Σε μικρή απόσταση Ν.Α της Άρτας και ακριβώς πλάι στο δρόμο που οδηγεί στο Νεοχωράκι, βρίσκεται ένα γραφικό βυζαντινό εκκλησάκι, μοναδικό απομεινάρι ενός άλλοτε μεγάλου και ακμαίου μοναστηριού, του μοναστηριού της Παναγίας Μπρυώνη. Η προσωνυμία “Μπρυώνη” δεν έχει εξακριβωμένη προέλευση. Ίσως σχετίζεται με το όνομα του κτήτορα ή κάποιου ηγούμενου, ίσως θυμίζει τον Τούρκο της λαϊκής παράδοσης που έκανε μεγάλη αφιέρωση στη μονή, επειδή χάρη σε θαύμα της Παναγίας ξαναβρήκε το φως του. Λιγότερο πιθανή είναι η εκδοχή που προβάλλει ο μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος στο “Δοκίμιο” του, σύμφωνα με την οποία η επωνυμία “Μπρυώνη” οφείλεται σε παραφθορά της λέξης “περιώνυμη” (περιώνυμος μονή) οπότε η σωστή ονομασία θα ήταν “Παναγία η Μπριώνη”. Ο ναός τιμάται στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Με βάση πλίνθινη επιγραφή που υπάρχει στη νότια πλευρά του ναού, ο καθηγητής Παναγιώτης Βοκοτόπουλος – ο κυριότερος μελετητής του μνημείου μετά τον Ορλάνδο- τοποθετεί την ίδρυση του ναού στο 1238, όταν Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Γερμανός Β’. Εξίσου όμως πιθανή είναι και η εκδοχή του Σεραφείμ, ο οποίος γράφει συγκεκριμένη χρονολογία ίδρυσης του ναού (1111), άποψη την οποία εμμέσως συμμερίζεται και ο Ορλάνδος, υποστηρίζοντας ότι το 13ο αιώνα δεν έχουμε την ίδρυση του ναού αλλά τη μετασκευή της παλαιότερης ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής σε σταυροειδή με τρούλο, και ότι σ’ αυτή τη μετασκευή έκανε τον αγιασμό ο Πατριάρχης Γερμανός Β’.
Για αιώνες το μοναστήρι ανθούσε, αλλά στα χρόνια του Αλή πασά αρπάχτηκαν τα πλούτη και τα κτήματά του από τους Τούρκους και έτσι έπεσε σε παρακμή. Το 1821 πυρπολήθηκε ο ναός και “έμεινεν ερείπιον σωζόμενου μόνον του μέρους του ιερού Βήματος και του τρούλλου ετοιμόρροπου” καθώς μας πληροφορεί ο Σεραφείμ. Στα χρόνια 1867-1871 έγινε ριζική ανακαίνιση του ναού με εκτεταμένες επισκευές, συμπληρώσεις και ανακατασκευές, οπότε το μνημείο πήρε τη σημερινή του μορφή. Τότε προστέθηκε ο νάρθηκας και κατασκευάσθηκε ο περιβολότοιχος με το κωδωνοστάσιο, καθώς μαρτυρούν δύο εντειχισμένες ενεπίγραφες πλάκες.
Το εξωτερικό του ναού
Μπορούμε να πούμε ότι η εξωτερική ομορφιά αυτού του μνημείου βρίσκεται στο σχήμα του και κυρίως στον κεραμοπλαστικό του διάκοσμο. Η κόγχη του ιερού είναι εξ ολοκλήρου “κεντημένη” με πλίνθους σε διακοσμητικές ζώνες και ποικίλα σχέδια: οδοντωτές ταινίες, γεωμετρικά σχήματα, περίτεχνοι συνδυασμοί πριονωτών, κάθετων και παραλλήλων πλίνθων και ένα διακοσμητικό στοιχείο που μόνο σ’ αυτόν το ναό συναντάται: ταινίες με τεθλασμένες ή κυματοειδείς πλίνθους που πλάστηκαν προτού ψηθούν -πάνω στο κτίσιμο- με το μυστρί, ένδειξη πως κύρια επιδίωξη του τεχνίτη ήταν η πρωτοτυπία.
Παρόμοια διακοσμητικά θέματα βρίσκουμε και στα τύμπανα της κεραίας του σταυρού, όπου εκτός των άλλων δεσπόζουσα θέση κατέχουν δύο πλίνθινες επιγραφές, οι οποίες εκτείνονται σε όλο το πλάτος των δύο τύμπανων. Στη νότια πλευρά υπάρχει η εξής επιγραφή:
“Στα(υ)ρωπίγιο(ν) πατριαρχηκόν” ενώ η επιγραφή του βόρειου τύμπανου είναι: “Το αγι(α)σθέν παρά Γερμανού και οικουμενικού Πατριάρχου]”.
Απ’ τις επιγραφές αυτές μπορούμε έμμεσα να υπολογίσουμε το χρόνο ίδρυσης του ναού και επιπλέον μαθαίνουμε ότι η μονή ήταν σταυροπηγιακή, δηλαδή υπαγόταν απευθείας στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, κατά τη θεμελίωση δε του ναού μιας τέτοιας μονής ο Πατριάρχης έστελνε σταυρό χρυσό ή ασημένιο που τοποθετούνταν στα θεμέλια.
Το εσωτερικό του ναού
Γραπτός διάκοσμος στον κυρίως ναό δεν υπάρχει, εκτός απ’ τον Παντοκράτορα στον τρούλο και μια τοιχογραφία του 19ου αιώνα πλάι στο Δεσποτικό. Σ’ αυτή έχουμε τη σπάνια -σαν θέμα- απεικόνιση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ-Θεοφόρου (το κεφάλι του Θεού εικονίζεται στην κοιλιακή χώρα του Αρχαγγέλου) να παίρνει την ψυχή του φιλάργυρου, ενώ την διεκδικεί δικαιωματικά και ο διάβολος που καραδοκεί. Οι τοιχογραφίες στην κόγχη του ιερού και στην Πρόθεση έγιναν το 1873 απ’ το Σαμαρινιό Αθανάσιο Ζωγράφο και είναι εξαιρετικής τέχνης με εναργέστατα χρώματα, διατηρούνται δε σε άριστη κατάσταση.
Εντυπωσιακότατη είναι η τοιχογραφική παράσταση της Παναγίας αιματοδακρύζουσας, καθώς οδυνάται ενώπιον του άψυχου Ιησού, στην κόγχη της Πρόθεσης. Πρόκειται για αριστουργηματική σύνθεση και η σπανιότητα του θέματος καθιστά το έργο ιδιαίτερα αξιόλογο. Της ίδιας εποχής είναι και το ξύλινο τέμπλο με τις καλοδιατηρημένες φορητές εικόνες του και το εξαιρετικής τέχνης Βημόθυρο, όπου ξεχωρίζει η εικόνα της Παναγίας στην παράσταση του Ευαγγελισμού – έργο του ίδιου Σαμαρινιού ζωγράφου. Θεωρείται βέβαιο πως παλιά υπήρχαν τοιχογραφίες σε όλο το εσωτερικό του ναού, αλλά καταστράφηκαν από τη βροχή, όταν για πολλά χρόνια ο ναός παρέμεινε ασκεπής, μετά την κατάρρευση της στέγης του το 1821.
Σήμερα τίποτα πια δε θυμίζει τις παλαιές καλές μέρες του μοναστηριού. Τα κελιά εξαφανίστηκαν, τα πλούτη αρπάχτηκαν, έμεινε όμως το όμορφο βυζαντινό ερημοκλήσι, σιωπηλός μάρτυρας μιας χαμένης λάμψης, ανταύγεια μιας μακρινής δοξασμένης εποχής, της εποχής του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Αναδημοσίευση απο 6/9/2014