθοῦσε ὡς μητροπολίτης.
Ἀπό ὅ,τι γνωρίζουμε, ὑπηρέτησε σάν στρατιώτης στήν Κέρκυρα καί ἐκεῖ συνεδέθη μέ τόν μακαριστό Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Πλατυτέρας, π. Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος τόν βοηθοῦσε στίς ἀνάγκες του. Διατήρησε αὐτή τήν σχέση ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τους, ἀφοῦ ἡ κυρία Ἑλένη, ἡ ἀδελφή του, ἔφτειαχνε πρόσφορα καί τά ἔστελνε στό Μοναστήρι.
Τόν καιρό πού ὑπηρετοῦσε ὡς στρατιώτης, ἐπισκέφθηκε γιά πρώτη φορά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπως μᾶς εἶπε, καί γνώρισε τόν ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, γιά τήν στενή σχέση τους θά γίνη λόγος στήν συνέχεια.
Στήν ὥριμη ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν, ὁ Θεός εὐδόκησε νά εἰσαχθῆ ὁ Κωνσταντῖνος στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Κείρεται μικρόσχημος μοναχός, λαμβάνοντας τό ὄνομα Κοσμᾶς, πρός τιμήν τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πού εἶχε ὡς πρότυπό του καί ἐγγράφεται ὡς ἀδελφός τῆς ἱστορικῆς Ἱ. Μ. Ἁγίας Ἐλεούσας Κλεισούρας καί ἔπειτα χειροτονεῖται διάκονος ἀπό τόν μακαριστό μητροπολίτη κυρό Θεόκλητο. Ἔκανε ἐντύπωση ἡ ἐμφάνιση τοῦ νέου ἱερομονάχου Κοσμᾶ στόν κόσμο. Προχωροῦσε στόν δρόμο κοιτάζοντας μπροστά του, μέ χαμηλωμένο τό βλέμμα του, ὅλο συστολή καί εὐλάβεια καί χαιρετοῦσε πρόσχαρα ὅλους, ἀκόμη καί τούς θαμῶνες τῶν καφενείων. Ὅλοι τόν σέβονταν καί τόν ἀγαποῦσαν.
Σάν διάκονος, ποθεῖ νά σπουδάση τήν ἱερά ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας, γι᾿ αὐτό ἐγγράφεται στήν Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ., ὅπου μεταβαίνει σέ τακτά διαστήματα γιά νά παρακολουθῆ καί γιά ἐξετάσεις, ἐκτελώντας τό μακρινό ταξίδι μέ τά ΚΤΕΛ. Δοθείσης εὐκαιρίας, μᾶς ἀνέφερε ὅτι ὅποτε βρισκόταν στήν Θεσσαλονίκη, σάν φοιτητής, ἐπέλεγε νά ἐκκλησιάζεται σέ ναούς πού ἔψαλαν ἐπιφανεῖς ἱεροψάλτες τῆς ἐποχῆς, γιά νά ἀκούη ἀπό αὐτούς τούς ὕμνους, ἐπειδή τοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ψαλτική.
Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε ἀπό τόν ἴδιο μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος ὅπως μᾶς ἔλεγε, τόν διόρισε στόν Μητροπολιτικό Ἱ. Ν. Ἁγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου, ἐπειδή ἀπό αὐτόν τόν ναό ἀναμεταδιδόταν ἡ θεία Λειτουργία ἀπό τό ραδιόφωνο, ὥστε νά κηρύττη γιά νά ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στό ραδιόφωνο.
Ὁ ὁραματισμός του ἦταν ἡ ἱεραποστολή μέ ἐκκλησιαστικό φρόνημα, καί κάτω ἀπό τήν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου. Ἐπιθυμοῦσε νά βοηθάη ψυχές. Ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας τῆς Ἱ. Μ. Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας ἐπί τριάκοντα συναπτά ἔτη. Στήν διακονία τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του κατέθεσε ὅλα τά χαρίσματά του.
Ὁ ἱεραποστολικός του ζῆλος φάνηκε ἀπό τίς περιοδεῖες του, στά πλέον δυσπρόσιτα χωριά τῆς Μητροπόλεως, ὅπου μετέβαινε γιά νά λειτουργήση καί νά κηρύξη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη τόν ἐνθυμοῦνται στά ὀρεινά χωριά τοῦ Βάλτου, τοῦ Ξηρομέρου καί τῆς Τριχωνίδος, ὅπου μετέβαινε συνήθως ἀποβραδίς μέ τό λεωφορεῖο, μένοντας στό σπίτι τοῦ ἱερέα τοῦ χωριοῦ ἤ ὅπου ἦταν δυνατόν. Δέν ὑπῆρχε χωριό πού δέν πέρασε ὅλα τά χρόνια τῆς διακονίας του. Πολλοί τόν θυμοῦνται σύννουν, ἀλλά καί πρόσχαρο στά ἀστικά λεωφορεῖα, πού χρησιμοποιοῦσε γιά μετακίνηση, ἀλλά καί μετά τήν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπον, ὄργωσε κυριολεκτικά, ὅλη τήν ἐπαρχία του. Σπάνια τόν ἔβλεπες νά λειτουργῆ στό Μεσολόγγι ἤ τό Ἀγρίνιο (μόνο σέ πανηγύρεις Ναῶν κ.τ.λ.). Προτιμοῦσε νά μεταβαίνη καί νά λειτουργῆ περισσότερο στίς κωμοπόλεις καί τά χωριά.
Τό γεμᾶτο πρόγραμμά του πλέον στήν ἐπισκοπική του διακονία εἶναι ὑπερφορτωμένο. Τήν Μ. Τεσσαρακοστή τό πρόγραμμά του ἦταν, ἐξομολογήσεις, ὁμιλίες στούς κατανυκτικούς Ἑσπερινούς, ὅπου χοροστατοῦσε στά διάφορα κέντρα τῆς Μητροπόλεώς του, κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, τό ἀπόγευμα σέ ἀπομακρυσμένα χωριά τῆς ἀχανοῦς ἐπαρχίας του, ὅπου καί κήρυττε, ὕστερα ἀπό ὁλοήμερη κόπωση στά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως ἤ σέ ἐξομολογήσεις καί ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, πάλι κατά τό ἴδιο τυπικό. Τήν δέ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔκανε ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου σέ διάφορα χωριά καί Προηγιασμένες. Μόλις τελείωνε τήν Προηγιασμένη τῆς Μ. Τετάρτης σέ ἕνα χωριό, ἔφευγε γρήγορα σέ ἄλλο, χωρίς νά ξεκουραστῆ, γιά νά τελέση τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου καί νά ἁγιάση τούς πιστούς.
Τόν δέ 15αύγουστο ἔκανε διπλές Παρακλήσεις, γιά νά περιοδεύη περισσότερες περιοχές, ἔψαλε, διάβαζε τό Εὐαγγέλιο καί φυσικά κήρυττε. Ἔλεγαν μερικοί: «Ὁ Κοσμᾶς δέν κατάλαβε ἀκόμα ὅτι ἔγινε δεσπότης, νομίζει ὅτι εἶναι ἱεροκήρυκας».
Διακονία πού διέπρεψε κατά Χριστόν, ἦταν ἡ πνευματική πατρότητα. Ἔγινε ὁ πιό περιζήτητος καί ἀγαπητός Πνευματικός τῆς περιοχῆς. Δεχόταν μέ ἀγάπη ἀδιακρίτως ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτου ἡλικίας, τάξης καί ἐπαγγέλματος, τούς πιό μορφωμένους, καθηγητές κ.τ.λ., ἕως τίς πιό ἁπλοϊκές γερόντισσες τῶν χωριῶν. Ὅσοι ἐξομολογήθηκαν στό πετραχήλι του δέν θά λησμονήσουν τήν καταδεκτικότητά του, τίς σοφές καί πατερικές συμβουλές του, τήν ἐμψύχωση καί ἀγωνιστικότητα γιά νέο ξεκίνημα στόν ἀγῶνα. Ἔφευγες πάντα ἀναπαυμένος, ἀνανεωμένος, μέ θέληση γιά νέα ἀρχή. Ἰδιαίτερα, ὅταν ἀπήγγειλε τήν συγχωρητική εὐχή μέ τήν κατανυκτική φωνή του καί ἔπαιρνε ἁπαλά τό ἐπιτραχήλιο ἀπό τήν κεφαλή σου, θαρροῦσες ὅτι σοῦ ἔπαιρνε καί ὅλο τό ψυχικό βάρος.
Πολλοί κληρικοί, μοναχοί, οἰκογενειάρχες καί προκομμένοι ἄνθρωποι, βγῆκαν ἀπό τό πετραχήλι του. Πολλοί μοναχοί καί μοναχές τόν εἶχαν Πνευματικό τους, χωρίς νά ἐπηρεάζωνται ἀπό τήν διοικητική σχέση. Ἴσως νά μήν ὑπάρχη ἄλλος Ἀρχιερέας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, πού ἀνέδειξε τόσους ἄξιους ἱερεῖς ἀπό τά πνευματικά του τέκνα.
Τήν ἐξομολόγηση δέν διέκοψε καί μετά τήν ἐκλογή του, ἴσα-ἴσα αὐξήθηκαν οἱ προσερχόμενοι. Ἐξομολογοῦσε σέ Ναούς τῶν πόλεων Ἀγρινίου, συνήθως Ἅγιο Γρηγόριο καί στό Μεσολόγγι στόν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ἀλλά καί στήν κατοικία του στό Ἀγρίνιο. Λυκειάρχης συνταξιοῦχος, εἶπε γιά τόν μακαριστό Κοσμᾶ: «Βοήθησε τρεῖς γενεές σάν Πνευματικός. Ἐμᾶς, τά παιδιά μας καί τά ἐγγόνια μας».
Ὅταν ἦταν ἀκόμη ἀρχιμανδρίτης, ἀπό τίς πολύωρες ἐξομολογήσεις πού κρατοῦσαν ἕως ἀργά τήν νύκτα, ὅπως μᾶς εἶπε, ἔπαθε ὑπερκόπωση καί πῆρε ἄδεια νά ἡσυχάση στήν Ἱ. Μ. Στομίου τῆς Μητροπόλεως Κονίτσης, ὥστε νά ἀνακάμψη καί νά ξεκουραστῆ. Πολλοί, θά τόν θυμώμαστε ὥς τό τέλος στίς ἐξομολογήσεις ἀπό τήν κόπωση καί τήν ἀγρυπνία, νά γέρνη τό κεφάλι του καί νά “κλέβη” λίγα λεπτά ὕπνου.
Ἦταν ἄριστος καί κατανυκτικός λειτουργός καί μετέδιδε παλμό πνευματικό στό ἐκκλησίασμα. Τί νά σημειώσουμε γιά τήν ἄπειρη εὐλάβειά του, πού διατήρησε σέ ὅλη του τήν ζωή. Ὅλος ἦταν ποτισμένος στήν εὐλάβεια, ἡ ὁποία ἦταν πηγαία, ὄχι τυπική καί προσποιητή.
Ἐνθυμούμεθα, μέ τί προσήλωση καί συναίσθηση διάβαζε τίς εὐχές, πῶς ἔκανε ἀργά καί σωστά πολλές φορές τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πῶς ἔκανε πολλές μετάνοιες γιά νά μπῆ στό Ἱερό Βῆμα νά ἀσπαστῆ τήν Ἁγία Τράπεζα, εἰδικά ὅταν κοινωνοῦσε, μετάνοιζε ἀκουμπώντας τό χέρι στήν γῆ, διπλώνοντας τήν μέση καί λάμβανε μέ φρίκη τά ἅγια Μυστήρια. Μᾶς διηγόταν ὁ μακαριστός π. Αὐγουστῖνος, Ἡγούμενος Ἱ. Μ. Μυρτιᾶς καί Πνευματικός, ὅτι ἀπό μία τέτοια κατανυκτική Λειτουργία πού ἔκανε ὁ δεσπότης σάν ἱερομόναχος, σέ ἕνα ἐξωκκλήσι στό χωριό του, πόθησε τήν ἀφιέρωση στόν Θεό. Πάντα μετά τήν θεία Λειτουργία ὅταν ξεφοροῦσε, καθόταν νά ἀκούση τήν Εὐχαριστία στό Ἱερό Βῆμα καί ἔκανε τήν ἀπόλυσή της ἐμπρός στήν Ἁγία Τράπεζα καί ὕστερα ἔβγαινε. Ποτέ δέν βιαζόταν. Ἄν καί ἦταν γνώστης τῆς ψαλτικῆς, ἀλλά καί πολύ καλλίφωνος (εἶχε βαθειά ἀνδροπρεπῆ φωνή), δέν παρασυρόταν, οὔτε ἔκανε κορῶνες κ.τ.λ. Οἱ κινήσεις του ἦταν εὐλαβικές, ἁπλές καί συμμετρικές, χωρίς νά ἀποσποῦν τήν προσοχή στό ἐκκλησίασμα, ἀλλά νά ἀνάγουν στόν Θεό.
Κάποτε σάν παιδιά, διακονούσαμε στό Ἱερό Βῆμα σέ ἐγκαίνια Ναοῦ, κάνοντας τήν ἑτοιμασία τοῦ μείγματος καί δυστυχῶς μιλούσαμε. Ὁ ἐπίσκοπος τό ἀντιλήφθηκε· ἦρθε σιγά πρός τό μέρος μας καί μέ πατρική ἀγάπη πού ἀφόπλιζε, μᾶς εἶπε: «Ἡ Λειτουργία γίνεται καί γιά ἐσᾶς». Γενικά, δέν ἤθελε κουβέντες καί συζητήσεις στόν φρικτό χῶρο τοῦ Θυσιαστηρίου.
Ἀξιομνημόνευτο εἶναι τό ἀκόλουθο περιστατικό, πού δείχνει τό ἦθος του στήν θεία Λατρεία. Λειτουργοῦσε σέ Μονή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μεταξύ τῶν λειτουργῶν ἱερομονάχων ἦταν καί πολιός ἀγαπητός καί γνωστός του Γέροντας. Καί ὅμως δέν ἀντήλλαξε μαζί του κουβέντα, παρ᾿ ὅτι ὁ Γέρων εἶχε πρεσβεία ἱερωσύνης καί ἦταν κοντά στόν Ἀρχιερέα, ἀλλά τό θαυμαστό εἶναι ὅτι δέν τόν ἀντιλήφθηκε· τόση προσήλωση εἶχε. Μετά τήν ἀπόλυση, βεβαίως, τόν χαιρέτησε ἐγκάρδια.
Ἦταν δεινός ἱεροκήρυκας καί ἤξερε νά χειρίζεται τόν λόγο, χωρίς νά παρασύρεται. Τά κηρύγματά του συνήθως στήν θεία Λειτουργία ἦταν μυσταγωγικά, εὐαγγελικά, ἀφυπνιστικά, ἁγιολογικά, ἐσχατολογικά καί ὁμολογιακά. Ἀναλόγως τοῦ ἐπιπέδου τοῦ ἐκκλησιάσματος προσαρμοζόταν, ὥστε νά γίνεται κατανοητός. Κάποτε, ἐπισκέφθηκε ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι μέ πολλές μοναχές. Ὁ Γέροντας τόν παρακάλεσε νά κάνη Σύναξη καί νά μιλήση στίς ἀδελφές. Δέν ἤθελε, λέγοντας «τί νά πῶ ἐγώ, ἐσεῖς ἀκοῦτε πνευματικά πράγματα ἀπό τόν Γέροντά σας». Ἀπό ὑπακοή μίλησε καί στό τέλος οἱ μοναχές ἔλεγαν «τέτοια Σύναξη δέν ξανακούσαμε».
Ἀπό τά κηρύγματά του πολλοί μετανόησαν, ἄλλαξαν ζωή, ἄλλοι ἔγιναν καί μοναχοί. Ὁ πρακτικός καί πνευματικός λόγος του, ἐπειδή τόν βίωνε ὁ ἴδιος μέ τήν ἐνάρετη ζωή του, πληροφοροῦσε τούς ἀκροατές καί τούς ἀλλοίωνε. Εἶπε σέ μιά Σύναξη νέων: «Παιδιά μας, πρέπει νά δοθοῦμε ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, καί ὄχι καί Θεό καί κόσμο καί ἁμαρτία». Ἕνας ἀπό τούς νέους πού τό ἄκουσε, σκέφθηκε ὅτι αὐτό μπορεῖ νά γίνη μόνο μέσα στόν μοναχισμό καί ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία του νά γίνη μοναχός, ὅπως καί ἔγινε μέ τήν βοήθεια τοῦ π. Κοσμᾶ.
Θύμιζε σέ ὅλους τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, ἔτσι κοντόσωμος καί ἀσκητικός, ὅπως ἦταν, ἀλλά καί ὁ ἴδιος τόν ὑπεραγαποῦσε τόν Ἅγιο, ἀφοῦ ἀναφερόταν συχνά στά κηρύγματά του στίς διδαχές του.
Ἡ ἐκλογή του στόν ἐπισκοπικό θρόνο ἔγινε θαυμαστῷ τῷ τρόπῳ. Ἀρχικά, τόν προέτρεπαν πολλοί κληρικοί τῆς Μητροπόλεώς του, ἀλλά καί ἐπιφανῆ πρόσωπα, διότι ὅπως ἀναφέραμε, ἦταν πρόσωπο σεβάσμιο. Ἔπειτα τό ἀπαιτοῦσε ὁ ἁπλός λαός, ἀκόμα καί οἱ ἀθίγγανοι τῆς περιοχῆς. Λαμβάνοντας ὁ ἴδιος ὅλα αὐτά ὑπ᾿ ὄψη καί θέλοντας νά βοηθήση πολύ τήν Μητρόπολη πού τόν ἀνέθρεψε καί στήν ὁποία ἐργάστηκε τόσα χρόνια καί γνωρίζοντας τίς ἀνάγκες τοῦ τόπου ἐγκυρότερα ὅσο κανείς ἄλλος, συμβουλεύθηκε Γέροντες τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί Πνευματικούς πατέρες καί μέ τήν εὐλογία τους μπῆκε στό τριπρόσωπο καί λαμβάνοντας ὅλων τῶν προηγουμένων γνώση ἡ Ἱεραρχία, τόν ἐξέλεξαν Μητροπολίτη τῆς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας. Τόν χειροτόνησε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μέ ἄλλους Ἀρχιερεῖς.
Τό γεγονός χαροποίησε ὅλους τούς ἐντόπιους κληρικούς μοναχούς καί λαϊκούς, διότι ὁ νέος μητροπολίτης καί ποιμένας τους ἦταν ὁ γνωστός ταπεινός π. Κοσμᾶς.
Γνωρίζοντας τίς ἐλλείψεις τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐργάστηκε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του γιά νά τίς καλύψη καί νά τίς διορθώση. Πραγματικά, τάραξε τά λιμνάζοντα ὕδατα τῆς παρακμῆς καί ἀναγέννησε τήν Ἱερά Μητρόπολη. Ἀρχικά, χειροτόνησε νέους κληρικούς καί ἐπιβράβευσε ἀπό τούς
ὑπάρχοντας τούς πιό “ἐργατικούς”. Συμβούλευε συχνά τούς νεοχειροτονημένους: «Μήν συνηθίσης, πάτερ μου, τό Θυσιαστήριο».
Ἐκτιμοῦσε πολύ τό μοναχικό τάγμα. Θεωροῦσε τά Μοναστήρια «πνεύμονες» τῆς μητροπόλεως καί μετέβαινε συχνά νά λειτουργῆ σέ αὐτά. Παραχωροῦσε μέ χαρά τά Μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας του σέ ἀδελφότητες καί τά πιό πολλά ἐπανδρώθηκαν ἐπί τῶν ἡμερῶν του.
Πολλή βάση ἔδωσε στήν νεότητα. Ποθοῦσε πολύ νά συνάξη τούς νέους στήν Ἐκκλησία, γι᾿ αὐτό μετέβαινε συχνά στούς ναούς πού ἐκκλησιάζονταν τά σχολεῖα, καί μιλοῦσε ἄμεσα στά παιδιά. Μέ τήν εὐλογία του δημιουργήθηκαν κατηχητικά καί συνάξεις νέων.
Ἰδιαίτερα ὅμως, ἔδειξε τήν ἀγάπη στούς νέους μέ τίς κατασκηνώσεις. Σάν ἀρχιμανδρίτης, στήν ἀρχή τῆς διακονίας του, εἶχε κάνει τήν ἀρχή μέ ὑποτυπώδη κατασκήνωση πού λειτούργησε γιά λίγο στήν Ἀμφιλοχία. Ἔπειτα πρωτοστάτησε στήν ἵδρυση κατασκηνώσεων στήν Ρίζα Ἀντιρρίου ἀπό τήν Μητρόπολη. Γιά πρώτη φορά οἱ κατασκηνώσεις, ὅπως μᾶς ἔλεγε, λειτούργησαν τήν χρονιά εἰσβολῆς τῶν Τούρκων στήν Κύπρο καί γι᾿ αὐτό διακόπηκαν σύντομα.
Σάν ἀρχιμανδρίτης, ἕως τήν χρονιά τῆς ἐκλογῆς του, ἦταν ὁ ἀρχηγός στήν περίοδο τῶν ἀγοριῶν, ὅπου ὠφέλησε μέ ὅλη τήν στάση του τά παιδιά. Πολλοί, θά τόν θυμοῦνται τήν ὥρα τῆς ὁμαδικῆς προσευχῆς νά προσεύχεται μέ παλμό, ἀλλά καί στά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα νά κηρύττη μέ ζέση τίς εὐαγγελικές ἀλήθειες, ἀλλά καί σάν πραγματικό πατέρα μέ τήν ἐξομολόγηση καί τίς ὁμαδικές καί κατ᾿ ἰδίαν συζητήσεις μέ τούς προβληματισμένους νέους. Ὅσα χρόνια ἐργάστηκε ἐκεῖ, πολλοί νέοι πῆραν τήν καλή στροφή καί ἔγιναν συνειδητοί χριστιανοί, ἀκόμη καί ἱερεῖς καί μοναχοί.
Σάν μητροπολίτης ἀνακαίνισε τίς κατασκηνώσεις καί τίς ἐπαναλειτούργησε μέ ἐπιτυχία. Ἐπισκεπτόταν ὅλες τίς περιόδους ἀγοριῶν καί κοριτσιῶν γιά νά ὁμιλῆ καί νά συνομιλῆ μέ τούς νέους. Πολύ προέτρεπε τούς νέους στόν ἀγῶνα γιά ἁγνότητα σώματος καί καθαρότητα λογισμοῦ, πάντα ὅμως μέ κατανόηση πρός τά παιδιά καί τήν ἐποχή τους. Ἔλεγε χαρακτηριστικά, τήν ἀκόλουθη ρήση, πού χρησιμοποιοῦσε συχνά γιά νά τονίση τήν ἀγγελική ἀρετή τῆς ἁγνότητας: «Χίλιες φορές, μή γένοιτο βέβαια, νά πέσουν ἀκάθαρτα πράγματα καί νά βεβηλωθῆ ἡ Ἁγία Τράπεζα, παρά νά μολύνετε τό σῶμα σας καί νά χάσετε τήν ἁγνότητά σας!». Παρά τήν διοικητική του μέριμνα ὡς ἐπισκόπου καί τήν ἡλικία του, πολλοί νέοι τόν προτιμοῦσαν γιά Πνευματικό τους.
Κέντρο τῆς ἐπισκοπικῆς του δραστηριότητας ἔβαλε τήν θεία Λατρεία. Μετέβαινε ὁ ἴδιος σέ ἀπόμακρα μέρη καί τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία καί ἄλλες Ἀκολουθίες. Ἐπευλογοῦσε ὅμως καί προέτρεπε τούς ἱερεῖς νά τελοῦν πιό πολλές Ἀκολουθίες, ἀλλά καί ἀγρυπνίες.
Οἱ περισσότεροι ναοί τῆς ἐπαρχίας του ἦταν ἀνεγκαινίαστοι. Φρόντισε καί σχεδόν στά 16 χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του ἐγκαινίασε τούς πιό πολλούς. Τελοῦσε τά ἐγκαίνια μέ εὐλάβεια καί πολλή προσοχή. Πρόσφερε ἅγια Λείψανα ἀπό τά προσωπικά του, γιά νά τοποθετηθοῦν στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἀνέβαινε σέ ἕνα σκαμνάκι, ἐπειδή ἦταν βραχύσωμος καί ἔφτανε καλύτερα τό φυτό τῆς Ἁγίας Τραπέζης, γιά νά κάνη εὐκολώτερα τήν διαδικασία. Πάντα ἑρμήνευε στό ἐκκλησίασμα ὁ ἴδιος ἤ ἐντεταλμένος κληρικός τά γινόμενα, γιά νά μετέχουν καί οἱ πιστοί.
Ὅπως τονίστηκε, τόν χαρακτήριζε ὁ ἱεροαποστολικός ζῆλος, γι᾿ αὐτό καί φρόντισε γιά τήν πνευματική πρωτίστως ἀνάπτυξη τοῦ λαοῦ, μέσῳ τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου.
Δημιούργησε σχολές γονέων καί ἐκεῖ κάθε Κυριακή ἀπόγευμα γίνονταν ὁμιλίες καί διαλέξεις ἀπό σημαίνοντα πρόσωπα πού προσκαλοῦσε ὁ ἴδιος, κληρικούς, Γέροντες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί λαϊκούς καθηγητές. Κριτήριο ἦταν τό ὀρθόδοξο φρόνημά τους. Παρίστατο καί ὁ ἴδιος πάντα καί ἄκουγε μέ ἐνδιαφέρον.
Ἄλλο μέσο πού χρησιμοποίησε ἦταν ὁ Ραδιοφωνικός σταθμός, πού πολύ βοήθησε καί ἐκεῖ μέ τήν εὐλογία του ἀναμεταδίδονταν Ἀκολουθίες καί ἀγρυπνίες, ἀλλά καί ἐκπομπές πατέρων καί ἀδελφῶν λαϊκῶν τῆς οἰκείας μητροπόλεως. Ἐξέδιδε τό περιοδικό “Ἅγιος Κοσμᾶς”, ἔκανε Συνέδρια καί Ἡμερίδες, ὁ ἴδιος βοηθοῦσε ἀπόρους φοιτητές νά σπουδάσουν, ἀλλά ὀργάνωσε καί τό φιλανθρωπικό ἔργο μέ συσσίτια καί κοινωνικά παντοπωλεῖα.
Σεβόταν πολύ καί τιμοῦσε τό ράσο. Ἀπό τούς μοναχούς, ἕως τούς Ἀρχιερεῖς, τιμοῦσε ὅλους τούς ρασοφόρους. Πάντα τούς ἀποκαλοῦσε “πάτερ τάδε” καί ὄχι μόνο μέ τό ὄνομα, ἀκόμη καί ἱερεῖς καί διακόνους πού ἤξερε ἀπό μικρά παιδιά, τούς ἀποκαλοῦσε “πάτερ”.
Ἔλεγε συχνά, σέ ἁπλούς μοναχούς στό Ἅγιον Ὄρος, ἐπειδή εὐλαβοῦνταν τούς Ἁγιορεῖτες, ἀλλά καί σέ ἄλλα Μοναστήρια, ἔλεγε μέ ταπείνωση καί εἰλικρινῶς ἐκ καρδίας: «Εὔχεσθε, εὔχεσθε γιά μένα, τό ἔχω τόσο ἀνάγκη» ἤ «εὔχεσθε γιά τόν ἁμαρτωλό Κοσμᾶ».
Σέ ἕνα Κελλί στό Ἅγιον Ὄρος πού ἐπισκέφθηκε κάποτε καί ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ τόν παρακινοῦσε νά πῆ κάτι, αὐτός ἔλεγε μέ συστολή: «Ἐγώ τί νά πῶ, ἐμεῖς στόν κόσμο δέν κάνουμε τίποτε, ἀπό ἐσᾶς περιμένουμε νά ἀκούσουμε». Ὅπως, ὅταν ὁ Γέροντας τόν ἐπαίνεσε, αὐτός εἶπε ταπεινά γιά τόν ἑαυτό του: «Ἐγώ εἶναι ἕνας πάφλας (τενεκές), πού ὅταν τόν χτυπᾶς κάνει θόρυβο, ἀλλά παραμένει πάφλας».
Πιό πολύ ἀπό ὅλους συνδεόταν μέ τόν σύγχρονο ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη. Ὅσο ζοῦσε, τόν ἐπισκεπτόταν συχνά στό Ἅγιον Ὄρος μέ τόν ἀδελφό του Ἀπόστολο, ὅπως καί μέ διαφόρους νέους, πνευματικά του παιδιά. Ὅπως μᾶς πληροφόρησαν, ὁ Ὅσιος εἶχε πῆ γιά τόν δεσπότη: «Ὁ π. Κοσμᾶς εἶναι ὁ πιό ταπεινός κληρικός στήν Ἑλλάδα». Μάλιστα, εἶχε προειπῆ μέ τό προορατικό του χάρισμα, τήν ἐκλογή του εἰς ἐπίσκοπον.
Ὅταν ὁ Ὅσιος θέλησε νά μεταβῆ στόν τόπο μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Βλασίου στά Σκλάβαινα Ἀκαρνανίας, γιά νά ἀνταποδώση τήν ἐπίσκεψη, διανυκτέρευσαν στό σπίτι τοῦ π. Εὐστρατίου, ὅπου ἔμενε καί ὁ π. Κοσμᾶς. Ἔλεγε ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι τοῦ ἔκανε ἐντύπωση: «Ὁ π. Παΐσιος προσκύνησε μέ πολλές στρωτές μετάνοιες τόν τάφο τοῦ Ὁσιομάρτυρος». Συχνά, ὁ δεσπότης ἀναφερόταν στόν Ὅσιο, στόν βίο καί στήν διδασκαλία του, εἴτε σέ κηρύγματα, εἴτε σέ ὁμιλίες, εἴτε σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί διάβαζε πολύ συχνά τά βιβλία πού ἀφοροῦσαν στήν ἁγία μορφή του.
Συνδεόταν ἐπίσης πολύ καί μέ τόν ὅσιο Ἰάκωβο τῆς Εὐβοίας. Μετέβαινε συχνά στό Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ καί συλλειτουργοῦσαν. Ὁ Ὅσιος τόν ἀγαποῦσε πολύ.
Ἐπισκεπτόταν καί τόν ὅσιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη. Σέ μία τέτοια ἐπίσκεψη, ὅταν ὁ π. Κοσμᾶς μπῆκε στό δωμάτιο πού ἦταν ὁ Ὅσιος, τόν βρῆκε νά συνομιλῆ στό τηλέφωνο. Τότε διέκοψε τόν συνομιλητή του καί εἶπε: «Σέ ἀφήνω τώρα, γιατί ἦρθε ἕνας δεσπότης». Τότε ὁ π. Κοσμᾶς ἦταν ἀκόμη ἱερομόναχος, πολύ ἀργότερα ἐκλέχθηκε Ἀρχιερέας.
Πολλή σχέση εἶχε καί μέ τόν τοπικό ἐνάρετο γέροντα Παγκράτιο, πού ἀσκοῦνταν σέ ἕνα Μοναστηράκι κοντά στήν Βόνιτσα. Τόν ἐπισκεπτόταν συχνά, ἔμενε ἐκεῖ γιά νά συλλειτουργήσουν καί τόν συμβουλευόταν. Πρίν τήν ἐκλογή του, εἶπε προφητικά στήν ἀδελφή τοῦ δεσπότη, Ἑλένη: «Ὁ Κοσμᾶς θά ἐκλεγῆ». Αὐτός, μετά τήν ἐκλογή του, τίμησε τόν Γέροντα ἱερομόναχο καί τοῦ ἀπένειμε τό ὀφίκκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.
Σέ φοιτητές τῆς Θεολογίας, τούς συμβούλευε νά προσέχουν καί νά ἀκοῦνε καθηγητές μέ πατερικό ὀρθόδοξο φρόνημα καί νά φυλάγωνται ἀπό οἰκουμενιστικά καί μεταπατερικά φρονήματα καί ἀπό αὐτούς πού τά ἐξέφραζαν. Σέ ὑπουργό Παιδείας πού τόν ἐπισκέφθηκε στήν Μητρόπολη, εἶπε εὐθαρσῶς: «Νά μήν βγάλωμε τόν Χριστό ἀπό τά σχολεῖα».
Ἄν καί ἴδιος δέν ἔζησε σέ Μοναστήρι, ἐπειδή στήν ἐποχή του δινόταν βάση πιό πολύ στό ἱεροαποστολικό ἔργο, παρ᾿ ὅλα αὐτά ἀγαποῦσε πολύ τόν μοναχισμό. Σέ ὅλη του τήν πορεία προσπαθοῦσε νά συμβαδίζη μέ τά μοναχικά ἰδεώδη, γι᾿ αὐτό ἦταν πάντα πολύ νηπτικός, ἡσυχαστικός καί προσευχητικός. Ὅπως συχνά ἔλεγε ὁ ἴδιος, εἶχε “Γέροντα” τόν πατέρα του καί βοηθήθηκε μέ τήν ὑπακοή πού τοῦ ἔκανε.
Μέ χαρά ἔδινε εὐλογία σέ πνευματικά του τέκνα νά μονάσουν καί παρ᾿ ὅλο πού διακονοῦσε στόν κόσμο, θεωροῦσε τόν μοναχισμό κάτι ἀνώτερο, ἀφοῦ ὅταν χειροτονοῦσε ἀγάμους κληρικούς, δέν τούς χειροθετοῦσε μεγαλοσχήμους, ὅπως πολλοί συνηθίζουν, ἀπό σεβασμό στό σχῆμα, ἀλλά εἶχε καί τήν πεποίθηση ὅτι ὁ μεγαλόσχημος ἔχει πνευματικές ὑποχρεώσεις πού δέν μποροῦν νά ἐκπληρωθοῦν στόν κόσμο, ἀλλά μόνο στό Μοναστήρι.
Νέο πού εἶχε βοηθήσει νά σπουδάση καί ἦταν πλησίον του, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νά μονάση στό Ἅγιον Ὄρος, δέν δυσαρεστήθηκε, οὔτε θέλησε νά τόν κρατήση κοντά του, ἀλλά τοῦ εἶπε μέ χαρά: «Νά πᾶς καί νά γίνης ἕνας ἄγγελος καί νά προσεύχεσαι καί γιά μένα». Πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τό φιλομόναχο πνεῦμα, ἀλλά καί τήν ἀρχοντιά του.
Πολύ ἀγαποῦσε τό Ἅγιον Ὄρος, τό “Περιβόλι” τῆς Παναγίας μας. Εἶχε σέ εὐλάβεια τούς πνευματικούς Γέροντες καί πατέρες τοῦ Ὄρους, γι᾿ αὐτό καί μετέβαινε συχνά, ἄλλες φορές γιά νά
ἐξομολογηθῆ καί νά ρωτήση γιά τό ποιμαντικό του ἔργο καί ἄλλοτε προσκεκλημένος (ὡς ἐπίσκοπος) Μονῶν ἤ Κελλιῶν, γιά νά παραστῆ πανηγύρεων ἤ νά τελέση κάποια χειροτονία. Ἔκανε ἐντύπωση στούς Ἁγιορεῖτες ἡ εὐλάβεια καί ἡ ὀρθοστασία του στίς πολύωρες ἀγρυπνίες, ἀλλά πολύ ἐκτιμοῦσαν καί τό ὁμολογιακό ὀρθόδοξο φρόνημά του.
Κάποτε, ἦταν προσκεκλημένος τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος στήν πανήγυρη τοῦ Πανσέπτου Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου (Κοιμήσεως Θεοτόκου) καί φιλοξενήθηκε σέ ἕνα Κελλί ἐντός τῶν Καρυῶν. Τήν ἑπόμενη τῆς ἑορτῆς (16 μέ τό παλαιό ἑορτολόγιο, 29 μέ τό νέο) οἱ πατέρες ἑτοίμασαν μέ ἀγάπη ἕνα ἐπίσημο πρωϊνό, παραθέτοντας καί ἀρτύσιμα ἐδέσματα, ἐπειδή δέν ἦταν ἡμέρα νηστείας στό Ἅγιον Ὄρος. Μόλις ὁ δεσπότης εἶδε τό κέρασμα, ἀρνήθηκε εὐγενικά. Ὅταν οἱ πατέρες τόν παρότρυναν πιό πιεστικά νά λάβη κάτι, εἶπε: «Πατέρες, τό ποίμνιό μου σήμερα νηστεύει (29 Αὐγούστου, Ἰωάννου Προδρόμου), πῶς ἐγώ νά ἀρτυθῶ;». Τέτοια ἀκρίβεια εἶχε. Τελευταία φορά ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος στίς 24-8-2022, ὡς προσκεκλημένος στήν πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στήν Μονή Φιλοθέου.
Ποτέ δέν ἀργολογοῦσε, οὔτε ἔλεγε φαιδρά ἀστεῖα. Ἔλεγε πάντα κάτι ὠφέλιμο, ἐπίκαιρο ἤ καί εὔστροφο, πού προκαλοῦσε σεμνό γέλωτα. Ἦταν πολύ σεμνός, οὐδέποτε ἔλεγε ἀστεῖα, σοβαρός, ἀλλά ὄχι ἀποκρουστικός, γλυκύς, ἀλλά ὄχι χαλαρός. Εἶχε προσοχή στόν ἑαυτό του καί μετέδιδε τήν ἀγάπη του σέ ὅλους, τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό. Ἡ ζωή του καί ἡ ὁμιλία του ἐνέπνεαν ὅσους τόν πλησίαζαν. Ὑπῆρξε ταπεινός, ἁγνός, ἀφιλοχρήματος, χωρίς προσωπικές ἐπιδιώξεις, παρά μόνο τήν σωτηρία τοῦ λαοῦ, γιά τόν ὁποῖον θυσίασε τόν ἑαυτό του.
Ἦταν πολύ νηπτικός καί πρόσεχε πολύ τίς πέντε αἰσθήσεις. Τά μάτια του συνήθως, κοιτοῦσαν κάτω ἤ πρός τόν οὐρανό. Δέν ἔκανε πολλές χειρονομίες, ἀρκοῦνταν νά σοῦ σφίξη ἐγκάρδια τό χέρι ἤ νά σέ χτυπήση ἐλαφρά στό κεφάλι καί ἔνοιωθες ὅτι σέ ἀγαπάει. Ἦταν εὐαίσθητη ψυχή καί πληγωνόταν, ὅταν μάθαινε ὅτι ἕνα πρόσωπο τόν συκοφαντεῖ, τόν κατηγορεῖ κ.τ.λ. Ποτέ ὅμως δέν τόν κατέκρινε ἤ μνησικακοῦσε. Πολύ πρόσεχε τήν ἔξωθεν μαρτυρία, δηλαδή, νά μήν σκανδαλίση κάποιον ἀπό τήν ὅλη στάση του.
Ἐπισκέφθηκαν κάποτε, ὁ δεσπότης, ἡ ἀδελφή του καί κάποιοι γνωστοί τους τήν Ἱ. Μονή Προυσσοῦ, γιά νά προσκυνήσουν τήν Παναγία μας. Στό παρεκκλησάκι πού βρίσκεται ἡ ἱερά εἰκόνα, κάποια κυρία ἐξεδήλωσε δαιμονική ἐπήρεια καί ἄρχισε νά φωνάζη καί νά μιλάη ἄσχημα, ἀκόμη καί πρός τήν Παναγία μας. Ὁ Σεβασμιώτατος πού βρισκόταν στήν εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ καί λογικά δέν εἶναι ὁρατός ἀπό τό παρεκκλήσι τῆς εἰκόνας, μόλις ἄκουσε τήν δαιμονισμένη, ἄρχισε νά προσεύχεται ἔντονα καί ζήτησε πετραχήλι γιά νά διαβάση τίς εὐχές. Τότε ἡ κυρία ἤ μᾶλλον τό “ταγκαλάκι”, ἄρχισε (ἐνῶ δέν τόν ἔβλεπε, οὔτε τόν ἄκουγε) νά ὠρύεται καί νά ὁμολογῆ ὅτι τήν καίει ὁ δεσπότης.
Ὑπῆρχε ἕνας μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε σέ αἱρετικό περιβάλλον, ὁ Θεός ὅμως οἰκονόμησε νά βρῆ τήν ἀλήθεια πού ὑπάρχει μόνο στήν Μία Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θέλοντας, λοιπόν, νά κάνη αὐτό τό βῆμα, ἀποφάσισε νά βρῆ τόν μητροπολίτη τῆς περιοχῆς καί νά τοῦ ζητήση νά τόν βαφτίση καί νά τόν κατηχήση. Πῆγε, λοιπόν, στά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως στό Μεσολόγγι καί ζήτησε νά δῆ τόν Σεβασμιώτατο, χωρίς προηγουμένως νά ἐνημερώση σχετικά μέ τό ἱστορικό του. Μόλις μπῆκε στό γραφεῖο ὁ Σεβασμιώτατος, ἐνῶ δέν τόν εἶχε ξαναδῆ ποτέ, τόν κοίταξε καί τοῦ εἶπε: «Τάδε (τό ὄνομά του), πολύ καιρό σέ περίμενα». Ἔπειτα, τόν παρέπεμψε σέ ὑπεύθυνο κληρικό γιά νά κατηχηθῆ καί ὅταν τόν βάπτισαν πῆρε τό ὄνομα τοῦ δεσπότη.
Τά τελευταῖα δέκα ἔτη εἶχε διάφορα θέματα μέ τήν ὑγεία του (αὐχενικό, ἕρπη ζωστήρα, ἀποκόλληση, ὑπερκοπώσεις), ἀλλά ποτέ δέν ἄφηνε τά καθήκοντά του.
Στίς 3 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 2022, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ σεβασμιώτατος Κοσμᾶς, ἐκοιμήθη στό Νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμός ἀπό τόν κορωνοϊό. Ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἐτελέσθη στό Μεσολόγγι καί ἐτάφη κατά τήν ἐπιθυμία του στήν Ἱερά Μονή Μυρτιᾶς. Ὁ λαός τόν ἀποχαιρέτησε μέ πόνο καί δάκρυα, δείχνοντας τήν ἀγάπη του πρός τόν ποιμενάρχη του, ἀλλά καί μέ τήν βεβαιότητα ὅτι εἶναι ἅγιος. Τήν εὐχή του καί τήν ἀρχιερατική του εὐλογία νά ἔχωμε. Ἀμήν.