Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργόπουλου
Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ
Ἡ παρουσία τῶν αἱρέσων ἀποτελεῖ ἕνα φαινόμενο τὸ ὁποῖο εἶναι παρὸν ἀπὸ τὸν πρῶτο ἱστορικὸ βηματισμὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν πορεία της γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἕνα φαινόμενο ποὺ ἤδη ἀπὸ τὰ ἀποστολικὰ χρόνια θεωρεῖται ὡς μία ἔκφραση τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας ( Β Θεσσ. 2, 7).
Στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ στὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας περιγράφονται βασικὲς παράμετροί του, ἀλλὰ καὶ οἱ σοβαρὲς σωτηριολογικὲς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ φαινομένου (Α΄ Τίμ.1, 19. Β΄ Πέτρ. 2, 1). Ὁρισμένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ φαινομένου, τὰ ὁποῖα διαχρονικὰ ἐμφανίζονται στὶς ποικιλώνυμες αἱρέσεις, θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐπισημάνουμε στὴ συνέχεια.
α) Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ ἀποτελεῖ μυστήριο τὸ ὁποῖο ὑπέρκειται τοῦ χρόνου. Ἡ κάθε αἵρεση ἀντιθέτως ἀπό- τελεῖ χωροχρονικὸ μόρφωμα, ἐπιλογὴ καὶ δημιούργημα μὲ μία ἀμφίδρομη ἱστορική ἀσυνέχεια.
β) Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἔννοια ἢ μία διανοητικὴ σύλληψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο. Εἶναι τὸ πάνσεπτο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ( Ἰωάν. 14, 6). Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸ σῶμα Του, εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό, μεταδίδει τὸν Χριστό, ζεῖ τὸν Χριστό, παραδίδει τὸ Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του, ὄχι ὡς ἰδεολογία, ἀλλὰ ὡς ἐμπειρικὸ γεγονός, ὅπως τὸ ἔζησαν(Α΄ Ἰωάν. 1, 1- 4) καὶ «καθὼς παρέδοσαν ἠμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου» (Λουκ.1, 2).
Ἀντιθέτως ἡ αἵρεση ἐπιλέγοντας, ἀπορρίπτοντας, προσθέτοντας ἢ ἀφαιρώντας ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ θείας Ἀποκαλύψεως παραμορφώνει τὴν ἀλήθεια, παραμορφώνει δηλαδὴ τὸν Χριστό. Πολὺ χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνει σχετικὰ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: « Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί, καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσὶ » (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου, 3).
γ) Περιγράφοντας ὁ ἅγ. Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου τὶς σωτηριολογικὲς συ-νέπειες τῆς εἰσόδου ἑνὸς χριστιανοῦ σὲ μία αἱρετικὴ ὁμάδα, μέσα ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ πράξη καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπισημαίνει μεταξὺ τῶν ἄλλων, κατὰ τρόπο ἐξόχως ρεαλιστικὸ τὰ ἑξῆς: « Ὡς γὰρ βά-πτισθεὶς εἰς Χριστὸν Χριστὸν ἐνεδύσω, οὕτως ἀποδημήσας ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας Χριστὸν ἐξεδύσω » (Κατὰ Ἀποτακτικῶν ἢ Γεμελλιτῶν, 7). Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ ἀπέκδυση τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει κάτι πιὸ ὀδυνηρὸ γιὰ κάποιον Χριστιανό; Νομίζουμε ὄχι.
δ) Πολλὲς φορὲς μέσα στὴν ἱστορία διαπιστώνουμε διαιρέσεις ἐπὶ διαιρέσεων μεταξὺ τῶν διαφόρων αἱρετικῶν κινήσεων. Τὸ γενονὸς αὐτὸ ἀποκαλύπτει μία ἀκόμα πνευματικὴ νοσογόνο ἑστία τοῦ χώρου. Αὐτὴν τὴν περιγράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν ἐπισημαίνει ὅτι τὸ δέντρο τῆς αἱρέσεως « τὸ ἐφύτευσεν μὲν λογισμῶν ἄκαιρος περιέργεια, ἐπότισε δὲ ἀπονοίας τύφος, ηὔξησε δὲ φιλοδοξίας ἔρως» (PG 48, 719).
ε) Δὲν ὑπάρχουν μικρὲς ἡ μεγάλες αἱρέσεις, μικρὴ ἡ μεγάλη ἀπό -κλιση ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ποτὲ θέμα ποσότητας. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας, τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα καὶ μοναδικὸ μέγεθος ποὺ δὲν τεμαχίζεται. Ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καθάπερ ἐν τοῖς βάσιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τὸν χαρακτήρα περικόψας, ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω καὶ ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται ἐπὶ τὰ χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς» (PG 61, 622).
στ) Ἡ κάθε αἵρεση ἀποτελεῖ ὡς πρὸς τὴν ἀφετηρία ἐκκίνησής της ἐπανάληψη τῆς ἰδῖας ἐκείνης ἀρχέγονης πειρασμικῆς προσβολῆς. Ἀποτελεῖ μίαν ἄλλη πίστη, μίαν ἄλλη στάση ζωῆς, τὴν ὁποίαν, ὅπως λέγει ὁ ἄγ. Εἰρηναῖος Λυῶνος, «οὔτε προφῆται ἐκήρυξαν, οὔτε ὁ Κύριος ἐδίδαξεν, οὔτε ἀπόστολοι παρέδωσαν» ( Ἔλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως 8, 1). Πρόκειται γιὰ τρόπο ζωῆς ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν συντεταγμένων. Εἶναι δρόμος ποὺ ὁ κάθε αἱρετικὸς τὸν διανύει κατὰ τρόπο ἀδιάκριτο καὶ ἀπληροφόρητο, γιατί πείστηκε μὲ τὴν ὑπόσχεση πάλι μίας ἄπονης καὶ ψευδεπίγραφης σωτηρίας.
ζ) Τελειώνοντας τὶς λίγες αὐτὲς ἐπισημάνσεις μας θὰ θέλαμε νὰ σταθοῦμε σὲ μία ἀκόμα. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει ὡς σῶμα Χριστοῦ ὁ μοναδικὸς χῶρος θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ ἐργαστήριο ἁγιότητας. Στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων της ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ πρότασή της γιὰ τὴν πρόσληψη καὶ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου, εἶναι ὄχι οὐτοπική, ἀλλὰ ἐμπειρικὴ πρόταση ζωῆς, ὁ μόνος ἀσφαλὴς τρόπος γιὰ νὰ καταστεῖ κάθε ἄνθρωπος καινὴ ἐν Χριστῷ κτίση (Β Κόρ.5, 17).
Ἀντιθέτως, ἡ κάθε αἵρεση, ὡς σύστημα πλάνης, στερεῖται ἀκριβῶς τὸν τρόπο θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ποὺ φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὸν βλέπουμε στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἄθληση καὶ στὸ χριστομίμητο ἦθος τῶν ἁγίων μας. Ἡ κάθε αἵρεση, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ αὐτὴν τὴ μεταμορφωτικὴ διαδικασία καὶ τὶς θεμελιώδεις καὶ ἀπαράβατες προϋποθέσεις της γιὰ τὸν κατὰ Χριστὸν δοξασμὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀντικαθιστᾶ μὲ τὰ δικά της ἰδεολογήματα, μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῆς αὐτάρεσκης στιγμιαίας σωτηρίας ποὺ ἐκφράζεται ὡς μία ἀτομικὴ εὐσεβιστικὴ πρακτική.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011