π. Δημητρίου Μπόκου
Η περίπτωση του δούλου που του χαρίστηκε χρέος εκατομμυρίων, αλλά αυτός δεν μπόρεσε να χαρίσει ένα κατοστάρικο στον οφειλέτη συνάδελφό του, προκαλεί ασφαλώς έντονο αποτροπιασμό σε όποιον το ακούει. Και αναφανδόν τον καταδικάζουμε (Κυριακή ΙΑ΄ Ματθαίου).
Σκεφθήκαμε όμως ποτέ ότι όλοι μας κάνουμε το ίδιο ακριβώς; Ναι, δυστυχώς, ο αγνώμων δούλος είναι ο καθένας από μας. Μια ολόκληρη ζωή συσσωρεύουμε ένα υπέρογκο χρέος έναντι του Θεού, αλλά θεωρούμε εντελώς φυσικό, σχεδόν υποχρέωση του Θεού, το να μας συγχωρήσει. Οι άνθρωποι θα σφάλουν μερικές μόνο φορές απέναντί μας, αλλά είναι για μας εντελώς παράλογο, βασικά αδιανόητο, το να τους συγχωρήσουμε. Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Έχουμε μια τρο-μερή ασυνέπεια στον τρόπο σκέψης μας! Τί παραλογισμός είναι αυτός που μας διακατέχει τελικά;
Να όμως, που για τον Χριστό είναι αδιαπραγμάτευτο χαρτί το να συγχωρούμε. Το θεωρεί άκρως απαραίτητο, δεν επιτρέπει να το παρακάμψουμε. Δεν μπαίνει αλλιώς στη Βασιλεία του Θεού κανείς. Δεν είναι καν Χριστιανός. Όποιος δεν συγχωρεί, δεν θα συγχωρηθεί. Και αντιστρόφως! Η συγχώρηση από καρδιάς ανοίγει διάπλατα τον Παράδεισο. Δίνει στον άνθρωπο μεγάλη παρρησία μπροστά στον Θεό εν ώρα κρίσεως. Λέει ο μεγάλος δάσκαλος του γένους μας άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός:
«Δυο άνθρωποι, Χριστιανοί μου, ήλθον μίαν φοράν και εξομολογήθηκαν εις εμέ, Πέτρος και Παύλος. Και να ιδείτε πώς τους εδιόρθωσα… Μου λέγει ο Πέτρος: Εγώ, πνευματικέ μου, από τον καιρόν οπού εγεννήθηκα έως τώρα, ενήστευα, επροσευχόμην πάντοτε, έκαμνα ελεημοσύνας εις τους πτωχούς, έκτισα μοναστήρια, εκκλησίας και άλλα καλά έκαμα. (Όμως) τον εχθρόν μου δεν τον συγχωρώ. Εγώ τον αποφάσισα διά την κόλασιν.
Έρχεται ο Παύλος και μου λέγει: Εγώ από τον καιρόν οπού εγεν-νήθηκα, ποτέ κανένα καλόν δεν έκαμα, αλλά μάλιστα έχω κάμει τόσα φονικά, επόρνευσα, έκλεψα, έκαψα εκκλησίας, μοναστήρια, όλα τα κακά τα έκαμα. Μα τον εχθρόν μου τον συγχωρώ. Να ιδείτε τί έκαμα εγώ εις αυτόν. Ευθύς τον αγκάλιασα και τον εφίλησα· του έδωσα την άδειαν να μεταλάβει. Καλά τους εδιόρθωσα ή κακά; Φυσικά θέλετε να με κατηγορήσετε… Ναι, αδελφοί μου, έτσι έκαμα.
Θέλετε να καταλάβετε με τί ομοιάζει ο Πέτρος; Καθώς μέσα σε 100 οκάδας αλεύρι βάνεις ολίγον προζύμι και έχει τόσην δύναμιν το προζύμι εκείνο, να γυρίσει και τας 100 οκάδας το ζυμάρι και να το κου-φίζει όλο, έτσι είναι και όλα τα καλά εκείνα οπού έκαμεν ο Πέτρος· με εκείνην την ολίγην έχθραν, οπού δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, τα εγύρισε και τα έκαμε φαρμάκι του διαβόλου. Και έτσι τον απεφάσισα διά την κόλασιν.
Ο Παύλος πάλιν με τί ομοιάζει; Είναι ένας σωρός λιανόξυλα και βάνεις ένα μικρό κερί αναμμένον και καίει όλον τον σωρόν εκείνη η ολίγη φλόγα. Έτσι είναι όλα τα αμαρτήματα του Παύλου, ωσάν τον σωρόν τα λιανόξυλα· και η συγχώρησις οπού έκαμε του εχθρού του είναι ωσάν το κερί, οπού έκαψε όλα τα λιανόξυλα, ήγουν τας αμαρτίας, και τον απεφάσισα διά τον Παράδεισον».
Τί δεν καταλαβαίνουμε απ’ τον κρυστάλλινο λόγο του αγίου Κο-σμά; Έχουμε το εισιτήριο για τον Παράδεισο στο χέρι και το πετάμε. Η συγχώρηση είναι μια πτυχή της αγάπης, αλλά τη θεωρούμε πολύ βα-ρειά, «ότι υπερβαίνει τα όριά μας και είναι συχνά πολύ μεγάλη για μας, μιας και αποδεικνυόμαστε ανίκανοι να την τηρήσουμε, σε μικρή κλί-μακα έστω» (Μητροπ. Anthony Bloom).
Γιατί να είμαστε τόσο μικρόψυχοι και τυφλοί; Δεν βλέπουμε του-λάχιστον το συμφέρον μας;
Καλή ευλογημένη εβδομάδα!
«Αντιύλη». Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου