Πῶς τὸ θεῖο δῶρο τῆς γλώσσας χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ μερικοὺς σοφοὺς προγόνους μας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ συναφὲς δῶρο τῆς θείας Προνοίας, τὴ φιλοσοφία.
«Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο γιὰ μία ἀληθινὴ ἀνάπτυξη καὶ μόρφωση. Εἶναι ὁ παιδαγωγὸς τοῦ ἀνθρώπου…
Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐδίδαξε τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ μὲ τὶς ὀρθὲς ἀπὸ τὶς θεωρίες της χειραγώγησε ὡς παιδαγωγὸς τὴν ἀνθρωπότητα πρὸς τὸν Χριστό.
Ἡ φιλοσοφία ὑπῆρξε καὶ εἶναι κτῆμα τῶν Ἑλλήνων καὶ κανένας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ἀφαιρέσει ἀπὸ αὐτούς. Μὲ τὴ διάδοσή της ἀνάμεσα στὰ ἔθνη τὰ προσελκύει καὶ τοὺς προσφέρει Ἑλληνικότητα, χωρὶς ἡ ἴδια νὰ χάνει ποτὲ τὴν ἑλληνικότητά της.
Ὅσοι γίνονται ὁπαδοί της, ὅσοι ὁμιλοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, δὲν εἶναι πιὰ ξένοι, ἀποβάλλουν κάθε βαρβαρότητα καὶ ἀποκτοῦν ἑλληνικότητα καὶ εὐγένεια. Ὁ προορισμὸς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ διάπλαση ὅλων κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ γίνονται Ἕλληνες.
Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία γεννήθηκε χάριν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ταυτίσθηκε μὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἕλληνες καὶ φιλοσοφία εἶναι ἔννοιες ἀξεχώριστες. Αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, ὅταν ἀναφέρει: «Οἱ Ἕλληνες ἀναζητοῦν μὲ πάθος τὴ σοφία». Γιατὶ ὁ Ἕλληνας εἶναι πραγματικὰ γεννημένος γιὰ νὰ φιλοσοφεῖ, ἐπειδὴ εἶναι γεννημένος γιὰ νὰ διδάσκει τὴν ἀνθρωπότητα».
Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ εἶναι αὐτὸ μιὰ ἀφορμὴ γιὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ὑπερηφανευθοῦν, ἂς εἶναι μιὰ αἰτία νὰ ἐνεργοποιηθοῦν πνευματικά, στὴν ἀπόκτηση μάλιστα τῆς ὑπὲρ φύσιν χριστιανικῆς γνώσης, ποὺ ἤδη ἐπιλύει ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ προβλήματα, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνομε κοινωνοὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, ὄχι προσωρινὰ ἀλλὰ αἰώνια.
Ἂν δὲν λάβομε ὅμως παιδεία χριστιανικὴ μὲ βάσεις ἑλληνικές, ἂν καὶ θὰ ὀνομαζόμαστε, δὲν θὰ εἴμαστε Ἕλληνες. Διότι ὅπως ἔλεγε ὁ Ἰσοκράτης: «Ἡ λέξη Ἕλλην δὲν εἶναι τόσο ἕνας ὅρος ποὺ χαρακτηρίζει τὴ γέννηση, ὅσο τὸν τρόπο σκέψεως, καὶ ἐφαρμόζεται σὲ ἕνα κοινὸ πολιτισμὸ μᾶλλον, παρὰ σὲ μιὰ κοινὴ καταγωγή».
Μὲ βάση τὸ παραπάνω σκεπτικό, ὁ Sir Isaac Newton (Νεύτων), γιὰ παράδειγμα, ἀνήκει στὸν Ἑλληνισμό.