Βασιλείου Ἀθ. Τσίγκου
ἀν. καθηγητῆ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε τόπο ἐμφανίζονται ὁρισμένοι ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, ὑπάρχουν μερικὰ πνευματικὰ ἀναστήματα, τὰ ὁποῖα μὲ ἀξιοθαύμαστη φλόγα ψυχῆς, μὲ ῥωμαίϊκο φιλότιμο, μὲ πολὺ κόπο, αὐταπάρνηση καὶ μὲ αὐτὴ ἀκόμη τὴν προσφορὰ τῆς ζωῆς τους ἀγωνίζονται νὰ διδάξουν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ προβάλλουν τὶς ἀξίες καὶ τὰ ζώπυρα τοῦ Γένους μας, ὅλα ὅσα καθορίζουν τὴν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας.
Ἕνας ξεχωριστὸς ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφή, ἡ δράση καὶ ἡ διδασκαλία σημάδεψαν τὰ δύσκολα χρόνια τῆς μακραίωνης Ὀθωμανικῆς δουλείας εἶναι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἱερομάρτυρας, Ἰσαπόστολος καὶ χωρὶς ὑπερβολὴ ὁ γενάρχης τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῶν ἀξιῶν καὶ τῆς ταυτότητας τῆς Ρωμηοσύνης, ὁ μεγαλύτερος ἀναγεννητὴς τοῦ Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ στὴν ἐποχή του, ἕνας πού μόνος του ἔκανε γιὰ τὸ σκλαβωμένο Γένος ὅσα κάνει καὶ ὅσα δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ κάνη στὶς ἡμέρες μας ἕνα ὁλόκληρο Ὑπουργεῖο Παιδείας, Θρησκευμάτων καὶ Πολιτισμοῦ ἢ καὶ ἐν μέρει τὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν.
Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ἐγχείρημα νὰ ἀσχοληθεῖ κάποιος καὶ νὰ χαράξει λίγες γραμμὲς γιὰ τὸν ἀναγεννητῆ τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τοῦ εὐλογημένου Ὀρθόδοξου λαοῦ μας, τὸν πνευματοφόρο Ἁγιορείτη μοναχό, τὸν πυρακτωμένο ἀπὸ τὴ μεγάλη πίστη στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, τὸν «ἅγιο τῶν σκλάβων», τόν «μεγάλο διδάχο», τόν «προφήτη τοῦ Γένους», τὸν Ἅγιο ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἀγαποῦσε βαθύτατα καὶ τὸν τιμοῦσε ὡς Ἅγιο ἐνῷ ἀκόμη ζοῦσε. Καὶ τοῦτο διότι ἐκεῖνος μὲ ἐλάχιστα καὶ στοιχειώδη μέσα, πάμπτωχος καὶ ἀσκητικός, περιέτρεξε, κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνα, ὁλόκληρη σχεδὸν τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα καὶ τὴ Βόρειο Ἤπειρο καὶ ἀξιώθηκε νὰ διδάξει τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ τελικὰ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν του. Καὶ ἐνῷ φαίνεται ὅτι ἐμεῖς ζοῦμε σὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς ἐποχὲς καὶ συνθῆκες, εἶναι ἀληθὲς ὅτι, καὶ στὶς ἡμέρες μας, οἱ διδαχές τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ [1] ἀπευθύνονται σὲ μυημένους φίλους τῶν διδαγμάτων καὶ τῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν Παιδεία, τὴν ταυτότητα καὶ τὴν πορεία τοῦ τόπου μας καὶ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ τοὺς ἐμπνεύση καὶ νὰ τοὺς θρέψει μὲ στερεὰ τροφή. Ὅσα, λοιπόν, γράφονται στὴ συνέχεια ἀποσκοποῦν στὸ νὰ σφυρηλατήσουν τὴν αὐτογνωσία καὶ τὴν ταυτότητά μας, πού μᾶς χρειάζονται νὰ ζήσουμε στὸ παρὸν καὶ νὰ οἰκοδομήσουμε σὲ γερὰ θεμέλια τὸ μέλλον.
Ὁ μεγάλος αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ Γένους ἀγωνίσθηκε ἔργοις καὶ λόγοις νὰ «φωτίσει» τοὺς σκλαβωμένους ἀδελφούς του καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα καὶ Παιδεία ἑνὸς κυριολεκτικὰ ναρκωμένου καὶ «ἀγριεμένου» πολιτισμοῦ. Δίχως γράμματα δὲν θὰ πάει μπροστὰ τὸ Γένος γιατί, ὅπως συχνὰ ἔλεγε, ἀγρίεψε. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ μὲ ἄκρως ἐπίμονο, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεσματικὸ τρόπο, ἐπεδίωκε νὰ ἔχει ὁ καθένας στὴ χώρα του Σχολεῖο Ἑ λ λ η ν ι κ ὸ γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ γράμματα. Καὶ τοῦτο, διότι γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι «Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀνοίγει τὰ μάτια τῶν χριστιανῶν. Καὶ σεῖς γονεῖς νὰ στέλλετε τὰ παιδιὰ σας εἰς τὰ σχολεῖα καὶ νὰ τὰ παιδεύετε μὲ χριστιανικὰ ἤθη. Ἁμαρτάνετε πολὺ νὰ τὰ ἀφήνετε ἀγράμματα καὶ τυφλά. Καλύτερα νὰ τὰ ἀφήνετε φτωχὰ καὶ γραμματισμένα, παρὰ πλούσια καὶ ἀγράμματα… Δὲν βλέπετε ὅτι ἀγρίεψε τὸ γένος ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν καὶ ἐγίναμεν ὡς θηρία;» [2].
Ὁ ἴδιος φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἀνάγκη νὰ κτίζονται πρῶτα Σχολεῖα καὶ μετὰ Ἐκκλησίες, γιατί ἀπὸ τὰ σχολεῖα οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουν τὰ ἱερὰ γράμματα. «Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τὸ κατὰ δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν, διατὶ χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος». Καὶ καταλήγει λέγοντας ὅτι «τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὲς ἐκκλησίες, τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια» [3].
Σ υ ν ε χ ί ζ ε ι λέγοντας ὅτι εἶναι προτιμότερο «νὰ ἔχης εἰς τὴν χώραν σου σχολεῖον ἑλληνικόν, παρὰ νὰ ἔχης βρύσες καὶ ποταμούς, διατὶ ἡ βρύση ποτίζει τὸ σῶμα, τὸ δὲ σχολεῖον ποτίζει τὴν ψυχὴν». Ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἐπιμένει καὶ ἐπιτυγχάνει νὰ σπουδάζουν στὰ σχολεῖα δωρεὰν «ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ πλούσια καὶ φτωχὰ χωρὶς νὰ πληρώνουν» [4]. Ἔτσι ἀναδεικνύεται σὲ πρόδρομο τῆς γενικῆς καὶ δωρεὰν Παιδείας. Ὡστόσο, πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἀποτελεσματικότητά του στὴ δημιουργία ἑλληνικῶν Σχολείων καὶ μὲ τὴν προτροπή του νὰ μιλοῦν τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν δείχνει νὰ ὑποστηρίζει μία ἀόριστα ἀνθρωπιστικὴ καὶ ἀπρόσωπη Παιδεία, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ αὐτὴ πού ὁδηγεῖ τοὺς μαθητὲς στὴν Ἑλληνορθόδοξη ἀγωγὴ καὶ μόρφωση.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς διῆλθε ἐν ἀσκήσει ὅλα τὰ πνευματικὰ στάδια καὶ τὶς βαθμίδες καὶ γνωρίζει ἐπακριβῶς τὴν ὁδό, τά μέσα καὶ τὸν τρόπο, πού μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὴν ἐν Χριστῷ γέννηση καὶ ἐνηλικίωση καὶ τελικὰ στὴ σωτηρία τους. Γιὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως περιγράφουν τὴν ἀσφαλῆ καὶ δοκιμασμένη ὁδὸ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ συναίσθηση ἀναξιότητας καὶ ἁμαρτωλότητας διδάσκει, ὅπως λέγει, «τὰ ἀναγκαιότερα μυστήρια τῆς πίστεως» στοὺς ἀδελφούς του, «τὸ κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός· διδάσκαλος μόνος ὁ Χριστὸς μας εἶναι» [5].
Ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει τὸν πατρο-Κοσμᾶ εἶναι ὅτι δὲν διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς προγενέστερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὰ οὐσιώδη θέματα πίστεως καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸν ἀπασχόλησαν οἱ δυσνόητες ἀναλύσεις καὶ τὰ δευτερεύοντα θέματα, γιατί γνώριζε ἀκριβῶς τί εἶχαν ἀνάγκη νὰ ἀκούσουν οἱ διψασμένες ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν του. Ὥριμος πνευματικὰ σὰν ἔμπειρος καπετάνιος ξέρει τί θὰ ρίξει στὴ θάλασσα καὶ τί χρήσιμο θὰ κρατήσει γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ οἰκοδομήσει.
Στὴ διδασκαλία του, ὡς πιστοῦ μέλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «τὰ δόγματα ταύτης κατέχων», φανερώνεται ἡ ζωοποιὸς παρουσία της, ἡ ὁποία στήριξε καὶ γαλούχησε τὸ Γένος τῶν Ὀρθοδόξων σὲ ὅλη τὴ μακρὰ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ δὲν ἦταν μόνο δέκτης καὶ φύλακας τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ αὐθεντικὸς μεταδότης καὶ ἑρμηνευτής της. Μὲ τὶς διδαχές του ἀναδεικνύει καὶ προβάλλει τὴν ἀξία καὶ μοναδικότητα τῆς ἀληθινῆς πίστεως στὸν Χριστό, μὲ σκοπὸ τὴν ἐνδυνάμωση καὶ οἰκοδομή τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν «αὔξηση» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μειώνοντας σὲ χρόνους ἰδιαιτέρως δύσκολους γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὑπόδουλο Γένος, τὸν αὐξανόμενο κίνδυνο καὶ τὴ μεγάλη ἀπειλὴ τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καὶ τοῦ ἐκλατινισμοῦ μὲ τὶς συχνὲς ἀλλαξοπιστίες πολλῶν χριστιανῶν Ὀρθοδόξων.
Ἡ θεματολογία τῶν διδαχῶν του μοιάζει νὰ εἶναι μία ἐπιτομὴ ὅλου τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως καὶ ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ θεολογία του εἶναι ἐμφανέστατα ὁμολογιακὴ μὲ ἔντονο ἀπολογητικὸ καὶ ὁρισμένες φορὲς ἀντιρρητικὸ χαρακτῆρα. Μὲ ὅσα λέγει ἐπιδιώκει νὰ πιστέψουν οἱ ἀκροατές του ὅτι ἡ διδασκαλία του εἶναι λόγος ἀληθινός, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα τὸ ἴδιον εἶναι ὡσὰν νὰ κατέβη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ εἰπῆ» [6].
Ὁ ἴδιος εἶναι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι οἱ λόγοι του συμβαδίζουν μὲ «τὸν δρόμον τῶν Πατέρων» τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι «λόγια τοῦ παναγίου Πνεύματος, εἶναι πολὺ τιμιώτερα καὶ καλύτερα ἀπὸ τζοβαΐρια καὶ μαργαριτάρια» [7]. Ὅπου μιλοῦσε ἔστηνε ἕναν ξύλινο σταυρό. Δίδασκε στὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ τὸν ὁποῖο φεύγοντας ἄφηνε σὲ ἀνάμνηση. Αὐτὸ εἶχε μέγιστη σημασία καὶ ἔκρυβε βαθύτατο πνευματικὸ συμβολισμό. Κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν διδαχῶν του, εἶναι ὅτι δὲν περιορίζονται σὲ μία θεωρητικὴ κατήχηση τῶν ἀκροατῶν του, ἀλλὰ προχωροῦν πάντοτε στὴν ἀπαραίτητη ἀναφορὰ καὶ σύνδεση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη οἱ διδαχές του ἐναρμονίζονται μὲ τὶς τρέχουσες ἀνάγκες καὶ τὰ διάφορα φλέγοντα θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα, ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ ἄνθρωποι τῶν σκληρῶν καὶ πέτρινων ἐκείνων χρόνων τῆς μακραίωνης δουλείας.
Στίς διδαχές τοῦ πατρο-Κοσμᾶ εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα καὶ συνέχεια τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως καὶ ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία δὲν χωρίζεται ἡ θεολογία ἀπὸ τὴ ζωή, τὸ δόγμα ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὴ λατρεία, ἡ θεωρία ἀπὸ τὴν πράξη της. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἁρμονικὴ σύζευξη, ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἀπὸ τὸ μαρτυρικό του τέλος, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπισφράγισε τὴ διδασκαλία καὶ ὅλη τὴ δράση του. Τὸ ἔργο του ἔστεψε καὶ ὑπέγραψε μὲ τὸ αἷμα του, καθὼς ἀξιώθηκε τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματος τοῦ Μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο ἦταν ὥριμος καρπὸς τῆς πολυετοῦς πνευματικῆς του ἐργασίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἐνηλικιώσεώς του.
Ἡ παρουσία καὶ τὸ Μαρτύριό του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως βεβαίως καὶ ὅλων τῶν Μαρτύρων καὶ Νεομαρτύρων, εἶναι «ἀνακαινισμὸς ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». Ἡ χάρις τοῦ Μαρτυρίου του ἀντανακλᾶ καὶ διαχέεται σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Χωρὶς ἀμφιβολία ἡ παρουσία καὶ ἡ δράση τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ Γένος μας, συνιστᾶ τὴν πλήρη ἐνεργοποίηση ἑνὸς χαρίσματος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων καὶ λειτουργημάτων τῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος· εἶναι ἡ εὐλογημένη παρουσία ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνήκει σὲ μία τοπικὴ κοινότητα, ἀλλὰ εἶναι Ἅγιος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἄλλωστε, τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ θρέψει καὶ νὰ φωτίση τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴ μαρτυρία καὶ τὸ Μαρτύριό του καθοδηγεῖ καὶ εὐλογεῖ ὅλη τὴν Οἰκουμένη, οἰκοδομεῖ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἔχοντας «τὸν Παράκλητον ἐν ἑαυτῷ» γίνεται καὶ ὁ ἴδιος Παράκλητος, καθὼς παρηγορεῖ τοὺς λοιποὺς χριστιανοὺς ἀδελφούς του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπνευσμένη διδασκαλία του, ἡ διαρκὴς παρουσία τοῦ ἁγίου Πατρὸς διὰ τῶν ἑκατοντάδων προφητειῶν του, διὰ τοῦ Μαρτυρίου του καὶ διὰ τῶν ἱερῶν Λειψάνων του εἶναι ἁπτή, συγκεκριμένη καὶ διαχρονικὴ πραγματικότητα, πού οἰκοδομεῖ, τροφοδοτεῖ καὶ αὐξάνει μέχρι σήμερα ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὡς γνήσιος Ἱερομάρτυρας καὶ Ἰσαπόστολος, ὡς ἀληθινὸς Πατὴρ καὶ θεολόγος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέγας διδάσκαλος ὅλου τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς σημαντικὸ ὁρόσημο τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ φωτίσει καὶ νὰ καθοδηγήσει καὶ τὴ δική μας ἐποχή.
Ἀλήθεια, εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς στοὺς τέσσερις αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας ἄντεξε ὁ λαὸς αὐτοῦ τοῦ τόπου; Πῶς κρατήθηκε ἡ πίστη του, δὲν ἀλλοιώθηκε ἡ συνείδησή του καὶ δὲν παραχαράχθηκε ἡ ταυτότητά του; Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς πολύμορφης κρίσεως πού ὑφιστάμεθα ἅπαντες, εἴμαστε ἐπιτέλους σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὅτι κάποια κέντρα ἐλέγχου καὶ παιδείας δὲν λειτουργοῦν σωστά; Μποροῦμε πλέον νὰ ὁμολογήσουμε εὐθαρσῶς ὅτι πῆραν ἢ δώσαμε τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ταυτότητάς μας σὲ ἄτομα ἄσχετα καὶ ἀκατάλληλα;
Προκαλεῖ ἐντύπωση καὶ προβληματίζει τὸ ὅτι ὁρισμένοι ἱστορικοὶ δὲν τὸν ἀναφέρουν καθόλου καὶ τὰ σχολικὰ βιβλία μᾶλλον τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ ἐνῷ θαυμάζομε τὸν πατρο-Κοσμᾶ φαίνεται πώς λογοκρίνουμε τὴ διδασκαλία του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουμε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια, πού συνοψίζει τὰ οὐσιώδη χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποσιώπηση ἢ διαστρέβλωση τοῦ μεγαλειώδους ἀναγεννητικοῦ ἔργου του ὑποδηλώνει ἐμπάθεια, προκατάληψη, ἰδεολογικὴ ἀγκύλωση, πολὺ δὲ περισσότερο ἀποτελεῖ ἀγνωμοσύνη, ἀνεπίτρεπτη ἔλλειψη ὀφειλόμενης ἀναγνώρισης καὶ ἀπώλεια ἱστορικῆς μνήμης. Καὶ ἐὰν ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κριτήριο τῆς ταυτότητάς του, τότε ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς του μνήμης, θὰ πρέπει ἀναπόφευκτα νὰ σημαίνει ἀπώλεια καὶ τῆς ἱστορικῆς του ταυτότητας.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα φωτεινὴ μορφὴ τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Εἶναι τὸ καύχημα τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουμε στὴ διάθεσή μας τὸ φῶς τῶν διδαχῶν του. Ὅποιος ἐμβαθύνει στὸ περιεχόμενό τους, θὰ διαπιστώσει εὐχερῶς ὅτι αὐτὲς ἔχουν μία διαχρονικότητα καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους πηγὴ ἀστείρευτης ἔμπνευσης καὶ ἀμετάθετης ἐλπίδας. Ὁ πατρο-Κοσμᾶς μένει μαζί μας, ζεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο καὶ τὰ διδάγματά του. Τὸ ζείδωρο πνεῦμα τοῦ ἔργου καὶ τῶν λόγων του εἶναι καὶ τώρα ἐπίκαιρο, ἀκριβῶς γιατί ἀπαντᾶ στὰ θεμελιώδη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ τρόπου τοῦ «ἀληθῶς ὑπάρχειν» τοῦ ἀνθρώπου, στὶς μεγάλες ἀξίες πού ἔθρεψαν γιὰ αἰῶνες τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου. Ἡ πνευματικὴ κληρονομιὰ τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι σήμερα περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἀναγκαία, γιατί ἀνακεφαλαιώνει καὶ ἐπαναδιατυπώνει, μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, ὅλες τὶς ἀξίες μας, ὁλόκληρη τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ ζωὴ καὶ ἀντέχει στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.
Ἡ ταυτότητα, ἡ Παιδεία καὶ ὁ πολιτισμὸς τοῦ Γένους μας ἀνέτειλε ἐκ τοῦ «Τάφου». Γεννήθηκε καὶ ἀνδρώθηκε μέσα σὲ δυσκολίες. Πράγματι εἶναι γεγονὸς ὅτι πολλὲς δοκιμασίες καταλυτικές, ποικίλων μορφῶν καὶ εἰδῶν, πέρασαν ἀπὸ πάνω του, ὅμως δὲν ξεριζώνεται εὔκολα, ἀλλὰ «ἀνθεῖ καὶ φέρει καὶ ἄλλο». Στοὺς χαλεποὺς καιροὺς τῆς ὑλικῆς καὶ κυρίως τῆς πνευματικῆς κρίσεως πού ζοῦμε, ἐξακολουθεῖ σὲ αὐτὸν τὸν τόπο νὰ ὑπάρχη ἀκόμη ἐλπίδα, ἀρχοντιὰ ἀλλὰ καὶ φιλότιμο. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς προσφέρει ἐκ νέου ἐλπίδα καὶ ἀπαντοχή, ρίχνει, ὅπως καὶ τοὺς ἀκροατές του, καὶ ἐμᾶς ὅλους στὸ φιλότιμο. Μὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἐπαναλαμβάνει καὶ πάλι σήμερα: Μὴ φοβᾶστε καθόλου καὶ κανένα. Δῶστε ὅ,τι σᾶς ζητοῦν. Δῶστε χαράτσια, χρήματα, πράγματα. Καὶ τὸ κορμὶ σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν. Δὲν θὰ δώσετε μόνο τὴν ψυχή σας καὶ τὸν Χριστό. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσει, δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς ἂν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Ἀπ᾿ ἐκεῖ θὰ βγοῦν ὅλα [8]. Ἐξάπαντος εἶναι ἄκρως παρήγορο καὶ ἐνθαρρυντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, τελικά, δὲν ἔχουν χαθεῖ ὅλα καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι δὲν πρόκειται νὰ χαθοῦν. Καὶ τοῦτο, διότι ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἄνθρωποι (γνωστοί, ἀλλὰ συνήθως ἀφανεῖς καὶ ἀνώνυμοι) κοντά μας, ἀνάμεσά μας, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ ἀναμένουν ὑλικὰ ἢ ἄλλα ὀφέλη ἀγωνίζονται καὶ ἀναλώνονται γιὰ τὴ διατήρηση καὶ προβολὴ πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ ἰδανικῶν, πασχίζουν γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη Παιδεία τῶν νέων παιδιῶν, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὸν πολιτισμὸ αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου, μᾶς συντηροῦν στὴ ζωή.
Παρὰ τὰ ὅσα ἀρνητικὰ συμβαίνουν καὶ ἀκούγονται, ὑπάρχουν ἀκόμη στὶς ἡμέρες μας πρότυπα, ὑπηρετοῦνται ἀκόμη ἀρχὲς καὶ ἀξίες ὡς ἀδιάσπαστη συνέχεια καὶ ἐπέκταση τοῦ τρισχιλιετοῦς πολιτισμοῦ μας, τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσής μας. Αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσουν μικροὺς καὶ μεγάλους, ὥστε νὰ ἔλθουν πιὸ κοντὰ στὶς ζωογόνες ρίζες μας, σὲ ὅσα μᾶς ἔθρεψαν, μᾶς κράτησαν ὄρθιους καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ὑπερβοῦμε καὶ τὴν παροῦσα κρίση. Εἶναι τὰ ἴδια πού συνιστοῦν τὰ ἀνεξίτηλα χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Γένους μας καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ ποτὲ χρειαζόμαστε σήμερα.
Ὁ σεβασμός μας στὴν ταυτότητά μας εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο χρέος μας, γιατί εἴμαστε χρεωμένοι μὲ βαρύτιμη πνευματικὴ κληρονομιά. Ὡς ἐκ τούτου, ἐὰν δὲν συνειδητοποιήσουμε αὐτὸ πού μᾶς κληροδοτήθηκε καὶ ὑπάρχει βαθιὰ μέσα μας, θὰ ἀποτελέσει ἀσυγχώρητο λάθος μας, θὰ ἔχουμε ἀναπόδραστα νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτοὺς πού προηγήθηκαν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς πού ἔρχονται.
1. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς (καὶ βιογραφία), ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1984.
2. Κώστα Σαρδελῆ, Ὁ ἅγιος τῶν σκλάβων Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, Ἀθήνα 1974, σ. 123 κ.ἑξ.
3. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς, σ. 142.
4. Ὅπ. παρ., σ. 142.
5. Ὅπ. παρ., σ. 116.
6. Ὅπ. παρ., σ. 141.
7. Ὅπ. παρ., σ. 175.
8. Βλ. ὄπ. πὰρ., σ. 240.
Ἀναδημοσίευση ἀπό 24-8-2016