Ἡρακλῆ Ρεράκη
καθηγητοῦ Παιδαγωγικῆς, Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ἔχει ἤδη διατυπωθεῖ τὸν τελευταῖο καιρό, πολλὲς φορὲς καὶ ἀπὸ πολλούς, ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβαιώνεται διαρκῶς ἀπὸ τὴ βίωση τῆς πραγματικότητας, ὅτι ἡ σημερινὴ οἰκονομικὴ κρίση τῆς Ἑ λ λ ά δ α ς δὲν εἶναι τ υ χ α ί α , ἀλλὰ ὀφείλεται σὲ πνευματικοὺς καὶ κοινωνικοὺς λόγους. Ἡ «διαφθορά», ἡ «φοροδιαφυγή», ἡ «ἀπάτη» κ.ἄ. ὡς πράξεις ἔχουν ὡς δημιουργικὴ πηγή τους μία ἀρρωστημένη ἐσωτερικότητα καὶ κοινωνικότητα.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἀνάγκη, παράλληλα μὲ τὰ οἰκονομικὰ μέτρα νὰ ἀναζητηθοῦν καὶ νὰ συνειδητοποιηθοῦν οἱ πνευματικοὶ λόγοι καὶ οἱ αἰτίες ποὺ ἔσπρωξαν τοὺς Ἕλληνες, ἡγέτες καὶ λαὸ στὸ πτωτικὸ ἐκεῖνο ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς διαφθορᾶς, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ διαστροφὴ τῆς σχέση τους μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους, τὴν πώρωση τῆς συνείδησης καὶ τελικὰ τὴν ἐκτέλεση ὅλων αὐτῶν τῶν πράξεων σὲ βάρος τῆς πατρίδας καὶ τοῦ λαοῦ.
Διότι, ἐὰν δὲν ἀνευρεθοῦν ὅλες αὐτὲς οἱ αἰτίες ποὺ ὁδήγησαν στὴν κρίση καὶ δὲν θεραπευθοῦν μὲ τὴ δέουσα πνευματικὴ μέθοδο καὶ προσοχή, δηλαδὴ μὲ σοβαρὲς ποιοτικὲς ἀλλαγὲς στὸν τρόπο σκέψεως καὶ ζωῆς, στὸν τρόπο πίστεως πρὸς τὸν Θεὸ καὶ συμπεριφορᾶς ἢ στάσεως ἀπέναντι τόσο στὸν συνάνθρωπο ὅσο καὶ στὸ κοινωνικὸ σύνολο, τότε ὅσες οἰκονομικὲς προσπάθειες ἢ θυσίες καὶ ἂν γίνουν, ἡ ὑποτροπὴ τῆς χώρας καὶ ἡ πτώση της σὲ χειρότερες καταστάσεις εἶναι βέβαιη.
Λόγῳ τῆς ἀνάγκης περιορισμοῦ μας σὲ ἕνα μικρῆς ἔκτασης κείμενο, θὰ ἀναφερθοῦμε συνοπτικὰ στo σπουδαιότερo ἴσως, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας, πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ πάθος τῶν σύγχρονων Ἑλλήνων, ποὺ εὐθύνεται μάλιστα, κατὰ τὴ γνώμη μας, γιὰ τὴν παροῦσα κρίση, ποὺ εἶναι ὁ ἀτομικισμός.
Ὁ ἀτομικισμὸς υἱοθετήθηκε καὶ καλλιεργήθηκε ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ μαζὶ μὲ τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα καὶ πολλὲς ἄλλες ἀνθρωπολογικὲς ἰδέες, ὡς στοιχεῖο ποὺ ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο [1]. Ἡ ἐλευθερία αὐτή, ὅμως, κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο, ἦταν ψεύτικη· προσδιορίζει τοὺς «ψευτολιμπερτίνους» ἐμπνευστές της, τοὺς ὁδηγοὺς τοῦ ψεύδους, ἀποτελεῖ «ψευδώνυμον σοφίαν» καὶ προσανατολίζει τοὺς ἀνθρώπους πρὸς μία ψεύτικη καὶ ἐλλειπτικὴ κοινωνία καὶ κοινωνικότητα [2].
Οἱ θέσεις ὅμως τοῦ Παρίου ὑποτιμήθηκαν, ἀφοῦ οἱ ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ ἔγιναν πανηγυρικὰ δεκτὲς ὡς «προοδευτικὲς» ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδ. Κοραῆ καὶ προσδιορίζουν ἔκτοτε τὴν ἰδεολογική της κατεύθυνση μέχρι καὶ σήμερα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνατραπεῖ σταδιακὰ καὶ νὰ ἐκτοπισθεῖ τὸ παραδοσιακὸ κοινοτικὸ πρότυπο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ ἐπικρατήσει, ἔτσι, τὸ διαφωτισμικὸ πνεῦμα ἑνὸς ἄκρατου ἀτομικισμοῦ ποὺ ἐχθρεύεται τὴ συλλογικότητα.
Ὁ ἄνθρωπος – «ἄτομο» ἀναζητᾶ τὸ νόημα καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ὕπαρξής του, μέσῳ τῆς ἐξυπηρέτησης τῶν στόχων τοῦ «ἐγώ»: τῆς ἰδιοτέλειας, τοῦ κατεξουσιασμοῦ, τῆς ἐξαπάτησης, τῆς ἐκμετάλλευσης, τῆς διαθέσεώς του νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς συνανθρώπους του μὲ κύριο μοχλὸ το ατομικό του συμφέρον [3].
Ὁ ἄνθρωπος-«πρόσωπο», ἀντίθετα, πιστεύει ὅτι ὁλοκληρώνεται μέσῳ τῆς συλλογικῆς, ἀγαπητικῆς καὶ συνεργατικῆς συμβίωσής του μὲ τοὺς ἄλλους, θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του μέλος τοῦ ἑνιαίου σώματος τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, ὁ ἄνθρωπος ἐκλαμβάνεται ὡς κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ ὕπαρξη, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στὴν τριαδολογικὴ ἐκδοχὴ τοῦ προσώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, διότι εἰκονίζει τὴ θεότητα τῶν τριῶν προσώπων – ὑποστάσεων. Ὁ Θεὸς εἶναι τριπρόσωπος ἢ τρισυπόστατος, τὰ δὲ τρία Πρόσωπα εἶναι ἑνωμένα ἐν ἀγάπῃ, ἀσυγχύτως καὶ ἀχωρίστως καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἑνώσεως συνυπάρχουν στὸ κοινὸ «ἐμεῖς», στὴ μία Θεότητα. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ ἀντιστοιχία, ἀφοῦ εἰκονίζει τὴ Θεότητα, δὲν εἶναι ἄτομο, ἀλλὰ πρόσωπο, ποὺ σημαίνει ὅτι συνυπάρχει ὡς μέλος τοῦ «ἐμεῖς», τῆς μίας ἑνωμένης ἀνθρώπινης φύσεως. Αὐτὸ ποὺ ἀναδεικνύει τὴ μοναδικότητα καὶ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου του εἶναι ἡ ἀληθινὴ κοινωνία του μὲ τοὺς ἄλλους, τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον [4].
Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια σχολικῆς διδαχῆς του μὲ τὰ νάματα τῆς λογικῆς καὶ τῆς μεταφυσικῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ ἑλληνικὸς λαός, ἀκολουθεῖ σήμερα τὴν πιὸ ὠμὴ ἐκδοχὴ τοῦ ἀτομικισμοῦ, τὸν οἰκονομικὸ ἀτομικισμὸ (φιλελευθερισμό), ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ τὸ ἄτομο καὶ τὰ ἀτομικὰ κίνητρα στὸ κέντρο τῆς οἰκονομικῆς δράσεως [5], τὴ δὲ οἰκονομικὴ δράση στὸ κέντρο τῆς ζωῆς. Τὸ ἄτομο, κατ’ αὐτὴν τὴν προσέγγιση, εἶναι ἡ βάση τῆς κοινωνίας, σκοπὸς δὲ τῆς κοινωνίας εἶναι νὰ ἐξυπηρετεῖ τὸ άτομο [6].
Τὸ μεγάλο καὶ ἐπαναλαμβανόμενο σφάλμα τοῦ Νεοέλληνα κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια εἶναι ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει τὴν ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸ «ἐγὼ καὶ στὸ «ἐμεῖς», δηλαδή, νὰ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὴν ἴδια ἔνταση ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτό του, ὅπως διδάσκει ἡ ὀρθόδοξη πίστη του [7].
Τὸ πάθος τοῦ ἀτομικισμοῦ τὸν ὁδήγησε στὴ χρήση ποικίλων μεθόδων ἐξαπάτησης καὶ ἁρπαγῆς, σὲ μία πολύμορφη δηλαδὴ καὶ δαιμονικῆς ἔμπνευσης παρανομία καὶ παραβατικότητα σὲ βάρος τοῦ κοινοῦ «ἐμεῖς», ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα, πιστεύοντας ὅτι τὸ σπουδαιότερο καὶ ἐξυπνότερο πράγμα εἶναι νὰ ἐξυπηρετεῖ κανεὶς τὸ ἀτομικό του συμφέρον, νὰ κερδίζει, νὰ ὠφελεῖται καὶ νὰ βολεύεται, χωρὶς νὰ σκέπτεται τὶς ζημιὲς καὶ τὶς πληγὲς ποὺ προκαλεῖ στὸ σύνολο τοῦ λαοῦ καὶ στὴν ὀργανωμένη πολιτεία.
Λησμόνησε ὅτι στὴν πραγματικότητα ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι μέρος τοῦ ὅλου καὶ ὅτι, ἂν αὐτὸ τὸ ὅλον εὐημερεῖ, τότε καὶ ὁ ἴδιος εὐημερεῖ. Ἀγνόησε τὸ γεγονὸς ὅτι φθείροντας τὴν πατρίδα του, τὸ κοινὸ σῶμα, ὁδηγεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν πτώση καὶ στὴν περιπέτεια, ὅπου καραδοκεῖ καὶ ἡ κοινὴ γιὰ ὅλους καταστροφή. Δὲν συνειδητοποίησε ὅτι ὁ ἀτομικισμός, ὡς πρότυπο ζωῆς, κατὰ τὸ ὁποῖο τὸ ἄτομο θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς τὴν ὕψιστη ἀξία, ἀποτελεῖ μία οἰκτρὴ αὐταπάτη, φανερώνει μεγάλη μορφὴ ἀνασφάλειας καὶ λογίζεται ὡς ἡ κύρια ἀφετηρία τοῦ μηδενισμοῦ.
Ὅλοι σχεδὸν οἱ τρόποι ζωῆς, ποὺ εὐαγγελίστηκαν οἱ κάθε μορφῆς ἀναγεννήσεις, ἀνθρωπισμοὶ καὶ νεωτερικότητες, υἱοθέτησαν τὸν ἀτομικισμὸ ὡς πρότυπο καὶ ἔχουν λίγο ἢ πολὺ στοὺς κύριους στόχους τῶν κινημάτων τους τὴν προβολὴ καὶ τὴν προάσπιση τῶν ἀτομικῶν συμφερόντων.
Στὸν ὀρθόδοξο χριστιανισμό, ἀπὸ τὴν ἄλλη, προτεραιότητα ἔχει τὸ ὅλον ἔναντι τοῦ μέρους, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀφανίζεται τὸ μέρος. Τὸ «ἐγὼ» ἐξισώνεται μέσῳ ἐλεύθερης βούλησης μὲ τὸ «ἐσὺ» καὶ βρίσκει τὴν πληρότητα τῆς ὕπαρξής του ἐντὸς τοῦ «ἐμεῖς». Ἔτσι, ὁ ἀτομικισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιωθεῖ στὶς πηγὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀφοῦ ἡ αὐθεντικὴ χριστιανικὴ διδασκαλία εἶναι ριζικῶς ἀντιατομικιστική.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς θεωρεῖ τὴν κατάσταση τοῦ ἀτομικισμοῦ κατάτμηση καὶ μερισμὸ τῆς ἑνιαίας ἀνθρώπινης φύσεως, μία φυσικὴ ἀνωμαλία [8], ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ φιλαυτία καὶ στὴν ἀτομικὴ γνώμη, σὲ μία κατάσταση ποὺ τὸν κάνει νὰ χάνει τὸν λόγο τῆς ὑπάρξεώς του, δηλαδὴ τὴν ἀληθινὴ κοινωνία του μὲ τὸν Θεὸ καὶ μέ τους συνανθρώπους [9] καὶ νὰ στρέφεται ἐναντίον τοῦ σώματος στὸ ὁποῖο καὶ ὁ ἴδιος ἀνήκει.
Οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες, γενικά, ἀναζητῶντας τὴν τελείωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, καταδικάζουν τὸν ἀτομικισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία, ὡς αἰτία ἁμαρτίας καὶ διαίρεσης. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς διάδοσης τοῦ ἀτομικιστικοῦ προτύπου, ὡς ἰδεώδους του Διαφωτισμοῦ, ποὺ προέκυψαν καὶ συνεχίζουν νὰ προκύπτουν στὴν πνευματική, κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ ζωὴ τοῦ τόπου εἶναι τεράστιες. Οἱ νέοι δὲν μαθαίνουν μέσα ἀπὸ τὸ σχολικό, τὸ οἰκογενειακὸ καὶ τὸ κοινωνικό τους περιβάλλον νὰ σκέπτονται καὶ νὰ ἐνεργοῦν ἰσότιμα ἀπέναντι στὸν ἑαυτό τους καὶ στοὺς ἄλλους. Ἔτσι ἀκολουθοῦν ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές, ποὺ ὁδηγοῦν στὴ φθορὰ καὶ στὴν ἐκμετάλλευση τοῦ κοινοῦ καὶ στὴν ἐξυπηρέτηση ἀποκλειστικὰ τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, προσπαθῶντας νὰ ἀποσπάσουν ἀγαθὰ ἀπὸ τὸ ὅλον, καὶ νὰ τὰ ἐντάξουν στὸ μέρος.
Ἡ καθολικὴ ὡστόσο ἐπικράτηση τοῦ ἀτομικισμοῦ ὡς τρόπου σκέψεως καὶ ζωῆς εἶναι βέβαιο ὅτι δὲν ἱκανοποιεῖ ὑπαρξιακὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐκ φύσεως εἶναι κοινωνικὸ καὶ ἀγαπητικὸ ὂν καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ πιέζεται καὶ συρρικνώνεται ἡ ψυχή του, καθὼς νιώθει ὅτι βρίσκεται, μὲ δική του εὐθύνη, ἀπομονωμένος καὶ ἐγκλωβισμένος στὰ στενὰ πλαίσια τοῦ ἑαυτοῦ του, μακριὰ ἀπὸ μία ἀληθινὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἱστορικὲς καὶ θρησκευτικές του ρίζες.
Ἀναζητῶντας κανεὶς λύσεις τοῦ σημερινοῦ προβλήματος, θὰ πρέπει νὰ ἔχει ὑπόψη του ὅτι ἡ ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς Ρωμηοσύνης διδάσκει πὼς ἡ ὁποιαδήποτε οἰκονομικὴ ἐπιλογή, ποὺ θὰ ἀγνοήσει καὶ θὰ περιφρονήσει τὴν ἀναγκαιότητα καὶ τὴ σημασία τῆς συνδρομῆς μίας ταυτόχρονης καὶ ἰσοβαροῦς πνευματικῆς καὶ κοινωνικῆς ἀλλαγῆς καὶ ἀναγέννησης τοῦ λαοῦ, δὲν θὰ εἶναι βιώσιμη.
Ὁ λαός μας, ἂν θέλει νὰ ὀρθοποδήσει ἡ χώρα του καὶ νὰ ἀρχίσει μία νέα προσπάθεια προόδου καὶ ἀνάπτυξης, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπαλλαχτεῖ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ πάθος τοῦ ἀτομικισμοῦ. Ἡ μόνη ἀποτελεσματικὴ θεραπεία τοῦ ἀτομικισμοῦ, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν καταστροφικὸ γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ἄλλους ἐγκλωβισμό του στὴν περιοχὴ τοῦ συμφέροντος καὶ νὰ τὸν ἐντάξει σὲ μία ἄλλη προοπτική, ἐκείνη τοῦ ὅλου της κοινότητας, τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, τῆς πατρίδας, εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Ἀπ. Παῦλο, «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» [10] καὶ δὲν ἔχει ἐγωκεντρικὰ κίνητρα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἀπ. Παῦλος διδάσκει τὸν κάθε ἄνθρωπο, νὰ φροντίζει, παράλληλα καὶ ἐξίσου μὲ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸν συνάνθρωπο: «μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ καὶ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» [11].
Ὁ Ἕλληνας – «ἄτομο» εἶναι ἀνάγκη νὰ μετεξελιχτεῖ σὲ «πρόσωπο» καὶ σ΄αὐτὴ τὴν προσπάθεια μετεξέλιξης ὁ ρόλος τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας θὰ εἶναι σημαντικός. Ἡ πραγματικὴ οὐσία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἀποκαλύπτεται μόνον μέσα ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ζητήματος στὸ ὑπερβατικὸ ἐπίπεδο.
Ἡ μετανοιακὴ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου – «ἀτόμου» καὶ ἡ μετάλλαξή του σὲ «πρόσωπο» μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ μόνο μέσα ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ πρότυπό της ὀρθόδοξης παραδόσεως, κύριο στοιχεῖο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν μονοδιάστατη ἐπιθυμία τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος.
Ἡ ἁγιοτριαδικὴ προσέγγιση τοῦ νοήματος τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ποὺ ἀποτελεῖ ὄχι μόνο τὸ καινούριο της ἱστορίας τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπίδα του, βιωμένη ἐν ἐλευθερίᾳ μέσα στὶς ζῶσες ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες, μπορεῖ νὰ θεμελιώσει ἕνα νέο παιδαγωγικὸ στόχο, μὲ κυρίαρχο ἀντικείμενο τὴν ἀγωγὴ τοῦ προσώπου, ποὺ θὰ ἐμπνεύσει ἕνα ἀνανεωμένο περσοναλισμὸ καὶ θὰ προσφέρει ἕνα νέο ὅραμα στὴ νοσταλγία τοῦ σύγχρονου ἐγκλωβισμένου στὰ ἀδιέξοδα τοῦ ἀτομικισμοῦ ἀνθρώπου.
1. Βλ. Ἡρ. Ρεράκης, Θρησκευτικὰ καὶ πολιτισμικὰ πρότυπα στὸ ἔργο τοῦ Δ. Σολωμού, ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 2003, σ. 270-284.
2. Βλ. Ἀθ. Πάριος, Ἀπολογία χριστιανική, ἐκδ. Τυπογραφεῖον Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντινούπολη 1805, σ. 25 – 27.
3. Βλ. Ἡρ. Ρεράκης, Ὁ «ἄλλος» στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, Ὀρθόδοξη χριστιανοπαιδαγωγικὴ θεώρηση, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη σ. 60-74.
4. Ό.π., σ. 75-107.
5. Βλ. Ζ. Παπαδημητρίου, «Ἀτομικισμός», Παιδαγωγικὴ – Ψυχολογικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια – Λεξικόν, ἐκδ. Ἑλληνικὰ Γράμματα, τ. 2, σ. 847.
6. Βλ. Χ. Τριάντης, «Ἀτομικισμός – Συλλογικότητα», Παιδαγωγική – Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια – Λεξικόν, ὅ.π., σ. 847.
7. Βλ. Ἡρ. Ρεράκης, Κοινωνικὴ ἔνταξη καὶ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ τοῦ μαθητῆ στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονικη 2010, σ. 251-264.
8. Βλ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἐπιστολαί – «Πρὸς τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ κύριον Γεώργιον, τὸν πανεύφημον ἔπαρχον Ἀφρικῆς», P.G. 91, 396 D: «Θεοῦ καὶ ἀλλήλων κατὰ τὴν γνώμην διέστησε, τὸ τὲ εὐθὲς διαστρέψας καὶ τὴν φύσιν κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον μερίσας».
9. Βλ. Τοῦ αὐτοῦ, «Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά», P.G. 90, 1195 ΒC. 10. Α’ Κορ. 13, 5. 11. Α’ Κορ. 10, 24.