Ο Όσιος Παΐσιος για τη νηστεία του Δεκαπενταυγούστου

Ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης» Ἐκδ. Ἱερόν ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστῆς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»,  Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015 , σελ.149-150
 
Τήν νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου (τοῦ 1957 τότε βρισκόταν στήν Ἱερᾶ Μονή Φιλοθέου) τήν χώρισε σέ δύο διαστήματα τέλειας ἀσιτίας.  Δέν ἔφαγε μέχρι τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως, ἔφαγε λίγο ἐκείνη τήν ἡμέρα γιά τό χαρμόσυνο τῆς ἑορτῆς, καί ἔπειτα, μέχρι τῆς Παναγίας, δέν ἔφαγε πάλι τίποτε. Ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ἀμέσως μετά τήν Ἀπόλυση τῆς Θείας Λειτουργίας, κάποιος προϊστάμενος τοῦ ἔδωσε μία ἐπιστολή, γιά νά τήν μεταφέρη στήν Ἱερά Μονή Ἰβήρων, ἡ ὁποία πανηγύριζε. 
 
Στήν συνέχεια θά ἔπρεπε νά περιμένη στόν ἀρσανᾶ τῆς Ἰβήρων ἕνα γεροντάκι πού θά ἐρχόταν μέ τό καράβι ἀπό τήν Ἱερισσό, γιά νά τό συνοδέψη ἕως τήν Μονή Φιλοθέου.

Ὁ πατήρ Παΐσιος ξεκίνησε χωρίς νά πάρη μαζί του οὔτε λίγο παξιμάδι.Ἔφθασε στήν Μονή Ἰβήρων, πού ἀπέχει μιάμιση περίπου ὥρα μέ τά πόδια, παρέδωσε τήν ἐπιστολή καί ὕστερα κατέβηκε στόν ἀρσανᾶ, γιά νά περιμένη τό γεροντάκι.  Τό καράβι ὅμως ἀργοῦσε, κι ἐκεῖνος κατά τό ἀπόγευμα ἄρχισε νά ζαλίζεται.  

«Ἄς πάω λίγο ἀπόµερα, σκέφθηκε γιά νά μή μέ δῆ κανείς καί ἀρχίση νά μέ ρωτάει τί ἔπαθα». Πιό πέρα ἦταν στοιβαγμένοι κορμοί δένδρων πού προορίζονταν γιά τηλεγραφόξυλα. Πῆγε λοιπόν καί κάθησε ἐκεῖ, καί τότε τοῦ πέρασε ὁ λογισμός νά κάνη κομποσχοίνι, γιά νά τοῦ οἰκονομήση κάτι ἡ Παναγία. Ἄµέσως ὅμως ἔδιωξε αὐτόν τόν λογισμό, σάν νά ἦταν βλάσφημος. «Ταλαίπωρε, εἶπε στόν ἑαυτό του γιά τέτοια τιποτένια πράγματα θά ἐνοχλῆς τήν Παναγία;».  
 
Δέν πρόλαβε νά βάλῃ αὐτόν τόν ταπεινό καί φιλότιμο λογισμό, καί ξαφνικά παρουσιάσθηκε μπροστά του ἕνας Μοναχός πού κρατοῦσε ἕνα στρογγυλό ψωμί, δύο σῦκα καί ἕνα µεγάλο τσαµπί σταφύλι. Τοῦ τά ἔδωσε λέγοντας: «Πᾶρε αὐτά, εἰς δόξαν τῆς Κυρίας Θεοτόκου», καί χάθηκε.
 
Τό γεγονός αὐτό τόν «διέλυσε»· δάκρυα εὐγνωμοσύνης ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του γιά τήν «ταχεῖαν καί θερμήν ἀντίληψιν» τῆς Θεομήτορος.