ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Χρίστου Κυριαζόπουλου

 

Πρίν κἄν ἀρ­χί­σου­με νά συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με τί ση­μαί­νει γιά τόν κα­θέ­να μας καί γιά τήν πα­τρί­δα μας ἡ οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση στήν ὁ­ποί­α ἀρ­χί­ζου­με νά δι­ο­λι­σθαί­νου­με καί ποι­ές οἱ πι­θα­νές μελ­λον­τι­κές πα­ρε­νέρ­γει­ές της στίς ποι­κί­λες πτυ­χές τοῦ ἐ­θνι­κοῦ ἀλ­λά καί τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ μας βί­ου, βρε­θή­κα­με αἴφ­νης ἐ­νώ­πιον ἑ­νός ἄλ­λου μεί­ζο­νος προ­βλή­μα­τος. Κά­ποι­ες φω­νές, μέ­σα ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ζη­τοῦν ἐ­πι­μό­νως καί ἐ­πει­γόν­τως τή με­τά­φρα­ση τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν κει­μέ­νων. Πι­στεύ­ουν μᾶλ­λον πώς, ἄν αὐ­τό συμ­βεῖ,  θά γε­μί­σουν οἱ να­οί ἀ­πό κό­σμο, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Σέ ὧ­ρες πού ἡ ἐ­θνι­κή σύμ­πνοι­α εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ὅ­σο πο­τέ, ἀ­νοί­γουν ἕ­να ἐ­σω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο ἐν­τά­σε­ων καί συγ­κρού­σε­ων. Μή­πως ἄ­ρα­γε προ­τί­θεν­ται νά θέ­σουν ὁ­σο­νού­πω ἐ­πί τά­πη­τος καί ἄλ­λα θέ­μα­τα ἐ­νώ­πιον τῶν ὁ­ποί­ων τά ζη­τή­μα­τα τά σχε­τι­κά μέ τή γλώσ­σα θά  ὠ­χριοῦν; Γιά τό θέ­μα τῶν με­τα­φρά­σε­ων θά ἐκ­θέ­σου­με τα­πει­νά ἐ­λά­χι­στες σκέ­ψεις.

Εἶ­ναι εὔ­λο­γο τέ­τοι­ες προ­τά­σεις, ὅ­ταν μά­λι­στα ἐν­τέ­χνως συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πό φλύ­α­ρα καί ὑ­περ­φί­α­λα φρα­στι­κά κα­ρυ­κεύ­μα­τα καί ὕ­βρεις σέ βά­ρος ἐ­κεί­νων πού τολ­μοῦν να δι­α­φω­νή­σουν μα­ζί τους, – ἀ­πό ποῦ ἄ­ρα­γε οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί ἀν­τλοῦν ὅ­λη αὐ­τή τήν ὑ­πε­ρο­ψί­α; – νά βρί­σκουν ἀ­πή­χη­ση σέ πολ­λούς κα­λο­προ­αί­ρε­τους πι­στούς. Ποι­ός δέν θά ἤ­θε­λε νά κα­τα­νο­εῖ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­κού­ει στήν ἐκ­κλη­σί­α! Ὅ­μως εἶ­ναι τοῖς πᾶ­σι γνω­στό ὅ­τι ἡ με­τά­φρα­ση δέν ὁ­δη­γεῖ αὐ­το­μά­τως στήν κα­τα­νό­η­ση κα­νε­νός κει­μέ­νου, πολ­λῷ μᾶλ­λον κει­μέ­νων λει­τουρ­γι­κῶν, μέ βα­θύ­τη­τα θε­ο­λο­γι­κή καί λε­πτές δογ­μα­τι­κές δι­α­τυ­πώ­σεις. Οἱ πα­λαι­ό­τε­ροι θά θυ­μοῦν­ται τις πο­λύ­ω­ρες ἀ­να­λύ­σεις τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων στο σχο­λεῖ­ο καί οἱ νε­ώ­τε­ροι γνω­ρί­ζουν ὅ­τι στό μά­θη­μα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας γυ­μνα­σί­ου καί λυ­κεί­ου οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐ­ρω­τή­σεις τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων, προ­φο­ρι­κῶν καί γρα­πτῶν, ἐ­λέγ­χουν τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων. Κει­μέ­νων, φυ­σι­κά, γραμ­μέ­νων στή δη­μο­τι­κή γλώσ­σα. Οἱ φι­λό­λο­γοι μπο­ροῦν νά μᾶς βε­βαι­ώ­σουν πό­σο δυ­σκο­λεύ­ον­ται σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μα­θη­τές τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου στήν κα­τα­νό­η­ση ἑ­νός κά­πως δύ­σκο­λου δο­κι­μί­ου, κι ἄς εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σέ ἁ­πλού­στα­τη δη­μο­τι­κή.  Ἡ ἑρ­μη­νεί­α και ἡ κα­τα­νό­η­ση τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν καί λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων εἶ­ναι, κα­τά μεί­ζο­να λό­γο,  πάν­το­τε ἀ­ναγ­καί­α. Σ’ αὐ­τήν στο­χεύ­ουν τά ἑρ­μη­νευ­τι­κά βι­βλί­α πού, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὑ­πάρ­χουν ἐν ἀ­φθο­νί­ᾳ καί ὁ­λο­έ­να κυ­κλο­φο­ροῦν και­νούρ­για. Ἀρ­κεῖ νά τά με­λε­τοῦ­με. Σ’ αὐ­τήν ἀ­πο­βλέ­πει καί τό κή­ρυγ­μα καί ὁ ἐν γέ­νει ποι­κι­λό­τρο­πος δι­δα­κτι­κός λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τά Εὐ­αγ­γέ­λια εἶ­ναι γραμ­μέ­να σέ πο­λύ ἁ­πλά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Ὅ­ταν στη θεί­α λει­τουρ­γί­α δι­α­βά­ζον­ται χω­ρίς κα­νέ­να λά­θος καί εὐ­κρι­νῶς, πι­στεύ­ου­με πώς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως κα­τα­νο­η­τά ἀ­πό ὅ­λους. Ἡ ἑλ­λη­νι­στι­κή κοι­νή, τῆς ὁ­ποί­ας, ὡς γνω­στόν, ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἁ­πλού­στε­ρη μορ­φή, ἀ­γα­πή­θη­κε καί μι­λή­θη­κε μέ­σα σέ λι­γό­τε­ρα ἀ­πό σα­ράν­τα χρό­νια ἀ­πό τόν θά­να­το τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου – ἔρ­γο βέ­βαι­α τῆς Θεί­ας Προ­νοί­ας – ἀ­πό μύ­ριους ἀλ­λό­γλωσ­σους λα­ούς τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῆς Με­σο­γεί­ου ὡς κα­θη­με­ρι­νή τους γλώσ­σα.  Ὡ­ρι­σμέ­νοι φρο­νοῦν πώς οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες οὔ­τε τήν ἀ­γα­ποῦ­με οὔ­τε εἶ­ναι γλώσ­σα μας. Κά­νουν τρα­γι­κό λά­θος!

Στήν ἴ­δια ἁ­πλή, σχε­τι­κά, γλώσ­σα εἶ­ναι δι­α­τυ­πω­μέ­να τά εἰ­ρη­νι­κά, οἱ συ­να­πτές, ἡ ἐ­κτε­νής, τά πλη­ρω­τι­κά. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τά κα­θι­στᾶ πιό προ­σι­τά. Οἱ εὐ­χές, πλου­σι­ώ­τα­τες σέ νο­ή­μα­τα, θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­να­λύ­ον­ται ἀ­πό τούς ἁρ­μο­δί­ους. Ἡ ὑ­πο­βο­λή καί ἡ ποι­η­τι­κή χροι­ά εἶ­ναι σ’­αὐ­τές ἰ­δι­αί­τε­ρα ἔν­το­νη, γε­γο­νός πού δυ­σκο­λεύ­ει τή με­τά­φρα­σή τους.

Τά ἀ­πο­στο­λι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα εἶ­ναι ἐ­πί­σης εὐ­κο­λο­νό­η­τα κεί­με­να τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἀ­παγ­γέλ­λον­ται βέ­βαι­α ἐμ­με­λῶς, ἴ­σως κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λια, ἀλ­λά δέν παύ­ουν νά εἶ­ναι ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Αὐ­τό δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦν οἱ ἱ­ε­ρο­ψάλ­τες μας. Καί βέ­βαι­α πρίν τά δι­α­βά­σουν νά εἶ­ναι ἄ­ρι­στα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι.

Θε­ω­ροῦ­με ἐν­τε­λῶς πε­ριτ­τή τήν ἀ­να­φο­ρά σέ μιά πι­θα­νή με­τά­φρα­ση τῶν ὑ­μνο­γρα­φι­κῶν κει­μέ­νων. Αὐ­τά εἶ­ναι ποι­ή­μα­τα, μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α συμ­πλέ­κον­ται μέ­λος, δύ­σκο­λη με­τρι­κή καί ὑ­ψη­λή δογ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἀ­κρί­βεια θά κιν­δυ­νεύ­σει μέ τή με­τά­φρα­ση νά δι­α­κυ­βευ­θεῖ. Ἐ­δῶ δέν νο­μί­ζου­με πώς μπο­ρεῖ κἄν νά τε­θεῖ θέ­μα συ­ζη­τή­σε­ως.

Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ, ἐ­ξάλ­λου, ἀ­ξι­ό­πι­στο ἐ­πι­χεί­ρη­μα τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἕλ­λη­νες με­τέ­φρα­σαν κά­πο­τε στή σλα­βι­κή τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά κεί­με­να καί τά με­τα­φρά­ζουν καί σή­με­ρα στίς γλῶσ­σες τῶν λα­ῶν με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦν­ται ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κά. Γιά τούς λα­ούς αὐ­τούς ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἦ­ταν καί εἶ­ναι μιά  ξέ­νη γλώσ­σα. Γιά μᾶς προ­φα­νῶς καί δέν εἶ­ναι!

Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της καί ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῶν ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νῶν χρό­νων κα­θώς καί τῶν ὕ­στε­ρων χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας δέν με­τέ­φρα­σαν τά ἱ­ε­ρά κεί­με­να γιά λα­τρευ­τι­κή χρή­ση – ἄν καί θά τούς ἦ­ταν εὔ­κο­λο – κι ἄς ἦ­ταν καί τό­τε δυσ­νό­η­τα γιά τούς πολ­λούς. Μό­νον τά ἑρ­μή­νευ­σαν. Καί οἱ ἑρ­μη­νεῖ­ες τους εἶ­ναι πο­λύ­τι­μες καί αὐ­θεν­τι­κές.

Τά λει­τουρ­γι­κά, ἀλ­λά καί ἄλ­λα κεί­με­να πού ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται συ­χνά στήν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ τα­κτι­κά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι ἄν­θρω­ποι, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη εἶ­ναι ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι, δέν ἀ­δυ­να­τοῦν νά τά κα­τα­νο­ή­σουν. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψή τους καί  ὁ συν­δυα­σμός τους μέ ἄλ­λα πα­ρεμ­φε­ρῆ ἀ­κού­σμα­τα τούς βο­η­θοῦν νά συλ­λά­βουν τό γε­νι­κό νό­η­μα. (Ἔ­τσι δέν συμ­βαί­νει κι ὅ­ταν κά­ποι­ος γλωσ­σο­μα­θής δι­α­βά­ζει ἕ­να ξε­νό­γλωσ­σο κεί­με­νο δυ­σκο­λώ­τε­ρο ἀ­πό τίς δυ­να­τό­τη­τές του;) Οἱ μο­να­χοί μά­λι­στα καί οἱ φω­τι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι πο­λύ συ­χνά σέ θέ­ση νά ἐμ­βα­θύ­νουν καί  σέ δύ­σκο­λα νο­ή­μα­τά τους, κι ἄς μήν εἶ­ναι ἐγ­γράμ­μα­τοι, κά­τι πού εἶ­ναι δύ­σκο­λο σέ μή ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νους μορ­φω­μέ­νους.  Ὅ­ποι­ος ἀμ­φι­βάλ­λει πε­ρί αὐ­τοῦ, μπο­ρεῖ νά κά­νει μια μι­κρή σχε­τι­κή ἔ­ρευ­να.

Οἱ ἱ­ε­ρεῖς μπο­ροῦν νά βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι κα­τά τίς ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες εὐ­σε­βεῖς ἄν­θρω­ποι ὀ­λί­γων γραμ­μά­των δι­α­βά­ζουν τούς ἀ­πο­στό­λους καί κα­τα­νο­οῦν τά ἄλ­λα ἀ­να­γνώ­σμα­τα πο­λύ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τούς πο­λύ μορ­φω­μέ­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί γι­’­αὐ­τό τούς λεί­πει ἡ ἐ­ξοι­κεί­ω­ση καί ἡ σχε­τι­κή ἐν τῇ πρά­ξει παι­δεί­α. Ὅ­λοι ἐ­πί­σης γνω­ρί­ζου­με πώς τά νή­πια καί τά βρέ­φη πού οἱ εὐ­λα­βεῖς γο­νεῖς τους τά παίρ­νουν μα­ζί τους κά­θε Κυ­ρια­κή στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­λαμ­βά­νουν φρό­νι­μα καί μέ συ­ναί­σθη­ση τή θεί­α λει­τουρ­γί­α.

Ἡ θεί­α λει­τουρ­γί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλά καί μό­νο μιά τε­λε­τή στήν ὁ­ποί­α πα­ρι­στά­με­θα καί προ­σπα­θοῦ­με λο­γι­κῶς νά κα­τα­νο­ή­σου­με. Εἶ­ναι πε­ρι­ο­χή μυ­στη­ρί­ου τό ὁ­ποῖ­ο χά­ρι­τι Θε­οῦ βι­ώ­νου­με. Ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει οἱ Ἕλ­λη­νες τή γλώσ­σα της καί μᾶς ἀ­ρέ­σει καί μᾶς ἀ­νε­βά­ζει πνευ­μα­τι­κά. Τή θε­ω­ροῦ­με κά­πως καί τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς λα­τρεί­ας τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ. Καί στό κά­τω κά­τω ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τή λα­τρεί­α της  εἶ­ναι ὁ μό­νος θε­σμός πού συ­νε­χί­ζει ἀ­κό­μη νά μᾶς δι­δά­σκει τίς δι­α­χρο­νι­κές μορ­φές τῆς γλώσ­σας μας μέ τρό­πο φυ­σι­κό καί ἀ­βί­α­στο και εὔ­λη­πτο. Θά μπο­ρού­σα­με νά ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σου­με ἐ­π’ αὐ­τοῦ, ἀλ­λά δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρόν­τος.  Ἄς μή τή σχε­τι­κο­ποι­οῦν οἱ δι­α­φω­νοῦν­τες οὔ­τε ὑ­περ­βο­λι­κά νά ὑ­πο­τι­μοῦν τήν ἀ­ξί­α της οὔ­τε νά τήν εὐ­τε­λί­ζουν. Θά εἶ­ναι πάν­το­τε πρω­ταρ­χι­κό στοι­χεῖ­ο ὄ­χι μό­νο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας ἀλ­λά καί τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὅ­λων τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν λα­ῶν. Μνη­μεῖ­ο, ἐν τέ­λει, ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος! Ἄς μᾶς ἀ­φή­σουν, ἐ­πί τέ­λους, νά τή χαι­ρό­μα­στε.

Ἔ­χου­με, γιά νά τό ποῦ­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα, τήν αἴ­σθη­ση πώς αὐ­τοί πού μέ πά­θος καί ἔ­παρ­ση ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τόν μο­νό­δρο­μο τῆς με­τά­φρα­σης τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων ἀ­κο­λου­θοῦν τή λο­γι­κή ἐ­κεί­νων πού κα­τήρ­γη­σαν ἐν μιᾷ νυ­κτί τό πο­λυ­το­νι­κό, ἀ­σκών­τας τό­τε ἕ­να δη­μό­σιο καί βί­αι­ο ἐ­ξα­ναγ­κα­σμό, πού κα­τήρ­γη­σε μιά ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση αἰ­ώ­νων, κα­θώς καί ἐ­κεί­νων πού κά­πο­τε κα­μά­ρω­σαν πώς «ἔ­θα­ψαν» τήν κα­θα­ρεύ­ου­σα – ὡς δυ­να­τό­τη­τα δι­δα­σκα­λί­ας – «θά­βον­τας» μα­ζί της κι ἕ­να θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο λο­γο­τε­χνί­ας καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης. Εἶ­ναι κρί­μα πού στή δι­δα­κτι­κή πρά­ξη ὁ­δεύ­ουν πρός κα­τάρ­γη­ση ὁ Κάλ­βος, ὁ Βι­ζυ­η­νός, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δι­α­μάν­της. Θά ἦ­ταν κρί­μα μας  με­γα­λύ­τε­ρο ἄν ὑ­περ­φί­α­λοι ἐ­ξο­βε­λί­ζα­με ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί τήν ἐ­θνι­κή μας ζω­ή τούς ἁ­γί­ους Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο, Βα­σί­λει­ο τόν Μέ­γα, Ἰ­ω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, Ρω­μα­νό τόν Με­λω­δό, Κο­σμᾶ τόν Με­λω­δό, Ἀν­δρέ­α τόν Κρή­της, Κασ­σια­νή τήν ὁ­σί­α καί τό­σους ἄλ­λους κο­ρυ­φαί­ους δη­μι­ουρ­γούς μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­τε­λοῦν πνευ­μα­τι­κά ἀ­να­στή­μα­τα τοῦ παγ­κό­σμιου πο­λι­τι­σμοῦ. Θά ἦ­ταν σάν νά ἀ­πεμ­πο­λού­σα­με οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες τόν ἑ­αυ­τό μας.

Θε­ω­ροῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό βέ­βαι­ο πώς ἄν γί­νει τό λά­θος καί τε­θεῖ ἐ­πι­σή­μως ἕ­να τέ­τοι­ο θέ­μα πρός δι­ά­λο­γο, θά μπεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σ’ ἕ­να φαῦ­λο κύ­κλο ἀ­τέρ­μο­νων συ­ζη­τή­σε­ων, προ­τά­σε­ων, πει­ρα­μα­τι­σμῶν, δι­α­φω­νι­ῶν καί ἀν­τεγ­κλή­σε­ων καί θά προ­κύ­ψουν πολ­λά, ἴ­σως και τε­λεί­ως ἀ­πρό­βλε­πτα προ­βλή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν θά θέ­λα­με οὔ­τε νά φαν­τα­σθοῦ­με. Θά πρέ­πει νά ἀ­να­λο­γι­σθεῖ ὁ κα­θέ­νας πο­λύ σο­βα­ρά τίς προ­σω­πι­κές του εὐ­θύ­νες γιά τήν ἀ­πώ­λεια τῆς εἰ­ρή­νης τῶν ψυ­χῶν καί τόν σκαν­δα­λι­σμό και τή  δι­αί­ρε­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα εὐ­θέ­ως τί­θε­ται ὑ­πό ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό ὡ­ρι­σμέ­νους ὑ­πέρ­μα­χους τῆς ἀλ­λα­γῆς, δέν θά ὑ­πο­κύ­ψει στίς πι­έ­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες τῆς ἀ­σκοῦν­ται.

Ἄς συ­νε­χί­σου­με νά ἐρ­γα­ζό­μα­στε ὅ­λοι μα­ζί, μη­δε­νός ἐ­ξαι­ρου­μέ­νου, γιά τήν κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς λα­τρεί­ας ἀ­πό ὅ­λους τους πι­στούς. Τό ἐγ­χεί­ρη­μα δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ χρέ­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Κύ­ριος θά βο­η­θή­σει πλού­σια. Ὅ­ταν πο­νᾶ­νε τά μά­τια μας, δέν τά βγά­ζου­με. Πα­σχί­ζου­με νά τά θε­ρα­πεύ­σου­με. Ἄς ἀ­γα­πή­σου­με σάν τά μά­τια μας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Ὁ ἀ­σκός  τοῦ Αἰ­ό­λου  ἀ­νοί­γει  εὔ­κο­λα. Το  πρό­βλη­μα εἶ­    ναι πώς δύ­σκο­λα κλεί­νει.

 

Ἀρχιμανδρίτης

Χρίστος Κυριαζόπουλος

Ph. D. Βυζαντινῆς Ἱστορίας

M. Sc. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας

πρ. Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων

Ἀνατολικῆς Θεσσαλονίκης