Σανίδια είχε για κρεββάτι και μπαλωμένα ράσα για σκεπάσματα. Τ’ αγρίμια του βουνού φίλοι του. Άφθονα έχυνε τα δάκρυά του στο ξύλο του τιμίου Σταυρού που είχε στην καλύβη του. Με τα χέρια του άνοιξε τον τάφο του. Το «δόξα σοι ο Θεός» είχε γίνει ένα με την αναπνοή του. Την ώρα του θανάτου του προγνώριζε από καιρό. Η μορφή του μένει αλησμόνητη για τη φωτεινότητά της ειρήνης της.
Οι Αναμνήσεις μου απ’ τον Παπα-Τύχωνα