Ίμβρος και Τένεδος

Ψηφίδες πόνου στὸ μωσαϊκὸ τῆς ἀλύτρωτης Ρωμηοσύνης

Στάθη Πελαγίδη
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας

Πολλὲς πονεμένες ἐμπειρίες κουβαλῶ μέσα μου ἀπὸ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψή μου στὴν ΙΜΒΡΟ καὶ στὴν ΤΕΝΕΔΟ, στὰ πλαίσια προσκυνηματικῆς ἐκδρομῆς τοῦ «ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΦΟΙΤΗΣΑΝΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΤΣΟΤΥΛΙΟΥ», ἀπὸ τὶς 3 ἕως τὶς 6 Ἰουνίου 2011.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Ἴμβρου καὶ Τενέδου, ἔζησε καὶ ὑπέστη τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ὄχι τὸ 1922, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ ἑπόμενο διάστημα τοῦ 20οῦ αἰώνα, μὲ κορύφωση τὰ Σεπτεμβριανὰ τοῦ 1955. Δὲν θὰ ἐπαναλάβω, λοιπόν, τὰ γνωστὰ καὶ χιλιοειπωμένα, ποὺ σημάδεψαν τὴ μοίρα αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ποὺ δυστυχῶς μᾶς ἄγγιξαν ὅλους, ἐπιστήμονες, ποὺ συμμετείχαμε σ’αὐτὸ τὸ προσκύνημα. Ἄλλωστε, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, στὴν πρὸ διετίας τολμηρή του συνέντευξη σὲ ἀμερικανικὸ κανάλι, τὰ «ξεσκέπασε» ΟΛΑ. Θὰ σταθῶ μόνο σὲ τρία σημεῖα ποὺ ὡς ἱστορικὸς αἰσθάνομαι ὅτι διαφοροποιοῦν τὴ μαύρη μοίρα τῶν δύο νησιῶν ἀπὸ τὴ μαύρη μοίρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Κωνσταντινούπολης.

Τὸ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι, λίγο-πολύ, γνωστὸ στοὺς περισσότερους. Πρόκειται γιὰ τὰ ἀπανωτὰ μαζικὰ ρεύματα ξεριζωμοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ:

– Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, κυρίως, μετὰ τὰ Σεπτεμβριανὰ τοῦ 1955, καί, δευτερευόντως, μετὰ τὰ γεγονότα τῆς Κύπρου (δεκαετία 1960).

– Ἀπὸ τὴν Ἴμβρο καὶ Τένεδο, μετὰ τὴν κατάργηση τῶν ἑλληνικῶν σχολείων (δεκαετία 1960), κυρίως, ὅμως, μετὰ τὴ σκόπιμη ἐγκατάσταση, στὰ δύο νησιά, τουρκικῶν πληθυσμῶν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς (δεκαετία 1970).

Τελικά, οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες τῆς Ἴμβρου δὲν ξεπερνοῦν τοὺς 200. Διαπιστώνω, μάλιστα, ὅτι στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ Τουρκία ἐπανέλαβε τὸ πείραμα τοῦ 1913-1914, ὅποτε ἡ μεθοδευμένη μετακίνηση τουρκικῶν πληθυσμῶν, ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ τὰ Βαλκάνια, ὁδήγησε στὰ πρῶτα ἀναγκαστικὰ προσφυγικὰ ρεύματα ἑλληνικῶν πληθυσμῶν πρὸς τὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ Μ. Ἀσία καὶ Ἀν. Θράκη.

Τὸ δεύτερο σημεῖο, ποὺ ἀποτελεῖ προέκταση τοῦ προηγούμενου, διαπιστώθηκε σὲ κάποια φάση τῆς προσκυνηματικῆς μας ἐκδρομῆς.

Τὴν Κυριακὴ (5-6-2011), κατὰ τὶς 4.30 μ.μ., ἐπισκεφτήκαμε τὸ μεγάλο ἑλληνικὸ χωριὸ ΣΧΟΙΝΟΥΔΙ, τὸ ὁποῖο ἔμεινε, τελικά, μὲ 37 κατοίκους καὶ μὲ κατεστραμμένη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγ. Ἄννας. Ἕνα ὁλόκληρο ἑλληνικὸ χωριὸ κατάντησε ἔρημο ἀπομεινάρι μιᾶς παλιᾶς δόξας καὶ ἑνὸς μεγαλείου. Κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς ξεναγοῦ, τὸ θλιβερὸ κατάντημα ὀφείλεται στὸ διπλανὸ Τουρκοχώρι Σαχίνκαγια, τὸ ὁποῖο «κατοικεῖται ἀπὸ Τουρκοποντίους τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν ποντιακά, ἀλλὰ εἶναι ἄγριοι χριστιανομάχοι». Πρόκειται, ἑπομένως, γιὰ μακρινοὺς ἀπογόνους ποντιόφωνων Ἑλλήνων, περιοχῆς Τραπεζούντας, οἱ ὁποῖοι ἐξισλαμίστηκαν τὸν 17ο αἰώνα. Γνώριζα, βέβαια, ὅτι μεταφέρθηκαν ἄγριες τουρκικὲς φυλὲς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς στὰ ἑλληνικὰ αὐτὰ νησιά, γιὰ νὰ τὰ «μεταλλάξουν» καὶ «ἀλλοτριώσουν». Ποτέ, ὅμως, δὲν φανταζόμουν ὅτι οἱ «ἄγριες αὐτὲς φυλὲς» θὰ ἦταν οἱ ἐξισλαμισμένοι Ἕλληνες τοῦ Πόντου, οἱ ὁποῖοι ἀλλοτριώθηκαν τόσο στὸ διάβα τῶν αἰώνων (17ος-20ός αἰ.). Τί σὲ κάνει ἡ ἀλλαγὴ τῆς πίστης!

Τὴν ἑλληνοποντιακὴ προέλευση τῶν Τουρκοποντίων τῆς Σαχίνκαγια διαπίστωσα προσωπικὰ ὁ ἴδιος, ὅταν, τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας (5/6/11), συναντήθηκα μὲ τὸν Τουρκοπόντιο ΑΧΜΕΤ, περίπου 40 ἐτῶν, σὲ κεντρικὸ σημεῖο τῆς ΠΑΝΑΓΙΑΣ, πρωτεύουσας τῆς Ἴμβρου. Μοῦ εἶπε, στὰ ποντιακά, ὅτι «μᾶς ἔφεραν καὶ μᾶς ἐγκατέστησαν σὲ ξεχωριστὸ χωριό, κοντὰ στὸ Σχοινούδι, τὸ 1973». Προέρχονται ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ὄφη (Ὀφλῆδες), ὅπου τὰ χωράφια τους ἦταν πολὺ κατηφορικὰ καὶ ἄγονα. «Ἡ γιαγιὰ μ ἐκαλάτσευεν μόνον λάζικα (ποντιακά)». «Ἡ μάννα μ’ πά». «Ἐκεῖ ἔλεγαν ἐμᾶς Λαζούς». Στὴν ἐρώτησή μου, «ποῦ ἔμαθαν ἀτὸ τὴ γλώσσαν», ἡ ἀπάντησή του ἦταν αὐτὴ ποὺ διδάχτηκε στὸ σχολεῖο: «Ἐτότε, ὅλ’ οἱ Τοῦρκ’ ἐκαλάτσευαν ρωμαίικα καὶ ἐπεοὶ λάζικα».

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω!

Τὸ τρίτο σημεῖο, στὸ ὁποῖο θὰ σταθῶ, εἶναι ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῶν εἴκοσι (20), (ὅλοι κι ὅλοι), Ἑλλήνων τῆς Τενέδου, ὅπως τὴ διεπίστωσα προσωπικά. Στὸ μοναδικὸ ἱστορικὸ Ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καταστράφηκαν), ὁ ὁποῖος ἱδρύθηκε τὸ 1819 καὶ ἀνακαινίστηκε τὸ 1870, εἴχαμε τὴν εὐτυχία νὰ θαυμάσουμε τρεῖς εὐσεβεῖς Ἑλληνίδες τοῦ νησιοῦ ποὺ φρόντιζαν τὸν Ναό, πραγματικὲς ἡρωίδες: Τὴ Βασιλικὴ Σταρένιου, τὴν Ἀνθούλα Ἀρβανίτογλου, τὴ Σμαρὼ Τσολάκη, ἀλλὰ καὶ τὸν μουσουλμάνο κανδηλανάφτη Τσετὶν Ἰσμαήλ.

Στὴν ἐρώτησή μας «κάθε πόσο λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία;», ἀκούσαμε ἄναυδοι τὴν πονεμένη ἀπάντηση: «Ὅταν ἔρθει ὁ παπάς. Τὸ Πάσχα ἔγινε Λειτουργία καὶ θὰ ξαναγίνει Πεντηκοστή». Δηλαδὴ ἀπὸ τὸ περασμένο Πάσχα (μέσα Ἀπριλίου 2011) μέχρι τὶς 4-6-2011, ποὺ βρεθήκαμε στὴν Τένεδο, δὲν ἔχει γίνει ἄλλη Λειτουργία καὶ οὔτε θὰ τελεστεῖ μέχρι τὴν Πεντηκοστὴ (μέσα Ἰουνίου). Ὑποθέτω ὅτι πρόκειται γιὰ κατάσταση ποὺ διαφοροποιεῖ καὶ ὑποβαθμίζει αἰσθητὰ τὴν Τένεδο, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Ἴμβρο. Οἱ ἁρμόδιοι αὐτοῦ τοῦ θέματος, ἂς σκεφτοῦν τὶς μελλοντικές του συνέπειες. Προσωπικά, δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ τὴν Τένεδο χωρίς τους, ἔστω καὶ ἐλάχιστους, ἥρωες θεματοφύλακες τοῦ Γένους καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπὸ τοὺς 1.800 ποὺ ἦταν μέχρι τὸ 1970. Ἄν, μάλιστα, σκεφτοῦμε ὅτι αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία συγκρατεῖ τοὺς 20 ἀκρίτες στὴν Τένεδο, μὲ ἔσοδα «μόνον ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες», ὅπως μᾶς δήλωσαν, θὰ αἰσθανθοῦμε τὶς τεράστιες εὐθύνες ποὺ μᾶς βαραίνουν ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν. Εἴκοσι ἀκρίτες σημαίνουν εἴκοσι ἑστίες Ἑλληνισμοῦ στὸ μαρτυρικὸ αὐτὸ νησί!