Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΡΟΙΚΩΝ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΤΟ 13Ο – 18Ο ΑΙΩΝΑ

BENETIA

Εἰρήνης Ἀρτέμη

Θεολόγου – Φιλολόγου

MA Θεολογίας -ὕπ. διδάκτορος Θεολογίας

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ΣΧΕΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ –ΒΕΝΕΤΙΑΣ

 

Τὸ χρονικὸ διάστημα 1201-1204 γίνεται ἡ Δ΄ Σταυροφορία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἔχουμε τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1204 ἀπὸ τοὺς Λατίνους Σταυροφόρους. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, ἡ Βενετία κυριάρχησε σὲ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο μέρος τῶν βυζαντινῶν ἐδαφῶν, ἐγκαθιδρύοντας τὴν ἡγεμονία της στὰ ἐδάφη αὐτά. Ἔτσι τὸ 1204 ἀποτελεῖ χρονιὰ ὁρόσημο γιὰ τὶς σχέσεις Βυζαντίου καὶ Βενετίας. Τὴν περίοδο αὐτὴ συμβαίνει μία ἕως τότε βυζαντινὴ ἐπαρχία νὰ ἀποκτᾶ μεγάλη δύναμη καὶ νὰ στρέφεται πρὸς τὴν ἴδια τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία φτάνοντας μάλιστα στὴν κατάκτηση τῆς Πρωτεύουσας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τότε πολλὰ ἀριστουργήματα τῆς βυζαντινῆς τέχνης ξεριζώθηκαν βίαια ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μεταφέρθηκαν ὡς τρόπαια στὴ Βενετία, ἡ ὁποία σὲ λίγο καιρὸ θύμιζε μουσεῖο διαφόρων βυζαντινῶν ἔργων τέχνης.

Ἡ Βενετία ἀποτέλεσε γέννημα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ σφραγίδα τοῦ βυζαντινοῦ χαρακτήρα της ὑπῆρξε ἔντονη τόσο ὡς βυζαντινὴ ἐπαρχία ὅσο καὶ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453 ἕως καὶ τὸ 1793 μὲ 1797 ποὺ ἔχουμε τὴν πτώση τῆς Βενετίας. Τὸ 1797 μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ Μεγάλου Ναπολέοντα στὴ βόρεια Ἰταλία καὶ τὴ συνθήκη τοῦ Καμποφόρμιο, ἡ ὑπερχιλιετὴς Γαληνοτάτη Δημοκρατία τῆς Βενετίας καταλύθηκε.

Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς ἀνάπτυξης τῆς Βενετίας ὑπάρχει ἡ ἐπιρροὴ τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου. Πολλοὶ δόγηδες παντρεύονταν βυζαντινὲς ἀρχόντισσες, ἔφεραν βυζαντινοὺς τίτλους στὶς αὐλές τους, ντύνονταν κατὰ τὰ πρότυπα τῶν Βυζαντινῶν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ φτιάξουν τὰ σπίτια τοὺς μιμούμενοι τὴν τεχνικὴ τῶν βυζαντινῶν οἰκιῶν[1].

Ἡ ἑλληνικὴ παρουσία γίνεται ἔντονη ἀπὸ τὸ 13ο αἰώνα ποὺ πολλοὶ Ἕλληνες ζοῦν μόνιμα στὴ Βενετία. Ἤδη, ὅμως, τὸ 10ο-11ο αἰ. Ἕλληνες τεχνίτες, κατόπιν προσκλήσεως, κατέφθασαν στὴ Βενετία προκειμένου νὰ ἀναλάβουν τὴ δημιουργία μεγάλων ἔργων. Τὸ 12ο–13ο αἰ. ἔχουμε τὴν ἔλευση στὴν πόλη τῶν Δόγηδων πολλῶν Ἑλλήνων ἁγιογράφων, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦν καὶ δική τους σχολή. Πολλοὶ λόγιοι συρρέουν στὴ Βενετία κυρίως μετὰ τὴ Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας τὸ 1438. Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν διάδοση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ τὴ γενικότερη ἀνάπτυξη τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν. Οἱ Ἕλληνες βρίσκουν καταφύγιο στὴ Γαληνοτάτη Δημοκρατία μὲ μαζικὴ συρροὴ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ 1479 νὰ ἀριθμοῦν σὲ 4.000-5.000 ἄτομα. Ἡ Βενετία καταλαμβάνει σπουδαία θέση στὰ ὁράματα τῶν Ἑλλήνων τῆς Διασπορᾶς. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ λόγια του Βησσαρίωνα τοῦ Τραπεζούντιου  (1400-1472)[2], ὁ ὁποῖος τὸ 1468 ἔγραφε ὅτι εὐχαρίστως γιὰ πατρίδα του θὰ διάλεγε τὴ Βενετία, τὴν ὁποία θεωροῦσε ἕνα ἄλλο Βυζάντιο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὴν ἴδια χρονιὰ ὁ Βησσαρίων θὰ χαρίσει στὴν πόλη τῆς Βενετίας τὴν ἀνεκτίμητη βιβλιοθήκη του, σχεδὸν 1000 χειρόγραφα, ἑλληνικὰ καὶ λατινικά, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὸν πυρήνα τῆς Μαρκιανῆς Βιβλιοθήκης τῆς Βενετίας. Κυρίως ὅμως, τὰ βιβλία αὐτὰ ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ἴδιου του Βησσαρίωνα, νὰ εἶναι στὴν διάθεση τῶν Ἑλλήνων γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουν ποιὲς εἶναι οἱ ρίζες τοὺς τώρα ποὺ δὲν ἔχουν πατρίδα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

 

1) Τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο τῆς Βενετίας ἀπὸ τὸ 10ο– 15ο αἰ.

 

Ἡ παρουσία τῶν Ἑλλήνων στὴν πόλη τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἦταν ἀρκετὰ ἔντονη ἤδη ἀπὸ τὸ 10ο αἰώνα. Χαρακτηριστικὴ αὔξηση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου παρατηρεῖται τὸ 13ο αἰώνα Τὸ 14ο καὶ κυρίως τὸ 15ο αἰ. πολλοὶ διαπρεπεῖς βυζαντινοὶ λόγιοι δροῦν στὴ Βενετία. Ὅλοι αὐτοὶ ἐργάστηκαν μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο γιὰ τὴν ἔκδοση ἑλληνικῶν βιβλίων. Τὸ τελευταῖο γίνεται πραγματικότητα τὸ 1471[3]. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ποὺ ζοῦσαν καὶ προόδευαν στὴ Βενετία προέρχονταν ἀπὸ Βενετοκρατούμενα ἐδάφη, ὅπως ἦταν τὰ Ἑπτάνησα, ἡ Κρήτη, περιοχὲς τῆς Πελοποννήσου, τῶν Κυκλάδων, τῶν Δωδεκανήσων. Φυσικά, σημαντικὸς παράγοντας στὴν αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Βενετία ὑπῆρξε ἡ κατάκτηση τῶν ἑλληνικῶν παραλίων ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 15ο αἰ. Οἱ λόγοι ποὺ κατέφυγαν οἱ Ἕλληνες τῶν κατακτημένων περιοχῶν στὴν ἰταλικὴ αὐτὴ περιοχὴ ὑπῆρξαν κυρίως οἰκονομικοὶ καὶ πολιτικοί. Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ τουρκικὴ κατάκτηση δημιούργησε νέες συνθῆκες ζωῆς στὶς περιοχὲς ποῦ ζοῦσαν μέχρι τότε οἱ συγκεκριμένοι Ἕλληνες. Παράλληλα μὲ τὴν τουρκικὴ ἐπέκταση στὸ βυζαντινὸ χῶρο, ὑπάρχει καὶ ἡ μεγάλη ἀδυναμία τοῦ Βυζαντίου νὰ προστατέψει τοὺς κατοίκους του. Οἱ τελευταῖοι ἀναγκάζονται νὰ στραφοῦν πρὸς τὴ Δύση καὶ νὰ ζητήσουν προστασία ἀπὸ ἰσχυρότερα κράτη ἢ αὐτοκρατορίες[4].

Ἂν καὶ οἱ Ἕλληνες συνέβαλαν ἀποφασιστικὰ μέσω τῶν Τεχνῶν, τῶν Γραμμάτων καὶ τοῦ ἐμπορίου στὴ γενικότερη πολιτιστικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς Βενετίας, ἐντούτοις ἀντιμετώπιζαν κάποια σημαντικὰ προβλήματα στὴ διαβίωσή τους σὲ αὐτὴν τὴν περιοχή. Ἕνα βασικὸ πρόβλημά τους, ἐὰν ὄχι τὸ βασικότερο, ἦταν ἡ μὴ ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλεύθερης ἀσκήσεως τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων. Ἡ Σύγκλητος τῶν Βενετῶν παρέχει τὴ σχετικὴ ἄδεια ἀνεγέρσεως ὀρθόδοξης ἐκκλησίας τὸ 1456, τρία χρόνια δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ἡ Ἑλληνικὴ Κοινότητα ἀποτελοῦσε τὴ μεγαλύτερη καὶ ἰσχυρότερη ξένη δύναμη στὴ Βενετία. Δυστυχῶς, ὅμως, ἕνα χρόνο ἀργότερα ἡ ἄδεια ἀκυρώνεται ὕστερα ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῶν Δέκα[5].

Δυστυχῶς τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας καὶ ἀσκήσεως τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων θὰ βρεῖ πολλὰ ἐμπόδια. Ἡ αἰτία ἦταν ὅτι οἱ Βενετοὶ ἀνῆκαν στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ τελευταία βρισκόταν σὲ σχίσμα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἐξαιτίας τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, τοῦ filioque[6] ἀλλὰ καὶ ἄλλων θεολογικῶν καινοτομιῶν ποὺ εἶχε εἰσαγάγει ἀπὸ τὸ Μέγα Σχίσμα[7] τοῦ 1054 ἕως τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Προέβαλαν, λοιπόν, ἐμπόδια στοὺς Ὀρθοδόξους κατοίκους τῆς Βενετίας προσπαθώντας ἔτσι νὰ κάμψουν κάθε ἀντίδρασή τους καὶ νὰ πετύχουν τὸν προσηλυτισμό τους στὸ Ρωμαιοκαθολικισμό. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῆς ἀκυρώσεως τῆς ἀνεγέρσεως ὀρθόδοξου ναοῦ στὴ Βενετία τὸ 1457, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε παραχωρηθεῖ ἡ σχετικὴ ἄδεια τὸ 1456. Στὴν ἀκύρωση προέβη τὸ Συμβούλιο τῶν Δέκα. Ἡ ἵδρυση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου[8] πραγματοποιήθηκε χρόνια ἀργότερα τὸ 1536, ἀφοῦ ἡ κοινότητα τῶν Ἑλλήνων δημιούργησε Ἀδελφότητα κατὰ τὸ ὑπόδειγμα καὶ τῶν ἄλλων ἐθνικῶν μειονοτήτων τῆς Βενετίας[9]. Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ Ναοῦ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ γίνονται τὸ 1577. Ἀμέσως ἔχουμε καὶ τὴν ἐνθρόνιση τοῦ πρώτου ὀρθόδοξου μητροπολίτη, τοῦ Γαβριὴλ Σεβήρου, ὁ ὁποῖος θὰ συμβάλει καταλυτικὰ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς Βενετίας.

Χρονιὰ ὁρόσημο γιὰ τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο τῆς Βενετίας ἀποτελεῖ τὸ 1498. Τότε συγκροτεῖται ἡ Scuola ἢ Nazione, δηλαδὴ τὸ ἑλληνικὸ σῶμα τῆς ἐθνικῆς μειονότητας, ἡ Ἀδελφότητα μὲ ὀνομασία «Nazione Graeca», δηλαδὴ «τὸ Γένος τῶν Γραικῶν». Ἡ Ἀδελφότητα αὐτὴ δὲν ἀνέλαβε μόνο θρησκευτικὲς καὶ φιλανθρωπικὲς δράσεις ἀλλὰ ἀπετέλεσε τὸ κέντρο ἀναφορᾶς τῶν Ἑλλήνων ποὺ ζοῦσαν στὴ Βενετία.

 

2) Ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα στὴ Βενετία ἀπὸ τὸ 16ο -18ο αἰ.

 

Οἱ Ἕλληνες τῆς Βενετίας τὸ 15ο ἤδη ἀποτελοῦν ἕνα μεγάλο ποσοστό. Ἡ Ἀδελφότητα φροντίζει γιὰ τὴν κάλυψη τῶν διαφόρων οἰκονομικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν Ἑλλήνων ποὺ ζοῦσαν στὴ Γαληνότατη Δημοκρατία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ μόρφωσή τους.

Ἕνα σπουδαῖος παράγοντας τὴν ἐποχὴ ποὺ συνεισέφερε στὴ μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας εἶναι ἡ ἵδρυση τῆς Φλαγγίνειου Σχολῆς[10]. Χρηματοδότης τοῦ σχολῆς αὐτῆς ὑπῆρξε ὁ Θωμὰς Φλαγγίνης (1578-1648), πλούσιος δικηγόρος καὶ ἔμπορος στὴν περιοχὴ τῆς Βενετίας. Ὁ Φλαγγίνης προσπαθοῦσε ἀπὸ τὸ 1624 νὰ ἱδρύσει ἕνα ἀνώτερο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα γιὰ Ἕλληνες μαθητὲς ποὺ κυρίως θὰ προορίζονταν γιὰ τὰ ἀνώτερα ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του ἀποτύγχαναν ἐξαιτίας τῆς ἄρνησης τῶν Βενετῶν νὰ δώσουν τὴν ἄδεια γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Σχολῆς. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του ὁ Φλαγγίνης προέβλεψε στὴ διαθήκη τοῦ (1644) τὴν ἵδρυση ἑλληνικῆς σχολῆς καὶ ὅρισε τὰ ἄτομα ποὺ θὰ ἀναλάμβαναν τὴν ἵδρυση καὶ τὴν ἐπίβλεψη τῆς λειτουργίας της. Ἡ ἄδεια γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Σχολῆς δόθηκε τὸ 1662 καὶ ἡ λειτουργία τῆς ξεκίνησε τὸ 1665. Σὲ αὐτὴν τόσο οἱ δάσκαλοι ὅσο καὶ οἱ μαθητὲς ὁρίζονταν νὰ εἶναι Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ὄφειλαν νὰ ἀκολουθοῦν τὸ δόγμα καὶ τὶς ἑλληνικὲς συνήθειες. Στὴ διάρκεια ζωῆς τοῦ Φλαγγίνειου Φροντιστηρίου ἢ Σχολῆς φοίτησαν πάρα πολλοὶ Ἕλληνες ποὺ διέπρεψαν στὶς Ἐπιστῆμες, στὶς Τέχνες καὶ τὰ Γράμματα.

Οἱ Ἕλληνες τῆς Βενετίας κατὰ τὸν 15ο καὶ κυρίως κατὰ τὸν 16ο αἰώνα[11], συνεισέφεραν σημαντικὰ στὴν Ἀρχιτεκτονική, τὴ Χαρτογραφία, τὴ μελέτη τῶν Μαθηματικῶν, τὴν Φιλοσοφία, τὴ Ναυπηγικὴ καὶ στὴν αὔξηση μετάδοσης τῆς γνώσης, χάρη στὴν τυπογραφία[12].

Στὸ δικό τους ἀρχιτεκτονικὸ καὶ πολεοδομικὸ σύνολο τῆς πλατείας τῶν Ἑλλήνων (16ος-17ος αἰώνας), τὸ ἐπονομαζόμενο Campo dei Greci, εἶναι ἐμφανὴς ὁ συσχετισμὸς τῶν ἐπιλογῶν τους μὲ τὴν πολιτική, μὲ ἱστορικὰ γεγονότα, μὲ τὴ θρησκεία καὶ μὲ τὸν τρόπο σκέψης. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀναλογίες, ποὺ συναντῶνται στὴ χάραξη τῆς ὄψης τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων, παραπέμπουν στὶς ἁρμονικὲς ἀναλογίες τῆς πυθαγόρειας κλίμακας, ὅπως εἶχαν ἀνακαλυφθεῖ ἐκ νέου καὶ εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ σὲ ἄλλα ἀναγεννησιακὰ κτήρια στὴ Βενετία.

Οἱ ἐπιλογὲς γνωστῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ Μπαρόκ, ὡς ὑπευθύνων της μελέτης καὶ τῆς ἐπίβλεψης τῶν ἔργων στὴν πλατεία τῶν Ἑλλήνων ὑποδεικνύουν τὴν ἀνάπτυξη μίας στενῆς σχέσης τῶν Ἑλλήνων μὲ τὶς Ἑνετικὲς ἀρχὲς καὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀδελφότητες, ὅπου αὐτοὶ δραστηριοποιοῦντο.

Ἡ διασπορὰ τῆς κατοίκησης τῶν Ἑλλήνων στὴν πόλη καὶ ἡ συμμετοχή τους σὲ ἔργα ἐπώνυμης ἀρχιτεκτονικῆς, ναούς, κοινωφελῆ ἔργα καὶ ἔργα ἁπλῆς κατοίκησης ἐπιβεβαιώνει τὴ μοναδικότητα τῆς αὐλῆς τῶν Ἑλλήνων ὡς χώρου ἐκπροσώπησης τῆς ἑλληνικῆς Ἀδελφότητας καὶ ἀφετέρου ἐπιβεβαιώνει τὴν ταυτότητά τους στὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ στὴν πολεοδομία στὸ σύνολο τῆς πόλης.

Ἡ ἔρευνα στὶς πηγὲς τῶν Ἀρχείων τῆς Ἑλληνικῆς Ἀδελφότητας Βενετίας, τοῦ Κρατικοῦ Ἀρχείου Βενετίας, στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μουσείου Correr, τῆς Μαρκιανῆς βιβλιοθήκης, στὰ ἀρχεῖα θρησκευτικῶν Κοινοτήτων πολλὲς φορὲς ἀδημοσίευτων ἀνέδειξε μία κοινότητα ποὺ ἐκφραζόταν μὲ τοὺς δικούς της τρόπους σὲ κάθε τί τὸ νέο στὸν χῶρο τῆς Βενετίας[13].

Δυστυχῶς μετὰ τὴν κατάλυση τῆς Βενετίας (1797) παρήκμασε καὶ ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα. Οἱ καταθέσεις τῶν Ἑλλήνων δημεύτηκαν ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα καὶ οἱ περισσότεροι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀναζητήσουν ἀλλοῦ νέα πατρίδα ἢ νὰ γυρίσουν στὴ σκλαβωμένη Ἑλλάδα, φέρνοντας τὶς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ προετοιμάζοντας τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ Γένους.

 

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οἱ Ἕλληνες τῆς Βενετίας, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς Εὐρώπης ποὺ μετανάστευσαν Ἕλληνες πρὶν καὶ μετὰ τὴν πτώση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μετέφεραν τὶς γνώσεις τοῦ τόσο σὲ ἐπίπεδο Τεχνῶν ὅσο καὶ τῶν Γραμμάτων συμβάλλοντας καθοριστικὰ στὴν πολιτιστικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἀνάπτυξη τῶν εὐρωπαϊκῶν κοινωνιῶν ποὺ ζοῦσαν. Σημαντικὴ δράση τοὺς ἀπετέλεσε ἡ ἵδρυση τῆς Ἀδελφότητας ἀλλὰ καὶ ὁ ἀγώνας τους γιὰ τὴν ἵδρυση τυπογραφείου καὶ τὴ διάδοση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ σκέψης μέσα ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων.

Οἱ Ἕλληνες πάροικοι κατόρθωσαν γρήγορα νὰ ἐνσωματωθοῦν μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τῆς Βενετίας χωρὶς ὅμως νὰ χάσουν τὴν ταυτότητά τους καὶ συγχρόνως νὰ ἀφήσουν τὸ στίγμα τοὺς τόσο σὲ κοινωνικὲς πτυχὲς τῆς ζωῆς τῆς Βενετίας, ὅσο καὶ στὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀρχιτεκτονική της Πόλεως.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Ἀντωνιάδη, Σ., «Νέα στοιχεῖα ἀπὸ τὰ κατάστιχα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀδελφότητας τῆς Βενετίας (16ο αἵ.)», Ἀφιέρωμα στὸν Μανόλη Τριανταφυλλίδη,  Ἀθήνα 1960, σσ. 63-67.

-Ἀρτέμη, Ε., «Οἱ Βασικότεροι Σταθμοὶ στὴ Ρήξη τῶν Σχέσεων Ἀνατολικῆς κᾶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας μέχρι τὸ Μέγα Σχίσμα τοῦ 1054», http://orthodoxiagr.gr/index.php/2011-07-06-05-40-12/78.html (2012).

– Ball, G. J., The Greek community in Venice: 1470-1620, University of London 1989.

– Γιαννακοπούλου, I. K.,  Ἕλληνες λόγιοι εἰς τὴν Βενετία. Μελέται ἐπὶ τῆς διαδόσεως τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἀπὸ τοῦ Βυζαντίου εἰς τὴν δυτικὴν Εὐρώπην, Ἀθήνα 1965.

– Ἰορδανίδου, Β. Γ., Βησσαρίων ὁ Τραπεζούντιος: βίος καὶ ἔργα, μεταπτυχιακὴ διατριβή, Θεσσαλονίκη 2010.

– Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. Ι΄, ΙΑ΄, ΙΒ΄, ΙΓ΄, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1977.

– Ἰωαννίδου, Ν., Ἡ ταυτότητα τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας τῆς Βενετίας στὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴν πολεοδομία (14-16ος αἰώνας), Ἔκδ. ΤΕΕ, Ἀθήνα 2011.

– Καραθανάση, E. A., H Φλαγγίνειος Σχολὴ τῆς Βενετίας, Θεσσαλονίκη 1975.

– Καραμπελιά, Γ., «Τὸ 1204 καὶ ἡ διαμόρφωση τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ» , Ἄρδην 74, 51 (2009).

– Κιοσέ, Χ., «Πῶς οἱ Ἕλληνες «κατέκτησαν» τὴ Βενετία», E:\ΤΟ ΒΗΜΑ – Πῶς οἱ Ἕλληνες «κατέκτησαν» τὴ Βενετία – γνῶμες.mht (1999).

– Μανούσακα, I. M., «H πρώτη ἄδεια (1456) τῆς Βενετικῆς γερουσίας γιὰ τὸ ναὸ τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας καὶ ὁ καρδινάλιος Ἰσίδωρος», Θησαυρίσματα 1 (1962) 109-118.

-Τοῦ ἰδίου, «Τὰ κυριώτερα ἔγγραφα (1536-1599) γιὰ τὴν οἰκοδομὴ καὶ τὴ διακόσμηση τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας», Εἰς μνήμην Παναγιώτου A. Μιχελή, Ἀθήνα 1972, σσ. 334-355.

– Μαλτέζου, Χ. Α.,  «Βενετία, ἡ ἄλλη πατρίδα τῶν Ἑλλήνων», στὸν τόμο Δημοσία Ἰλαρία, σσ. 11-22.

– Norwich, J. J., A history of Venice, Vintage Books, New York 1989.

– Ρωμανίδου, Ἰω., «Τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος», Ἐν Συνειδήσει, ἔκδ. τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, Δεκέμβριος 2006.

– Σουλογιάννη, E., «H Σχολὴ Φλαγγίνη στὴ Βενετία. Μία πρώτη συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς λειτουργίας τῆς (1824-1907)», Δελτίον Ἰστoρικὴς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος 26 (1983) 203-326.

-Σχολικὸ Ἐγχειρίδιο Ἱστορίας Β΄ Γυμνασίου, Κέφ. 7ο :« Ἡ ἀνατολικὴ Μεσόγειός τους τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (13ος — 15ος αἰώνας), σσ. 104-105.

-http://sites.google.com/site/romeandromania/Home/13th-c/1299.

 



[1] Χ. Α. Μαλτέζου, «Βενετία, ἡ ἄλλη πατρίδα τῶν Ἑλλήνων», στὸν τόμο Δημοσία Ἰλαρία, σσ. 11-22.

[2] Βλ. Β. Γ. Ἰορδανίδου, Βησσαρίων ὁ Τραπεζούντιος: βίος καὶ ἔργα, μεταπτυχιακὴ διατριβή, Θεσσαλονίκη 2010.

[3] Τὸ πρῶτο βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ἦταν ἡ Γραμματική του Μανουὴλ Χρυσολωρᾶ.

[4] Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. Ι, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1977, σσ. 238-239.

[5] Βλ. J. J. Norwich, A history of Venice, Vintage Books, New York1989, σσ. 280-285. Τὸ 1297 συντελέστηκαν σημαντικὲς πολιτειακὲς ἀλλαγὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἐνισχύθηκε ἡ ἐξουσία τῆς οἰκονομικῆς ἀριστοκρατίας καὶ περιορίστηκαν οἱ ἐλευθερίες τῶν πολιτῶν. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ προκάλεσε ἁλυσιδωτὲς ἀντιδράσεις καὶ τελικὰ ὁδήγησε στὴ σύσταση τοῦ τρομεροῦ «Συμβουλίου τῶν Δέκα» (ὀργάνου ἀσφαλείας), τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τρομοκρατία γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων του. Κατὰ τὸν 15ο αἰώνα διατηρήθηκαν οἱ δημοκρατικοὶ θεσμοὶ ἀλλὰ καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς ἐξουσίας ἀπὸ ἰσχυρὲς ἐμπορικὲς οἰκογένειες. Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ πολιτιστικὴ ἄνθηση ποὺ ἐκδηλώθηκε στὴν Βενετία (μουσική, τέχνες), συνέπεια τῆς γενικότερης πνευματικῆς ἀνόδου τῆς Ἰταλίας σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο.

Τὸ Συμβούλιο τῶν Δέκα, ἢ ἁπλὰ Τὰ δέκα, ἦταν, ἀπὸ τὰ τέλη του13ου αἵ. μὲ ἀρχὲς τοῦ 14ου αἵ. (1297-1310) ἕως τὸ 1797, ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ὀργανισμοὺς διακυβέρνησης τῆς Δημοκρατία τῆς Βενετίας. Ἂν καὶ οἱ ἐνέργειές του ἦταν συχνὰ μυστικές, θεωρήθηκε γενικὰ δίκαιο καὶ ἀποτελεσματικὸ ἀπὸ τοὺς πολίτες τῆς Δημοκρατίας.

Τὸ Συμβούλιο ἐπιφορτίστηκε τυπικὰ μὲ τὴ διατήρηση τῆς ἀσφάλειας τῆς Δημοκρατίας καὶ τὴ διαφύλαξη τῆς κυβέρνησης ἀπὸ ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἐξαναγκασμοῦ της ἢ δωροδοκίας της. Ἐντούτοις, τὸ μικρὸ μέγεθός του καὶ ἡ δυνατότητά του νὰ λάβει γρήγορα τὶς ἀποφάσεις ὁδήγησαν γρήγορα στὸ νὰ ἀποκτήσει μεγάλη δύναμη. Κοντὰ στὸ 1457 ἀπολάμβανε σχεδὸν τὴν ἀπεριόριστη ἀρχὴ σὲ ὅλες τὶς κυβερνητικὲς ὑποθέσεις. Εἰδικότερα, ἐπιτήρησε τὴ διπλωματικὴ ὑπηρεσία πληροφοριῶν τῆς Βενετίας, διαχειρίστηκε τὶς στρατιωτικὲς ὑποθέσεις του, καὶ ἀντιμετώπισε νομικὰ θέματα καὶ νόμους.

[6] Βλ. σχετικὰ Ε. Ἀρτέμη, «Οἱ Βασικότεροι Σταθμοὶ στὴ Ρήξη τῶν Σχέσεων Ἀνατολικῆς κᾶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας μέχρι τὸ Μέγα Σχίσμα τοῦ 1054», http://orthodoxiagr.gr/index.php/2011-07-06-05-40-12/78.html (2012), ὑποσ. 18: «Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐτῶν 1009 μὲ 1046 οἱ Φράγκο-Λατίνοι αὐτοκράτορες τῆς Φραγκίας ἵδρυσαν τὸ σημερινὸ Παπισμὸ σὲ δύο στάδια. πρῶτα ἐγκατέστησαν διὰ πρώτη φορὰ αἱρετικοὺς Ρωμαίους πάπες τῆς Ρώμης. Δηλαδὴ οἱ ἐν λόγω πάπες ἀπέκτησαν τοὺς θρόνους τοὺς ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι ἀποδέχονται τὴν προσθήκη τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδὴ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι μόνο ἐκ τοῦ Πατρὸς ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Τὸ δεύτερο στάδιο ἄρχισε τὸ 1046, ὅταν ὁ Φράγκος αὐτοκράτωρ Ἐρρίκος Γ’ (1049-1056) ἀντικατέστησε τὸ Ρωμαῖο πάπα Γρηγόριο ΣΤ’ (1045-1046) μὲ τὸ Φράγκο-Λατίνο πάπα Κλήμεντα Β’ (1046-1047). Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερον οἱ πάπες εἶναι σχεδὸν ὅλοι Τεύτονες ἀνήκοντες στὴν τάξη τῶν Φράγκο-Λατίνων εὐγενῶν κατακτητῶν τῆς Δυτικῆς Ρωμαιοσύνης. Ἑπομένως τὸ λεγόμενο σχίσμα μεταξὺ Ἐκκλησιῶν Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς δὲν ἔγινε μεταξὺ Δυτικῶν καὶ Ἀνατολικῶν Ρωμαίων, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῶν Δυτικῶν Ρωμαίων καὶ τῶν ἐλευθέρων Ρωμαίων της Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Μάλιστα τὸ 1054 οἱ Κέλτες καὶ οἱ Σάξωνες τῆς Ἀγγλίας καὶ οἱ Ρωμαῖοι της Ἀραβοκρατουμένης Ἱσπανίας καὶ Πορτογαλίας ἦταν Ὀρθόδοξοι». Πρβλ. Ἰω. Ρωμανίδου, «Τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος», Ἐν Συνειδήσει, ἔκδ. τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, Δεκέμβριος 2006, σ. 18.

[7] Ε. Ἀρτέμη, όπ.π.

[8] Βλ. Ἰ. M., Mανούσακα, «H πρώτη ἄδεια (1456) τῆς Βενετικῆς γερουσίας γιὰ τὸ ναὸ τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας καὶ ὁ καρδινάλιος Ἰσίδωρος», Θησαυρίσματα 1 (1962) 109-118. Τοῦ ἰδίου, «Τὰ κυριώτερα ἔγγραφα (1536-1599) γιὰ τὴν οἰκοδομὴ καὶ τὴ διακόσμηση τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας», Εἰς μνήμην Παναγιώτου A. Μιχελή, Ἀθήνα 1972, σσ. 334-355.

[9] «Ἡ πρώτη ἄδεια στοὺς Ἕλληνες νὰ χτίσουν ὀρθόδοξη ἐκκλησία στὴ Βενετία παραχωρήθηκε τὸ 1456 ἀπὸ τὴ Γερουσία καὶ ἦταν προϊὸν παρεξήγησης, καθὼς οἱ βενετοὶ γερουσιαστὲς εἶχαν τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ Ἕλληνες ὑπάκουαν στὴν καθολικὴ πίστη καὶ στὴν Ἁγία Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία. Ὅταν ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ«σχισματικοὺς ἢ αἱρετικούς», ἡ ἄδεια ἀποσύρθηκε καὶ χρειάστηκε νὰ περάσουν 15 χρόνια γιὰ νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ νὰ ἐκκλησιάζονται σὲ μία γωνία τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Βλασίου. Σὰν καλοὶ Βυζαντινοὶ ὅμως οἱ Ἕλληνες ἀναζήτησαν ἄλλο δρόμο καὶ ἐπικαλούμενοι τὴν πολεμικὴ συμμετοχή τους στὴν κατάκτηση τῆς Δαλματίας ὀργανώθηκαν σὲ Ἀδελφότητα, πράγμα ἐφικτὸ χάρη στὸ συντεχνιακὸ δίκαιό της ἐποχῆς. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἀδελφότητα πρόβαλε κυρίως ὡς μέλη τοὺς Ἕλληνες πλούσιους καὶ ἰσχυροὺς ναυτικοὺς τῶν ὁποίων προστάτης ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος καὶ ὡς σκοπὸς δηλώθηκε ἡ περίθαλψη τῶν ἀπόρων, τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν καὶ τραυματιῶν τοῦ πολέμου. Ἕδρα τῆς νεοσύστατης Ἀδελφότητας ὁρίστηκε ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Βλασίου καὶ προστάτης τῆς Ἀδελφότητας ὁ Ἅγιος Νικόλαος.

Ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἑλληνικῆς Ἀδελφότητας τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν ναυτικοί, ἔμποροι, τεχνίτες καὶ στρατιῶτες, οἱ τελευταῖοι, λόγω τῆς ἀνδρείας τους, ἔχαιραν ἰδιαίτερης ἐκτίμησης ἀπὸ τοὺς Βενετούς, κατόρθωσαν καὶ πῆραν ἄδεια γιὰ νὰ χτίσουν ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν προστάτη τῶν στρατιωτῶν, τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Ἔτσι ἡ Ἀδελφότης τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας, μὲ προστάτη τὸν Ἅγιο Νικόλαο (τῶν ναυτικῶν της), ἄρχισε τὸ 1514 νὰ χτίζει τὴν ἐκκλησία του… προστάτη τῶν stradiotti, Ἁγίου Γεωργίου. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ καὶ μετὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ἀδελφότης χάρη στὴν πολιτικὴ ἰσχὺ ὁρισμένων μελῶν της, ὅπως ὁ Μάρκος Μουσοῦρος καὶ ὁ Ἰανὸς Λάσκαρης, ποὺ ὑπῆρξαν σύμβουλοι τοῦ Πάπα Λέοντος Ἰ’, ἔχαιρε ξεχωριστῶν προνομίων καὶ ἀπόλυτης θρησκευτικῆς ἐλευθερίας» Χ. Κιοσέ, «Πῶς οἱ Ἕλληνες «κατέκτησαν» τὴ Βενετία», E:\ΤΟ ΒΗΜΑ – Πῶς οἱ Ἕλληνες «κατέκτησαν» τὴ Βενετία – γνῶμες.mht (1999). 

[10] Βλ. E. Σουλογιάννη, «H Σχολὴ Φλαγγίνη στὴ Βενετία. Μία πρώτη συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς λειτουργίας τῆς (1824-1907)», Δελτίον Ἰστoρικὴς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος 26 (1983) 203-326. E. A. Καραθανάση, H Φλαγγίνειος Σχολὴ τῆς Βενετίας, Θεσσαλονίκη 1975.

[11] G. J. Ball, The Greek community in Venice: 1470-1620, University of London 1989.

[12] Βλ. σχετικὰ I. K. Γιαννακοπούλου, Ἕλληνες λόγιοι εἰς τὴν Βενετία. Μελέται ἐπὶ τῆς διαδόσεως τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἀπὸ τοῦ Βυζαντίου εἰς τὴν δυτικὴν Εὐρώπην, Ἀθήνα 1965.

[13] Βλ. Ν. Ἰωαννίδου, Ἡ ταυτότητα τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας τῆς Βενετίας στὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴν πολεοδομία (14-16ος αἰώνας), Ἔκδ. ΤΕΕ, Ἀθήνα 2011. Συναφῶς Σ. Ἀντωνιάδη, «Νέα στοιχεῖα ἀπὸ τὰ κατάστιχα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀδελφότητας τῆς Βενετίας (16ο αἵ.)», Ἀφιέρωμα στὸν Μανόλη Τριανταφυλλίδη,  Ἀθήνα 1960, σσ. 63-67.  

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα