Οι περιπέτειες με τους μετανάστες που φεύγουν από τις πατρίδες τους με σαπιοκάραβα, ελπίζοντας ότι θα δούν μια «άσπρη μέρα» στην Ευρώπη, είναι λίγο – πολύ γνωστές. Αρκετά γράφουν και λένε οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις. Αρκετοί βέβαια δεν κατορθώνουν να βγούν στις ακτες. Τούς καταπίνει η θάλασσα μαζί με τα σαπιοκάικα των δουλεμπόρων της Ανατολής.
Αλλά και όσοι τελικά βγαίνουν στην ξηρά, αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες δυσκολίες.
Μιά τέτοια οικογένεια μεταναστών ήταν και ο Μάρα με τη γυναίκα του Μαλίλα και τα δυό τους παιδιά Ταράκα και Ταμέλα. Είχαν ξεκινήσει με όνειρο και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο από την πατρίδα τους, το Πακιστάν, και ζούσαν – τρόπος του λέγειν «ζούσαν» – κάπου στην Κορινθία. Δούλευαν σε μερικά κτήματα και έμεναν δωρεάν σχεδόν σε μια μικρή αποθήκη.
Η φτωχική κατοικία τους ήταν μέσα στο κτήμα μιάς πιστής γυναίκας, της κ. Ζηνοβίας, που τους προστάτευσε. Στο πρόσωπό της γνώρισαν τη φιλοξενία και αγάπη των Ελλήνων και μάλιστα των αληθινών Χριστιανών.
Πότε-πότε η Ζηνοβία έκαμνε με τρόπο λόγο στη Μαλίλα για τον Χριστό, για την Παναγία μας, για τον απόστολο Παύλο που είχε αγιάσει με το πέρασμά του την Κορινθία, και η Μαλίλα την έβλεπε με τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια και την άκουγε σιωπηλη. Όταν μάλιστα της μιλούσε για τα Παθη του Χριστού και για τη Σταύρωσή Του στο Γολγοθά, τα μάτια της Μαλίλας βούρκωναν και δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό της.
Οι μέρες και οι μήνες κυλούσαν ήρεμα. Τα Χριστούγεννα η Ζηνοβία συνεννοήθηκε με τους δικούς της, τον άντρα της και τα τρία παιδιά της, και κάλεσαν τους μετανάστες στο γιορτινό τραπέζι τους. Πόση χαρά ένιωθαν οι σπιτικοί μ’ αυτή τη χειρονομία τους. Νόμιζαν πως φιλοξενούσαν στο τραπέζι τους τον ίδιο τον Χριστό, που τότε στη Βηθλεέμ δεν υπήρχε κάποιος τόπος να γεννηθεί και γεννήθηκε σ’ ένα στάβλο. Αλλά ποσο χαίρονταν και οι ξένοι. Έλαμπαν τα πρόσωπά τους με την αγάπη που ζούσαν απλόχερα και με τα χαμόγελα που έβλεπαν στα πρόσωπα των σπιτικών…
Δεν πέρασαν όμως λίγες μέρες και το κακό ορμητικό και άγριο χτύπησε τους φτωχούς μετανάστες. Η Μαλίλα ξαφνικά σφάδαζε από τους πόνους. Η Ζηνοβία γεμάτη συμπόνια την έτρεξε αμέσως σε γιατρούς, και οι γιατροί μετά από πολλες εξετάσεις αποφάνθηκαν ότι πρόκειται για επιθετικό σκληρό καρκίνο και ότι η κατάστασή της ήταν κρίσιμη. Έπρεπε να μεταφερθεί στην Αθήνα.
Η Ζηνοβία συνεννοήθηκε με τον αντρα της και την ανέβασαν με το αυτοκίνητο τους στο αντικαρκινικό Νοσοκομείο «Μεταξά» στον Πειραιά, όπου είχαν δυό γνωστους γιατρούς.
Στο δρόμο η Ζηνοβία έδινε θάρρος στη Μαλίλα λέγοντας της: «Μη φοβάσαι· ο Χριστός μας, που αγαπάει όλους τους ανθρώπους, θα σε βοηθήσει».
Όταν έφτασαν στο Νοσοκομείο, ζήτησαν τους γνωστούς γιατρούς και με τη γνωριμία τους την έβαλαν σ’ ένα δωμάτιο στον 7ο όροφο.
Την άλλη μέρα χειρουργήθηκε. Δεν ειχε όρεξη για φαγητό και φαινόταν ότι δεν είχε μέρες ζωής. Η Ζηνοβία πηγαινοερχόταν κοντά της από την Κόρινθο και, καθώς την έβλεπε τελείως εξαντλημένη, αποφάσισε ένα απόγευμα και της είπε:
–Μαλίλα μου, εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε ότι με το Βάπτισμα καθαρίζεται ο άνθρωπος από κάθε αμαρτία και γίνεται έτοιμος για να κληρονομήσει την ευτυχία των ουρανών. Σού έχω πεί αλλοτε πόσο μας αγαπάει ο Χριστός, ο Οποίος σταυρώθηκε για μας για να σωθούμε από τα νύχια του Διαβόλου και να ζούμε ευτυχισμένοι στον Παράδεισο.
Πιστεύεις στο Χριστό μας;
–Ναί! απάντησε εκείνη με ξεψυχισμένη φωνή.
–Θέλεις να βαφτιστείς στο όνομά Του και να γίνεις Χριστιανή όπως εγώ;
–Θέλω! απάντησε ζωηρότερα.
Σηκώθηκε αμέσως η Ζηνοβία, τηλεφώνησε σε μια φίλη της που ήλθε γρήγορα, βρήκαν τον ιερέα του Νοσοκομείου, και σε λίγο τελέσθηκε το ιερό Μυστήριο του Βαπτίσματος. Διαβάστηκαν πρώτα οι «Επορκισμοί», για να απομακρυνθεί ο Σατανάς από την ψυχή της, και τελέστηκε στη συνέχεια η ιερή Ακολουθία.
Η ανάδοχος κ. Ζηνοβία άλειψε όλο το σώμα της νεοφώτιστης με το άγιο έλαιο του Βαπτίσματος, και η πρώην Μαλίλα, που έλαβε το όνομα της Παναγίας «Μαρία», είπε: «Θέλω να πεθάνω Χριστιανή Ορθόδοξη!».
Καί ο ιερέας πρόσθεσε: «Το έλαιο του Βαπτίσματος είναι θαυματουργό. Εύχομαι να σού χαρίζει ο Χριστός μας πάντα υγεία σώματος και ψυχής». Καί την κοινώνησε.
Ανέκφραστη αγαλλίαση ένιωσε εκείνη τη στιγμή η νεοφώτιστη Μαρία! Πρώτη φορα ζούσε στη ζωή της τέτοια χαρά!
Όταν τελείωσε το ιερό Μυστήριο, η Μαρία αισθανόταν πολύ καλά. Οι πόνοι της είχαν σταματήσει εντελώς. Γι’ αυτό η Ζηνοβία, αφού συνεννοήθηκε με τους γιατρούς, τηλεφώνησε στη φίλη της στην Αθήνα να την επισκέπτεται και την άφησε μόνη της και επέστρεψε στο σπίτι της. Επανήλθε έπειτα από τρεις μέρες και, αφού την είδε ήρεμη και χωρίς πόνους, την πήρε μαζί της με την άδεια των γιατρων και με το εξιτήριο και την έφερε στο κτήμα της. Εκεί τη φρόντιζε σαν αδελφή της.
Ο άντρας και τα παιδιά της Μαρίας συγκινημένοι από την αγάπη της Ζηνοβίας πίστεψαν στο Χριστό και βαπτίστηκαν και αυτοί Χριστιανοί. Καί ζούν πλέον ολοι οικογενειακά προσεκτική χριστιανική ζωή. Εκκλησιάζονται και κοινωνούν τακτικα.
Καί όταν επτά χρόνια μετά την εγχείρηση πήγαν στο Νοσοκομείο του «Μεταξά» για να ευχαριστήσουν τον χειρουργό ιατρό, έκπληκτος εκείνος αναφωνησε, μόλις είδε την Μαρία:
–’Εσύ! Ζείς! Δεν πιστεύω στα μάτια μου!
–Ζω, γιατρέ, γιατί βαφτίστηκα! Με έσωσε ο Ιησούς Χριστός, που Τον λατρεύω!
Ο γιατρός, ο ογκολόγος, την κοίταζε και την άκουγε σαστισμένος. Καί χωρίς να πεί τίποτε άλλο, έκανε τον σταυρό του.