«Ἦταν ἕνας μουσουλμάνος ποὺ ὅμως εἶχε στὸ σπίτι του τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ Γεωργίου. Εἶχε μαγαζὶ ὡραῖο, νοικοκυρεμένο. Μία φορά μπῆκαν κλέφτες καὶ τὸ ἔκλεψαν. Μόλις γύρισε τὸ εἶδε καὶ στενοχωρήθηκε καὶ λέει στοὺς Ἁγίους:
-Καλὰ, ἐγὼ σᾶς ἔχω ἐδῶ γιὰ φύλακες καὶ ἐσεῖς ἀφήσατε νὰ μὲ κλέψουν; Καὶ σᾶς πιστεύω; Τί κάνατε ἐσεῖς; Σὲ λίγο ἔρχονται οἱ κλέφτες φορτωμένοι μὲ τὰ πράγματα ποὺ πήρανε.
–Σοῦ τὰ φέραμε πίσω. Τί εἶσαι σύ; Ἦρθαν δύο μὲ τὰ ἄλογα καὶ μᾶς κυνηγοῦσαν νὰ τὰ φέρουμε πίσω, ἀλλιῶς μᾶς εἶπαν δὲν θὰ προλάβουμε νὰ πᾶμε στὸ σπίτι μας!
Ποιοὶ ἦταν αὐτοί; Αὐτὸς κατάλαβε, δὲν εἶπε τίποτα καὶ πῆγε προσκύνησε τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς εὐχαρίστησε.»
Διήγηση κ. Διαμαντῆ:
«Ἐκεῖ στὴ Θράκη ποὺ ἦταν οἱ παπποῦδες μου ὑπῆρχε ἕνα ἁγίασμα «ἡ Παναγία ἡ Γαλαντοτροφοῦσα» ἢ «Γαλακτερὴ» κατὰ τοὺς ντόπιους. Ἐκεῖ, ὅσες γυναῖκες τάϊζαν τὰ παιδιά τους καὶ κοβόταν τὸ Γάλα, ἔπαιρνανἁγιασμό, τὸν πίνανε καὶ ἔφερνε ἡ μάνα γάλα. Κάποτε πῆγε στὸ μοναστήρι ὁ παππούς μου καὶ τοῦ εἶπε μία Μουσουλμάνα.
-Μιὰ ποὺ θὰ πᾶς στὴν Παναγία σας βάλε μου σὲ ἕνα μπουκαλάκι ἀπὸ τὸ ἁγίασμα νὰ μοῦ φέρεις γιὰ νὰ τὸ πιῶ νὰ βγάλω γάλα νὰ ταΐσω τὸ παιδί μου…
Ὁ παππούς μου πῆγε, ἀλλὰ σκέφτηκε:
-Ε, Μουσουλμάνα, θὰ πιεῖ ἀπὸ τὸν ἁγιασμό; Ποῦ ξέρει ἀπὸ αὐτά. Στὴν ἐπιστροφὴ παίρνει νερὸ ἀπὸ μία βρύση καὶ τῆς τὸ πηγαίνει γιὰ ἁγίασμα. Αὐτὴ ἐπειδὴ εἶχε πίστη καὶ ἤξερε γιὰ τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας, τὸ ἤπιε μὲ πίστη, ἔκανε καὶ τὸν σταυρό της καὶ ἀμέσως ἔφερε γάλα. Καὶ δὲν τὸ πίστευε ὁ παππούς μου καὶ τὸ λέγανε καὶ στὸ χωριό.»
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ρωμνιός’ , 7 ΤΕΥΧΟΣ