Έτσι ονομάζεται μικρή, βυζαντινή εκκλησία, αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου και σε ανάμνηση της Εισόδου της στο Ναό του Κυρίου, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα και η οποία βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Ερμού, τον εμπορικότερο δρόμο του ιστορικού κέντρου της πόλης.
Καπνικαρέα ονομάστηκε κατά μία άποψη από αυτόν που έκτισε το Ναό εισπράττοντας τον καπνικό φόρο (είδος φόρου των οικοδομών στα χρόνια του Βυζαντίου). Παλαιότερα ονομαζόταν Καμουχαρέα από τη λέξη Καμουχά, με την οποία στα χρόνια του Βυζαντίου ονόμαζαν τα χρυσοΰφαντα υφάσματα, πιθανώς γιατί βρισκόταν κοντά σε εργαστήρια τέτοιων υφασμάτων. Επίσης άλλος ένα λόγος, για τον οποίο ονομάστηκε έτσι είναι γιατί η εικόνα ήταν σκεπασμένη με «καμουκά», γιατί κάνει θαύματα-χάρες (κάμνει χάρες=καμουχαριώτισσα).
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν εκκλησία της Βασιλοπούλας και του Πρέντζα. Το 1834 ο Ναός κινδύνευσε να ρυμοτομηθεί, αλλά σώθηκε με την επέμβαση του πατέρα του βασιλέα Όθωνα, Λουδοβίκου της Βαυαρίας.
Ο ναός ανήκει στο σύνθετο τετρακιόνιο, σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο, με τρεις αψίδες στην ανατολική πλευρά και νάρθηκα στη δυτική. Αναφέρεται ότι έχει κτιστεί στη θέση παλαιότερης εκκλησίας την οποία είχε αναγείρει η Ευδοκία, Αθηναία σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Μικρού. Η αρχική εκκλησία είχε χτιστεί με τη σειρά της (όπως συνηθιζόταν) πάνω στα θεμέλια αρχαίου ελληνικού ναού, αφιερωμένου σε γυναικεία θεότητα, πιθανότατα την Αθηνά ή την Δήμητρα.
Στο ναό βρίσκονται ενσωματωμένα οικοδομικά στοιχεία όπως κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα και εντοιχισμένα γλυπτά και επιγραφές. Tο αρχικό κτίσμα είναι ο σταυροειδής Ναός μετά τρούλλου, ο οποίος στηρίζεται σε τέσσερεις κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα. Στη βόρεια πλευρά προστέθηκε αργότερα μονόχωρο τρουλαίο πρόσκτισμα, το παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρβάρας. Λίγο αργότερα, μπροστά και από τις δύο εκκλησίες, κτίστηκε ο εξωνάρθηκας, με τρεις συνεχόμενες τετρακλινείς στέγες. Ακόμη βραδύτερα στα δυτικά προστέθηκε εξωνάρθηκας με πολλές αμφικλινείς στέγες και τέσσερα μεγάλα ανοίγματα, τα οποία χωρίζονταν με κίονες.
Στη νότια πλευρά του νάρθηκα υπάρχει μικρό πρόστοο, το οποίο στηρίζεται σε δύο κίονες, πάνω δε από τη θύρα υπάρχει τόξο σε σχήμα πετάλου.
Αρχικά είχε τη μορφή ανοιχτής στοάς αλλά ένα μικρό πρόπυλο με δύο κίονες προστέθηκε στη νότια πλευρά του, μάλλον στο 12ο αιώνα μ.Χ., συγχρόνως με το μωσαϊκό επάνω από την είσοδο. Στη δυτική πλευρά είναι εντοιχισμένα γλυπτά και επιγραφές, η δε εικόνα της Πλατυτέρας στο Ιερό του Ναού είναι έργο του Φώτη Κόντογλου. Αλλά και γενικότερα οι τοιχογραφίες του ναού, που έχουν σωθεί, ανήκουν στη νεώτερη εποχή και έχουν ιστορηθεί από τον Κόντογλου και τους μαθητές του, σχολή που κυρίως αντλεί από τη βυζαντινή παράδοση. Το ψηφιδωτό της εισόδου ανήκει στην Έλλη Βοίλα (1936),
Εξωτερικώς έχει την επιμελή πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία των Αθηναϊκών Ναών, καθώς και τις οδοντωτές ταινίες. Το ψηφιδωτό, το οποίο βρίσκεται πάνω από την είσοδο του Ναού, είναι νεώτερη κατασκευή.
Με τον νόμο 1268/1931 η εκκλησία παραχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για την άσκηση των φοιτητών της Θεολογικής του Σχολής. Για τον λόγο αυτό από το 1932 ανήκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γι’ αυτό και ονομάζεται «Ιερός Πανεπιστημιακός Ναός». Τη διοικητική εποπτεία έχει η Εφορεία του Ι. Ναού, η οποία αποτελείται από Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. με πρόεδρο τον εκάστοτε κοσμήτορα της Σχολής.
Πηγές :
– www.iaath.gr
– www.uoa.gr