Μάρκου Δεσποτίδη, φοιτητῆ ίατρικῆς
Ἂν πράγματι, ὅπως λένε, κάθε εἰκόνα εἶναι χίλιες λέξεις καὶ δεδομένου ὅτι κάθε ἀνάμνηση ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὲς εἰκόνες, φανταστεῖτε πόσες λέξεις χρειάζονται γιὰ νὰ περιγράψει κανεὶς τὶς ἀναμνήσεις μιᾶς πενθήμερης ἐκδρομῆς στὰ ἱστορικὰ καὶ μαρτυρικὰ χώματα τῆς Βορείου Ἠπείρου. Τί νὰ θυμηθεῖς, τί νὰ ξεχάσεις…
Κάθε τοπίο καὶ μιὰ μνήμη, κάθε κορυφὴ καὶ μιὰ ἱστορία, κάθε χωριὸ κι ἕνας ἀγώνας. Περνᾶς τὰ σύνορα κι ὅμως ἂν δὲν ἦταν ὁ ἔλεγχος νὰ στὸ ὑπενθυμίσει οὔτε ποὺ θὰ τὸ καταλάβαινες… Καὶ ἀργότερα φτάνεις σ’ ἕνα «παλάτι», ἕτοιμος «τὰ σκαλοπάτια ν’ ἀνεβεῖς». Κι αὐτὸ τὸ «παλάτι» εἶναι ἀληθινό… Μέσα κατοικοῦν παλικάρια ποὺ ἀκόμα βροντοφωνάζουν παρών, γιατί «τοῦ ἀντρειωμένου ὁ θάνατος, θάνατος δὲ λογιέται». Διαβάζεις τὰ ὀνόματα καὶ νιώθεις ρίγος, παρατηρεῖς τὶς χαμογελαστὲς φωτογραφίες καὶ ἀναλογίζεσαι μήπως ἡ θυσία τους ἦταν ἀτελέσφορη. «Καὶ λαβωμένο κλαίει τὸ δειλινὸ τὴν ἀκριβῆ τους νιότη». Κι ὅμως ὄχι… Καμία θυσία ποτὲ δὲν εἶναι ἄκαρπη… Κι ἂν τυχὸν δὲν τὴν ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ «Μέτερνιχ» κάθε ἐποχῆς, θὰ τὴν ἀναγνωρίσει ὡστόσο ἡ «κυρὰ τοῦ παλατιοῦ», ἡ Ἐλευθερία, ποὺ εἶναι «ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά». Καὶ ἂς μὴν τὰ θεωροῦν ὅλοι ἱερά, καὶ ἂς τὰ ἀφήνουν κάποιοι ἄταφα στὰ βουνὰ, καὶ ἂς ἀδιαφοροῦν κάποιοι ἄλλοι…
Τὴν ἑπόμενη μέρα, σὲ ἕνα ξεχασμένο σημεῖο τοῦ χάρτη οἱ καμπάνες χτυπᾶνε λὲς καὶ βρισκόμαστε 76 χρόνια πίσω… «Εἴμαστε ἐδῶ ἀκόμα! Εἴμαστε ζωντανοί! Κι ἂς μὴν τὸ ξέρει σχεδὸν κανένας…», βροντοφωνάζουν. Οἱ κάτοικοι ἑνὸς χωριοῦ συγκεντρώνονται μπροστὰ στὴν ἐκκλησία. Γιαγιάδες ἠπειρώτισσες μὲ τὶς μαντῆλες τους ὑποδέχονται τοὺς συμπατριῶτες τους χορεύοντας καὶ τραγουδώντας. Γιορτάζουν καὶ ἀναπολοῦν τὸ παρελθὸν μὲ νοσταλγία χωρὶς στενοχώρια ὡστόσο. Μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη τότε, τὸ ἴδιο καὶ τώρα παρὰ τὶς ἀντιξοότητες καὶ τὶς δυσκολίες. Κάπου πιὸ πέρα, μέσα σὲ ἕναν λιτὸ περίβολο ἑνὸς μοναστηριοῦ, ἕνας τάφος ἑνὸς ἁγίου. Ἄλλο ἕνα φυλακισμένο μνῆμα. Χωρὶς περίτεχνα μνημεῖα καὶ διακοσμήσεις, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς συνεχίζει νὰ ὑπενθυμίζει τὸ ὀρθόδοξο «ζῆν» σὲ ὅσους τὸ ἔχουμε ξεχάσει. Ἕνα κεράκι καὶ μιὰ εὐχαριστία στὸν ἅγιο τῆς Ρωμηοσύνης ποὺ συνέβαλε σὲ μέγιστο βαθμὸ στὴ διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης ὅταν «ὅλα τὰ ‘σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά». Καὶ μιὰ ἱκεσία γιὰ τὴν πατρίδα μας, καθὼς καὶ σήμερα τὶς καρδιές μας τὶς πλακώνει ἡ σκλαβιὰ ὄχι λόγῳ ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν ἀλλὰ λόγῳ τῆς δικιᾶς μας ἀποστασίας.
Σίγουρα ὡστόσο οἱ λιγοστὲς αὐτὲς ἀναμνήσεις θὰ ἦταν ἀτελεῖς ἂν δὲν ὑπῆρχε ἀναφορὰ στὴν πανέμορφη Κορυτσά. Μιὰ πόλη μὲ καλαίσθητα κτίσματα καὶ ἀξιοθαύμαστους κατοίκους. Μιὰ πόλη ἁπλῶς βλαχόφωνη γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ σίγουρα καὶ κάτι περαιτέρω στὶς καρδιὲς πολλῶν κατοίκων της. Μιὰ πόλη ποὺ διδάσκει σὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἀμέτοχους κατοίκους μιᾶς ἀκοινώνητης Βαβυλώνας πὼς οἱ ἥρωες γεννιοῦνται σὲ καιροὺς κρίσεων καὶ διωγμῶν, ἐνῷ ἡ καλοπέραση γεννᾶ βολεμένους. Ἂς ἀποτελέσει συνεπῶς ἡ ἐκδρομὴ αὐτὴ γιὰ ὅλους μας ἐφαλτήριο γιὰ μιὰ νέα ἀρχή. Μιὰ ἀρχὴ κατ’ ἀρχὰς μνήμης καὶ ἐνδελεχοῦς διερεύνησης τῆς ἱστορίας μας καὶ ἐπιπρόσθετα μιὰ ἀρχὴ ἀπεγκλωβισμοῦ ἀπὸ τὸν μικρόκοσμο τῆς βόλεψής μας συντρέχοντας ὁ καθένας ὅσο
καὶ ὅπως μπορεῖ στὴν ἐξακτίνωση τοῦ ρωμαίικου λόγου.