Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ (ἀπό ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)

Ο  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

(Σκέψεις περί Ἐκκλησιασμοῦ παρμένες 

 ἀπό ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου  τοῦ Χρυσοστόμου)

Εἰσαγωγικά

                  Ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ συμμετοχή του στήν κοινή Θεία  Λατρεία (κυρίως στήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας) ἀποτελοῦν γιά κάθε Χριστιανό, πού θέλει νά εἶναι ἐνεργό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δύο «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» προϋποθέσεις γιά τή Χριστιανική του ἰδιότητα καί ζωή.  Ὅπως ἡ ὑλική τροφή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή συντήρηση καί ἀνάπτυξη τοῦ σώματος, ἔτσι καί ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή συντήρηση καί τήν πρόοδο τοῦ πνευματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

      Ὁ ἱερός ναός ἀποτελεῖ τόπο παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί διανομῆς τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἀρχικά ὑπῆρξε στήν πρώτη Ἐκκλησία τό ὑπερῶο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ πιστοί τῆς πρώτης Ἐκκλησίας προσευχόμενοι καί «προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό» ἐκφράζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί εἰκονίζουν τήν ἀρξαμένη «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», τῆς ὁποίας τά ἀγαθά ἀρχίζουν νά προγεύονται.

      Αὐτή  τήν ἀλήθεια καί πραγματικότητα ὑποδηλώνουν οἱ Πατέρες τῆς  Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ.), οἱ ὁποῖοι μέ εἰδικό κανόνα παραγγέλλουν νά ἀποκόπτεται (δηλ. νά ἀφορίζεται) ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κάθε Χριστιανός, πού χωρίς σοβαρό λόγο ἀπέχει τῆς κοινῆς λατρείας (Θείας Λειτουργίας) γιά τρεῖς συνεχεῖς Κυριακές.

      Ὁ τακτικός  ἐκκλησιασμός δέν  πρέπει νά ἀποτελεῖ  γιά κάθε   πιστό μία  καλή συνήθεια, ἕνα  τυπικό θρησκευτικό καθῆκον, μία  κοινωνική  ὑποχρέωση,  ἤ  ἀκόμα  μία  ψυχολογική  διέξοδο  ἀπό  την  ἀσφυκτική  μονοτονία   τῆς  καθημερινότητας.  Αὐτό  το  τελευταῖο  εἶναι  σύμπτωμα μίας ἐπικίνδυνης ἀσθένειας, τῆς  ἐκκοσμίκευσης.

      Ἀντίθετα, ὁ συνειδητός Χριστιανός, μέ τήν προσέλευσή του στόν ναό, ἐκφράζει μία ζωτική ὑπαρξιακή του ἀνάγκη.  Τήν ἀνάγκη νά ζήσει αὐθεντικά.  Νά συναντηθεῖ μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς του, τόν Δημιουργό του, νά Τόν ἀκούσει, νά Τόν δοξολογήσει, νά Τόν εὐχαριστήσει. Νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά του καί νά τοῦ ζητήσει λύση γιά τά προβλήματά του. Νά ἑνωθεῖ μαζί του, μέσω τῆς θείας κοινωνίας. Ἐπιπλέον, μπορεῖ νά ἐκφράσει τήν εὐλάβεια καί τήν ἀγάπη του στήν Παναγία μας καί στούς Ἁγίους. Νά τούς νοιώσει δίπλα του συναγωνιστές καί πνευματικούς ἀδελφούς του.

      Τό  σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού μεταλαμβάνει στή Θεία Λειτουργία, τόν κάνουν νά αἰσθάνεται «συμπολίτης τῶν Ἁγίων καί οἰκεῖος του Θεοῦ», τόν καθαρίζουν ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, τόν ἁγιάζουν, τόν χαριτώνουν, τόν συμφιλιώνουν μέ κάθε συνάνθρωπό του καί τόν κάνουν νά αἰσθάνεται τήν πληρότητα τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς. Ἔτσι, ἀναχωρεῖ ἀπό τόν Ναό τοῦ Θεοῦ ἀνανεωμένος, ἀνακαινισμένος, μέ δύναμη καί ἀπόφαση νά ἀντιμετωπίσει τήν ζωή σύμφωνα μέ τό Θεῖο θέλημα. Βλέπει, μέ τήν προοπτική τῆς αἰώνιας ζωῆς, τήν προσωρινότητα καί τήν φθαρτότητα τοῦ καθημερινοῦ του βίου.

      Στίς  μέρες μας, ὁ θόρυβος τοῦ κόσμου γεμίζει σύγχυση τήν ψυχή μας. Τό ψεύτικο καί ἀπατηλό τῶν σύγχρονων εἰδώλων, διαψεύδει ἀπό παντοῦ τίς ἀνθρώπινες ἐλπίδες καί ἀφήνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διψασμένη γιά κάτι γνήσιο καί αὐθεντικό. Ἒτσι,  παρατηροῦμε ὅτι τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθόδοξη λατρεία αὐξάνεται διεθνῶς, καθώς πολλοί ἀνακαλύπτουν σ’ αὐτή ἕνα πραγματικό νόημα. Καί στόν χῶρο τῆς ἑτερόδοξης Δύσεως καί ὄχι μόνον, ἀλλά καί στήν Ἀσία καί στήν Ἀφρική, ὅπου ὑπάρχουν Ὀρθόδοξες Ἱεραποστολές, τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθόδοξη λατρεία αὐξάνεται.

      Ἐν τούτοις στόν δικό μας χῶρο, οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι  ἀδελφοί μας  ἀπουσιάζουν  συστηματικά ἀπό  τη  Θεία λατρεία. Εἶναι  φανερό ὅτι πολύ λίγοι ἀπό τούς ἀπόντες ἔχουν καταλάβει τήν ἀξία τῆς Ὀρθόδοξης  Θείας Λειτουργίας.

      Παρακάτω θά ἐκθέσουμε ἀποσπάσματα ἀπό  ὁμιλίες τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (554 – 407 μ.Χ.), τοῦ μεγάλου Πατρός καί Διδασκάλου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, πού συνέδεσε τό ὄνομά του καί τήν ζωή του μέ τή Θεία Λειτουργία. Οἱ σκέψεις του καί οἱ παραινέσεις του εἶναι πάντα ἐπίκαιρες καί ἐφαρμόσιμες σέ κάθε ἐποχή. Διαπιστώνει ἔτσι εὔκολα κανείς πώς ὁ ἄνθρωπος στό βάθος του παραμένει ἴδιος καί ἀπαράλλακτος σέ ὅλες τίς ἐποχές.

      Ἄς εὐχηθοῦμε, ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερός Ναός νά μᾶς γίνει  οἰκεῖος  σάν  τό δικό μας  σπίτι  καί ἡ Θεία Λειτουργία κέντρο καί  ἄξονας γιά ὅλη μας τήν ζωή.  Ἡ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας νά ἀποβεῖ γιά τόν καθένα μας ἡ μόνη «ψυχοτρόφος καί ζωοποιός», κάτι πού ἔχουμε ἀνάγκη περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε  ἄλλο στήν ζωή μας. 

1.  Οἱ  ναοί, τά πνευματικά μας λιμάνια.  

      Ὅπως  ἀκριβῶς  ἕνα  ἀπάνεμο  και  ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στά  ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι  καί ὁ  Ἱερός ναός σώζει  ἀπό  τήν τρικυμία τῶν  βιοτικῶν μεριμνῶν,  ὅσους προστρέχουν  σ’ αὐτόν.  Ὁ ναός εἶναι ὁ  χῶρος  συναντήσεως τοῦ Θεοῦ και  τοῦ ἀνθρώπου, τό κατ’ ἐξοχήν σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μόλις περάσεις τό κατώφλι του, αἰσθάνεσαι τή γαλήνη τοῦ Θεοῦ νά πλημμυρίζει τό ἐσωτερικό σου, μία αὔρα πνευματική νά δροσίζει τήν ψυχή σου. Ἡ πνευματική ἡσυχία πού σοῦ ἐμπνέει, σέ κάνει νά ξεχάσεις τίς καθημερινές σου  φροντίδες καί νά τίς ἀναθέσεις στόν Θεό. Σέ μεταφέρει σέ ἕναν  ἄλλο κόσμο ἤρεμο, γαλήνιο, γεμάτο ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων. Σοῦ  ὑπενθυμίζει ὅτι  τά γήινα εἶναι πρόσκαιρα καί ὅτι ὑπάρχουν ἀλλοῦ τά ἄφθαρτα καί αἰώνια.

      Καί ἄν τό κέρδος εἶναι τόσο μεγάλο, ὅταν δέν τελεῖται λατρευτική σύναξη, πόσο μεγαλύτερο εἶναι τό κέρδος ἀπό  τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Σ’ αὐτή οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύττουν τό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός βρίσκεται ἀνάμεσα στούς πιστούς. Ὁ Θεός Πατέρας δέχεται τήν κοινή προσευχή τῶν πιστῶν καί τήν τελούμενη θυσία. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιτελεῖ τά μυστήρια καί παρέχει τή χάρη του στούς πιστούς. Οἱ ἱερεῖς προσεύχονται ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ, δανείζουν τά χέρια τους, τά πόδια τους καί τή φωνή τους γιά τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας. Προσφέρουν στόν Θεό τά τίμια δῶρα ὑπό τή μορφή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, πού τό Ἅγιο Πνεῦμα θά μετατρέψει σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ πρός ἁγιασμό τῶν πιστῶν.

      Στόν Ἱερό Ναό συντηρεῖται καί ἀποκαθαίρεται ἡ χαρά ὅσων χαίρονται, παραμυθεῖται ἡ λύπη τῶν πικραμένων καί πενθούντων, διασκεδάζεται ἡ ἀνησυχία τῶν ἀγωνιούντων, παρέχεται ἀνάπαυση στούς κουρασμένους. Λέει ὁ Κύριος σέ ὅλους τους κουρασμένους ἀπό τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς καί τούς φορτωμένους ἀπό τά κοινωνικά βάρη ἀνθρώπους : «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτιμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄ 28).  Τί πιό εὐχάριστο σέ μᾶς ἀπό τήν πρόσκληση αὐτή τοῦ Κυρίου στό συμπόσιό Του.  Θά σέ θρέψει μέ τό πανάχραντο σῶμα Του καί τό τίμιο αἷμα Του, θά σέ ἀπαλλάξει ἀπό τίς μέριμνες καί τίς φροντίδες, θά σέ ξαλαφρώσει ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτημάτων σου. Θά σοῦ χαρίσει μία νέα ζωή καθαρή, χωρίς λύπη, χωρίς τύψεις, ἀλλά μέ τή χαρά «τῆς υἱοθεσίας» Του. 

2.  Γιατί δέν ἐκκλησιαζόμαστε ;

      Παρ’  ὅλα  αὐτά, λίγοι  εἶναι  αὐτοί  πού  ἔρχονται στήν ἐκκλησία τακτικά. Πόσο ἀλήθεια μᾶς λείπει τό φιλότιμο, ἄν σκεφτοῦμε ὅτι οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἀλήθεια  καί μεῖς δέν θέλουμε νά θυσιάσουμε λίγο τήν ἄνεσή μας. Ὁ Κύριος πέθανε γιά χάρη μας καί ἐμεῖς  Τόν περιφρονοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς  καλεῖ νά ἑορτάσουμε μνῆμες ἁγίων  καί ἐμεῖς προτιμᾶμε νά μένουμε σπίτι μας. Καί ὅμως, ἀπό φιλότιμο πρέπει νά πᾶμε, νά τιμήσουμε τούς ἁγίους. Γιά νά τούς δοῦμε νά νικοῦν, τόν  διάβολο νά νικιέται, τόν Θεό νά δοξάζεται καί τήν Ἐκκλησία νά θριαμβεύει.

      Μιά πρώτη  πρόφαση  πού  προβάλλουν κάποιοι  εἶναι: «Εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί δέν τολμοῦμε νά ἀντικρίσουμε τούς ἁγίους». Μά ἀκριβῶς, ἐπειδή εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ γιά νά γίνεις δίκαιος. Ἤ μήπως νομίζεις ὅτι καί αὐτοί πού στέκονται μπροστά στό ἱερό θυσιαστήριο, οἱ ἱερεῖς, εἶναι ἀναμάρτητοι; Ὁ Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι, ὥστε καί οἱ ἱερεῖς νά ἔχουν κάποια πάθη, ὥστε νά κατανοοῦν τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί νά συγχωροῦν τούς μετανοοῦντας πιστούς.

      Μία ἄλλη, ἐπίσης, λογικοφανής πρόφαση εἶναι: «Ἀφοῦ δέν τήρησα ὅσα ἄκουσα στήν Ἐκκλησία, πῶς μπορῶ νά ἔρθω πάλι;»   Καί ἡ ἀπάντηση εἶναι βέβαια:  «Ἔλα νά ξανακούσεις τόν Θεῖο Λόγο.  Καί προσπάθησε τώρα νά τόν ἐφαρμόσεις». Ἀλήθεια, πές μου, ἄν βάλεις φάρμακο πάνω στό τραῦμα σου καί δέν ἐπουλωθεῖ σέ μία μέρα, δέν θά ξαναβάλεις καί τήν ἑπομένη;  Κάνε καί σύ τώρα τό ἴδιο γιά τά τραύματα τῆς ψυχῆς σου.

      Ἀλλά  θά μοῦ πεῖς, σ’ ἐμποδίζουν νά ἐκκλησιαστεῖς  κούραση, φτώχεια, ἀνέχεια καί ἡ ἀνάγκη νά ἐργαστεῖς. Ὅμως καί αὐτή ἡ πρόφαση δέν εἶναι εὔλογη. Ἀπό τίς ἑπτά ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, ἔχεις ἔξι μέρες νά ἐργασθεῖς. Μία μόνο σοῦ ζητάει ὁ Θεός νά τοῦ δώσεις καί συγχρόνως νά ξεκουραστεῖς. Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ συνεχής, χωρίς διαλείμματα ἐργασία, φθείρει τήν ὑγεία γρήγορα. Ἀλλά, γιατί μιλᾶμε γιά ὁλόκληρη ἡμέρα; Ἡ χήρα του Εὐαγγελίου ἐπαινέθηκε ἀπό τόν Χριστό, γιατί ἔδωσε γιά ἐλεημοσύνη δύο λεπτά ἀπό τό ὑστέρημά της καί πῆρε πολλή χάρη ἀπό τόν Θεό.  Δώρισε καί ἐσύ δύο ὧρες στόν Θεό πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία καί θά φέρεις στό σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν.  Ἄν ὅμως περιφρονήσεις τόν Θεό, γνώριζε ὅτι τά κέρδη, πού συγκεντρώνεις μέ τήν ἐργασία τῆς Κυριακῆς, θά σκορπιστοῦν ἀνώφελα.

      Μά, καί ἄν ἀκόμα, ἐργαζόμενοι τήν Κυριακή, βρίσκαμε ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπό χρυσάφι καί ἐξ αἰτίας του ἀπουσιάζαμε ἀπό τόν Ναό, θά ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἡ ζημιά μας· και μάλιστα τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τά πνευματικά πράγματα ἀπό τά ὑλικά. Διότι τά ὑλικά πράγματα, ἀκόμα καί ἄν εἶναι πολλά, δέν τά παίρνουμε στήν ἄλλη ζωή. Δέν μεταφέρονται μαζί μας στόν οὐρανό, δέν παρουσιάζονται μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἐκτός αὐτοῦ πολλές φορές καί πρίν ἀκόμα πεθάνουμε μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα ὁ πνευματικός θησαυρός, πού ἀποκτοῦμε στήν Ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καί μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.

      Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφέρουμε πόσο μεγάλη σημασία  ἔδινε στήν ἀργία τῆς Κυριακῆς ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.  Ἔλεγε «πρέπει καί ἠμεῖς νά ἐργαζώμεθα τές ἔξι ἡμέρες διά τοῦτα τά μάταια, τά γήινα καί ψεύτικα πράγματα καί τήν Κυριακήν νά σχολάζωμεν, νά πηγαίνωμεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καί νά στοχαζώμασθεν τές ἁμαρτίες μας, τόν θάνατον, τήν Κόλασιν καί τόν Παράδεισον· νά στοχαζώμασθεν τήν ψυχήν μας, ὁπού εἶναι τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, καί ὄχι νά πολυτρώγωμεν καί νά πολυπίνωμεν, νά κάνωμεν ἁμαρτίες, οὔτε νά ἐργαζώμασθεν καί νά πραγματευώμασθεν καί νά κάνωμεν λισιβερίσια τήν Κυριακήν… Ὅθεν ἀδελφοί μου, διά νά μήν πάθετε κανένα κακόν, μήτε ψυχικά μήτε σωματικά, ἐγώ σᾶς συμβουλεύω νά φυλάγετε τήν Κυριακήν σας, ὡσάν ὁπού εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τόν Θεόν… Ἀλλοῦ, ὁ Ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, συμβουλεύει τούς ποιμένες πού ἔχουν πρόβατα, τό γάλα πού ἀρμέγουν τήν Κυριακή νά τό προσφέρουν ἐλεημοσύνη, στήν Ἐκκλησία ἤ στό σχολεῖο.     

      Μία ἄλλη πρόφαση πού προβάλλεται  συνήθως γιά τήν ἀποφυγή τοῦ  Ἐκκλησιασμοῦ εἶναι :  «Ναί, ἀλλά μπορῶ νά προσευχηθῶ καί στό σπίτι μου». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι βεβαίως καί μπορεῖς νά προσευχηθεῖς στό σπίτι σου. Ἡ προσευχή ὅμως στήν ἐκκλησία εἶναι ἀνώτερη, διότι ἐκεῖ ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις ἀπό ὅ,τι στό σπίτι σου. Δέν παρακαλεῖς μόνος σου, ἀλλά σέ συμφωνία μέ τούς ἱερεῖς (οἱ ὁποῖοι προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν) καί τούς ἄλλους πιστούς, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν καί ἑνώνουν τίς προσευχές τους μέ τίς δικές σου. Ἀλλά τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι στήν Ἐκκλησία τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά ἄλλα μυστήρια, κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἁγιάζει τούς πιστούς. Ἡ ἀναίμακτη θυσία εἶναι αὐτή, πού τρέφει πνευματικά τούς πιστούς, τούς θωρακίζει ἀπό τίς δαιμονικές προσβολές, τούς ἐνώνει ὀργανικά μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους.  Ἡ ἀτομική προσευχή ἔχει ἀξία καί πιάνει τόπο, ὅταν ὁ πιστός μένει συνδεδεμένος μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας.  Διαφορετικά, ἄν μείνει μόνος του, ξεκομμένος ἀπό τήν κοινή λατρεία καί τά μυστήρια, εἶναι δυνατόν νά τόν πλανήσει ὁ διάβολος.

       

      Ἡ δύναμη τῆς  κοινῆς προσευχῆς  εἶναι  πολύ μεγάλη καί συνοδεύεται  ἀπό  θαυμαστά γεγονότα. Παράδειγμα, ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις  τῶν  Ἀποστόλων  (Πράξ. ε΄ 19) ἡ θερμή προσευχή  τῆς  Ἐκκλησίας  προκάλεσε τήν ἐπέμβαση  τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τόν ἄγγελό του νά ἀπελευθερώσει θαυματουργικά τόν ἁλυσοδεμένο Πέτρο  μέσα  ἀπό  τη  φυλακή. 

3.  Ἡ προσέλευση τῶν πιστῶν στόν Ναό.  

      Ἀφοῦ  εἶναι  τόσο μεγάλη ἡ  ἀξία  καί  ἡ σημασία  τῆς κοινῆς προσευχῆς, ἄς τῆς  δώσουμε  την  προτεραιότητα  πού  τῆς  ἀξίζει, ἀνάμεσα σέ ὁποιαδήποτε  ἄλλη  ἐργασία. Ἄς τρέχουμε πρόθυμα, ὅπου  καί ἄν βρισκόμαστε, πρῶτα  στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι θά ἁγιάζεται ὅλη  ἡ ζωή μας.

      Ὅταν  εἰσέλθουμε στόν Ἱερό Ναό, ἄς φροντίζουμε  νά ἀφήνουμε ἔξω ὅλες τίς βιοτικές μέριμνες, τούς περισπασμούς καί τούς φόβους μας καί ἄς ἀποθέτουμε ὅλα  τά προβλήματά μας στόν Θεό. «Πᾶσαν τήν βιοτικήν μέριμναν ἀποθώμεθα, ὡς τόν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι» λέει ὁ Χερουβικός ύμνος που ψάλλουμε κατά μίμηση τῶν ἀγίων ἀγγέλων.

      Στή συνέχεια ἄς διώξουμε ἀπό τήν ψυχή μας κάθε μνησικακία, συγχωρώντας ὅσους μᾶς ἔχουν βλάψει, γιά νά μποροῦμε νά παρουσιασθοῦμε μπροστά στόν Θεό καί νά ἔχουμε τήν παρρησία νά τοῦ ζητήσουμε τή συγχώρηση καί τῶν δικῶν μας σφαλμάτων.  Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ὑπόδειγμα προσευχῆς λέγοντας : «Πάτερ ἡμῶν… ἅφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν…».  Προϋπόθεση, λοιπόν, τῆς συγχωρήσεως τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν εἶναι καί ἡ δική μας συγγνώμη γιά τούς ἄλλους. 

4.  Ἡ ἀμφίεση τῶν πιστῶν στήν κοινή λατρεία.  

      Ὅπως, ὅταν ἐπισκεπτόμαστε ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο ἤ λαμβάνουμε μέρος σέ κάποια ἐπίσημη ἐκδήλωση, φροντίζουμε ἡ ἀμφίεσή μας νά εἶναι ἡ καλύτερη δυνατή, κατά μείζονα λόγο ἡ ἐνδυμασία μας μέσα στόν Ναό πρέπει νά εἶναι προσεγμένη ἀπό κάθε ἄποψη, κόσμια καί ὄχι ἐξεζητημένη. Διότι, τό κόσμιο εἶναι σεμνό καί ταιριάζει στόν ἱερό τόπο τῆς κοινῆς προσευχῆς. Βοηθάει καί ἐμᾶς καί τούς ἄλλους νά μήν ἀποσπασθοῦν ἀπό τήν προσευχή. Ἀντίθετα τό ἐξεζητημένο μπορεῖ νά εἶναι ἄσεμνο, προκλητικόἀσυλλόγιστα πολυτελές, πράγμα πού μπορεῖ νά γίνει αἴτιο σκανδαλισμού. Ἔτσι ὁ ἐκκλησιασμός μας, ἀντί νά ἀποβεῖ ψυχικά ὠφέλιμος, ἐνδέχεται νά γίνει ἐπιζήμιος.

      Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Τιμόθεο ἐπιστολή του παραγγέλλει:  «Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τούς ἄνδρας ἐν παντί τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρίς ὀργῆς καί διαλογισμοῦ (νά σηκώνουν στόν Θεό καθαρά χέρια χωρίς ὀργή καί ἐριστικότητα)· ὡσαύτως καί τάς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ (νά προσεύχονται μέ κόσμια ἐμφάνιση), μετά αἰδοῦς καί σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μή ἐν πλέγμασιν (ὄχι μέ περίτεχνες κομμώσεις) ἤ χρυσῷ ἤ μαργαρίταις ἤ ἱματισμῷ πολυτελεῖ (ὄχι μέ χρυσά κοσμήματα ἤ μαργαριτάρια ἤ πολυτελῆ ἐνδύματα), ἀλλ’ ὅ πρέπει γυναιξίν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν δι’ ἔργων ἀγαθῶν (ἀντίθετα νά στολίζονται μέ ὅ,τι ταιριάζει σέ γυναῖκες πού λένε ὅτι σέβονται τόν Θεό, δηλαδή μέ καλά ἔργα) (Α΄ Τιμοθ. Β΄ 8-10). 

      Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἰδικά ἀπευθυνόμενος  στίς γυναῖκες λέει: «Τί λές γυναίκα ; Ἔρχεσαι στόν Ναό νά προσευχηθεῖς καί στολίζεσαι μέ χρυσαφικά καί κτενίζεσαι ἐπιτηδευμένα; Μήπως ἦρθες γιά νά χορέψεις; Μήπως γιά νά λάβεις μέρος σέ γαμήλια γιορτή; Ἐκεῖ ἔχουν θέση τά χρυσαφικά καί οἱ πολυτέλειες.. Ἐδῶ (δηλαδή στό Ναό) δέν χρειάζεται τίποτε ἀπ’ αὐτά. Ἦρθες νά παρακαλέσεις τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες σου. Τί στολίζεις λοιπόν τόν ἑαυτό σου; Εἶναι αὐτή ἐμφάνιση γυναίκας πού ἱκετεύει; Πῶς μπορεῖς νά στενάξεις, πῶς μπορεῖς νά δακρύσεις, πῶς μπορεῖς νά προσευχηθεῖς μέ θέρμη ἔχοντας τέτοια ἀμφίεση;  Θέλεις νά φαίνεσαι εὐπρεπής ; Φόρεσε τόν Χριστό καί ὄχι τόν χρυσό. 

 

         5, Προσευχή  καί προσοχή κατά τήν κοινή λατρεία.  

      Ἀλλά  καί ἡ διαγωγή μας μέσα στόν Ναό, πρέπει νά  εἶναι ἁρμόζουσα σέ ἄνθρωπο πού βρίσκεται μπροστά στόν Θεό. Νά μήν ἀσχολούμαστε μέ ἄκαρπες συζητήσεις. Νά στεκόμαστε μέ φόβο καί τρόμο, μέ προσευχή καί κατάνυξη. Μέ τό βλέμμα στραμμένο στή γῆ καί τήν ψυχή ὑψωμένη στόν οὐρανό.

      Νά  μήν ἐπαναλαμβάνουμε μηχανικά ψαλμούς  καί εὐχές καί ὁ νοῦς μας  νά τρέχει μακριά. Νά συμμετέχουμε στήν κοινή προσευχή μέ τό σῶμα καί τήν  ψυχή.

      Ἀλήθεια μέ πόση προσοχή πρέπει νά στεκόμαστε τήν ὥρα τῆς ἀναίμακτης θυσίας μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἐδῶ τό βασιλικό τραπέζι εἶναι ἑτοιμασμένο καί ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ θυσιάζεται γιά χάρη μας. Αὐτή τήν ὥρα, τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ σκεπάζουν μέ δέος τά πρόσωπά τους καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις μαζί μέ τόν ἱερέα παρακαλοῦν τόν Θεό γιά ὅλους τούς πιστούς. Εἶναι ἡ στιγμή, πού κατεβαίνει ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν οὐρανό καί μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ!  Πόση ἀσέβεια εἶναι ἡ ἀδιαφορία μας καί ὁ περισπασμός μας σέ βιοτικές μέριμνες καί σέ συζητήσεις ἄκαιρες καί ἀνώφελες;  Γι’ αὐτό, αὐτές τίς στιγμές, ἄς διώξουμε κάθε γήινο λογισμό, ἄς ἀνέβουμε νοερά στόν οὐρανό κοντά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἄς δοξολογήσουμε μαζί μέ τίς οὐράνιες δυνάμεις τήν Παναγία Τριάδα. 

6.  Ἡ συμμετοχή μας  στή Θεία Κοινωνία  

      Ὅταν  ἔρθει ἡ στιγμή τῆς Θείας  Κοινωνίας καί πλησιάσουμε τό Ἅγιο Ποτήριο, ἄς πιστεύουμε ἀκλόνητα ὅτι ἐκεῖ εἶναι παρών ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μεταδίδεται στούς πιστούς διά τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέα. Ἄς ἐξετάσουμε τή συνείδησή μας, ἄν μᾶς ἐλέγχει γιά κάτι. Ποιό ἐλάττωμα διορθώσαμε, ποιά ἀρετή πετύχαμε, ποιά ἁμαρτία σβήσαμε μέ τή μετάνοια καί ἐξομολόγησή μας.  Σέ τί γίναμε καλύτεροι. Ἄν  φερθήκαμε μέ φιλότιμο μπροστά στόν Θεό καί φροντίσαμε τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας μέ ἐπιμέλεια, ἐκτός ἀπό τή νηστεία, τότε μποροῦμε νά προσέλθουμε στή Θεία Κοινωνία.

      Ἡ προσέλευσή μας στή Θεία κοινωνία νά γίνει μέ συναίσθηση τῆς πράξεώς μας.  Μέ φόβο Θεοῦ, μέ ἀγάπη, μέ καθαρή συνείδηση, μέ νηστεία καί προσευχή. Χωρίς θόρυβο, σπρωξίματα, συζητήσεις, χωρίς βιασύνη. Γιατί τίποτα καλύτερο δέν ἔχουμε νά κάνουμε ἀπό τή Θεία Κοινωνία.  Βρισκόμαστε ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό, μαζί μέ τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους καί τίποτα γήινο νά μήν μᾶς ἀπασχολεῖ.  Ἡ στιγμή εἶναι μοναδική. 

7.  Κάθε  πότε πρέπει νά κοινωνοῦμε. 

      Εἶναι ἕνα σοβαρό θέμα πού πρέπει νά τό ἀντιμετωπίσουμε μέ τήν ἀνάλογη  σοβαρότητα. Ἄλλοι κοινωνοῦν μία  φορά τόν χρόνο, ἄλλοι δύο, ἄλλοι περισσότερες. Ποιό εἶναι τό σωστό ; Τό θέμα δέν εἶναι ποσοτικό ἀλλά ποιοτικό.«ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἒσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. δοκιμαζέτω δέ ἄνθρωπος ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω·  ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου»  (Α΄ Κορ. ια΄, 27-29). Ἡ προσέλευση δηλαδή στή Θεία Κοινωνία, ἄν δέν γίνει μέ τήν κατάλληλη προετοιμασία, ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖ ἀλλά βλάπτει. Ἐπιδοκιμάζονται ὅσοι πλησιάζουν τό Ἅγιο Ποτήριο μέ καθαρή καρδιά, μέ ἥσυχη συνείδηση καί βίο ἀνεπίληπτο.  Αὐτοί ἄς κοινωνοῦν σέ κάθε Θεία Λειτουργία.  Ἀντίθετα, οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί ἄς μένουν μακριά ἀπό τά ἄχραντα μυστήρια, διότι κρίμα καί καταδίκη ἀντί εὐλογίας συσσωρεύουν στήν ψυχή τους.  Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλώντας στούς Κορινθίους, γιά τό θέμα αὐτό λέγει:

      Πολλοί  ἀπό τούς πιστούς ἔχουν φθάσει σέ τέτοιο σημεῖο ἀγνοίας καί περιφρονήσεως τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, ὥστε, ἐνῶ εἶναι γεμάτοι ἀπό ἀναρίθμητες κακίες καί πάθη καί δέν φροντίζουν καθόλου νά διορθώσουν τόν ἑαυτόν τους καί νά μετανοήσουν, κοινωνοῦν τίς μεγάλες γιορτές βιαστικά καί ἀπροετοίμαστοι, μή γνωρίζοντας ὅτι προϋπόθεση τῆς Θείας Κοινωνίας δέν εἶναι ἡ γιορτή ἀλλά ἡ ψυχική προετοιμασία πού ὁδηγεῖ σέ καθαρή συνείδηση, δηλαδή ἡ μετάνοια. Ἔτσι καί αὐτός πού εἶναι φορτωμένος ἁμαρτίες καί δέν μετανοεῖ, δέν πρέπει νά κοινωνεῖ οὔτε στή γιορτή. Ἀντίθετα, μετάνοια, ἐξομολόγηση, τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, προσευχή καί ἐλεημοσύνη, φροντίδα γιά τά πνευματικά καί ἐγρήγορση εἶναι οἱ προϋποθέσεις τῆς σωστῆς προσέλευσης στή Θεία Κοινωνία.  Τότε αὐτή μᾶς ξεπλένει ἀπό τήν ἁμαρτία καί μᾶς συνδέει μέ τόν Θεό. 

8.  Παραμονή  τῶν πιστῶν ὡς τήν  ἀπόλυση.

      Ἤρθαμε λοιπόν στήν Ἐκκλησία, προσευχηθήκαμε και  κοινωνήσαμε  τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ἄς μή φύγουμε πρίν τήν ἀπόλυση. Ἄς ἀκούσουμε καί τίς τελευταῖες εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας.  Διαφορετικά εἶναι ἀπόδραση.  Ἀληθινά ποιός πηγαίνει σέ ἕνα θέατρο καί φεύγει πρίν τελειώσει ἡ παράσταση;  Ἤ ποιός θά παρακαθίσει σέ ἐπίσημο δεῖπνο καί θά σηκωθεῖ νά φύγει ὅταν οἱ ἄλλοι εἶναι ἀκόμα στό τραπέζι;  Δέν θά θεωρηθεῖ ἀγένεια καί περιφρόνηση τοῦ οἰκοδεσπότη καί τῶν συνδαιτυμόνων;

      Ἀλλά  ἄς θυμηθοῦμε καί κάτι ἄλλο. Ὅταν ὁ Ἰούδας πῆρε μέρος στόν Μυστικό Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὅλοι ἦταν καθισμένοι στό τραπέζι, αὐτός σηκώθηκε πρίν ἀπό τούς ἄλλους καί ἔφυγε.  Ἔφυγε γιά νά προδώσει τόν Δάσκαλό του.  Ἄν δέν ἔφευγε δέν θά γινόταν προδότης καί ἴσως δέν θά χανόταν. Ἄν δέν ξεχώριζε τόν ἑαυτό του ἀπό τό ὑπόλοιπο (νοητό) κοπάδι (τῶν μαθητῶν) δέν θά τόν ἔβρισκε μόνο ὁ (νοητός) λύκος (δηλαδή ὁ διάβολος) γιά νά τόν φάει. ¨Ετσι λοιπόν, στόν Ἰούδα μοιάζουν ὅσοι φεύγουν πρίν τήν ἀπόλυση. 

9.  Μετά  τόν ἐκκλησιασμό.  

      Ἄς  ἀναχωροῦμε ἀπό τή Θεία Λειτουργία μέ ὅλο τόν ἁγιασμό πού ἀποκομίσαμε, ἔχοντας γίνει φοβεροί γιά τόν διάβολο.  Γιατί τό ἅγιο αἷμα τοῦ Κυρίου, πού κοινωνοῦμε, μπολιάζει τήν ζωή μας μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ποτίζει τήν ψυχή μας, δίνοντάς της μεγάλη δύναμη. Ὅταν μεταλαμβάνουμε ἄξια, τό αἷμα τοῦ Κυρίου διώχνει μακριά τούς δαίμονες (γίνεται «δαίμοσιν ὀλέθριον») καί φέρνει κοντά τούς ἁγίους ἀγγέλους.  Καθαρίζει τόν νοῦ μας, μᾶς κάνει δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κάνει τήν ψυχή μας λαμπρότερη καί ἀπό τό χρυσάφι.

      Ἄς  προσελκύουμε λοιπόν τούς ἀπόντας ἀδελφούς μας χωρίς λόγια, ἀλλά μόνο μέ ἔργα, μόνο μέ τό παράδειγμά μας.  Καί ἄν ἀκόμα δέν ποῦμε τίποτε, ἀλλά βγοῦμε ἀπό τήν ἱερή σύναξη ἀλλαγμένοι ἀπό τό κέρδος πού ἀποκομίσαμε ἀπό τόν Ναό, μέ τό βλέμμα, μέ τό βάδισμα, μέ τή σεμνότητά μας, αὐτό εἶναι ἀρκετό γιά παραίνεση καί συμβουλή.  Γιατί ἔτσι πρέπει νά βγαίνουμε ἀπό τόν Ναό, σάν ἀπό ἱερά ἄδυτα, σάν νά κατεβαίνουμε ἀπό τόν οὐρανό.

      Ἄν  ἔτσι ζοῦμε τή Θεία Λειτουργία, δέν θά χρειαστεῖ νά ποῦμε τίποτα στούς ἀπόντες. Ἀλλά βλέποντας ἐκεῖνοι τή δική μας ὠφέλεια καί χαρά, θά νοιώσουν τή δική τους ζημιά καί θά τρέξουν γρήγορα στήν Ἐκκλησία, γιά νά ἀπολαύσουν τά ἴδια ἀγαθά, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖον ἀνήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, αἰώνια δόξα. 

   

10.    Ἐκκλησιασμός  καί Οἰκογένεια.  

      Τά  τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε  ὅλοι μέ λύπη ὅτι ἡ διάθεση παροχῆς στά παιδιά ἀγωγῆς ἐκ μέρους τῆς πολιτείας ἔχει πολύ ἀτονίσει, κυρίως στήν πρωτοβάθμια ἀλλά καί στή δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ὁμοίως καί ὁ σχολικός Ἐκκλησιασμός, ὅταν γίνεται, γίνεται μέ βαρειά καρδιά, χωρίς σοβαρή προετοιμασία. Δυστυχῶς, ἀπό πολλούς διδασκάλους θεωρεῖται χάσιμο χρόνου καί ἐπιτελεῖται σάν ἀγγαρεία. Ἒτσι, ἐκ τῶν πραγμάτων τό καθῆκον ἐκκλησιοποιήσεως τῶν παιδιῶν πέφτει σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου στούς γονεῖς καί στήν οἰκογένεια.

      Εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι ὁ Ἐκκλησιασμός ἔχει μεγάλη ἠθική καί παιδαγωγική ἀξία. Γι’ αὐτό καί οἱ γονεῖς πρέπει νά ὁδηγοῦν ἀπό πολύ νωρίς τά παιδιά τους στήν Ἐκκλησία. Νά τά κοινωνοῦν συχνά καί νά τούς ἐξηγοῦν σιγά-σιγά ὅσα πράγματα μποροῦν νά καταλάβουν. Νά τούς δημιουργήσουν τήν καλή συνήθεια τῆς οἰκογενειακῆς συμμετοχῆς στήν Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία ἔτσι, ὥστε, ὅταν μεγαλώσουν, νά αἰσθάνονται αὐτή τή συμμετοχή ὄχι σάν τυπική ὑποχρέωση, ἀλλά σάν ζωτική ὑπαρξιακή ἀνάγκη ψυχικῆς τροφοδοσίας, ὅπως ἄλλωστε εἶναι ζωτική ἀνάγκη καί ἡ καθημερινή λήψη τροφῆς γιά τή συντήρηση καί τήν καλή ὑγεία τοῦ σώματος.

      Νά  μάθουν νά ξεκινοῦν τήν ἑβδομάδα τους μέ τήν Κυριακάτικη θεία Λειτουργία (ὅπως λέμε «ἀπό Θεοῦ ἄρχεσθαι») καί νά αἰσθάνωνται ὅτι δέν πρέπει νά περάσει Κυριακή χωρίς Θεία λειτουργία. Ἄλλωστε καί ὁ νηπιοβαπτισμός, πού ἐπεκράτησε σταδιακά ἀπό νωρίς στήν Ἐκκλησία (περίπου ἀπό τόν 3ον αἰώνα), σ’αὐτό ἀπέβλεπε. Νά θωρακίσει πνευματικά τά παιδιά ἀπό τήν πολύ τρυφερή τους ἡλικία. Προϋπέθετε ὅτι τά παιδιά, πού θά ζήσουν μέσα σέ Χριστιανικές οἰκογένειες, πρέπει καί μποροῦν νά ἀπολαμβάνουν ἀπό νωρίς τή χάρη τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Γι’ αὐτό τά παιδιά πού βαπτίζονται νωρίς, μποροῦν νά ἐκκλησιάζονται καί νά κοινωνοῦν  συχνά, συνήθειες πού ἀποτελοῦν τίς καλύτερες προϋποθέσεις γιά τή μελλοντική τους πνευματική πρόοδο.

      Ὁ ἐκκλησιαστικός συγγραφέας τοῦ 2ου αἰῶνος Τερτυλλιανός, ἔλεγε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι «ἐκ φύσεως Χριστιανική» (Λατινικά: «naturaliter christiana». Αὐτό ἀληθεύει σέ μεγάλο βαθμό. Τό κάθε παιδί εἶναι ἁγνό καί ἄδολο καί ὡς  ἐκ τούτου δεκτικό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ὅμως ἡ μικρή χριστιανική φλόγα, πού ὑπάρχει στήν καρδιά κάθε παιδιοῦ, πρέπει νά προστατευθεῖ νά μήν σβήσει, νά τραφεῖ, νά μεγαλώσει, νά ὡριμάσει, κ.λ.π., ὥστε νά μπορέσει νά δώσει ἀργότερα μέ τήν ἐνηλικίωσή της γλυκεῖς καί εὔχυμους καρπούς.

      Τέλος, καθῆκον ὅλων τῶν ἐκκλησιαζομένων  πιστῶν εἶναι νά δείχνουν συμπάθεια καί ἀγάπη στά μικρά παιδιά. Νά μήν μαλώνουν καί διώχνουν τά παιδιά πού τυχόν θορυβοῦν κατά τήν διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν. Νά μήν ἐμποδίζουν καί νά μήν ἀποθαρρύνουν τίς νεαρές μητέρες (ἤ τούς νέους γονεῖς) νά φέρνουν στήν Ἐκκλησία καί νά κοινωνοῦν τά μικρά παιδιά τους. Νά τά ἀνέχονται μέ ἀγάπη καί νά τά νουθετοῦν διακριτικά, ὡς ἀτελέστερα στήν πίστη. Νά προσπαθοῦν μέ τή συμπεριφορά τους νά τούς ἐμπνεύσουν τήν ἱερότητα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Ἒτσι σιγά-σιγά πρoϊούσης τῆς ἡλικίας τά παιδιά θά γίνουν ἐνσυνείδητοι καί ὥριμοι ἐνήλικες Χριστιανοί, ἱκανοί νά ἀναθρέψουν σωστά καί τά δικά τους παιδιά καί ἐγγόνια.

      

11.    Οἱ Χριστιανοί στήν ἐποχή μας.  

      Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά ἐπισημάνω ὅτι ὁ κόσμος σήμερα ἔχει πολύ μεγάλη ἀνάγκη ἀπό γνήσιους Χριστιανούς. Καί ὅπως τήν ἐποχή τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὁ λαός ἦταν 50/50 (δηλαδή μισοί Χριστιανοί καί μισοί εἰδωλολάτρες), ἒτσι νομίζω καί ἡ δική μας ἐποχή δέν διαφέρει πολύ. Ἡ ἐποχή μας χρειάζεται Χριστιανούς πού νά ἀποτελοῦν «ἐπιστολή γιγνωσκομένη καί ἀναγιγνωσκομένη», πού νά λάμπουν μέ τή βιοτή καί τό παράδειγμά τους. Εἰδικά ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, ἔχοντας «ἀφάγωτη» προῖκα τή θαυμάσια Γραμματεία τῶν μεγάλων Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε σαφῶς μεγαλύτερη εὐθύνη, ἔναντι τῆς νέας γενεᾶς τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά καί ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος . Εὐθύνη νά βιώσουμε σωστά πρῶτα ἐμεῖς τόν Χριστό καί μετά νά τόν διδάξουμε στούς ἄλλους.

            Χρῆστος Σπ. Χριστοδούλου