Μὲ τὴν φράση αὐτὴν ξεκινοῦν οἱ Γ’ Χαιρετισμοὶ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν Παναγία Μητέρα μας. Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο, οἱ 12 Οἴκοι ἀπὸ τὸ Ν ἕως τὸ Ω, ἡ Γ’ δηλαδὴ καὶ ἡ Δ’ Στάση τῶν Χαιρετισμῶν, ἀναφέρονται στὸ κοσμοσωτήριο ἔργο τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου καὶ στὴν μεγάλη βοήθεια ποὺ προσφέρει ἡ Θεοτόκος στὸ ἔργο αὐτό.
Μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς νέας κτίσεως, ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Κτίστης καὶ Δημιουργὸς μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του, μᾶς δείχνει, χωρὶς νὰ μᾶς ἐπιβάλλῃ, τὸν τρόπο τῆς δικῆς μας ἀναγεννήσεως, ἐὰν φυσικὰ ἀκολουθήσωμε τὸν δρόμο ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει. Ἐκεῖνος κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, γίνεται ἄνθρωπος «διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν», «ἵνα τὸν ἄνθρωπον Θεὸν ἀπεργάσηται», ἡ δὲ Παναγία εἶναι ἐκείνη «δι’ ᾗς νεουργεῖται ἡ κτίσις».
Ἐάν, λοιπόν, θέλωμε νὰ γίνωμε καὶ ἐμεῖς «καινοί ἄνθρωποι», ὁ ὑμνωδὸς μᾶς καλεῖ νὰ «ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου», ὄχι τοπικὰ ἀλλὰ πνευματικά. Νὰ ἀποκόψωμε τοὺς δεσμούς μας ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, κοινῶς νὰ ξεκόψωμε ἀπὸ τὸν κακό μας ἑαυτό, ἀπὸ τὰ πάθη μας, ἀπὸ τὶς κακές ἡδονὲς καὶ ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις τοῦ βίου, ἀπ’ ὅ, τι μᾶς διασκορπίζει καὶ μᾶς ἀπομακρύνει τὸν νοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανό, στὸν ὁποῖον χρειάζεται νὰ μεταθέσωμε ὅλη μας τὴν ὕπαρξη («τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες»).
Ἡ ἀπόφαση, βεβαίως, αὐτή, νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος οὐρανοδρόμος καὶ οὐρανοπολίτης, ὅπως τοῦ ἁρμόζει, δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη, διότι ὁ ἴδιος εἶναι ἐγκλωβισμένος στὰ γήϊνα, ἀπορροφημένος ἀπὸ τὶς φροντίδες καὶ τὶς μέριμνες τοῦ βίου τούτου, καθηλωμένος στὰ κυρίαρχα πάθη τῆς φιλαρχίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιληδονίας καὶ ἐξαρτημένος ἀπὸ κάθε λογῆς ἐξαρτήσεις. Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον νὰ λυθῆ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ κόσμου ποὺ τὸν κρατοῦν γερὰ δεμένο στὶς ἁλυσίδες των καὶ τὸν καταδυναστεύουν.
Πολλοί, βεβαίως, εἶναι αὐτοὶ ποὺ τοῦ ὑπόσχονται ἐλευθερία ἀλλὰ τὸν ξεγελοῦν γιὰ τοὺς δικούς των λόγους. Ἐξ ἄλλου καὶ ἐκεῖνοι καταδυναστευμένοι εἶναι ἀπὸ τὰ δικά των δεσμά, εἴτε τὸ παραδέχονται εἴτε ὄχι. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας δεσμώτης νὰ χαρίσῃ τὴν ἐλευθερία σὲ ἄλλους δεσμῶτες; Ἁπλῶς κάποιοι ἐπιτήδειοι ἐμφανίζονται ὡς ἐλευθερωτὲς τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ τοὺς πιστέψουν.
Πῶς, ἀλήθεια, πιστεύομε ὅτι μποροῦμε νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὰ δεσμά μας, χωρὶς τοὐλάχιστον καὶ οἱ ἴδιοι νὰ προσπαθήσωμε; Πῶς αἰσιοδοξοῦμε ὅτι θὰ ἀλλάξωμε τὴν κακοδαιμονία γύρω μας, χωρὶς πρωτίστως οἱ ἴδιοι νὰ φροντίσωμε γι’ αὐτό; Πῶς θέλομε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ φθοροποιὰ πάθη καὶ τὶς ζημιογόνες ἐξαρτήσεις μας, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ πάρωμε ἀπόφαση νὰ διορθώσωμε τὸν κακό μας ἑαυτό; Πῶς μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ ἐξωτερικὴ ἀναμόρφωση καὶ ἀναδημιουργία, χωρὶς ἐσωτερικὴ ἀνανέωση;
Ἂς τὸ πάρωμε, ἐπὶ τέλους, ἀπόφαση. Ἡ «νέα κτίση» προϋποθέτει «νέους» ἀνθρώπους καὶ νέα, ὑγιῆ μέσα καὶ ζωογόνες δυνάμεις. Μόνον ἕνας νέος κτίστης μπορεῖ νὰ τὴν θεμελιώσῃ, ποὺ δὲν ὑπάγεται ὁ ἴδιος στοὺς νόμους τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Πράγματι ὁ Νέος αὐτὸς Κτίστης, ὁ Χριστός, καὶ «τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας», ἡ Παναγία, ἐμφάνισαν καὶ ἐμφανίζουν διαρκῶς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸν δρόμο καὶ τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας ἀντιστοίχως. Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, «ἡ θεϊκὴ συγκατάβασις», ἄναψε τὸ φῶς γιὰ τὴν δική μας μετάβαση ἀπὸ τὰ κάτω εἰς τὰ ἄνω, μὲ γέφυρα τὴν Παναγία.
Ἑπομένως, μόνον ἐὰν ἀκολουθήσωμε τὸν τρόπο ζωῆς καὶ πολιτείας τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων μας, ἐὰν δηλαδὴ ἐμπιστευτοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν ζωή μας στὸν Νέο Κτίστη καὶ δεχθοῦμε νὰ ἀνακαινιστοῦμε σὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη, καὶ ἐὰν στὴν συνέχεια πορευτοῦμε μὲ συμμόρφωση στὸ θέλημα τοῦ ἀνανεωτῆ Δημιουργοῦ μας, μὲ ὑπομονή, ἐπιμονή, πίστη, ἐλπίδα καὶ ἐν Κυρίῳ ἀγάπη, τότε καὶ μόνον τότε θὰ ἐπέλθῃ καὶ ἡ συλλογική μας ἀναγέννηση.
Δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος καὶ ἄλλος τρόπος γιὰ τὴν λύτρωσή μας ἀπὸ τὰ πολλὰ δεινὰ καὶ τὶς πολλαπλὲς μάστιγες, ποὺ μᾶς βασανίζουν, ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν τρόπο πολιτείας τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων. Ἐφ’ ὅσον ἔχωμε τὴν δοκιμασμένη αὐτὴν συνταγὴ στὰ χέρια μας καὶ γνωρίζωμε καὶ τὸν ἀνανεωτή μας καὶ τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας μας, γιατί νὰ ἐμπιστευώμαστε τὴν ὕπαρξή μας στὰ χέρια ἄλλων φθαρτῶν καὶ μάλιστα διεφθαρμένων «ἀνανεωτῶν»;
Ἄς ἀξιοποιήσωμε, ἐπὶ τέλους, τὴν εὐκαιρία ποὺ μᾶς προσφέρεται καὶ πάλι αὐτὴν τὴν εὐλογημένη καὶ κατανυκτικὴ περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὥστε νὰ ἀναγεννηθοῦμε πνευματικῶς καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε καρδιακῶς καὶ σωματικῶς, μέσα ἀπὸ τὴν σταύρωση τῶν παθῶν μας, στὴν προσωπικὴ καὶ στὴν καθολική μας ἀνάσταση, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος