Νεκτάριου Δαπέργολα
δρος Βυζαντινῆς Ἱστορίας
Στὶς 29 Μαΐου 1453 ἔκλεισε μὲ τρόπο τραγικὸ τὸ πιὸ θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας μας. Μία ἐκπληκτικὴ περίοδος 11 αἰώνων, κατὰ τὴν ὁποία ὁ παρηκμασμένος Ἑλληνισμὸς τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας ἀπέκτησε νέα πνοή, ἀναδιαμορφώθηκε, ἀναβαπτίστηκε μέσα στὴν ὀρθόδοξη καινὴ κτίση, ἀναβαπτίζοντας ταυτόχρονα καὶ ὠθῶντας σὲ πρωτόγνωρα ὕψη καὶ τὴ σοφία τῶν προγόνων του. Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μία Αὐτοκρατορία, ποὺ ξεκίνησε τὸν 4ο αἰ. ὡς ἁπλῆ συνέχεια τῆς Ρώμης καὶ 4 αἰῶνες ἀργότερα ἦταν πιὰ ἕνα κράτος ἐξολοκλήρου ἑλληνικό. Ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀποκαλούμενη «Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία» (ὅρος ποὺ δὲν ἔχει φυσικὰ καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γερμανικῆς ἐπινόησης ὑποτιμητικὸ νεολογισμὸ τοῦ 17ου αἰ.). Οἱ κάτοικοί της βεβαίως ποτὲ δὲν ὀνόμασαν τοὺς ἑαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι τὸ τέλος αὐτοαποκαλοῦνταν Ρωμαῖοι καὶ τελικὰ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον Ρωμηοὶ ἐνῷ τὸ κράτος τοὺς τὸ ἀποκαλοῦσαν Βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἢ Ρωμανία.
Ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Ρωμηοσύνη
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ κράτος δὲν εἶναι τυπικὰ παρὰ ἡ συνέχεια τοῦ ρωμαϊκοῦ. Ἡ ἐπιλογὴ ὡστόσο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου νὰ χτίσει μία νέα πρωτεύουσα, ἐγκαταλείποντας τὴ Ρώμη, ἰσοδυναμεῖ μὲ κάτι πολὺ σπουδαιότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἀλλαγὴ ἕδρας. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς πανάρχαιης πόλης, τῆς τόσο βαθιᾶ συνδεδεμένης μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ τόσο ἀνεπανόρθωτα βυθισμένης στὴ διαφθορά, δείχνει τὴν ἀπόφαση τοῦ σπουδαίου αὐτοκράτορα νὰ ξεκινήσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν κύκλο ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ ἡ ἐπιλογὴ ἑνὸς γεωγραφικοῦ χώρου, ὅπου κυριαρχοῦσαν ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη, δείχνει βεβαίως καὶ τὶς δυνάμεις στὶς ὁποῖες σκόπευε νὰ βασιστεῖ.
Παρότι λοιπὸν τίποτε ἰδιαίτερο δὲν δείχνει ἀρχικὰ νὰ ἀλλάζει καὶ τὸ κράτος παραμένει ἐπίσημα λατινικό, ἤδη ἀπὸ μόνη της ἡ ἀλλαγὴ τῆς πρωτεύουσας δρομολογεῖ τὴ διαδικασία τοῦ ἐξελληνισμοῦ του. Στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες αὐτὸ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ σαφές, σὲ μία περίοδο πάντως γεμάτη μεγάλες περιπέτειες, ποὺ συχνὰ ἀπειλοῦν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς ὅμως δοκιμασίες ποὺ γνωρίζει ἀπὸ ἰσχυροὺς ἐχθρούς, ὅπως οἱ Οὗννοι, οἱ Ἄβαροι, οἱ Πέρσες, οἱ Ἄραβες, οἱ Βούλγαροι, καὶ ἀκόμη παρὰ τὶς ἐσωτερικὲς δοκιμασίες ποὺ τὴ συγκλονίζουν, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Εἰκονομαχία, ἡ Αὐτοκρατορία ἐπιβιώνει, ἀνθίσταται καὶ μὲ μία συνεχῆ ἀνοδικὴ πορεία φτάνει τὸν 10ο αἰ. στὸ ἀπόγειο τῆς ἀκμῆς της. Στὰ χρόνια τοῦ κορυφαίου της αὐτοκράτορα, τοῦ Βασιλείου Β’, εἶναι ἡ ἰσχυρότερη αὐτοκρατορία πάνω στὴ Γῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ πιὸ προηγμένη πολιτιστικά, μὲ μία ἐκπληκτικὴ ἄνθηση τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων.
Σύντομα ὅμως ἀρχίζει ἡ παρακμή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλείου τὸ 1025, ἀνεβαίνει στὸν θρόνο μία σειρὰ ἀνίκανων αὐτοκρατόρων, ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση νέων ἐχθρῶν, ὅπως οἱ Τοῦρκοι. Κυρίως ὅμως δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ περιορίσουν τοὺς μεγάλους γαιοκτήμονες ποὺ ἀπορροφοῦν ἔτσι τὴ μικρὴ γεωκτησία. Ἡ ἐξαφάνιση τῶν ἐλεύθερων ἀγροτῶν, ποὺ ἦταν ἡ βάση τοῦ στρατοῦ, ἔχει ὡς βαρύτατη συνέπεια τὴν ἀμυντικὴ ἐξασθένηση τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἐπιφέρει πλῆγμα καὶ στὴν οἰκονομία, ποὺ κατὰ κύριο λόγο ἦταν ἀγροτική. Μετὰ ἀπὸ μία τελευταία ἀναλαμπὴ ὑπὸ τὴ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν, ἡ κρίση εἶναι πιὰ ἔκδηλη καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204. Ἕνα συντριπτικὸ πλῆγμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀνακάμψει ποτὲ ἡ φρικωδῶς λεηλατημένη πρωτεύουσα, ἀλλὰ κι ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία.
Οἱ Σταυροφόροι στὴ συνέχεια τὴ διαμελίζουν, ἐνῷ ὁ Ἑλληνισμὸς διασώζεται στὰ τρία ἑλληνικὰ κράτη τῆς Ἠπείρου, τῆς Τραπεζούντας καὶ τῆς Νίκαιας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν αὐθεντικὴ διάδοχη κατάσταση τῆς Ρωμανίας, καθὼς ἐκεῖ καταφεύγουν αὐτοκράτορας καὶ πατριάρχης. Τὸ 1261 βέβαια ἡ Νίκαια κατορθώνει νὰ ἀνακαταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ παλιὰ αἴγλη ὅμως ἔχει πιὰ ὁριστικὰ χαθεῖ. Αὐτὴ ἡ τελευταία περίοδος, ὣς τὸ 1453, εἶναι ἐποχὴ τεράστιας κρίσης.
Τὸ κράτος τῆς Νίκαιας μὲ τὴ σχετικὰ μικρή του ἔκταση εἶχε κατορθώσει νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἡ μεταφορὰ ὅμως πλέον τοῦ κέντρου βάρους καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ ἀνακατάληψη τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἐπιφόρτισε ξανὰ τὸ κράτος μὲ τὸν παλαιό του κοσμοκρατορικὸ ρόλο, στὸν ὁποῖο ὅμως δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀνταποκριθῆ. Ἔτσι ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. ἡ παρακμὴ εἶναι πλέον ραγδαία. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοδο τῶν Ὀθωμανῶν, ποὺ ἔσπευσαν βεβαίως νὰ ἐκμεταλλευτοῦν αὐτὴ τὴν παρακμή. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἦταν μία τουρκικὴ ὀρδή, ποὺ γύρω στὸ 1300, ἵδρυσε ἕνα νέο ἰσχυρὸ κράτος, μὲ πρωτεύουσα τὴν Προῦσα. Ἀφοῦ κατέλαβαν τὰ τελευταῖα βυζαντινὰ ἐδάφη στὴ Μ.Ἀσία, μετὰ τὸ 1350 πέρασαν στὴν Εὐρώπη καὶ σύντομα ὁλόκληρη σχεδὸν ἡ παλαιὰ Αὐτοκρατορία βρισκόταν πλέον στὰ χέρια τους. Στὴν κυριαρχία τοῦ ἄλλοτε πανίσχυρου κράτους ἀπέμενε πιὰ μόνο ὁ Μοριᾶς καὶ ἡ ἴδια ἡ Βασιλεύουσα, ποὺ ὅμως ἦταν ἐδαφικὰ κυκλωμένη ἀπὸ τὰ τουρκικὰ στίφη καὶ ἡ πτώση της ἦταν πλέον θέμα χρόνου. Τὸ τέλος ἦρθε, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ σουλτανάτου ἀνέβηκε ὁ Μωάμεθ Β’.
Ὁ στρατὸς του ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 200.000 στρατιῶτες, ἀπὸ ἀναρίθμητα ἀκόμη στίφη ἀτάκτων, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἕνα ὀργανωμένο πυροβολικό. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀντίθετα, δὲν ἦταν πλέον παρὰ μία ἄθλια σκιὰ τοῦ παρελθόντος της. Ἡ ἄλλοτε μυθικὴ πόλη, ποὺ στὴν ἀκμη της εἶχε πληθυσμὸ μεγαλύτερο τῶν 500.000 (ἀριθμὸ τεράστιο γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς), δὲν εἶχε συνέλθει ποτὲ ἀπὸ τὸ μανιασμένο πέρασμα τῶν Σταυροφόρων. Γεμάτη ἐρείπια καὶ τεράστιες ἐκτάσεις ἀκατοίκητες, τὸ 1453 κατοικοῦνταν ἀπὸ μόλις 50.000 ψυχές. Κι ἀνάμεσά τους μόνο οἱ 5.000 ἦταν στρατιῶτες. Τὰ μεγέθη λοιπὸν ἦταν ἐντελῶς ἄνισα. Καὶ οὔτε καὶ τὰ περίφημα τείχη της μποροῦσαν πιὰ νὰ τὴ σώσουν, γιατί ἦταν παλιὰ καὶ ἀνίκανα νὰ ἀντισταθοῦν γιὰ πολὺ στὰ τεράστια βλήματα τῶν τουρκικῶν κανονιῶν. Ἐπιπλέον, εἶχαν μῆκος πάνω ἀπὸ 22 χλμ καὶ ἦταν φανερὸ πὼς σὲ μία πολυμέτωπη τουρκικὴ ἐπίθεση, οἱ ἐλάχιστοι μάχιμοι ἄνδρες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ ὑπερασπιστοῦν.
Θανάτῳ θάνατον πατήσαντες…
Δὲν θὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ στὰ γεγονότα τῆς πολιορκίας (καθὼς λίγο-πολὺ εἶναι γνωστά), ἀλλὰ μόνο σὲ δύο ἐπιμέρους περιστατικά, ἀποτίοντας φόρο τιμῆς στὴ μεγάλη τραγική μας ἐπέτειο. Τὸ πρῶτο ἔλαβε χώρα τὴν 21η Μαΐου. Εἶχαν ἤδη κυλήσει 50 μέρες πολιορκίας καὶ ὅλα ἦταν δυσοίωνα, καθὼς μὲς στὴν πόλη ἦταν πλέον αἰσθητὴ ἡ ἔλλειψη τροφίμων, ἐνῷ οἱ πολεμιστὲς εἶχαν κουραστεῖ ἀπὸ τὶς ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις. Τότε ὁ σουλτάνος ἔστειλε πρέσβη, ζητῶντας τὴν παράδοση τῆς πόλης μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ ἐπιτρέψει στὸν Αὐτοκράτορα καὶ σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦσαν, νὰ φύγουν μὲ τὰ ὑπάρχοντά τους. Ἡ ἀπάντηση ὅμως τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν συγκλονιστικὰ μεγαλειώδης.
«Οὔτε σὲ μένα, οὔτε σὲ ἄλλον ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Πόλης, δὲν ἀνήκει τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὴ δώσουμε. Κοινή μας ἀπόφαση εἶναι μὲ τὴ θέλησή μας νὰ πεθάνουμε ὅλοι καὶ νὰ μὴ λογαριάσουμε τὴ ζωή μας»: «Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Ποιά εἶναι ἄραγε αὐτὴ ἡ δύναμη ποὺ ὠθεῖ τὸν καταδικασμένο αὐτοκράτορα νὰ ἐπιλέξει συνειδητὰ τὴ θυσία, ἐνῷ τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ σώσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν περιουσία του; Νομίζω ὅτι πολὺ ἁπλᾶ, ἐκείνη τὴ δραματικὴ στιγμὴ ὁ Παλαιολόγος κουβαλάει στὶς πλάτες τοῦ 25 ὁλόκληρους αἰῶνες. Κουβαλάει στὶς πλάτες του ἕναν ὁλόκληρο λαὸ ποὺ ποτὲ του δὲν ἀνέχτηκε νὰ ζήσει σκλαβωμένος, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ κάποτε δὲν ἔδωσε γῆ καὶ ὕδωρ στοὺς Πέρσες, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ πολλοὺς αἰῶνες μετὰ κραύγασε: «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος».
Δὲν εἶναι τελικὰ ἡ ἴδια ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Λεωνίδας στὸν Ξέρξη, οἱ Σουλιώτισσες στὸ Ζάλογγο, ὁ Παπαφλέσσας στὸ Μανιάκι, ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος στὴ Σμύρνη, ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου στοὺς Ἄγγλους ἢ ἀκόμη καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στοὺς Γερμανοὺς κατακτητές; Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς. Ἡ ἴδια γελοία καὶ ἀνισόρροπη ἀπόφαση, γιὰ τὰ δεδομένα ἑνὸς σημερινοῦ ὀρθολογιστῆ, ποὺ θὰ ἀδυνατοῦσε φυσικὰ νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι φορὲς ποὺ τελικὰ μπορεῖς νὰ ζήσεις, μονάχα πεθαίνοντας. Νὰ ζήσεις, θανάτῳ θάνατον πατήσας. Ἡ ἴδια παλαβὴ ἀπόφαση ἑνὸς (διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸ Ἔθνος) σαλοῦ, ποὺ καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ γνωρίζαμε ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ Ἱστορία, θὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της ἀρκετὴ γιὰ νὰ τεκμηριώσει πὼς αὐτὸς ὁ λαὸς τοῦ Λεωνίδα, τοῦ Ἀλέξανδρου, τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τοῦ Πλαστήρα, ὁ ἴδιος οὐσιαστικὰ λαὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ τὸ 1453. Ὁ ἴδιος καὶ ὄχι ἄλλος.
Μία κοινωνία μὲ φόβο Θεοῦ…
Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ θὰ σταθῶ εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ὁμιλίας ποὺ ἔβγαλε ὁ Παλαιολόγος, στὶς 28 Μαΐου, μέσα στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀφοῦ προέτρεψε τὸν λαὸ νὰ ἀντισταθεῖ μὲ αὐταπάρνηση, προσέθεσε: «Ἐὰν εἰλικρινὰ τὸ πράξετε, ἐλπίζω ὅτι, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀποφύγουμε τὴ δίκαιη τιμωρία Του, ποὺ κρέμεται ἀπὸ πάνω μας». Πρόκειται γιὰ μία φράση ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο δείχνει νὰ συνοψίζεῖ ὅλη τὴν προγενέστερη ἱστορία τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Μίας κοινωνίας, ποὺ παρὰ τὰ ἐλαττώματά της, εἶχε ἕνα κεντρικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ τὸ κληροδότησε καὶ στὸν μετέπειτα Ἑλληνισμὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἦταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ εἶχε μέσα της κάτι πολὺ σπουδαῖο: τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Ὁ βυζαντινὸς πολίτης, εἴτε ἦταν φωτισμένος ἄνθρωπος, εἴτε ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ μ’ ὅλες τὶς προλήψεις του, εἴτε ἀκόμη καὶ κάποιος ποὺ εἶχε διαπράξει ἐγκλήματα, εἶχε στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ἕνα μεγάλο δῶρο: εἶχε ἔλεγχο συνειδήσεως.
Καὶ αὐτὸς ὁ ἔλεγχος ἦταν ποὺ τὸν ὠθοῦσε νὰ γίνεται καλύτερος-ἢ τουλάχιστον νὰ μὴ γίνεται χειρότερος. Νὰ φτάνει σὲ ὕψη πνευματικὰ ἢ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἀγωνίζεται ἢ ἔστω νὰ μὴ γίνεται ἕνα ὂν ἀπολύτως ἀποκτηνωμένο. Καὶ προσωπικὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι, ὅσα ἐγκλήματα κι ἂν διεπράχθησαν σ’ αὐτὸ τὸ τόσο παρεξηγημένο «Βυζάντιο», ἡ κοινωνία του ἀπεῖχε ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀπόλυτη ἀποκτήνωση, ἀπὸ τὸν ἀπολύτως ζοφερὸ μεσαίωνα τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰώνα.
Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἔγινε ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ἐν ὀνόματι τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, διέπραξε τοὺς πιὸ φριχτοὺς πολέμους καὶ τὶς πιὸ ἀποτρόπαιες γενοκτονίες. Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀποθέωσε τὴν πρόοδο καὶ τὴ λογικὴ καὶ πρὶν ἀλέκτωρ λαλήσει, παραδόθηκε ἑκουσίως στὶς σέχτες, τοὺς ἀστρολόγους καὶ τοὺς ἀποκρυφιστές. Ἀπὸ μία κοινωνία ὑλιστικῶν ὀνειρώξεων, ποὺ καθαίρεσε τὸν Θεὸ ὡς σκοταδιστικὴ πλάνη καὶ στὴ θέση του κατασκεύασε ἀναρίθμητα χρυσὰ μοσχάρια, ποὺ τὰ προσκυνάει εὐλαβικὰ λέγοντας: «Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου ποὺ σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο»!
Στὸ παρεξηγημένο Βυζάντιο δὲν ὑπάρχει φυσικὰ τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐκεῖ, ὅπως προαναφέρθηκε, ὑπάρχει μία κοινωνία μὲ τὶς πολλὲς βεβαίως ἀδυναμίες της, ποὺ ὅμως ἀγωνίζεται, ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀνεπάρκειας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Μὲ λίγα λόγια, ἔχει ταπείνωση. Κι αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι ἐξαιρετικὰ ὁρατὴ κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ὅποτε ἡ σταδιακὴ κατάρρευση τοῦ κράτους διογκώνει τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ τέλος ἔρχεται-καὶ ἔρχεται ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν. Μέχρι καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλάζει στὶς τοιχογραφίες τῆς Ὕστερης Παλαιολόγειας Περιόδου, γίνεται θλιμμένο καὶ αὐστηρό. Πολὺ πρὶν ἔρθει τὸ τέλος, τὸ Γένος ἔχει πιὰ οὐσιαστικὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του.
Ξέρει πὼς κάποια στιγμὴ θὰ ἔρθει, ὡς θεία ὀργὴ καὶ ὡς θεία δοκιμασία. Ἡ ἴδια ὅμως αἴσθηση ἔχει ταυτόχρονα μέσα της ἐγγενῶς συνυφασμένη καὶ τὴν ἐλπίδα. Μετὰ τὸν Σταυρὸ ὑπάρχει πάντα ἡ Ἀνάσταση. Ὅταν περάσει ἡ δοκιμασία, θὰ βγεῖ πάλι ὁ ἥλιος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Γένος μετὰ τὸ 1453 δὲν πρόκειται ν’ ἀπελπιστεῖ ποτέ. Πρὶν καλὰ-καλὰ πέσει ἡ Βασιλεύουσα, αὐτὸ ἤδη πλέον πιστεύει στὴν Ἀνάσταση. Καὶ εἶναι ἤδη πλέον ἕτοιμο νὰ πράξει τὸ ἀπολύτως συγκλονιστικό: νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς δέησης, πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Εἶναι ἕτοιμο νὰ παρηγορήσει τὸ ἴδιο τὴν Παναγιά, νὰ τῆς ζητήσει νὰ μὴν κλαίει, γιατί «πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θἆναι».
Ἔχει ἄραγε κάτι νὰ μᾶς διδάξει τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ του λαοῦ, ποὺ σὲ λίγο ἡ περιουσία, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή του, δὲν θὰ ἀνῆκε πιὰ στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὶς παρανοϊκὲς διαθέσεις ἑνὸς ἀλλόθρησκου καὶ βάρβαρου κατακτητῆ; Ἔχει ἄραγε νὰ διδάξει κάτι, σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ἐπιγόνους του, ποὺ φτάσαμε στὸ νὰ κα- ταγράφουμε ρεκὸρ στὶς αὐτοκτονίες, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, καὶ νὰ παραδινόμαστε ἀμαχητὶ στὸν πανικὸ καὶ τὴν κατάθλιψη; Ἂς ξαναγυρίσουμε ὅμως καὶ πάλι σ’ ἐκείνη τὴν ἀποφράδα Τρίτη. Τὰ χαράματα τῆς 29ης Μαΐου, γύρω στὶς δύο τὸ πρωί, ἐκδηλώθηκε ἡ γενικὴ τουρκικὴ ἐπίθεση, ἀπὸ τρεις πλευρὲς συγχρόνως. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλης πολέμησαν γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡρωικά, δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ ἀντέξουν ἄλλο. Κι ἔτσι γράφτηκε ὁ τραγικός, ἀλλὰ καὶ μεγαλειώδης ἐπίλογος: ἐπὶ δύο ὁλόκληρους μῆνες, ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ἀμύνθηκαν ἡρωικὰ ἀπέναντι στὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις ἑκατοντάδων χιλιάδων ἐχθρῶν. Καὶ τελικὰ ἔπεσαν ὅλοι τους, μέχρις ἑνός. Ἔπεσαν, γνωρίζοντας κατὰ βάθος ὅτι θὰ πέσουν.
Γι’ αὐτὸ τιμοῦμε τὴ σεπτή τους μνήμη καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς θυσίας τους. «Τιμὴ σ’ ἐκείνους ποὺ στὴν ζωή τους ὅρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες» ἔγραψε κάποτε ὁ μέγας Καβάφης. «Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει, ὅταν προβλέπουν πὼς οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε». Καὶ φυσικὰ οἱ Μῆδοι πράγματι διαβήκανε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου, οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν μέσα στὴν πόλη, ἀρχίζοντας σφαγὲς καὶ λεηλασίες, ποὺ κράτησαν 3 μερόνυχτα. Ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς κατασφάχτηκε, οἱ ἐκκλησίες λαφυραγωγήθηκαν καὶ βεβηλώθηκαν, οἱ ἰδιωτικὲς περιουσίες ἔγιναν ἀντικείμενο ἁρπαγῆς.
Ἔτσι, ἡ Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὸ κλέος καὶ τὸ καύχημα τῶν Ρωμαίων, λεηλατήθηκε μανιασμένα καὶ ἐρημώθηκε ὁλοσχερῶς. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία τους, ἡ Ρωμανία, ἔπεσε καὶ ἔπαψε πιὰ νὰ ὑπάρχει. Στὴ θέση της ἱδρύθηκε ἡ Ὀθωμανική, ποὺ λίγο ἀργότερα ὑπέταξε καὶ τὶς ὑπόλοιπες περιοχὲς ποὺ εἶχαν μείνει ἐλεύθερες, τὴν Πελοπόννησο καὶ τὸ 1461 τὸ ἔσχατο ἑλληνικὸ προπύργιο, τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντας. Ἡ πτώση τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴ χειρότερη σκλαβιὰ τῆς Ἱστορίας του ἦταν πλέον ὁλοκληρωτική. Καὶ βέβαια ἀποτελεῖ ἐξίσου θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι αὐτὴ ἡ σκλαβιὰ κόβει τὰ φτερὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὴ νέα του μεγάλη ἄνθηση. Γιατί εἶναι ἐντυπωσιακὸ τὸ ὅτι ὅσο ἡ Ρωμανία πολιτικὰ καταρρέει μετὰ τὸν 12ο αἰ., αὐτὴ ἡ κατάρρευση δὲν ἐπεκτείνεται καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα, ὅπου ἀντίθετα σημειώνεται μεγάλη ἀκμὴ καθ’ ὅλη τὴ λεγόμενη Παλαιολόγεια περίοδο. Γιατί μιλᾶμε γιὰ ἕναν ἑλληνισμό, ποὺ παρέμενε πάντα ζωντανὸς καὶ μποροῦσε πνευματικὰ νὰ μεγαλουργεῖ, παρὰ τὰ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα τοῦ κράτους. Ἄλλη μία ἀπόδειξη λοιπὸν τοῦ πόσο καταστροφικὴ ὑπῆρξε ἡ τουρκικὴ κατάκτηση, ποὺ ἀνέκοψε βίαια ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναγεννητική του πορεία καὶ τὸν ἔριξε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὸ πιὸ βάρβαρο καὶ βαθὺ σκοτάδι.
Ρωμανία καὶ Ἑλληνικότητα
Μετὰ ἀπ’ ὅλες αὐτὲς πάντως τὶς ἱστορικὲς ἀναφορές, ἄς μου ἐπιτραπεῖ νὰ καταθέσω καὶ κάποιες ἀκόμη σκέψεις μου. Καὶ τοῦτο κυρίως, ἐπειδὴ πολλὲς ἀνέφερα τὴ λέξη «ἑλληνισμὸς» καὶ μίλησα καὶ γιὰ τὸ Βυζάντιο ὡς ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν ὡστόσο παρανοήσεις, ἂς διευκρινίσουμε πλέον καὶ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ἑλληνική». Γιατί πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ μία ἑλληνικότητα, ποὺ γιὰ νὰ τὴν κατανοήσουμε, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὰ σύγχρονα ὀμφαλοσκοπικὰ ἐθνοφυλετικὰ σχήματα καὶ νὰ ἐπαναπροσεγγίσουμε τὸν ἑλληνισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητας. Τὸ Βυζάντιο ἦταν ἑλληνικὸ κράτος ὑπὸ μία ἔννοια ἀκόμη καὶ ἐξαρχῆς, γιατὶ ἁπλωνόταν σ’ ἕναν χῶρο ποὺ ἦταν ἐν πολλοῖς ἑνοποιημένος ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, χάρη στοὺς συνεκτικοὺς κρίκους τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐνοποίηση βέβαια δὲν ὀφειλόταν σὲ κάποιο ἄνωθεν σχέδιο (ὅπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα μὲ τὴν Παγκοσμιοποίηση καὶ τὴ νεοταξίτικη ἀπόπειρα διάλυσης τῶν ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων ἰδιαιτεροτήτων τῶν λαῶν τῆς Γῆς), ἀλλὰ ἀποτελοῦσε μία πηγαία ἐξέλιξη, ἐξαιτίας τῆς πολιτισμικῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου.
Κάτι ἀνάλογο ὅμως συνέβη καὶ ἀργότερα, καθὼς ἡ Ρωμανία δὲν εἶχε ποτέ της σχέδιο ἀφομοίωσης τῶν ξένων πληθυσμῶν ποὺ ζοῦσαν στὰ ἐδάφη της. Βλέπουμε ὡστόσο καὶ τότε μία ἐμφανῆ διαδικασία ὁμογενοποίησης, εἰδικὰ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀποκόπτει ὁριστικὰ τὰ ἐδάφη τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μ. Ἀνατολῆς, ὅπου ζοῦσαν πληθυσμοὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα, ὄχι μόνο πολιτικά, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικά, καθὼς εἶχαν ἀσπαστεῖ κυρίως τὸν Μονοφυσιτισμό. Λίγο πρὶν εἶχε μάλιστα λάβει χώρα κι ἄλλη μία σημαντικὴ ἐξέλιξη: ἡ ἀπώλεια ὁλόκληρου σχεδὸν τοῦ δυτικοῦ τμήμα τος τοῦ κράτους, καθὼς μία πανσπερμία γερμανικῶν φύλων (Φράγκοι, Γότθοι, Σάξονες, Ἄγγλοι, κ.λπ.) τὸ κατέκλυσε σταδιακά, ἱδρύοντας νέα κράτη στὰ ἐδάφη του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἀνάγκασε μόνο τὴν Αὐτοκρατορία νὰ ἀρκεστεῖ στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα, ὁδηγῶντας στὴ γέννηση τοῦ νέου ἑλληνοχριστιανικοῦ imperium. Ταυτόχρονα, ἐπέτεινε τὴν ἀποξένωση μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, δύο κόσμων ποὺ λόγῳ πολιτισμικῆς διαφορᾶς βρισκόταν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα σὲ ἀπόκλιση καὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο δὲν μπόρεσε νὰ ἑνοποιήσει, ἀλλὰ ἔκανε τὴ μεταξύ τους ἀπόσταση ἀκόμη πιὸ ἀγεφύρωτη, γιατί ἁπλούστατα ἡ (ἀρχικῶς λατινικὰ ἁπλοϊκὴ καὶ ἀκολούθως γερμανικὰ ἐκβαβαρισμένη) Δύση σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ βαθειὰ μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ἀνατολῆς ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ φτάσει μακρύτερα ἀπὸ μία κοντόφθαλμη, ὀρθολογιστικὴ καὶ μέσῳ ἁπλοϊκῶν δικανικῶν προσεγγίσεων ἀπόπειρα κατανόησης τοῦ θείου.
Ἡ θεμελιώδης αὐτὴ διαφοροποίηση, ποὺ τυγχάνει καὶ ἡ κύρια γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν μετέπειτα δυτικῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, διευρύνεται μετὰ τὸν 6ο αἰ. καὶ σταδιακὰ μετατρέπεται σὲ χάσμα. Στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ δρόμου ἔρχεται τὸ Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν (τὸ 1054) νὰ ἐπιστεγάσει τυπικὰ ἁπλῶς μία μακραίωνη διαφοροποιητικὴ πορεία, ἡ ὁποία ὅμως τὸν 11ο αἰ. ἦταν πλέον μὴ ἀναστρέψιμη. Αὐτὴ εἶναι καὶ μία σύντομη ἔστω ἀπάντηση στοὺς συγκρητιστές, ποὺ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ψευδὸἀγαπολογίας ἰσχυρίζονται ὅτι λίγες διαφορὲς ἔχουμε ἀπὸ τοὺς παπικοὺς καὶ ὅτι τὸ Σχίσμα ὀφειλόταν σὲ πολιτικὰ κυρίως αἴτια καὶ ἄρα εἶναι εὔκολα ἐπανορθώσιμο. Τὰ παραπάνω δείχνουν τὸ γιατί μέσα στὴν αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας δημιουργοῦνται σταδιακὰ προϋποθέσεις ἰδιαίτερης ἐσωτερικῆς συνοχῆς. Ἡ ἀπώλεια ὅλων τῶν δυτικῶν καὶ τῶν νοτιοανατολικῶν ἐδαφῶν της καὶ ἡ συρρίκνωση τῆς Αὐτοκρατορίας στὴ Μικρασία καὶ τὰ Βαλκάνια, περιοχές, ποὺ κατοικοῦνταν ἀπὸ πληθυσμοὺς ἑλληνικοὺς ἢ πλήρως ἐξελληνισμένους, δημιουργοῦν μετὰ τὸν 7ο αἰ. ἕνα κράτος μικρότερο ἐδαφικά, ἀλλὰ πιὸ συμπαγὲς ἐθνολογικά, γλωσσικὰ καὶ θρησκευτικά. Ἕνα κράτος μέσα στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει πλέον ἄλλη πραγματικότητα, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ Εἰκονομαχία ποὺ διήρκεσε ὅλον τὸν 8ο αἰ., παρὰ τὴν ἔντασή της, δὲν εἶχε ἰδιαίτερα λαϊκὰ ἐρείσματα. Οὕτως ἢ ἄλλως ὅμως, γιὰ τὸ κράτος αὐτὸ ἡ Εἰκονομαχία ἦταν ἡ τελευταία μεγάλη αἵρεση ποὺ τὸ ταλαιπώρησε. Τὸ τέλος τῆς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη πλέον μιᾶς γαλήνιας περιόδου ἀδιατάρακτης θρησκευτικῆς ἑνότητας καὶ ταυτόχρονα μιᾶς μεγάλης πνευματικῆς ἀκμῆς. Παράλληλα ὅμως, σηματοδοτεῖ καὶ τὴν ἔναρξη τῆς τελικῆς φάσης στὴ μακραίωνη ἐκείνη διεργασία ποὺ ἀναγέννησε πλήρως τὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ μέσα στὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης.
Ἱστορικὴ διαχρονία καὶ ρωμέηκη αὐτοσυνειδησία
Καὶ ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι βεβαίως ἑλληνική, ἀλλὰ ὄχι μὲ βάση τὰ σημερινὰ ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια. Θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ἄλλωστε ὅτι τὸν καιρὸ ποὺ διαμορφώνεται, τέτοιες διακρίσεις δὲν εἶχαν νόημα καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ τεράστιο σφάλμα ἡ μεταφορὰ σύγχρονων στερεοτύπων σὲ μία κοινωνία, ποὺ πολὺ ἁπλᾶ βίωνε τὴν Ἱστορία ὡς μία ἑνιαία χριστιανικὴ πραγματικότητα, ἄρα μία πραγματικότητα ὄχι πολυεθνική, ἀλλὰ ὑπερεθνική, μέσα στὴν ὁποία «πάντες ἕν ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἦταν λοιπὸν ἡ Ρωμανία κράτος ἑλληνικό, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν ἐθνοφυλετικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Ἦταν τὸ πολιτικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ διευρυμένος ἑλληνισμὸς τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμενικῆς Ρωμηοσύνης. Τῆς ἴδιας Ρωμηοσύνης, ποὺ ἐπέζησε γιὰ αἰῶνες καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ κράτους, ποὺ συνέχισε νὰ μεγαλουργεῖ στὴ Μικρασία, τὰ Βαλκάνια καὶ τὴ Ρωσία, ποὺ κατέρρευσε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. μέσα στὸ αἷμα καὶ τοὺς καπνοὺς τῆς Ρωμυλίας, τῆς Ἰωνίας καὶ τοῦ Πόντου, καὶ ποὺ φυσικὰ καμμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴ σημερινὴ θλιβερή, κοντόφθαλμη μοναξιὰ τῆς ἄθλιας, παρακμιακῆς καὶ τραγικὰ συρρικνωμένης νεοελλαδικῆς μας πραγματικότητας. Ὅλα αὐτὰ βεβαίως δὲν σημαίνουν ὅτι στὴ διευρυμένη αὐτὴ πραγματικότητα ἔσβησε ὁ ἑλληνισμὸς καὶ χάθηκε φυλετικά, κληροδοτῶντας μόνο τὴ γλωσσικὴ καὶ πολιτιστική του κληρονομιὰ στὶς ἑπόμενες γενιές.
Αὐτὰ τὰ λένε οἱ ἑλληνοφοβικοὶ ἀποδομητὲς τῆς Ἱστορίας, αὐτὸς ὁ ἑσμὸς ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια βρίσκεται στὰ πράγματα, κυριαρχεῖ στὰ πανεπιστήμια καὶ στὰ ΜΜΕ, ἐλέγχει τὸ ἴδιο τὸ Ὑπουργεῖο (ἀντεθνικῆς πλέον) Παιδείας, γράφει σχολικὰ βιβλία, ἀναπαράγεται καὶ παράγει ὁλοένα καὶ περισσότερους ἰδεολογικοὺς γενίτσαρους. Σὲ πεῖσμα ὅμως ὅλων αὐτῶν τῶν γραικύλων, ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς ἔχει μία ἀδιατάρακτη ἱστορικὴ συνέχεια χιλιάδων χρόνων, ποὺ δὲν εἶναι μόνο πολιτιστική, ἀλλὰ εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ἐθνοφυλετική. Σὲ καμμία περίπτωση δὲν παρατηρεῖται κάποια τομὴ στὴ συνέχεια αὐτή. Καὶ ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο, ἀναπαράγουν ἁπλῶς ὑποβολιμαῖα ἀποκυήματα ψευδοϊστορικὴς φαντασίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντέξουν στὴν παραμικρὴ ἐπιστημονικὴ κριτική. Ἐπὶ τῆς οὐσίας λοιπὸν δὲν σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι οἱ μεσαιωνικοὶ πληθυσμοὶ τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Μικρασίας δὲν ἔχουν ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ νὰ προτάσσει ὡς κριτήριο τὸ ὅμαιμον, τὴν κοινὴ φυλετικὴ καταγωγή, ἀλλὰ ἡ αὐτοσυνειδησία τους βασίζεται κυρίως στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ εἶναι ἡ συλλογικὴ συνείδηση αὐτῶν ποὺ νιώθουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα ὡς πολῖτες τῆς μόνης αὐτοκρατορίας πάνω στὴ Γῆ. Ὅπως κι ἂν αὐτοπροσδιορίζεται, ἐπὶ τῆς οὐσίας ὡστόσο εἶναι πάντα ὁ ἴδιος λαός. Ὁ ἴδιος λαὸς στὴν ἐξέλιξή του, ἡ ἴδια γλῶσσα στὴν ἐξέλιξή της, ὁ ἴδιος πολιτισμὸς στὴν ἀδιατάρακτή του συνέχεια.
Ἡ Ρωμανία εἶναι γιὰ μᾶς σήμερα ὁ κεντρικὸς κρίκος αὐτῆς τῆς συνέχειας, γιατί εἶναι ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ ὁ ἑλληνισμὸς συναντᾶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μετασχηματίζεται σὲ καινὴ κτίση, μεταβάλλεται ἀπὸ σύναξη πολιτῶν σὲ μυστικὴ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Αὐτὸς ὁ μετασχηματισμὸς εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἡ ὁλοκλήρωση καὶ ἡ τελειοποίησή του. Καὶ αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι τελικὰ καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ Βυζάντιο, ἡ Ρωμανία, εἶναι μὲν ἑλληνικὴ Ἱστορία, ταυτόχρονα ὡστόσο εἶναι καὶ μία περίοδος διεύρυνσης ἢ καὶ ὑπέρβασης τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Εἶναι μία γέφυρα ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς προχωρῶντας πρὸς τὸ μέλλον, ἱστορικὰ καὶ ἐσχατολογικά, μία κολυμβήθρα μέσα στὴν ὁποία βαπτίστηκε καὶ ἀναγεννήθηκε. Τὸ γράφει πολὺ εὔστοχα στὴν «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε στὸ Βυζάντιο, μ’ ὅλο ποὺ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς βαστούσανε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ αἷμα κι εἴχανε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἤτανε ὅμως ὁλότελα ἄλλοι, «ἄνθρωποι καινοί», «λαλοῦντες γλώσσαις καιναῖς». Καὶ συνεχίζει πιὸ κάτω: «Ἐνῷ ἡ ἀρχαία τέχνη ἤτανε βασισμένη ἀπάνω στὸ μέτρο καὶ στὶς ἀναλογίες, ἡ τέχνη τῶν Βυζαντινῶν ζητοῦσε νὰ βρεῖ ἔκφραση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωροῦνε στὸ ἀνθρώπινο μέτρο. Λοιπὸν τὸ Βυζάντιο εἶναι ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος ποὺ ζούσανε οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας.
Γι’ αὐτὸ ἔχει αὐτὴ τὴ μυστηριώδη ἰδιορρυθμία, ποὺ δὲν τὴ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ οἱ πόθοι τους δὲν βγαίνουνε ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ ποὺ εἶναι κολλημένοι στὴν κοινοτοπία τῶν ὑλικῶν συγκινήσεων».
Ὀρθόδοξη πίστη: ἡ πεμπτουσία τοῦ «Βυζαντίου»
Καὶ ἐπειδὴ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία ζοῦσε πράγματι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας, ἦταν διαποτισμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις. Ἡ καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου, οἱ σχέσεις ποὺ συνάπτει μὲ τοὺς γύρω του, ἀλλὰ καὶ ὅλες του οἱ ἀστικὲς ἢ ἀγροτικές, ἐπαγγελματικὲς δραστηριότητες, διαπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ διεκπεραίωσή τους εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς θείας βοήθειας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ γράφονται τόσες ἐκκλησιαστικὲς εὐχὲς γιὰ κάθε δραστηριότητα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς φαινομενικὰ πιὸ ἀσήμαντες. Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ αἴτημα τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν, ποὺ ζητοῦν τὴ θεία χάρη γιὰ ὅλες τὶς πράξεις τους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ τώρα καθιερώνεται ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους, τόσο ὡς ἀτομικοὺς προστάτες, ὅσο καὶ ὡς πολιούχους πόλεων ἢ προστάτες συντεχνιῶν καὶ ἐπαγγελμάτων. Ὀφείλεται καὶ αὐτὸ στὴ βαθειὰ πίστη τοῦ λαοῦ, ποὺ νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ περιχαρακώσει μὲ τὴν ἄνωθεν προστασία κάθε κοινωνικὴ ἢ βιοποριστική του δράση. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο ὅτι τὰ θέματα τῆς πίστης, ἀκόμη καὶ τὰ βαθύτερα δογματικά, ἀπασχολοῦσαν ἔντονα ἀκόμη καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καὶ γίνονταν καθημερινὰ ἀντικείμενο συζητήσεων, πρᾶγμα βέβαια ποὺ πολλὲς φορὲς ὁδηγοῦσε καὶ σὲ ἔξαψη τῶν παθῶν ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ὀπαδικοὺ τύπου ἀντιπαραθέσεις, ποὺ κι αὐτὲς ὅμως, παρὰ τὶς ὑπερβολές τους, πάλι δείχνουν πόσο ζωντανὸ καὶ βιωματικὰ ἀληθινὸ ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πίστη. Δὲν εἶναι ἀκόμη τυχαῖο ποὺ ἀκόμα καὶ μέσα στὸ Παλάτι, σὲ ἕνα χῶρο δηλαδὴ ἐκ τῶν πραγμάτων διεφθαρμένο, ὅπως ὅλα τὰ κέντρα πολιτικῆς ἐξουσίας σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, πάμπολλες φορὲς συναντοῦμε ἐντυπωσιακὰ φαινόμενα βαθειᾶς πνευματικότητας μὲ Αὐγοῦστες, ἀλλὰ καὶ αὐτοκράτορες ποὺ ζοῦσαν ἀσκητικὰ καὶ κατόρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ μεγάλα πνευματικὰ ὕψη.
Καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι, τέλος, τυχαῖο ποὺ πολὺ περισσότερο σὲ καιρὸ κρίσης, κινδύνων, ἀσθενειῶν, προστρέχουν οἱ πιστοὶ στὸν Θεὸ ἢ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους γιὰ μεσιτεία. Καὶ ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς πολεμικὲς συγκρούσεις προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ αἰτεῖται «νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων», ὄχι ἐπειδὴ βεβαίως καθαγιάζεται ὁ πόλεμος, ποὺ πάντα κατονομάζεται ὡς διαστροφικὸ καὶ μεταπτωτικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔστω κατ’ οἰκονομίαν αἰτιολογεῖται ὁ ἀμυντικὸς πόλεμος καὶ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀναγκαιότητα νὰ διατηρηθεῖ ἀλώβητο τὸ «πολίτευμα τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο προστατευτικὸ κέλυφος γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι μόνιμη ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ εἰρηνεύσει«ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα», γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία κατονομάζεται ὡς ὑπέρμαχος στρατηγός, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία ἀφιερώνονται σ’ Ἐκείνην, τὴν ἔχουν «πρεσβείαν θερμὴν καὶ τεῖχος ἀπροσμάχητον».
Ἡ βυζαντινὴ κοινωνία λοιπὸν εἶχε αὐτὴ τὴ βαθειὰ πίστη καὶ στήριζε πάντα τὶς ἐλπίδες της στὸν Θεό. Αὐτὸ ἦταν, νομίζω, τελικὰ τὸ κεντρικό της χαρακτηριστικό, ποὺ τὴν κρατοῦσε ζωντανὴ μέσα στὶς δοκιμασίες. Τὸ ἀνέφερα καὶ πρίν, ἀλλὰ θὰ τὸ ἐπαναλάβω: εἶναι μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ πάντα ἔχει ταπείνωση, σ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης, ἀκόμη κι ὅταν τὸ κράτος βρίσκεται πολιτικὰ στὴ μεγάλη του ἀκμή. Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἀλαζονικὸς πολιτισμός. Εἶναι πολιτισμὸς μέγας, «ἄνω θρώσκων», ἀλλὰ βαθειὰ πνευματικὸς καὶ συνεπῶς ταπεινόφρων. Ἂς δοῦμε τὶς βυζαντινὲς ἐκκλησιὲς σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἔπαρση τῶν γοτθικῶν καθεδρικῶν, ἂς δοῦμε τὴ μέτρια χρήση τῆς ὑλικῆς τεχνολογίας, παρὰ τὶς ὑπάρχουσες δυνατότητες, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ὑστερικὴ ἀποθέωση τῆς ἐπιστήμης μετὰ τὸν 16ο αἰ. στὴ Δύση.
Ἂς δοῦμε καὶ τοὺς καλόγερους στὰ μοναστήρια νὰ ἀντιγράφουν τὰ ἀρχαῖα κείμενα γιὰ νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὴ λήθη. Κι ὄχι φυσικὰ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ γράψουν δικά τους. Ἡ μανία ὅμως γιὰ πρωτοτυπία εἶναι ἔπαρση κι ἐγωκεντρισμός. Ὁ δικός μας πολιτισμὸς ἀντίθετα ἀναπαράγει τὰ ἤδη κεκτημένα του, γιατί ἁπλούστατα ἔχει ταπείνωση καὶ πιστεύει πὼς τὰ σπουδαῖα ἔχουν πλέον ἤδη εἰπωθεῖ ἀπὸ τοὺς προγενέστερους. Καὶ ἐπειδὴ φυσικὰ ποτὲ στὴν πραγματικότητα δὲν πρόκειται γιὰ στείρα ἀναπαραγωγή, πάντα ὑπεισέρχονται νέα στοιχεῖα καὶ ἔτσι ὁ ρωμέικος πολιτισμὸς προχωρᾶ σὲ νέες πολιτισμικὲς συνθέσεις.
Καὶ αὐτὲς βέβαια πολὺ συχνὰ ἔχουν καὶ μεγάλη δόση πρωτοτυπίας, μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως πὼς οἱ δημιουργοί τους δὲν τὶς αἰσθάνονται ὡς τέτοιες καὶ δὲν ὑπερηφανεύονται, νομίζοντας ὅτι κάνουν κάτι σημαντικό. Χαρακτηριστικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ γράφει στὸ προοίμιο τοῦ ἔργου του ὁ χρονογράφος τοῦ 9ου αἰ. Θεοφάνης ὁ Ὀμολογητής: «Εἰ τις ἐν τούτῳ τῷ πονήματι ἡμῶν ὀνησιφόρον τι εὕροι, τὴν πρέπουσαν τῷ Θεῷ εὐχαριστίαν ἀποδώση καὶ ἡμῖν τοῖς ἀμαθέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς διὰ τὸν Κύριον ὑπερεύξηται. Καὶ εἴ τι ἐλλεῖπον εὕροι, τῇ ἀμαθείᾳ ἡμῶν τοῦτο λογίσηται καὶ τῇ ἀργίᾳ τοῦ χαμερποῦς νοὸς ἡμῶν καὶ συγγνώσεται ἡμῖν διὰ τὸν Κύριον». (Δηλαδή, ἂν κανεὶς βρεῖ σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο κάτι χρήσιμο, τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστήσει καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀμαθῆ νὰ κάνει προσευχὴ στὸν Κύριο. Νὰ μὴν τὸ ἀποδώσει λοιπὸν σ’ ἐμένα. Σ’ ἐμένα ἀντίθετα νὰ ἀποδώσει ὁποιοδήποτε μειονέκτημα βρεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρέσει στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου). Βλέπουμε συνεπῶς πῶς συμπεριφέρεται ὁ πνευματικὸς δημιουργὸς τῆς ὀρθόδοξης Ρωμηοσύνης. Δημιουργεῖ τὸ ἔργο του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴ δική του καὶ στὸν Θεὸ ἀποδίδει τὴν ὅποια συγγρφικὴ ἢ μουσικὴ ἢ εἰκαστικὴ ἢ ἄλλη δημιουργική του ἔμπνευση. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι, νομίζω, στὸ βάθος ἡ Ρωμηοσύνη. Εἶναι ἕνας μεγαλειώδης πολιτισμός, ποὺ περιπατεῖ ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων, ὅμως τὸν κουβαλοῦν στὶς πλάτες τοὺς ταπεινόφρονες ἄνθρωποι.
Ἐπίλογος: τὸ αἷμα καὶ ἡ ἀντίσταση…
Ἐνῷ ὅμως ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ταπεινή, δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἄλλη πολιτισμὸς παθητικότητας καὶ μοιρολατρίας, ἀλλὰ ἀντιστασιακὸς καὶ ἀνυπότακτος, ποὺ πολεμᾶ μανιασμένα ὅταν τίθενται σὲ κίνδυνο οἱ ὑπέρτατες ἀξίες του. «Ὅταν ἀπειλοῦν τὴν πατρίδα μου, τὴ θρησκεία μου, θὰ φωνάξω κι ἄς μου κάνουν ὅ, τι θέλουν» ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης. Ποιός δὲν θυμᾶται ἀλήθεια τὴν ἀντίσταση κλήρου καὶ λαοῦ στὸν εἰκονομαχικὸ διωγμὸ τοῦ 8ου αἰ, τὴν ἀνένδοτη ἀντίστασή του ἀργότερα στοὺς Φράγκους κατακτητὲς καὶ κυρίως βέβαια ὅσα συνέβησαν στὸ σκοτάδι τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, μὲ τὸ αἷμα τῶν νεομαρτύρων, τὸ Κρυφὸ Σχολειό, τὸ ἀδούλωτο πνεῦμα τῆς κλεφτουριᾶς, τὶς πάμπολλες ἐπαναστάσεις ποὺ ἔγιναν καὶ πνίγηκαν στὸ αἷμα ἀπὸ τὸν 16ο ὥς καὶ τὸν 18ο αἰ; Ἀντίσταση, αἷμα καὶ πόνος λοιπὸν εἶναι ποὺ γαλουχοῦν τὸν νεότερο Ἑλληνισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης, μαζὶ βέβαια μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ποὺ εἶναι πάντα ἡ βασικὴ σταθερά. Ἀντίσταση, ὑλικὴ καὶ πνευματική, μέσα ἀπὸ τὴν πλήρη ἄρνηση τῆς ὑποτέλειας καὶ τῆς ἐθελοδουλίας. Τὴν ἄρνηση τῆς πτώσης στὴν αἵρεση ἢ στὸν ἐξισλαμισμό, ποὺ ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἦταν γιὰ τὸν Ρωμηὸ ἀπώλεια τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, δηλ. θάνατος πνευματικός. Νὰ λοιπὸν γιατί τὰ νεοταξίτικα ὄργανα παλεύουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ τὰ ξεχάσουμε ὅλα αὐτά.
Γιατί ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μνήμης παραγράφει μοιραῖα καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν κυρίαρχη ἀντιστασιακὴ διάσταση τῆς ταυτότητάς μας. Καὶ ἔτσι καθιστᾶ τελικὰ φυσιολογικὴ τὴ διαιώνισή μας ὡς ὑπνωτισμένων σκλάβων, ὡς ἄχρωμης καὶ συνεπῶς ἀκίνδυνης μάζας μέσα στὸν προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλό. Ποῦ βαδίζουμε ὅμως ἄραγε αὐτὴ τὴ στιγμή; «Τὸ 1453» γράφει ὁ Κόντογλου, «μόλο ποὺ κόπηκε τὸ μεγάλο ἐκεῖνο δέντρο τῆς Ρωμιοσύνης, ἡ φύτρα σώθηκε καὶ πέταξε νέους βλαστούς». Τί ἔχει ὅμως ἀπομείνει πλέον σήμερα ἀπὸ αὐτούς; Ζοῦμε σὲ καιροὺς βαθειᾶς κρίσης, πολιτικῆς καὶ κυρίως βέβαια πνευματικῆς. Ζοῦμε στοὺς κατοχικοὺς καιροὺς τῶν μνημονίων, τῶν πλεγματικῶν γραικύλων, τῆς κατάρρευσης κάθε ἀξίας. Ζοῦμε καὶ στοὺς καιροὺς τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τῆς νεοεποχίτικης λαίλαπας, ὅπου ὅλα ἔχουν ἀμβλυνθεῖ στὸν βωμὸ τῶν ὑπόγειων σχεδίων τοῦ διεθνοῦς Σιωνισμοῦ, ὅπου ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι συμπροσεύχονται μὲ καρδινάλιους, ἰμάμηδες καὶ μάγους, ὅπου κάθε μέρα γίνεται κι ἕνα νέο βῆμα γιὰ τὴν προώθηση τῆς Πανθρησκείας, ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Παγκόσμιας Δικτατορίας, καὶ ὅπου ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἐξουθενώνονται ὡς φανατικοὶ σκοταδιστές.
Ζοῦμε μὲ ἄλλα λόγια σὲ μία ἐποχή, ποὺ καὶ ἡ πατρίδα καταρρέει καὶ ἡ πίστη μας κινδυνεύει νὰ χαθεῖ. Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν εἶναι πολὺ ἁπλό: κατὰ πόσον εἴμαστε πιὰ σὲ θέση ὅλοι μας νὰ ἀντιδράσουμε σὲ ὅλα αὐτά; Κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ κοιτάξουμε πίσω στὴν Ἱστορία μας καὶ νὰ ξαναβροῦμε τὸ χαμένο ἱστορικό μας αὐτεπίγνωτον; Νὰ ξαναβροῦμε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν Ἰωάννη Βατάτζη καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Καραϊσκάκη; Νὰ ξαναβροῦμε μὲ ἄλλα λόγια τὴν αὐθεντικὴ καὶ πάλαι ποτὲ ἀντιστασιακὴ ταυτότητά μας; Αὐτὸ εἶναι τὸ κρίσιμο ἐρώτημα, ποὺ ὡς λαὸς πρέπει πιὰ νὰ τὸ ἀπαντήσουμε πολὺ γρήγορα. Γιατί ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του, ἐξαρτᾶται κυριολεκτικὰ ὁλόκληρο τὸ μέλλον μας.