Ὁ Ἄρης Σερβετάλης φέτος παίζει Ντοστογιέφσκι. Ἐξήγησε,στὸν Παναγιώτη Μένεγο, γιατὶ δὲν τοῦ ἀρέσουν οἱ συνεντεύξεις καὶ μίλησε γιὰ τὴν «συχνότητα τῆς θρησκείας» στὴν ὁποία βρίσκεται.
– «Δὲν σ’ ἀρέσει νὰ σχολιάζεις τὴν ἐπικαιρότητα, ὅπως κάνουν πολλοὶ συνάδελφοί σου, ἔτσι δὲν εἶναι;
– Γιατί; Ἔχεις νὰ μὲ ρωτήσεις κάτι;»
Ὁ Ἄρης Σερβετάλης δὲν εἶναι εὔκολος. Δημοσιογραφικὰ μιλῶντας. Τὸ ξέρουν ὅλοι,καὶ γι’ αὐτό, τὶς 2-3 φορὲς ποὺ ἔχουμε μιλήσει, ἔχω πάει στὸ ραντεβοῦ μὲ ἀρκετὰ συναδελφικὰ «καλὴ τύχη» νὰ μὲ συνοδεύουν. Θεωρεῖ τὶς συνεντεύξεις ἀναγκαῖο κακὸ τοῦ promo, ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς παραλλαγὲς τῆς φράσης «δὲν μιλάω ἄν δὲν ἔχω νὰ πῶ κάτι» καὶ δὲν ἔχει στὸ νοῦ του νὰ «προστατεύσει» τὴν συνέντευξη ἀπὸ τὴν χειρότερη κατάρα της : τὶς ἀμήχανες παύσεις. Ἄν τὸ δεῖς διαφορετικά, τοῦ ἀναγνωρίζεις ἕνα (μεγάλο) δίκιο: «Μὲ ρωτᾶνε συνεχῶς τὰ ἴδια πράγματα», μοῦ εἶπε. Κι αὐτὸ γιατί ἡ εἰκόνα του, ὅσο λακωνικὸς καὶ ἄν εἶναι, παραμένει ταυτόχρονα αἰνιγματικὴ καὶ στιβαρή. Ἀρέσει στὶς γυναῖκες (ἀκριβῶς ἐπειδὴ δείχνει νὰ μὴν τὸν νοιάζει), τὸν παραδέχονται οἱ ἄνδρες, ἀφοῦ μοιάζει νὰ ἔχει ὑπάρξει one of the boys (εἰδικὰ παλαιότερα ποὺ τὸν πετύχαινες νὰ παρκάρει τὴν μηχανή,ἔξω ἀπὸ τὰ ἀθηναϊκὰ μπὰρ) καὶ ἅπαντες ὑποκλίνονται στὸ ταλέντο του, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀξιοπρεπὴ καλλιτεχνικὴ διαδρομή του, ἀπὸ τὸν Παπακαλιάτη καὶ τὴν πορτοκαλὶ μοϊκάνα τοῦ Λάζαρου στό,<< Εἶσαι τὸ ταίρι μου>> στὶς παραστάσεις τοῦ Δημήτρη Παπαϊωάννου καὶ τὸν περσινὸ θρίαμβο μὲ τὸ <<Κουρδιστὸ Πορτοκάλι>> ποὺ τοῦ χάρισε καὶ τὸ Θεατρικὸ Βραβεῖο Κοινοῦ.
Συναντηθήκαμε στὸ θέατρο Ῥοές, ἐκεῖ ποὺ πρωταγωνιστεῖ φέτος, στὸ ἔργο τοῦ Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκι, <<Σωσίας>>, ποὺ ἔκανε πρεμιέρα τὴν περασμένη Παρασκευή. Καὶ μιλήσαμε γιὰ τὴν φετεινὴ παράσταση, τὴν ἐπιτυχία, τὴν προσωπικὴ εὐθύνη ἀπέναντι στὰ πράγματα καὶ τὸν Θεὸ ποὺ ἀνακάλυψε, στὴν πορεία τῆς ζωῆς του. Ὅταν πάτησα stop στὸ ψηφιακὸ κασετοφωνάκι, μὲ ρώτησε πάντως : «Βγῆκε τίποτα; Ἔχεις νὰ γράψεις;».
Αὐτὰ ποὺ ἀκολουθοῦν….
Τὰ κλασικὰ τοῦ Ντοστογιέφσκι, <<Ἔγκλημα καὶ Τιμωρία>> καὶ λοιπά, τὰ εἶχα διαβάσει μικρός. Τὸν <<Σωσία>> τὸν διάβασα πρὶν δύο χρόνια κι ἔπαθα πλάκα. Εἶναι μόλις τὸ δεύτερό του ἔργο, τὸ ἔγραψε στὰ 24 πρὶν ἀκόμα δώσει, τὰ κλασσικὰ μυθιστορήματα ποὺ τὸν καθιέρωσαν. Εἶναι γραμμένο μὲ ἀπόλυτη ψυχαναλυτικὴ διάθεση, ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ τόλμησε νὰ ἐμφανίσει τὴν διπολικότητα στὸν χαρακτῆρα, αὐτὸν τὸν διχασμὸ τῆς προσωπικότητας, τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα, Γκολιάτκιν. Ὁ πυρῆνας τοῦ μετέπειτα ἔργου του βρίσκεται στὸν <<Σωσία>>, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο, αὐτὴ ἦταν ἡ «κατάθεσή του στὴν λογοτεχνία».
Τὸ ἔργο παρουσιάζει τὴν μάχη ποὺ δίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἐαυτό του. Μιλάει γιὰ τὶς φοβίες του, τὴν διστακτικότητά του πρὶν κάνει, ὁρισμένα πράγματα. Ὁ ἥρωας τοῦ ἔργου καταλήγει στὴν σχιζοφρένεια, καί, γιὰ μένα, ἔχει πολύ μεγάλο ἐνδιαφέρον τὸ πὼς ἀντιμετωπίζει ἡ κοινωνία τέτοιες περιπτώσεις – συνήθως τὶς περιθωριοποιεῖ. Ἔχω βρεῖ πολλὰ κοινὰ στοιχεῖα μὲ τὸν ἥρωα, ὄχι μόνο σὲ μένα ἀλλά, καὶ στοὺς γύρω μου. Ἀρκεῖ νὰ ἀναλογιστοῦμε πόσες φορὲς μέσα στὴν ἡμέρα, στεκόμαστε καὶ σκεφτόμαστε ἂν αὐτὸ ποὺ κάνουμε τὸ κάνουμε σωστά, ἂν κάνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει, ἂν μᾶς βλέπει κάποιος, ἂν δὲν μᾶς βλέπει, εἶναι τόσα πολλὰ τὰ ἐρωτήματα. Ὁ Γκολιάτκιν, φυσικά, δὲν μένει σὲ ἕναν ἁπλὸ δισταγμό, ἀκούει φωνές, ἀναπτύσσει ἐμμονές, μέχρι ποὺ βλέπει στὸ τέλος, καὶ τὸ εἴδωλό του. Ἀσφαλῶς καὶ μπορεῖς νὰ συναντήσεις τέτοιες καταστάσεις στὴν σημερινὴ πραγματικότητα. Ἄλλωστε, ἡ κρίση ποὺ ζοῦμε, εἶναι πρῶτα ἐσωτερικὴ καὶ μετὰ κοινωνική, πολιτικὴ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο.
Πάντα λέω τὸ ἴδιο πρᾶγμα ὅταν μὲ ρωτᾶνε αὐτὰ τὰ χρόνια γιὰ αύτὸ ποὺ συμβαίνει γύρω μας. Λέω ὅτι ἡ εὐθύνη, εἶναι κυρίως προσωπική. Γιὰ νὰ γίνει κάτι διαφορετικό, πρέπει νὰ ἀλλάξουμε ἀτομικὰ οἱ ἴδιοι. Μαζικά, δὲν πιστεύω ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει τίποτα, τέτοιου εἴδους ἀλλαγές, εἶναι βραχυπρόθεσμες καὶ ἐπιφανειακές. Μὲ τί δεδομένα θὰ φτιάξεις μιὰ συλλογικότητα, ὅταν πάσχεις ὁ ἴδιος; Πῶς θὰ φτάσεις στὴν ῥίζα τοῦ προβλήματος;
Λέω συνέχεια τὰ ἴδια πράγματα. Δὲν ἔχω εὐφράδεια λόγου καί,ναί, ἄν μποροῦσα νὰ ἀποφεύγω τὶς συνεντεύξεις, θὰ τὸ προτιμοῦσα. Σημασία ἔχει νὰ μιλᾶς, μόνο ἂν ἔχεις νὰ πεῖς κάτι.
Ἡ προσέγγισή μας στὴν παράσταση εἶναι σωματική. Ἡ σκηνοθέτις, Ἔφη Μπίρμπα, προέρχεται ὰπὸ τὸν χῶρο τῶν εἰκαστικῶν καί, ἐνίσχυσε αὐτὴ τὴν σωματικότητα, βάζοντας ρεαλιστικὰ στοιχεῖα στὴν παράσταση, ὅπως τὸ χῶμα. Ἔχουμε πάρει κάποια ἐπεισόδια ἀπὸ τὸ ἔργο καὶ τὰ ἔχουμε μορφοποιήσει φτάνοντας σχεδὸν στὰ ὄρια τῆς performance.Ἔργα ὅπως <<ὁ Σωσίας>> ἢ <<τὸ Κουρδιστὸ Πορτοκάλι>> ποὺ ἔπαιξα πέρυσι, εἶναι τόσο καλὰ δομημένα, ποὺ σοῦ δίνουν πολλὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ πιαστεῖς ἐρμηνευτικά. Εἶναι ἀνάλογα μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ δεδομένα του, τὸ ἂν εἶναι καλὸ ἢ ὄχι τὸ ὅτι τὸ ἔργο, εἶναι γνωστὸ. Συνήθως θετικὰ λειτουργεῖ. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, μιὰ μεταφορὰ στὸ σανίδι κάνουμε, δὲν ἐπρόκειτο γιὰ θεατρικὰ κείμενα, σὲ καμμία ἀπὸ τὶς δύο περιπτώσεις.
Φυσικά, μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπήχηση κάθε δουλειᾶς. Τόσο γιατί βιοποριζόμαστε ἀπὸ αὐτήν, ὅσο καὶ γιατί εἶναι σημαντικὸ νὰ βλέπεις ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνεις ἐπικοινωνεῖται στὸ κοινὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐπέλεξες καὶ ὑπάρχει ἀνταπόκριση. Εἶναι ζητούμενο ὁ συνδυασμὸς εἰσπρακτικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς ἀνταπόκρισης.
Μόνο ὅποιος «μπαίνει» στὸ θέατρο, ζεῖ πιὰ ἀπὸ αὐτό. Δὲν ὑπάρχουν μισθοί, συνήθως μπαίνεις μὲ ποσοστὰ στὰ εἰσιτήρια καὶ ἐλπίζεις νὰ πάει καλά. Δὲν ὑπάρχουν πιὰ ἐπιχορηγήσεις καὶ βοήθεια ἀπὸ τὸ κράτος. Τὸ βλέπεις π.χ. στὸν χορό, ποὺ τὰ παιδιὰ σκίζονται ἐπὶ μῆνες γιὰ τρεῖς-τέσσερις παραστάσεις, χωρίς καμμία βοήθεια. Μᾶς ἀρέσει δὲ μᾶς ἀρέσει -καὶ τὸ ἔχω ξαναπεῖ- ἡ τέχνη χρειάζεται κρατικὴ ὑποστήριξη. Καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ κουβέντα σχετικὰ μὲ τὸ ἂν ὑπάρχουν πολλὲς σκηνὲς καὶ τὰ λοιπά. Καλῶς γίνεται αὐτό, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀνάγκη γιὰ ἔκφραση, εἶναι προτιμότερο νὰ κάθονται δηλαδὴ στὸ σπίτι καὶ νὰ φρικάρουν;
Πάω στὴν ἐκκλησία, ἀνάβω κεράκι, τὰ λέμε, μπαίνω στὸ τελετουργικό, παρακολουθῶ ὄρθρο-ἐσπερινό. Εἶναι πολυβιταμίνη, τὸ ἱπποφαές μου.
Εἶναι περίεργο θέμα τὸ στοιχεῖο τῆς ἔπαρσης στὸν ἠθοποιό. Τὸ ἀναγνωρίζω, τὸ διακρίνω ἀκόμα καὶ μέσα μου, καὶ προσπαθῶ νὰ τὸ κουμαντάρω. Εἶναι ζητούμενο, νὰ μὴν βγάλεις ναρκισσισμὸ στὴν σκηνή, ἀποτελεῖ ἐμπόδιο. Ἡ διαχείρισή του δὲν εἶναι θέμα ἐμπειρίας, εἶναι θέμα προσωπικότητας. Ἐγώ, δὲν ξεχωρίζω τὸ θέατρο ἀπὸ τὴν ζωή, τὴν ἴδια στάση προσπαθῶ νὰ κρατάω ἐντὸς καὶ ἐκτὸς δουλειᾶς. Τὰ βραβεῖα σοῦ δίνουν μιὰ χαρά, εἰδικὰ ὅταν προέρχονται ἀπὸ τὸ κοινὸ ποὺ παρακολουθεῖ τὸ θέατρο. Εἶναι μιὰ στιγμιαῖα ἐπιβράβευση, ποὺ παραγνωρίζει ὅμως τοὺς ἀφανεῖς ἥρωες κάθε παράστασης,ποὺ δὲν εἶναι πάνω στὴν σκηνή, καὶ εἶναι ἀρκετοί.
Ἀπό ρόλο σὲ ρόλο, ἀπὸ παράσταση σὲ παράσταση, γίνεσαι λευκὸ χαρτί, ἀδειάζεις καὶ εἶσαι σὰν παιδὶ ποὺ τὸ βάζουν νὰ παίξει μπάλα. Κυνηγᾶς τὴν μπάλα λοιπόν. Αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ κουβαλᾶς,εἶναι κάποια ἐρμηνευτικὰ ἐφόδια. Ἔχεις ἀκονισμένα τὰ ἐργαλεῖα σου στὴν πρόβα τῆς νέας παράστασης, ἁπλᾶ πρέπει νὰ ἔχεις καὶ τὴν καθαρότητα μυαλοῦ ὥστε νὰ χρησιμοποιήσεις καινούρια.
Γιὰ νὰ γίνει κάτι διαφορετικό, πρέπει νὰ ἀλλάξουμε ἀτομικὰ οἱ ἴδιοι. Μαζικά, δὲν πιστεύω ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει τίποτα, τέτοιου εἴδους ἀλλαγές, εἶναι βραχυπρόθεσμες καὶ ἐπιφανειακές. Μὲ τί δεδομένα θὰ φτιάξεις μιὰ συλλογικότητα, ὅταν πάσχεις ὁ ἴδιος;
Ἔχω ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέατρο αὐτὴν τὴν ἐποχή ἀλλά, δὲν ἀπορρίπτω οὔτε τὴν τηλεόραση,οὔτε τὸ σινεμά. Δὲν ἔχει τύχει ἁπλᾶ νὰ κάνω κάτι ἐκεῖ, τελευταία. Στὸ σινεμά, ὑπάρχει μιὰ φουρνιὰ ἀνθρώπων τὰ τελευταῖα χρόνια πού, χρησιμοποιεῖ μία κοινὴ γλῶσσα, μία σχεδόν, κοινὴ γραφή, ἄς ποῦμε. Ὑπάρχει μία προσπάθεια νὰ γίνει κινηματογράφος μὲ ἕναν κοινὸ τρόπο. Προσωπικά, μὲ ἐνδιαφέρει περισσότερο ἡ αἴσθηση ποὺ βγάζει μιὰ ταινία καὶ ὄχι ἡ λογική της ἐξήγηση. Δὲν μὲ ἐνδιαφέρουν τόσο οἱ ταινίες μὲ γραμμικὴ ἀφήγηση -τέτοιες γυρίζονται πολλὲς ἄλλωστε. Ἔχω δεῖ μερικὲς πολὺ καλὲς ρώσικες (ταινίες) τελευταῖα, ἀπὸ νέους δημιουργοὺς – δὲν θυμᾶμαι τὰ ὀνόματά τους – μ΄ἀρέσει πολὺ ὁ ρουμάνικος κινηματογράφος, καί, πιὸ κλασσικὰ πράγματα, ὅπως ὁ Χάνεκε κτλ.
Δὲν μὲ ἀπασχολεῖ ἡ εἰκόνα μου. Ξέρω ὅτι θεωροῦμαι δύσκολος, ἐπειδὴ μιλάω λίγο καὶ ὁ λόγος μου δὲν ἁπλώνεται καὶ δὲν δίνει ἀτάκες, στὶς συνεντεύξεις. Ὅταν εἶναι νὰ παρουσιαστεῖ μιὰ δουλειά, εἶναι ἀναγκαῖο κακὸ (ἢ καλὸ) ἡ δημοσιότητα. Ξέρεις τί γίνεται; Λέω συνέχεια τὰ ἴδια πράγματα. Δὲν ἔχω εὐφράδεια λόγου, δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω γιὰ πολλὰ πράγματα –ὅπως ὑπάρχουν ἠθοποιοί ποὺ εἶναι ὡραῖο νὰ τοὺς ἀκοῦς- καί, ναί, ἂν μποροῦσα νὰ ἀποφεύγω τὶς συνεντεύξεις, θὰ τὸ προτιμοῦσα. Σημασία ἔχει νὰ μιλᾶς, μόνο ἂν ἔχεις νὰ πεῖς κάτι.
Δὲν πολυπαρακολουθῶ εἰδήσεις, πολιτικὲς ἐκπομπὲς καὶ τὰ λοιπά, γιὰ νὰ σχολιάσω τὴν ἐπικαιρότητα π.χ. τοὺς νέους καὶ τὶς καταλήψεις ποὺ μὲ ρωτᾶς. Ἡ ἀμφισβήτηση, μόνο καλὰ πράγματα μπορεῖ νὰ φέρει, ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶναι προσχηματική. Νὰ σὲ βάζει σὲ μιὰ διαδικασία προβληματισμοῦ ὥστε, νὰ διυλίζεις τὰ πράγματα καὶ νὰ ἀναπτύσσεις μία κριτικὴ ματιά. Κι ἐγώ, πιτσιρικάς, ὅπως ὅλοι, ἤμουν ὀργισμένος καὶ βρῆκα διέξοδο στὴν τέχνη.
Δὲν μὲ ἕλκει καθόλου ἡ τεχνολογία. Ξέρω μόνο νὰ στέλνω mail καὶ νὰ βρίσκω κανένα πρᾶγμα ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει στὸ internet. Παρατηρῶ γύρω μου, αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὰ social media, ἔχω φίλους ποὺ ζοῦν ἐκεῖ μέσα, ἀλλά, προτιμῶ νὰ ἀπέχω.
Τί μὲ φοβίζει; Μὲ φοβίζουν αὐτὲς οἱ ἐσωτερικὲς φωνές, ποὺ λέγαμε πρίν ὅτι συμβαίνουν καὶ στὸν Γκολιάτκιν. Ὁ χρόνος περνάει, τὰ ἐρωτήματα μέσα σου μεγαλώνουν καὶ πρέπει νὰ πάρεις μιὰ θέση. Ὁ καθένας ἔχει τὸν τρόπο του νὰ διαχειρίζεται αὐτὲς τὶς καταστάσεις.
Πηγαίνω στὴν Ἐκκλησία, ναί. Δὲν ψάχνω κάτι, τὸ ἔχω βρεῖ. Ἀνακάλυψα τὴν πίστη στὴν πορεία, δὲν προέρχομαι ἀπὸ μιὰ οἰκογένεια ποὺ ἠ θρησκεία ἔπαιζε σημαντικὸ ρόλο. Πιστεύω στὸν Θεό, εἶμαι, σὲ αὐτὴν τὴν συχνότητα. Πῶς νὰ στὸ ἐξηγήσω; Ἔχεις ἐσὺ ἕναν φίλο, ἂς ποῦμε, καινούριο. Δὲν πᾶτε γιὰ καφέ; Δὲν τὸν παίρνεις τηλέφωνο; Ἔτσι κάνω κι ἐγώ. Πάω στὴν Ἐκκλησία, ἀνάβω κεράκι, τὰ λέμε, μπαίνω στὸ τελετουργικό, παρακολουθῶ ὄρθρο-ἐσπερινό. Εἶναι πολυβιταμίνη, τὸ ἱπποφαές μου.
ΕΠΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΝΕΟΜΒΡΙΟ 2014
http://popaganda.gr/aris-servetalis-interview-sosias-dostoyefski/