ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α. ΤΣΙΓΚΟΥ*
1. Δημιουργία καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου
Ἡ ἀνερμήνευτη ἀγάπη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἄπειρη καί ὑπερβάλλουσα Αὐτοῦ ἀγαθότητα ἔφερε ὅλα τά ὄντα τοῦ κτιστοῦ κόσμου ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη. Ὁ Θεός παρήγαγε τά πάντα “ἐξ οὐκ ὄντων”, ὄχι γιά τίποτε ἄλλο παρά γιά τόν “κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσίν”[1] Θεοῦ πλασθέντα ἄνθρωπο. Ἡ “κατ’ εἰκόνα” Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καθιστᾶ ἀπαραίτητη τή σχέση του μέ τόν Δημιουργό του, γιατί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παύει νά εἰκονίζει στήν ὕπαρξή του τόν Θεό, τότε ἀποκόπτεται ὁ ἴδιος ἀπό τίς ρίζες του.
Ἡ ἴδια ἡ ἱδρυτική σύσταση τοῦ ἀνθρώπου κατανοεῖται ὡς κάλεσμα σέ σχέση, καθώς εἶχε τή δυνατότητα καί προοπτική νά ὁλοκληρωθεῖ καί νά τελειωθεῖ ὡς πρόσωπο ἐρχόμενος σέ κοινωνία καί δημιουργώντας σχέση ἀγάπης καί μετοχῆς μέ τό ἀληθινό πρόσωπο, τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἐξαρχῆς τή δυνατότητα νά μείνει κοντά στόν Θεό τῆς ἀγάπης καί νά φθάσει στό “καθ’ ὁμοίωσιν”, νά γίνει κατά χάριν θεός. Ὁ ἔσχατος προορισμός καί ὁ μύχιος πόθος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ἦταν ἡ θέωση.
Ἦταν ὅμως ἀπό τήν ἀρχή σαφές ὅτι τόσο ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καί ἡ κτίση δέν μποροῦσαν νά ὑπερβοῦν τά ὅρια τους. Τό προπατορικό ἁμάρτημα τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται ἀκριβῶς στή διατάραξη ἤ τήν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν μπόρεσε νά παραμείνει μέσα στά δικά του ὅρια, οὔτε τήρησε τά μέτρα, πού τέθηκαν στή φύση του ἀπό τόν Δημιουργό του. Ὁ Ἀδάμ ἀναζήτησε τήν ἰσοθεΐα, θέλησε νά γίνει θεός χωρίς τόν Θεό, ὀρέχτηκε μία ψεύτικη καί ἄ-θεη θέωση, τοποθετώντας στή δημιουργία τόν ἑαυτό του ὡς θεό. Μέ τήν πτώση του δέν διατήρησε τό πολύτιμο προνόμιο νά εἶναι μέτοχος στό ὄντως Ὄν καί νά γίνει συνδημιουργός Του. Δέν πίστεψε στόν Δημιουργό του, ἀλλά ἐμπιστεύθηκε ἀλλοῦ τήν ὕπαρξή του. Μέ τήν πράξη του ἀμαύρωσε τό κάλλος τῆς εἰκόνας, πού ἔφερε μέσα του καί κατέπεσε ἀπό τό πνευματικό ὕψος τό ὁποῖο τοῦ δωρήθηκε.
Οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀστοχίας καί ἀπομάκρυνσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό ὑπῆρξαν πολλές, ὅπως: προσβολή τοῦ λογικοῦ καί τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου, ἀποδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προϊοῦσα ὑποταγή καί ὁλοκληρωτική παράδοση στίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, διεύρυνση τοῦ χάσματος μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Θεοῦ, μίσος καί ἔχθρα πρός τόν Θεό. Τήν ἀποξένωση καί ἀλλοτρίωση ἀπό τόν Θεό ἀκολούθησε ἡ ἀλλοτρίωση ἀπό τόν πλησίον, τό περιβάλλον, ἀλλά καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Διαλύθηκαν ὅλες οἱ κοινωνικές του σχέσεις μέ τό συνάνθρωπό του καί μέ τά ὄντα καί ἔτσι ὁδηγήθηκε σέ κατάσταση ἀκοινωνησίας.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας του γνώρισε τό θάνατο. Ὁ θάνατος ἦταν ἡ πλέον σοβαρή συνέπεια τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρτία τοῦ προπάτορος Ἀδάμ ἐγκαινίασε μία κατάσταση φθορᾶς καί θανάτου, ἀφοῦ, ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, προσεβλήθη ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση καί κατέστη ἄρρωστη. Ἡ ἀρρώστια αὐτή κληροδοτεῖ στούς ἀνθρώπους τή φθορά καί τό θάνατο. Σ’ αὐτές ἀκριβῶς τίς συνέπειες “μετέχουμε” ὅλοι, γιατί στόν Ἀδάμ ὑπῆρχαν “οἱ λόγοι τῆς διαδοχῆς” ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Διευκρινίζεται, ὅτι δέν εἴμαστε βεβαίως προσωπικά ἔνοχοι γιά τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ, παρά μόνο ὑπεύθυνοι γιά τίς προσωπικές μας ἁμαρτίες.
Ὅταν ἔπεσε ὁ Ἀδάμ συμπαρέσυρε μαζί του στήν ἁμαρτία καί συνεπακόλουθα στή φθορά καί τό θάνατο ὁλόκληρη τήν κτίση[2]. Ὅμως κάθε μία ἀπό τίς συνέπειες τῆς πτώσης χωριστά καί ὅλες μαζί αἴρονται καί καταργοῦνται μέ τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
2. Τό Μυστήριο τῆς ἔνσαρκης Οἰκονομίας
Τό σχέδιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γνωστό ὡς Μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ξεκινᾶ μέ τό γεγονός τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, συνεχίζεται μέ τήν ἔνσαρκη Οἰκονομία τοῦ Λόγου, διά τῆς ὁποίας ἔχει τή δυνατότητα νά σώζεται κάθε ἄνθρωπος καί ὁλόκληρη ἡ κτίση, καί ἐν τέλει ὁλοκληρώνεται στά ἔσχατα. Στήν ἀρχική δημιουργία, τήν ἀναδημιουργία καί στά ἔσχατα τό κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός εἶναι “ἀρχή καί τέλος”[3] τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πρωτολογία, διά μέσου τῆς ἱστορίας, πρός τά ἔσχατα.
Τό ἀνθρώπινο γένος εἶχε τόσο ἐξαγριωθεῖ, πού δέν μποροῦσε νά τό σώσει καμία ἄλλη ἐπέμβαση, παρά μόνο ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε τό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης νά φανερώνει ἀπό τή μία πλευρά τό μέγεθος τῆς πτώσης καί ἀπό τήν ἄλλη τή μέγιστη ἀνάγκη γιά λύτρωση καί σωτηρία, πού ἐπιζητοῦσε ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Τήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ τήν εἶχε ἀνάγκη μόνον ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι βεβαίως ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Λόγος ἔγινε ἀληθινός ἄνθρωπος, γιά νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο θεό. ῏Ηλθε στόν κόσμο γιά νά νά μᾶς προσφέρει τή ζωή Του, γιά νά “ζήσωμεν δι᾿ Αὐτοῦ”[4] καί νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στή θεία ζωή Του.
Ἡ Μυστήριο τῆς ἔνσαρκης Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι “τό πάντων καινῶν καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον”[5] γεγονός πού τέμνει τήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ὡστόσο, ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι μυστήριο “καινό” μόνο γιά τούς ἀνθρώπους καί αὐτό γιατί εἶχε προβλεφθεῖ πρό τῶν αἰώνων ἀπό τόν Θεό γιά τήν ἀναδημιουργία τῆς ἀρρωστημένης ἀνθρώπινης φύσης. Ὁ Θεός προαιωνίως γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπρόκειτο νά παραβεῖ τήν ἐντολή του καί προόρισε τήν ἀνάπλασή του[6]. Κατά συνέπεια, τό “χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον” Μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ὅπως αὐτό φανερώθηκε στόν κόσμο “ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου”[7], ἑρμηνεύεται σύμφωνα μέ τόν ἀρχικό σκοπό τῆς δημιουργίας.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶναι ἔκφραση φιλάνθρωπης Οἰκονομίας, εἶναι “συγκατάβασις” καί “κένωσις” τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὁ Χριστός ἀπεργάζεται γιά νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο κατά χάριν κοινωνό καί μέτοχο τῆς δόξας Του. “Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο”[8] καί ἦλθε ἀνάμεσά μας, γιά νά μπορέσουμε νά φθάσουμε στήν κατά χάριν θέωση. Πολύ συχνά οἱ Πατέρες ἐπαναλαμβάνουν μέ ταυτόσημες ἐκφράσεις τήν κλασική διατύπωση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: “Αὐτός γάρ (ὁ Λόγος) ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν”[9]. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια διαποτίζει ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ζωή.
Ἡ πατερική διδασκαλία ὑπογραμμίζει τή διπλή ὄψη τοῦ σκοποῦ τῆς ἐνανθρώπησης. Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν περιορίζεται μόνο στήν προσφορά τῆς λύτρωσης τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί τῆς ἀπελευθέρωσής του ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἀλλά ἐκτείνεται καί στή χορήγηση νέας ζωῆς, πού εἶναι ἡ δυνατότητα καί ἡ δωρεά σωτηρίας καί θέωσής του. Στήν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἐνανθρώπηση δέν ἑρμηνεύτηκε ἁπλῶς ὡς ἐπανόρθωση καί ἀποκατάσταση ἀπό τήν ἁμαρτία ἤ ἀκόμη ὡς προσφορά λύτρου, ἀλλά ὡς ἀναδημιουργία, συνέχεια τῆς πρώτης δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς φανέρωση τοῦ νέου Ἀδάμ, ὡς ἀπαλλαγή ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο, ὡς ἀνακαίνιση, θέωση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἡ ἀναδημιουργία, ὅπως καί ἡ πρώτη δημιουργία, ἦταν ἐκδήλωση τῆς ἄπειρης ἀγάπης καί τοῦ “ἀνεικάστου ἐλέους” τοῦ Θεοῦ πρός τά δημιουργήματά Του· “Οὕτως γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν τόν μονογενῆ ἔδωκεν”, προκειμένου κάθε ἕνας πού πιστεύει νά ἔχει “ζωήν αἰώνιον”[10]. Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἀποκαλύπτεται ἡ ἀμέτρητη εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πού κατεβαίνει στόν ἄνθρωπο γιά νά μπορέσει αὐτός νά ἀνέβει στόν Θεό. Αὐτός θέλησε νά ἀναστήσει τόν παραπεσόντα ἄνθρωπο ὄχι μέ κάποιο ἄλλο μέσο, ἤ κάποιο μεσάζοντα, “ἀλλά δι’ ἑαυτοῦ”, ὥστε νά τιμήσει περισσότερο καί νά δοξάσει τό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Θεός δέν ἐπενέβη μέ κάποιον ἀκατανόητο στήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία τρόπο, οὔτε θέλησε νά ἔλθει μέ ἕνα φαινομενολογικό ἤ ἐντυπωσιακό τρόπο (κατά φαντασίαν ἤ κατά δόκησιν) γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάσει πρόσκαιρα ἤ νά μᾶς κατατρομάξει μέ φαντάσματα καί ἀπειλές.
Ἐκεῖνο πού ὄφειλε νά πράξει ὁ ἄνθρωπος ἀνυψούμενος καί ἐρχόμενος σέ σχέση καί κοινωνία μέ τόν Δημιουργό του, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπομακρύνθηκε ἐξαιτίας τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ἄστοχης ἐπιλογῆς του, τό πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός κατερχόμενος πρός τόν ἐκπεσόντα ἄνθρωπο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν μποροῦσε ἀπό μόνη της νά δημιουργήσει προϋποθέσεις ἀναδημιουργίας καί σωτηρίας της, γιατί ἐάν αὐτή ἦταν “ἱκανή” καί “αὐτάρκης”, τότε θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς περιττή καί ἀνωφελής ἡ θεία παρέμβαση διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρώπησης.
Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τό γεγονός τῆς ἔνσαρκης Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου, τῆς “ἀνακράσεως”, δηλαδή τῆς μοναδικῆς καί δυσερμήνευτης ἕνωσης τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐπαναλαμβάνουν τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ: “Μυστήριον ξένον, ὁρῶ καί παράδοξον”[11]. Γι’ αὐτό καί ἡ προσέγγιση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια καί πολυπραγμοσύνη, ἐκφεύγει τῶν πεπερασμένων ὁρίων του. Προϋποθέτει καί ἀπαιτεῖ σχέση πίστης-ἐμπιστοσύνης, ἀποδοχῆς καί μετοχῆς στό γεγονός· “Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν”[12]. Αὐτή δέ ἡ πίστη δέν στηρίζεται σέ ἰδέες, ἀπόψεις ἤ ἀφηρημένες ἔννοιες, ἀλλά στήν ἱστορία, σέ πρόσωπα καί γεγονότα, στό μεγάλο “μυστήριο τῆς εὐσεβείας· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί”[13].
3. Ἡ σημασία τῆς ἐνανθρώπησης γιά τόν ἄνθρωπο
Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος ἐξῆλθε ἀπό τόν ἑαυτό Του καί δημιούργησε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ἄνθρωπο, κατά πάντα ὅμοιο μέ ἐμᾶς χωρίς ἁμαρτίας, καί ἔτσι ὡς Θεάνθρωπος ἔσωσε ἅπαξ καί διά παντός τόν ἄνθρωπο ἀπό τή φορά του πρός τήν ἀνυπαρξία. Ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας ἀναγεννᾶται στό πρόσωπο τοῦ γεννήτορα τῆς καινῆς ζωῆς.
Μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἀποκαλύπτεται ὄχι μόνον ἡ ἀλήθεια γιά τόν τριαδικό Θεό, ἀλλά φανερώνεται καί ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν κόσμο καί τόν ἀληθινό, τόν αὐθεντικό καί πλήρη ἄνθρωπο. Ἄμεση συνέπεια τούτου εἶναι ὅτι ἡ ὀρθόδοξη περί ἀνθρώπου διδασκαλίας θεμελιώνεται ἀπαραιτήτως στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό “ἀρχέτυπο”, τό “ὑπόδειγμα”[14] καί ὁ “ὑπογραμμός”[15] τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀληθινή γνώση γιά τόν Θεό, προερχόμενη ἀπ’ ὅσα μᾶς γνωστοποιεῖ ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ -“ἡ γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τό φῶς τό τῆς γνώσεως”- (ἀπολυτίκιο Χριστουγέννων) ὁδηγεῖ καί σέ ἀληθινή γνώση γιά τόν ἄνθρωπο.
Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης ἔλυσε ὁριστικά τό πρόβλημα τῆς ἀλήθειας γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο ταυτόχρονα. Αὐτό ὀφείλεται στήν ἱστορική πραγματικότητα καί στή διαχρονική πίστη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο τέλειος καί ἀληθής Θεός ἀλλά καί τέλειος καί ἀληθής ἄνθρωπος, εἶναι Θεάνθρωπος. Ἑπομένως, τήν ἀλήθεια τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου ἀποκάλυψε καί φανέρωσε αὐτοπροσώπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ζωή, ἡ ἀλήθεια περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου ταυτίζεται πάντοτε μέ συγκεκριμένο πρόσωπο καί οὐδέποτε νοεῖται ἀνυποστάτως καί ἀπροσώπως. Ἡ πληρότητα καί καθολικότητα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος διακήρυξε: “Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια”[16]. Ἡ “ἀλήθεια” τῆς αὐθεντικῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου “διά ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο”[17]. Τήν ἀλήθεια αὐτή ἐξέφρασε ἡ αὐτοαλήθεια ὁ Χριστός ἐμπράκτως, ὄχι ὡς λέγειν, ἀλλά ὡς ποιεῖν, ὡς “ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν”[18]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ δυνατότητα ἀνάδειξης καί τελείωσης τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου ὑπάρχει μόνο μετά τήν ἐνανθρώπηση. Τό νά εἶναι ἀληθινός καί αὐθεντικός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ταυτόσημο μέ τό νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί νά μετέχει στή χριστοζωή. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ ἔχοντες κοινωνία μαζί Του, οἱ φίλοι Του, οἱ ἅγιοι, γνωρίζουν ἐμπειρικά ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο “ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια”, ἀλλά καί “ἡ ζωή”[19]. Ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν μαζί Του εἶναι ζωή ἤ ὀρθότερα πλησμονή ζωῆς “ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν”[20].
Ὁ Λόγος, ὄντας τέλειος Θεός, προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καί ἀναναδημιούργησε, θέωσε καί ἔσωσε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί τοῦτο διότι, κατά τούς Πατέρες, ὅ,τι δέν προσλαμβάνεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, αὐτό δέν ἀναδημιουργεῖται καί δέν σώζεται (“τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον”[21]). Ἄμεση συνέπεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ στή σωτηρία “ὅλου” τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά συμπεριλαμβάνει καί ὁλόκληρη τήν κτιστή πραγματικότητα. Ἔτσι κατανοεῖται γιατί ἕνας “ἐλλιπής” ἤ “μειωμένος” Χριστός, εἴτε κατά τή θεότητά Του, εἴτε κατά τήν ἀνθρωπότητά Του, δέν μπορεῖ νά σώσει καί νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο. Ἑπομένως, πρέπει ὁ “ὅλος” ἄνθρωπος νά προσληφθεῖ ἀπό τόν Θεό, ὅπως, ἀντιστοίχως, πρέπει ὁ “ὅλος” ἄνθρωπος, κατά τή λειτουργική ἔκφραση, νά ἐμπιστευθεῖ, νά παραθέσει “πᾶσαν τήν ζωήν αὐτοῦ Χριστῷ τῷ Θεῷ”[22].
Τό σχέδιο τῆς σωτηριώδους Οἰκονομίας ἐκδιπλώνεται κυρίως μέ τή φανέρωση τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ παλαιός Ἀδάμ δέν εἶναι πλέον “ὑπόδειγμα” τοῦ νέου, ἀλλά ὁ νέος τοῦ παλαιοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση πλάσθηκε ἀπό τήν ἀρχή χάριν τοῦ καινούργιου ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο φανέρωσε ὁ Χριστός. Στό πρόσωπο τοῦ Συνδημιουργοῦ τῶν πάντων, συντελεῖται μία δεύτερη δημιουργία καί ὁ ἄνθρωπος ξαναβρίσκει τόν κατά φύσιν τρόπο ζωῆς του.
Ἀπό τήν ἕνωση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στή μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου προκύπτουν ἄμεσες σωτηριολογικές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο. Μία ἀπ’ αὐτές εἶναι ὅ,τι ἀποκτᾶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τή θεότητα, μεταδίδεται καί σέ κάθε ἄνθρωπο, σέ κάθε ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁλόκληρο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ὅπως καί κάθε ἐπιμέρους πτυχή του ἀναφέρεται στόν ἄνθρωπο. Ὁ αὐθεντικός λόγος περί Χριστοῦ γίνεται πλέον ὁ ἀληθινός λόγος γιά τόν αὐθεντικό ἄνθρωπο καί ὅσα ἀφοροῦν στόν Χριστό νοηματοδοτοῦν ὅσα ἀφοροῦν καί τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό κάθε παραχάραξη ἤ ἀλλοίωση τῆς ὀρθῆς πίστης γιά τόν Χριστό ἔχει ἄμεσο ἀντίκτυπο στήν περί ἀνθρώπου καί σωτηρίας του διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ Χριστός εἶναι “εἰκών ἀπαράλλακτος” τοῦ Θεοῦ καί Πατρός[23]. Ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι “ἀμυδρά” εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καθώς εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δημιουργημένος, ἀποτελεῖ κατ’ εἰκόνα τῆς Εἰκόνος. Ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀναδειχθεῖ ἀληθινός ἄνθρωπος πρέπει νά γίνει αὐτό γιά τό ὁποῖο πλάστηκε, δηλαδή κατ᾿ εἰκόνα Χριστοῦ. Ὅπως τό πρωτότυπο, ὁ Χριστός, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀπροσώπως, παρά μόνο σέ προσωπική σχέση ἀγάπης καί κοινωνίας, τό ἴδιο ἀκριβῶς πρέπει νά συμβαίνει καί μέ τήν εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει τή δυνατότητα νά δημιουργήσει σχέση ἀγάπης καί νά εἶναι ἐνσωματωμένος στήν πρωτότυπη καί μοναδική εἰκόνα τοῦ Πατρός, στόν Χριστό. Ἑπομένως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχει στήν ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι αὐθεντικός ἄνθρωπος.Τότε πράγματι μπορεῖ νά ἐπανεύρει ἐκ νέου τό “ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος του”, νά φανερώσει τό ἀληθινό μέγεθός του, νά ἀναδειχθεῖ, νά τελειωθεῖ ὡς ἄνθρωπος, φθάνοντας μέχρι τοῦ σημείου νά γίνει κατά χάριν θεός.
Ἡ μύηση καί ἡ περαιτέρω κατανόηση τοῦ πλούτου τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, πού ἐπιχειρήθηκε ἐδῶ μέ ὅσα ἁδρομερῶς ἐξετέθησαν, ἀλλά καί ἡ ἔνταξη στήν ἐν Χριστῷ ζωή πραγματοποιεῖται καί ὁλοκληρώνεται μέ συγκεκριμένο τρόπο στή μήτρα τῆς λειτουργικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Τά Χριστούγεννα βιώνονται καί τώρα, “σήμερον” (“Σήμερον γεννᾶται…”) διά τῆς μυστηριακῆς μετοχῆς καί κοινωνίας ἑνός ἑκάστου. Ἡ ἀσφαλέστατη ὁδός καί μέθοδος τῆς ἑρμηνευτικῆς καί βιωματικῆς προσέγγισής τους περνᾶ ἀπαραιτήτως μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί κυρίως ἀπό τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, στήν ὁποία ὁ πιστός οἰκειώνεται τό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου “δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν”.
Διά αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου καί πραγματοποιήσιμου τρόπου κατανοεῖται εὐχερέστερα καί πληρέστερα ὅτι τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων ἔχει μέγιστη σημασία, ἀφοῦ προσφέρει τή δυνατότητα ἀληθινῆς ζωῆς καί σωτηρίας σέ κάθε ἄνθρωπο. Στήν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ θεανθρώπινη ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικά ἡ ἀληθινή ζωή ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά καί ζωή τοῦ κάθε μέλους τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ καινούργια, ἡ ἀληθινή ζωή γεννήθηκε γιά ὅλους τά Χριστούγεννα καί δίδεται σέ ὅλους μέσω τῶν Χριστουγέννων, γιατί ἀκριβῶς τά Χριστούγεννα ἐνανθρώπησε ὁ Θεός, γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἡ ὄντως ζωή, ἡ “ζῶσα” καί “βέβαιη ἐλπίδα”[24] καί “ὁδός σωτηρίας”[25] πάντων ἡμῶν. Ταυτόχρονα, μέ τήν ἐνσάρκωση, τή φιλάνθρωπη συγκατάβαση καί κένωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, φανερώθηκε τό μέγεθος, ἡ ἀλήθεια καί ἡ προοπτική τῆς κατά χάριν θέωσης τοῦ ἀνθρώπου.-
- Γεν. 1, 26· 27· 5, 1· 9, 6.
- Βλ. Ρωμ. 8, 20-22.
- Ἀποκ. 22, 13.
- Α´ ᾿Ιωάν. 4, 9.
- ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ, ῎Εκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 3, 1, PG 94, 984.
- Περισσότερα βλ. στή μελέτη μας, Ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή δογματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμέων τοῦ Νέου Θεολόγου, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 22009, σ. 74 κ.ἑξ.
- Γαλ. 4, 4.
- Ἰωάν. 1, 14.
- Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί ᾿Ενανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25, 192.
- Ἰωάν. 3, 16.
- Καταβασία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ὠδή θ´.
- Στιχηρόν ἰδιόμελον τῶν αἴνων τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.
- Α΄ Τιμ. 3, 16.
- Ἰωάν. 13, 15.
- Α΄ Πέτρ. 2, 21.
- Ἰωάν. 14, 6.
- ᾿Ιωάν. 1, 17.
- Ἰωάν. 3, 21.
- Ἰωάν. 14, 6.
- ᾿Ιωάν. 10, 10.
- ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ, ῎Εκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 3, 6, PG 94, 1005.
- Καταληκτήριος προτροπή μικρᾶς καί μεγάλης Συναπτῆς.
- Βλ. στιχηρόν ἰδιόμελον τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.
24.Βλ. Β΄ Κορ. 1, 7· Α΄ Πέτρ. 1, 3.
25.Βλ. Πράξ. 16, 17.
* Ὁ κ. Βασίλειος Τσίγκος εἶναι ἀναπληρωτής καθηγητής τῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.