Ἀπό τή στιγμή πού στή Δύση ἀποθεώθηκε ἡ Λογική μέ τήν ἀναγέννηση καί τόν Διαφωτισμό καί τό ἐνδιαφέρον στράφηκε πρός τήν ἐπιστημονική καί τεχνολογική ἀναπτυξη, συνέβησαν δραματικές ἀλλαγές στή συνείδηση τοῦ Δυτικοῦ ἀνθρώπου σχετικά μέ τόν τρόπο ἀντίληψης καί τήν ὀπτική θεώρησης τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
Ὁ Θεός, εἴτε ἔγινε «ὕψιστη ἀξία καί ἰδέα» πού ἐλάχιστη σχέση ἔχει μέ τή ζωή, εἴτε «πέθανε» καί δέν ἔμενε παρά νά ἔρθει ὁ Νίτσε νά διακηρύξει τόν «θάνατό Του».
Ὁ κόσμος ἀντιμετωπίστηκε ὡς ἀντικείμενο ὄχι μόνο μελέτης, πού ἔχει ὡς ἀφετηρία τή φυσική τάση τοῦ «εἰδέναι» («Ὁ ἂνθρωπος φύσει ὀρέγεται τοῦ εἰδέναι» λέγει ὁ Ἀριστοτέλης), δηλαδή νά μαθαίνει, ἀλλά καί μιᾶς ἐντελῶς νέας γιά τήν ἀνθρώπινη ἱστορία χρήσης του, πού ξεκινᾶ ἀπό τή βίαιη ἀπόσπαση τῶν μυστικῶν του μέσῳ τῆς Ἐπιστήμης.
Ὁ ἄνθρωπος, θεωρήθηκε μόνο ὡς λογικό καί σκεπτόμενο ὄν (ἄς θυμηθοῦμε τή ρήση τοῦ Καρτεσίου «Cogito, ergo sum = Σκέπτομαι ἄρα ὑπάρχω»), πού μοναδικός του στόχος ἦταν ἡ ὑλική εὐδαιμονία, τήν ὁποία ἐξασφάλιζε μέ τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνολογία. Ὑποτιμήθηκαν δηλαδή ὅλες οἱ ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς (αὐτεξούσιο, συναίσθημα, συνείδηση, τάση πρός τό θεῖον, κ.λπ.). Ὑπ΄ αὐτές τίς προϋποθέσεις ὁ δυτικός ἄνθρωπος ἐγκλωβίστηκε σ’ ἕναν κόσμο “ἀντικειμενικοποιημένο”, ὑποταγμένο στή δύναμη καί στίς κατακτητικές του ὀρέξεις, σ’ ἕναν κόσμο πού ἔχει ἀποκλείσει τό “ὑπερβατικό”, ἀφοῦ ἔχει θανατώσει καί ἐξοβελίσει τόν Θεό ἀπό τόν κύκλο τῶν ἐνδιαφερόντων του. Παραπαίει λοιπόν ἀλλόφρων ἀπό τήν παραίσθηση τῆς δύναμης, τήν πληθώρα τῶν ἀνέσεων καί ζεῖ ἀφιονισμένος ἀπό τόν καταιγισμό τῶν ποικίλων πληροφοριῶν καί τῆς μαζικῆς διαφήμισης.
Μέσα σ’ ἔναν τέτοιο κόσμο, πού θεοποιεῖ τίς κατηγορίες τοῦ λογικοῦ,τῆς δύναμης καί τῆς ὕλης (π.χ. τή σάρκα καί τό χρῆμα), εἶναι εὔκολο νά ὑποχωρήσουν ἀπό τή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου οἱ κατηγορίες τοῦ “ἁγίου” καί τοῦ “ἱεροῦ”. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὁ κόσμος καταντᾶ “ἀνίερος” ἤ καλύτερα “ἀπό-ἱεροποιημένος” κόσμος, χωρίς σημεῖο ἀναφορᾶς τόν Θεό. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ τραγωδία τόσο τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὅσο καί τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν.
Σέ παλαιότερες ἐποχές, τότε πού ὁ ἄνθρωπος βίωνε τόν κόσμο ὡς θεϊκό δημιούργημα, ὡς κτίση (δηλαδή κτιστό δημιούργημα) ἤ ὡς κόσμο (δηλαδή κόσμημα, διακόσμηση), αὐτός ἦταν γιά τόν ἄνθρωπο «ἀποκάλυψη τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ» καί «δωρεά τῆς ἀγαθότητάς Του». Διατηροῦσε στή συνείδησή του τήν ἔννοια τοῦ «θαυμάσιου» καί τοῦ “θεσπέσιου”, τήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου, πού ἦταν ἀπόρροια τῆς πίστης ὅτι ὁ κόσμος ἀποτελοῦσε “πεδίο τῆς Θεϊκῆς παρουσίας καί ἀποκάλυψης” καί τοῦ ὁποίου ἡ προσέγγιση ἔπρεπε νά γίνεται μέ σεβασμό καί μέ δέος .
Γιά τόν Χριστιανό ἡ ἀναδημιουργία τῆς κτίσης καί τοῦ ἀνθρώπου (τοῦ κτιστοῦ δηλαδή κόσμου) ἀπό τόν Χριστό, ἡ διάνοιξη τοῦ κτιστοῦ στό ἄκτιστο, τῆς ὕλης στό πνεῦμα, μαζί μέ τό γεγονός ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα «καλός λίαν», δίνει σ’ αὐτόν τή δυνατότητα μιᾶς διαφορετικής «θέασης τοῦ κόσμου», πού γεννάει στήν ψυχή του τήν αἴσθηση τῆς ἱερότητας τοῦ κόσμου καί τῶν ὄντων. Ἔτσι, πέραν τῆς διαστάσεως τοῦ χρησίμου καί τοῦ ὠφελίμου, ὁ κόσμος παίρνει τή διάσταση τοῦ ἱεροῦ (γίνεται ἀπαύγασμα τῆς Θεϊκῆς λαμπρότητας καί πανσοφίας, προορισμένος ὄχι μόνο γιά χρήση καί ἱκανοποήση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί γιά ἀνακαίνιση καί μεταμόρφωση. Ἐσχατολογικά οἱ Χριστιανοί προσδοκοῦμε ἀνάσταση νεκρῶν καί ἀνακαίνιση τῶν πάντων «καινόν οὐρανόν καί καινήν γῆν» (βλ. Ἀποκ.21,1).
Ἐπί πλέον ἡ αἴσθηση καί ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ σέ μία στάση τοῦ ἀνθρώπου δοξολογική καί εὐχαριστιακή ὡς πρός τόν Θεό, μία στάση πού ἀπαιτεῖ ἀπό τόν δωρολήπτη σεβασμό πρός τόν Δωρητή καί τά προσφερόμενα δῶρα. Κατ’ ἐπέκταση ἀντιπροσφορά (δηλαδή μίμηση τῆς Θεϊκῆς ἀγαπητικῆς προσφορᾶς).
Μέσα στόν Παράδεισο, ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀναλάβει την ἐξαιρετική τιμή καί εὐθύνη, ὄχι μόνο νά γίνει «θεοφόρος» καί «πνευματοφόρος», νά φθάσει δηλαδή μέσα ἀπό τόν δρόμο πού τοῦ ἔδειχνε ὁ Θεός, στή “θέωση”, ἀλλά καί νά συμπράξει μέ τόν Θεό στή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου. [Πρβλ. «Τό σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ κατά τήν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως» λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (βλ. Κεφάλαια Γνωστικά ΙΙ,88]. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ μεταμόρφωση καί ἡ θέωση δέν ἀφοροῦν μόνο στήν ψυχή ἀλλά καί στό σῶμα, δηλαδή στήν ὕλη, στό κτιστό μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖον κατά τήν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως συνθεοῦται καί συνδοξάζεται μετά τῆς ψυχῆς. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι κάτι ἀνάλογο γίνεται στή Θεία Λειτουργία· ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνονται “μυστικῶς”, ἤτοι κατά μυστηριώδη τρόπο, Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Τά ὑλικά πράγματα γεμίζουν ἀπό πνευματική χάρη καί ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ Θεός προσφέρεται στόν ἄνθρωπο “μυστικῶς” μέσω τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.
Ποιά ὅμως εἶναι ἡ πραγματικότητα στόν σύγχρονο κόσμο. Ὅλα γύρω μας, οἱ σκέψεις μας,τά συναισθήματά μας, οἱ πράξεις μας, μαρτυροῦν μιά βαθειά ἀλλοτρίωση καί ἀπο-ἱεροποίηση. Περιορίσαμε τόν Θεό στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, τοῦ ἀφαιρέσαμε τήν ἰδιότητα νά εἶναι «Ποιητής Οὐρανοῦ καί Γῆς». Ἀποτέλεσμα «ὁ Θεός να μήν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό μία ἔννοια ἄσχετη μέ τόν φυσικό καί ἱστορικό κόσμο πού μᾶς περιβάλλει, ἔννοια πού τή διατηροῦμε στή μνήμη μας μαζί μέ τόσες ἄλλες, ἀπό συνήθεια. Ἔτσι δέν χρειάζεται νά ψάξει κανείς πολύ γιά νά ἀντιληφθεῖ, ποῦ μᾶς ἔχει ὁδηγήσει ἡ ἀπώλεια τῆς ἔννοιας τῆς ἱερότητος τοῦ κόσμου, τῆς πίστης ὅτι ὁ κόσμος πού μᾶς περιβάλλει εἶναι «Θεοῦ δῶρον» καί νά συνειδητοποιήσει ἀμέσως τά ἀδιέξοδα τῆς ὠφελιμιστικῆς χρήσης του.
Κάναμε τίς στεριές ἀπέραντους σκουπιδότοπους. Τίς θάλασσες χώρους ὅπου καταλήγουν οἱ ἀποχετεύσεις τῶν πόλεων και ἀπύθμενους βόθρους γιά ταφή πυρηνικῶν ἀποβλήτων, ·τά ποτάμια καί τίς λίμνες χώρους ἀποβλήτων χημικῶν ἐργοστασίων, τόν ἀέρα «νέφος καί αἰθαλομίχλη» κ.λπ., Αὐτό γιατί ὁ κόσμος θεωρήθηκε «ὕλη ἄψυχη», ὕλη ὑποταγμένη στήν ἀνθρώπινη λογική καί δύναμη, ὕλη τήν ὁποία μποροῦμε νά καταχρώμαστε, ἀφοῦ ὁ προορισμός της θεωρήθηκε ὅτι μπορεῖ νά ἐξαντλεῖται στήν ἱκανοποίηση τῆς «ἀνθρώπινης ἀπληστίας» καί στήν ἐπιδίωξη τῆς «μέγιστης εὐδαιμονίας καί ἀνάπτυξης» .
Ἔτσι καταστρέψαμε κάθε ἔννοια ὀμορφιᾶς, τρυπώντας τά σπλάχνα τῆς γῆς, μαυρίζοντας τόν οὐρανό μέ καυσαέρια, μεταβάλλοντας τά δάση σέ κρανίου τόπον καί ἐξοντώνοντας τά ζῶα. Συντρίψαμε μέ ὠμότητα τίς ἀντιστάσεις τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί κλειστήκαμε σέ ἀφύσικα σκληρά “τεχνητά περιβάλλοντα”, πού τά ὀνομάσαμε “πολιτισμό”. Ζοῦμε σέ ἕνα “ἐμφιαλωμένο κόσμο” (Ὀδ. Ἐλύτης) ἀποθεώνοντας τό ἐγώ μας καί προσπαθώντας μάταια νά ξεχάσουμε «τό παράλογο τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας» μέ ἕνα πλῆθος λησμονήτικές διαφυγές, πού προέρχονται ἀπό τό κυνήγι τῆς ἐφήμερης διασκέδασης καί ἡδονῆς. Γίναμε σκληροί καί ἀνάλγητοι σάν τό μπετόν πού μᾶς περιβάλλει· ζητᾶμε ὁλοένα καί περισσότερα χωρίς νά δίνουμε τίποτε καί ξεχάσαμε τήν ἀξία τῆς προσφορᾶς καί τῆς θυσίας, γιατί δυστυχῶς λησμονήσαμε, ὅτι ὁ κόσμος πού μᾶς περιβάλλει εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἰδιοκτησία μας.
Ὅλα τά παραπάνω δημιουργοῦν σήμερα τήν ἀνάγκη μιᾶς στροφῆς ἤ ἐπιστροφῆς σέ μία ἄλλη “θέαση τοῦ κόσμου”. Εὐτυχῶς κάποια σημάδια ἀνάνηψης ἤδη ἄρχισαν νά διαφαίνονται, λόγῳ τῆς αὐξανομένης εὐαισθητοποίησης τῆς κοινῆς γνώμης γιά τήν προστασία τοῦ περιβάλλοντος. Τά ἀδιέξοδα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ ἔχουν φθάσει σέ ὁριακό σημεῖο καί ἡ ἀναβλητικότητα κάνει τήν κατάσταση ὅλο καί πιό ἐκρηκτική. Δέν ἀρκοῦν πιά τά μέτρα οἰκολογικῆς προστασίας. Τό κακό πρέπει νά χτυπηθεῖ στή ρίζα του. Καί ἐδῶ ὁ ὀρθόδοξος λόγος, ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί κοσμολογία ἔχουν νά διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο.
Ἄν δέν ξαναανακαλύψουμε τήν ἱερότητα τοῦ κόσμου καί τῶν πραγμάτων, ἄν ἡ ἔννοια τοῦ ἁγίου καί τοῦ ἱεροῦ δέν ξαναβρεῖ τή χαμένη της θέση μέσα στήν ἀνθρώπινη συνείδηση καί δέν δοῦμε ξανά τόν κόσμο ποιητικά καί ὄχι μόνο χρησιμοθηρικά, ἄν δέν βιώσουμε “τήν ἐν τῷ κόσμῳ” παρουσία μας ὡς πορεία πρός τή θέωση, τή μεταμόρφωση καί τήν ἀνακαίνιση τῆς φύσεως, τότε ὅλα τά μέτρα πού λαμβάνονται θά λειτουργοῦν ὡς βελτιώσεις καί θά ἀποσκοποῦν στήν ἀναβολή μόνο καί ὄχι στήν θεραπεία τοῦ κακοῦ.
Γιά νά γίνει αὐτό, θά πρέπει νά ἀποκαταστήσουμε τήν ὀρθή σχέση μας μέ τον Θεό. Τόν «ζωντανό Τριαδικό Θεό τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως», ὄχι τόν Θεό–ἰδέα πού ἔχουμε δημιουργήσει μέ τη διάνοια καί τή φαντασία μας. Αὐτόν πού ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποκαλεῖ στό σύμβολο τῆς Πίστεως «Ποιητήν Οὐρανοῦ καί Γῆς ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων». Ὕστερα, θά πρέπει νά βιώσουμε σέ ὅλη τήν τραγική του ἔνταση τό γεγονός τῆς δικῆς μας εὐθύνης (σέ ὅ,τι κακό συμβαίνει στόν κόσμο). Τήν εὐθύνη πού πηγάζει ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά πάρουμε ἀπόφαση νά ἀγωνιστοῦμε προκειμένου ἀποβάλλουμε τήν ἑωσφορική μας ἀλαζονεία, τήν ὑπερβολική καί ἀπόλυτη πίστη στίς δικές μας δυνάμεις. Νά πάψουμε νά εἴμαστε «αὐτοείδωλα» καί νά «αὐτολατρευόμαστε».
Ἀντίθετα μέ ταπείνωση καί κυρίως μέ ἀγάπη νά ξαναβροῦμε τή σωστή«πρόσωπο πρός πρόσωπο» σχέση μέ τόν συνάνθρωπό μας καί τόν κόσμο. Κυρίως μέ ἀγάπη. Αὐτή τή δύναμη, πού ὑπερβαίνει τή στενή συναισθηματική καί ἠθική ἔννοια, καί γίνεται δύναμη πού συνέχει καί συγκροτεῖ τό σύμπαν. Δύναμη, πού πηγάζει ἀπό τήν «ἀγαπητική ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος» (Πρβλ. τό «Ὁ Θεός Ἀγάπη Ἐστί» τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη) καί πληροῖ τήν κτίση μεταβάλλοντάς την σέ «χῶρο θεϊκῆς παρουσίας καί ἀποκαλύψεως», χῶρο ἱερό, πού, ὅταν τόν πλησιάζουμε θά πρέπει σάν τόν Μωϋσῆ «νά λύνουμε τό ὑπόδημα τῶν ποδῶν μας» (βλ.Ἔξοδ.3,5).
Μόνο μέσα ἀπό μιά τέτοια προοπτική μποροῦμε νά ἐλπίζουμε σέ ἕνα καλύτερο μέλλον. Μέσα ἀπό μιά προοπτική βαθειᾶς καί ὁλοκληρωτικῆς μετάνοιας. Διαφορετικά, θα περιφέρουμε «ἐλεηνῶς» τό σαρκίο μας σέ μία μάταιη καί ἀδιέξοδη περιπλάνηση, μέσα σ’ ἕνα κόσμο ἀνίερο καί παράλογο. Ἐμπρός λοιπόν, «Οἱ καιροί οὐ μενετοί». Ἄς μήν μᾶς συνέχει ὅμως ἡ ἀπαισιοδοξία, διότι το Ἅγιο Πνεῦμα συνεχίζει νά ἐργάζεται μέσα στόν κόσμο και ἡ ἀνθρωπότητα βρίσκεται σέ πορεία ὡριμάσεως. Στό καράβι τῆς ἱστορίας τιμονιέρης εἶναι ὁ Θεός, πού παρ’ ὅλες τις φουρτοῦνες, τούς ὑφάλους καί τίς κακοτοπιές, θά τό ὁδηγήσει στο ἤρεμο λιμάνι τῆς «Βασιλείας Του».
Χρῆστος Χριστοδούλου