ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ

Ἀ­να­πη­ρί­α. Ἡ λέ­ξη, ποὺ καὶ μό­νο στὸ ἄ­κου­σμά της μᾶς δη­μι­ουρ­γεῖ­ται μί­α αἴ­σθη­ση τα­ρα­χῆς, λύ­πης καὶ πα­ραγ­κω­νι­σμοῦ. Πό­σο με­γά­λο φορ­τί­ο καὶ τί δύ­να­μη ψυ­χῆς ἀ­παι­τεῖ­ται, γιὰ νὰ τὸ ση­κώ­σει ὄ­χι μό­νο αὐ­τὸς ποὺ τὴ βι­ώ­νει, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λο του τὸ πε­ρι­βάλ­λον.

Τί ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση, στε­νο­χώ­ρια, ἴ­σως καὶ ντρο­πὴ κα­μι­ὰ φο­ρᾶ νιώ­θει ὁ γο­νιὸς γιὰ τὸ παι­δί του, ὅ­ταν δι­α­πι­στώ­νει πὼς δὲν ἔ­χει γεν­νη­θεῖ μὲ τὴν προ­ο­πτι­κὴ νὰ γί­νει τὸ κα­λύ­τε­ρο. Δυ­στυ­χῶς, κά­ποιες φο­ρὲς σὲ τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις, οἱ γο­νεῖς ἂν τὸ μά­θουν κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α τῆς κύ­η­σης, προ­χω­ροῦν σὲ δι­α­κο­πή της, ἄλ­λο­τε χω­ρί­ζουν, για­τί ὁ ἕ­νας ρί­χνει τὸ φταί­ξι­μο στὸν ἄλ­λο κι ἄλ­λο­τε τὸ ἐγ­κα­τα­λεί­πουν σὲ κά­ποιο ἵ­δρυ­μα.

Ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α καὶ ἡ ἄλ­λη με­ρί­δα πλη­θυ­σμοῦ, ἐ­κεί­νη ποὺ τὸ δέ­χε­ται σὰν ἕ­να σταυ­ρὸ ποὺ κα­λεῖ­ται νὰ ση­κώ­σει, μὲ σκο­πὸ νὰ ἐ­κτι­μή­σει ὅ­λα ἐ­κεῖ­να ποὺ μέ­χρι τό­τε θε­ω­ροῦ­σε δε­δο­μέ­να. Ποὺ δέ­χε­ται τὸ παι­δὶ σὰν μί­α μο­να­δι­κὴ καὶ ξε­χω­ρι­στὴ προ­σω­πι­κό­τη­τα καὶ ποὺ ἀ­σχο­λεῖ­ται μ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ μπο­ρεῖ καὶ ὄ­χι ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κά­νει.

Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στὸ σχο­λι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς τὸ δέ­χε­ται. Κι αὐ­τὸ για­τί στὴ χώ­ρα μας δὲν ὑ­πάρ­χει ἡ «πο­λυ­τέ­λει­α» ὅ­λα τὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ παι­διὰ νὰ πη­γαί­νουν σὲ εἰ­δι­κὰ σχο­λεῖ­α. Τὸ ἀρ­νη­τι­κὸ σ’αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει  ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ προ­σω­πι­κὸ κα­ταρ­τι­σμέ­νο μὲ γνώ­σεις πά­νω στὴν εἰ­δι­κὴ ἀ­γω­γὴ καὶ τὴν ἔν­τα­ξη ἑ­νὸς τέ­τοιου παι­διοῦ στὴν τά­ξη, ἀλ­λὰ οὔ­τε ὑ­πάρ­χουν καὶ οἱ ἀ­πα­ραί­τη­τες ἐγ­κα­τα­στά­σεις. Ἔ­τσι τὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­ναι γιὰ ἐκεῖ­νο, ὁ χῶ­ρος ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸ πε­ρι­ο­ρί­ζει καὶ τοῦ ὑ­πο­δει­κνύ­ει μὲ ἔν­το­νο καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­πάν­θρω­πο τρό­πο τὴ δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τά του.

Ἕ­να ἀ­κό­μη ση­μεῖ­ο στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­μεῖς οἱ Ἕλ­λη­νες ὑ­στε­ροῦ­με, εἶ­ναι ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση αὐ­τῆς τῆς ὁ­μά­δας ἀ­τό­μων σὲ σχέ­ση μὲ τὴν κοι­νω­νί­α. Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, τοὺς βλέ­που­με σὰν ἀν­θρώ­πους ποὺ ἔ­χουν ἔρ­θει ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πλα­νή­τη. Κι ὄ­χι μό­νο δὲν προ­σπα­θοῦ­με νὰ τοὺς βο­η­θή­σου­με καὶ νὰ τοὺς ἐν­τά­ξου­με στὴν πα­ρέ­α ἢ ἔ­στω στὸ πε­ρι­βάλ­λον, ἀλ­λὰ…

ἀν­τί­θε­τα τοὺς θε­ω­ροῦ­με κα­τώ­τε­ρους καὶ ἀ­νά­ξι­ους νὰ στέ­κον­ται δί­πλα μας. Σ’ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις, εἶ­ναι ν’ ἀ­να­ρω­τι­έ­ται κα­νεὶς ποῦ πῆ­γε τὸ με­γα­λεῖ­ο, ἡ ἀρ­χον­τιὰ καὶ τὸ φι­λό­τι­μό ποὺ πάν­το­τε χα­ρα­κτή­ρι­ζαν τὸν Ἕλ­λη­να.

Τὸ ἴ­διο τὸ ἄ­το­μο ἀ­πὸ τὴ με­ριὰ του δέ­χε­ται τὴν ἀ­πα­ξί­ω­ση, τὴ μει­ο­νε­κτι­κό­τη­τα, τὴ δυ­σκο­λί­α, καὶ τὸν κοι­νω­νι­κὸ ἀ­πο­κλει­σμό. Ὁ κό­σμος τοῦ φαί­νε­ται σὰν ἕ­να πε­ρι­βάλ­λον ξέ­νο καὶ ἀ­κα­τάλ­λη­λο γι’ αὐ­τό, ποὺ δὲν τὸ δέ­χε­ται καὶ δὲν τὸ ὑ­πο­στη­ρί­ζει. Αἰ­σθά­νε­ται πὼς δὲν ἀ­νή­κει σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο καὶ τὰ πάν­τα γύ­ρω του, τοῦ μοιά­ζουν ἐ­χθρι­κά.

Ἡ προ­α­να­φερ­θεῖ­σα ἀρ­νη­τι­κὴ κα­τά­στα­ση βέ­βαι­α, δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν κα­νό­να, ἀ­φοῦ ὑ­πάρ­χουν κι ἐ­κεῖ­νοι οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ εἶ­ναι δί­πλα σ’ αὐ­τὰ τὰ ἄ­το­μα ἀπ’ τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ τῆς ζω­ῆς τους καὶ τοὺς συμ­πα­ρα­στέ­κον­ται σὲ κά­θε τοὺς βῆ­μα. Ὅ­πως καὶ νὰ ΄χει, αὐ­τὸ ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ καὶ νὰ το­νι­στεῖ εἶ­ναι, πὼς ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα στὶς εὐ­και­ρί­ες, τὴ φι­λί­α, τὴν μόρ­φω­ση, τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὴ ζω­ή.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα