Η Ψαλτική Τέχνη στην Θεία Λατρεία

Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Μ. Βατοπαιδίου,
Γέροντος Ἐφραίμ

    Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτη τήν τάση νά λατρεύη μέ ὅλο τό εἶναι του τόν Δημιουργό Θεό, γιατί τό ὀντολογικό περιεχόμενό του εἶναι θεοειδές. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἔγκειται στό νά ὑμνῆται καί νά δοξολογῆται ἀπό τά δημιουργήματά Του. Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι προσφέρουν ἀέναη δοξολογία καί ὑμνολογία πρός τόν Θεό, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀνάλογα μέ τήν προαίρεση καί τήν προσωπική τους εὐγνωμοσύνη ὑμνοῦν καί δοξολογοῦν τόν Θεό, κατά τήν παροῦσα ζωή ἐν μέρει καί στήν αἰωνιότητα σέ τέλειο βαθμό.

    Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας Ἰωσήφ ἔλεγε ὅτι τρία πράγματα ἐκφράζουν τήν λατρεία μας πρός τόν Θεό, τό φῶς, ἡ εὐωδία καί ἡ ψαλμωδία. Ἡ πρώτη ἀποκαλυπτική καί συνάμα προφητική πράξη ψαλμωδίας πού ἐμφανίζεται στήν ἱστορία τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, ὅταν ὁ Ἰσραήλ σώθηκε διαβαίνοντας διά μέσου τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἐνῶ οἱ Αἰγύπτιοι καταποντίσθηκαν. Τότε, κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος, ἔψαλλαν χορῷ ὁ Μωϋσῆς καί οἱ υἱοί Ἰσραήλ ᾠδήν τῷ Θεῷ. Ἀντίστοιχα ἡ Μαριάμ δημιούργησε δεύτερο χορό ἀπό γυναῖκες καί ἔψαλλαν τήν ᾠδήν «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γάρ δεδόξασται, ἵππον καί ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν» καί τά λοιπά τῆς ᾠδῆς.

   Στήν συνέχεια ἡ ψαλμωδία τῶν ᾠδῶν χρησιμοποιεῖται καί γιά τήν διαπαιδαγώγηση τοῦ λαοῦ, ὅπως καί σήμερα. Ὅπως ἀναγράφεται στό Δευτερονόμιο, ὁ ἴδιος ὁ Θεός δίνει ἐντολή στόν Μωϋσῆ νά γράψη σέ ᾠδή ὅτι ὁ ἴδιος προεῖπε γιά τόν Ἰσραήλ, ὅτι δηλαδή ὁ λαός θά ἐκπορνεύση ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων καί ὅτι θά ἐγκαταλείψη καί θά διασκεδάση τήν Διαθήκη τοῦ Θεοῦ. Ἔπρεπε λοιπόν ὁ Μωϋσῆς νά γράψη ὡς ᾠδή τούς προφητικούς δι᾿ ἀποκαλύψεως λόγους τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά τήν ἐμβάλη στό στόμα τους «ἵνα γένῃται ἡ ᾠδή αὕτη κατά πρόσωπον μαρτυροῦσα ἐν υἱοῖς Ἰσραήλ». Στήν ἑλληνική παράδοση, ἀρχαία καί βυζαντινή, ἡ μουσική, ὅπως καί ἡ τέχνη γενικά, δέν προκαλεῖ μόνο τήν τέρψη τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά ὑποτυπώνει καί φανερώνει τήν ἰδέα καί τόν λόγο τῶν θεμάτων της. Φανερώνει τήν ἴδια τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου πού εἶναι σέ τελική ἀνάλυση ἀποκάλυψη τῆς σχέσεως κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἡ ὀμορφιά δηλαδή καί τό κάλλος στήν παράδοση αὐτή δεν ἐγκλωβίζεται σέ φθαρτό καί ἐφήμερο, ἀλλά συνδέεται μέ τό ὑπερούσιο καλό, τό ὑπερφυές, τό ἄρρητον κάλλος, τήν πρώτη καί ἀρχέτυπη ἁρμονία, πού εἶναι ἡ πρώτη καί ἀρχέτυπος καί ἀληθής μουσική.

     Στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, οἱ ψαλμωδίες μεταδίδονται ἀπό τούς ἀγγέλους στούς ἐμπνευσμένους ὑμνογράφους, πού συνδέονται μέ τίς ἄϋλες ἀρχετυπίες καί καταγράφουν τήν περιεκτική τῶν πανιέρων ὑμνολογίαν.

    Ἡ θαυμάσια αὐτή λογοποίηση τῆς λατρείας μέ τούς ὕμνους, ὁ μουσικός λόγος κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ὅπως καί ὁ ζωγράφος λόγος κατά τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, κυριαρχεῖ στήν τέχνη τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς. Ἡ μουσική στό Βυζάντιο προβάλλει τήν βασική ἰδέα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ φωτός, τοῦ φωτός τῆς Ἀναστάσεως, τῆς αἰωνιότητος, τῆς δόξης καί τῆς ὡραιότητος τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ πιστοί εἶναι τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βυζαντινή δηλαδή μουσική, λόγος καί μέλος, ἀνάγει τήν προοπτική τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ὑπερβατικότητος σέ μιά ἁρμονική σύζευξη τῶν δύο προσεγγίσεων τῆς ἐκκλησιολογίας, τήν ἀσκητική καί τήν εὐχαριστιακή. Ἄλλωστε αὐτός εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, πού συγκαλεῖται ἀπό τόν Νυμφίο σέ δεῖπνο, ἡ εὐχαριστιακή δηλαδή μεταμόρφωση ὅλης τῆς κτίσεως καί ἡ ἀναφορά της στό ἄκτιστο. Γιά τήν μουσική τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν ψαλτική τέχνη, μποροῦμε μέ ἕνα ὀξύμωρο σχῆμα νά ποῦμε ὅτι τό μέλος λέγει καί ὁ λόγος μελωδεῖ. Τό μέλος ἑρμηνεύει αὐτό πού ὁ λόγος ποιητικῷ τῷ τρόπῳ ἀποκαλύπτει. Ἡ μουσική ὑπομνηματίζει τόν λόγο, παραπέμπει στόν λόγο, γίνεται θεραπαινίδα του, ὡς ἔνδυμα τοῦ λόγου ὑφίσταται τήν καλή ἀλλοίωση ἀπό τήν σχέση της μέ αὐτόν. Προσλαμβάνεται ἀπό τόν λόγο καί θεραπεύεται πρῶτα ἡ ἴδια. «Τό γάρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

    Ἡ σημασία τῆς θεραπείας τῆς μουσικῆς ἔγκειται στόν χαρακτήρα τῆς ἱερότητος πού προσλαμβάνει. Ἔτσι ὡς θεραπαινίδα πλέον τοῦ λόγου λειτουργεῖται σάν πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, πού ἁρπάζει τόν πιστό ἀκροατή καί τόν ἀνεβάζει ὡς τόν ὕψιστο θρόνο τοῦ Θεοῦ, εἴτε σάν μήτρα πού σαρκώνει καί κάνει προσιτό τόν λόγο καί δι᾿ αὐτοῦ τόν Θεό Λόγο στούς πιστούς. Ἡ μουσική καθ᾿ ἑαυτήν ὡς καλλιτέχνη ἤ ἁπλῶς ὡς ἀνθρώπινη δεξιοτεχνία δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ ἱερή, γίνεται ὅμως ἱερή ἀπό τήν στιγμή πού συνδέεται μέ τόν λόγο τῆς ποιήσεως καί λειτουργεῖ στά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνάξεως, ὅταν δηλαδή κοινωνῆται ὡς ἔκφραση τοῦ θείου κάλλους καί γίνεται σημεῖο τῆς θεϊκῆς παρουσίας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐνῶ τό ἐκκλησιαστικό μέλος μπορεῖ νά βρίθη ἀπό ποικίλματα μουσικά καί ὁ ἦχος νά εἶναι πανηγυριστής καί χορευτής, ὅπως εἶναι ὁ δ΄ σύμφωνα μέ τούς σχετικούς πρός αὐτό στίχους τῆς ὀκτωήχου, ἐν τούτοις τό τελικό ἀποτέλεσμα διατηρεῖ τό στοιχεῖο τῆς σοβαρότητος, πού εἶναι ἀνάλογο πρός τήν σοβαρότητα τοῦ γεγονότος στό ὁποῖο ὁ ποιητικός λόγος ἀναφέρεται καί τοῦ λατρευτικοῦ δρωμένου τό ὁποῖο διακονεῖ. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ μακαριστός μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός, οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ποιήματα στά ὁποῖα ὕστερα προστέθηκε ἡ μουσική, ἀλλά εἶναι μέλη, ποίηση δηλαδή καί μουσική μαζί, ὅπου κάθε στίχος εἶναι καί μία μουσική φράση.

    Ὡστόσο στήν ἐκκλησία δέν ἀναπέμπει αἶνο καί δοξολογία πρός τόν Θεό μόνο ὁ ὑμνογράφος ἤ ὁ ψάλτης. Αἶνον  καί δοξολογία ἀναπέμπουν καί ὁ ἁγιογράφος καί ὁ κήρυκας τοῦ θείου λόγου καί ὁ ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί ὁ ἀσκητής μέ τήν ἄσκησή του καί καθένας πού ζεῖ κατά Θεόν καί τηρεῖ τίς ἐντολές Του. Τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς ὁ ὑμνωδός ἀναφερόμενος στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ γράφει: «Ὅθεν ὥσπερ κιθάρα μουσουργική πᾶσιν ἐτρανολόγησαν τῷ θείῳ πλήκτρῳ μυστικῶς, Σῶτερ, τά ἀπηχήματα καί τήν οἰκονομίαν Σου». Οἱ μαθητές παρομοιάζονται μέ κιθάρα, ἡ γλῶσσα τους μέ πλῆκτρο καί τό κήρυγμά τους γιά τόν Χριστό καί τό σωτηριῶδες ἔργο του σάν μελωδικός ἦχος πού βγαίνει ἀπό τήν κιθάρα. Οἱ μαθητές κηρύττουν τόν θεῖο λόγο, μεταφέρουν δηλαδή στόν κόσμο τά ἀπηχήματα τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι ἡ κηρυγματική πράξη παρουσιάζεται ὡς μελωδία. Ὁ Χριστός μας μεταμορφώνεται στό Θαβώρ καί ἀποκαλύπτει ὡς φῶς τήν δόξα Του στό θεανδρικό Του πρόσωπο. Ταυτόχρονα ὅμως μεταμορφώνει καί κάνει κοινωνό τῆς δόξης αὐτῆς καί τόν ὑλικό κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔτσι ἀντανακλᾶ τό φῶς τῶν θείων ἐνεργειῶν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν μουσική τῆς Ἐκκλησίας, τό φῶς τοῦ λόγου λαμπρύνει καί καθαίρει τό μέλος, τό ποτίζει μέ τήν ἐνέργειά του ἔτσι, ὥστε μέσῳ αὐτοῦ νά φωτίζεται μέ τόν καλύτερο τρόπο τό νόημα τῶν ψαλλομένων.

    Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὅπως τό κάλλος καί ἡ εὐπρέπεια τοῦ ἐνδύματος ἀναδεικνύουν τήν ὡραιότητα καί τό ἦθος τοῦ προσώπου πού τό φορεῖ, ἔτσι καί τό κάλλος τῆς μουσικῆς ἀναδεικνύει καί προβάλλει τήν ὡραιότητα καί τό ἦθος τοῦ λόγου πού ἐνδύει. Στήν ἐκκλησιαστική μουσική δεσπόζουσα θέση ἔχει ὁ λόγος ὡς ποίηση, ἡ μουσική ὡς μέσο προβολῆς, ἀποκαλύψεως καί ἀναδείξεως τοῦ λόγου. Δέν ἔχει συναισθηματικές ἀκρότητες, δέν ἀπευθύνεται στό συναίσθημα ἀλλά στήν καρδιά, δηλαδή στό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρωπίνου. Εἶναι μιά μουσική πού εἰρηνεύει, ἐξανθρωπίζει, ἐκπολιτίζει καί ἐξημερώνει τόν ἄνθρωπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι συνάγει τόν ἄνθρωπο γύρω ἀπό τόν κοινό λόγο, μέ σκοπό νά ἐπικεντρώση τήν ὕπαρξή του στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι πῶς ἡ Ἁγία Ἀναφορά θά προσφερθῆ ἐν εἰρήνῃ, ἄν ὅλα τά συμβαίνοντα κατά τήν ὥρα τῆς Λατρείας δέν δημιουργοῦν κλίμα εἰρήνης στήν ἀνθρώπινη ψυχή; Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τόνισαν ὅτι ἡ χριστιανική λατρεία εἶναι λογική, εἶναι λατρεία πού δέν ἀπαιτεῖ τήν δουλική καί ἄλογη ὑποταγή, ἀλλά τήν ἔλλογη καί συνειδητή ἀποδοχή τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦρθε ἀνάμεσά μας. Σκοπός εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, γιά νά φτάση ἡ ψυχή στήν κατάνυξη. Δηλαδή σέ αἴσθηση βαθειᾶς εὐλάβειας καί ἱεροῦ δέους, πού πηγάζει ἀπό τό εὗρος καί τό βάθος τῶν νοημάτων τῶν ὕμνων σέ ἕνα εἶδος ἐκστάσεως, σέ μία μέθη. Πρόκειται γι᾿ αὐτό πού ἡ πείρα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλεῖ κατά τρόπο ὀξύμωρο νηφάλια μέθη. Τό κάλλος τῆς μουσικῆς τέχνης ὁδηγεῖ στήν ἔκσταση, πού δέν ἐπιφέρει ὡστόσο τήν ἀπώλεια τῆς συνειδήσεως καί τῆς σωφροσύνης. Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική ὁδηγεῖ στήν κατάνυξη καί τήν ἔκσταση. Τό ἐκστατικό στοιχεῖο στό ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ μουσική αὐτή ἔχει νά κάνη μέ τήν ἀποκαλυπτικότητά της, δηλαδή μέ τόν βαθύτερο στόχο της νά ἀποκαλύψη τόν κόσμο τῆς βασιλείας ὡς κόσμο κάλλους, ὡς τόν καινούργιο, μεταμορφωμένο κόσμο τοῦ Θεοῦ, κάνοντας τά ἔσχατα παρόντα μέσα στόν λειτουργικό χρόνο. Ἡ θέα τοῦ κάλλους αὐτῆς τῆς καινῆς κτίσεως συνεπαίρνει τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι στό πλαίσιο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στίς ἀκολουθίες, καί ἰδιαίτερα στήν θεία Λειτουργία, ζοῦν μέ νηφαλιότητα τά γεγονότα τῆς σαρκώσεως, τῆς σταυρικῆς θυσίας καί τῆς ἀναστάσεώς Του ὡς γεγονότα μεταμορφώσεως τῆς ζωῆς τους καί τῆς ζωῆς ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.

   Λειτουργώντας ἡ μουσική μέ αὐτόν τόν τρόπο κινεῖ ὅλον τόν ἄνθρωπο πρός τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ Λόγου, δεδομένου μάλιστα ὅτι πρόκειται γιά λατρευτική μουσική. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ μουσική τοῦ εἴδους αὐτοῦ κατανοεῖται κατά βάσιν στά ὅρια τοῦ χώρου τῆς κοινῆς λατρείας, δηλαδή τοῦ ναοῦ ὅπου λατρεύεται ὁ ἐνυπόστατος Λόγος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ὀρθόδοξη Λατρεία, ἐπειδή τελεῖται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἔχει τόση δύναμη καί ἐνέργεια, πού συγκλονίζει ἀκόμη καί ἁμαρτωλούς καί ἀθέους. Γι᾿ αὐτό ὑπάρχουν πολλές περιπτώσεις ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν ἤ ἀλλοδόξων καί ἀλλοθρήσκων πού ὅταν παρευρέθηκαν σέ μία ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία τόσο συγκλονίστηκαν, πού ὁδηγήθηκαν σέ ἀληθινή θεογνωσία καί σέ μετάνοια.

   Τήν ὠφελιμότητα τῆς ψαλμωδίας ἐντόπισαν καί ἐξῆραν ἰδιαίτερα οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τήν μουσική τῆς Ἐκκλησίας ἐμμελῆ ψυχαγωγίαν. Γράφει ὅτι ἡ μουσική καί ἡ ἐξ αὐτῆς τέρψη ἀποτελοῦν τό μέσο γιά τήν ἀγωγή τῆς ψυχῆς πρός τήν σώφρονα σκέψη, δηλαδή τήν σκέψη πού ὁδηγεῖ στήν ἐγκράτεια καί τόν αὐτοέλεγχο. Ἄν δέν λειτουργῆ τό μέλος μέ αὐτόν τόν τρόπο, δέν εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁ βασικός σκοπός, πού εἶναι ἡ ἀπαλλαγή τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς ἀπό τά πάθη, ἐπιτυγχάνεται ὄχι τόσο μέσῳ τῆς μουσικῆς ὅσο μέσῳ τοῦ κειμένου τῶν ψαλμῶν.

   Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, μιλώντας γιά τό ἴδιο θέμα παρομοιάζει τήν μουσική μέ ἕνα εἶδος ὀρεκτικοῦ, μέ τό ὁποῖο καταγλυκαίνεται «καθάπερ τοῖς ἡδύσμασι ἡ τῶν διδαγμάτων τροφή». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει ἐπίσης σχετικά: Ὑμνεῖτε τόν Κύριο γιατί εἶναι ἀγαθός, ψάλλετε χάριν τοῦ ὀνόματός Του γιατί εἶναι ὠφέλιμο καί ὡραῖο. Αὐτό τό λέει ἐπειδή θέλει νά δείξη ὅτι τό πρᾶγμα αὐτό καθ᾿ ἑαυτό ἔχει μαζί μέ τήν ὠφέλεια καί κάποια εὐχαρίστηση. Διότι τό πρωταρχικό κέρδος ἀπ᾿ αὐτό, δηλαδή ἀπό τό νά ἀναπέμπη κανείς ὕμνους στόν Θεό, εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ μεταρσίωση τῆς διανοίας ἡ ἀκριβής διδαχή τῶν δογμάτων, ἡ φιλοσοφία πάνω στά παρόντα καί τά μέλλοντα. Μαζί μέ αὐτά δίνει μέσῳ τῆς μελωδίας καί πολλή εὐχαρίστηση καί κάποια παρηγοριά καί ἀνακούφιση καί κάνει σεμνόν ἐκεῖνον πού ψάλλει.       

    Κατά τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπόδειγμα τῆς συζεύξεως μέλους καί διδασκαλίας εἶναι οἱ ψαλμοί τοῦ Δαυΐδ. Ἀπό τούς ψαλμούς αὐτούς μαθαίνουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἡ ὕμνηση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ εἶναι καθῆκον καλόν, ὁ αἶνος καί ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἔργον ἀγαθόν. Μέ τήν ψαλμωδία γίνεται γνωστό ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθός καί χριστός, μέ τήν ὑμνωδία ὁ ἄνθρωπος διηγεῖται πάντα τά θαυμάσια καί τά ἐλέη Του. Τόν ἀναγνωρίζει ὡς Κύριο καί Θεό Του. «Ἄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω».

    Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος κατέγραψαν στά Εὐαγγέλιά τους ὅτι ὁ Κύριος καί οἱ μαθητές Του στόν ἑσπερινό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί μετά τήν παράδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τό ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Ὑμνεῖ ὁ Κύριος ὡς θεάνθρωπος τόν Θεό καί ἀποδέχεται τόν προϋπάρχοντα θεσμό τῆς ψαλμωδίας, ἐνῶ ταυτόχρονα τόν παραδίδει καί ὡς φωνητικό εἶδος πρός τούς Ἀποστόλους ὡς μέσο ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.

   Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος «ἀπειλῶν νουθετεῖ, λοιδωρούμενος ἐπιστρέφει, θρηνῶν ἐλεεῖ, ψάλλων παρακαλεῖ». Ὁ Κύριος σάν θεάνθρωπος παραδειγμάτιζε τούς μαθητές καί τά μέλη τῆς ἐκκλησίας Του, ὥστε ὅλοι νά προσεύχωνται, νά ὑμνοῦν καί νά δοξάζουν τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μετά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἦσαν διά παντός ἐν τῷ Ἱερῷ αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί «κλῶντες κατ᾿ οἶκον ἄρτον μετελάμβανον ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας αἰνοῦντες τόν Θεόν».

    Οἱ μακάριοι ἐνάρετοι Γέροντες πού ἔζησαν στίς ἡμέρες μας, καί ἐμεῖς μέ πολλούς ἀπό αὐτούς εἴχαμε συχνή καί στενή ἐπικοινωνία, ἐπέμεναν πολύ στήν ψαλμωδία. Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης στήν αὐτοβιογραφία του, ὅταν ἦταν στόν Ἅγιο Γεράσιμο τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, μᾶς ἀναφέρει τήν περίπτωσή του στό νά μάθη ψαλτικά. Λέει ὁ ἴδιος: «Ἦταν ὅμως δύσκολο νά συμβαδίζω στούς ἤχους. Γι᾿ αὐτό ἀπεφάσισα καί ἐπῆγα στό Ὠδεῖο. Ὧρες πού μοῦ μένανε δέν τίς ἔχανα. Πήγαινα καί μάθαινα μουσικά μέ ἐπιμονή καί ζῆλο ἐπί ὧρες. Τό ἔκανα γιά νά διευκολύνω τούς ψάλτες. Δέν ἤθελα νά στενοχωρῶ τήν χορωδία τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἦταν ὅπως σᾶς εἶπα καί ἐπίσημη ἡ χορωδία. Ἤθελα νά παίρνω καλά τήν βάση, γιά νά μήν τούς κουράζω καί τούς ταλαιπωρῶ. Ἀναγκάσθηκα λοιπόν νά πάω στό Ὠδεῖο γιά νά μάθω μουσικά».

   Ἡ ψαλμωδία ὅταν γίνεται μέ ἐπίγνωση, μέ ταπείνωση, ὁδηγεῖ σέ οὐράνιες καταστάσεις σέ βίωση τῆς θείας Χάριτος. Μεταφέρουμε μία σχετική ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Πορφυρίου πάλι τοῦ Καυσοκαλυβίτου. «Ἄρχισα μέ ἐνθουσιασμό νά ψάλλω ἀπ᾿ ἔξω κανόνες, τροπάρια καί ἄλλους ὕμνους καί πιό πολύ τά τριαδικά Μεγαλυνάρια. Αἰσθάνθηκα χαρά ἀνεκλάλητη. Ἡ φωνή μου ἔγινε πρωτόγνωρη, σάν ἀπό ἑκατό ἀνθρώπους, γλυκιά, δυνατή, ἁρμονική, οὐράνια. Ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν καί ὡς φωνή βροντῶν ἰσχυρῶν. Ὕψωσα τά χέρια, ἔλαμψε τό πρόσωπό μου, ἡ ἔκφρασή μου ἔγινε ἀλλοιώτικη, εἶχα ἔρθει σέ κατάσταση πνευματική καί ἔγινε μέ μιᾶς θόλος ὁ οὐρανός καί μανουάλια γίνανε τά πεῦκα μέ τά κλαδιά τους. Ἐκεῖνες στέκονταν τρία μέτρα πίσω, προσπάθησαν νά γράψουν στό μαγνητόφωνο ἐκείνη τήν φωνή, ἀλλά δέν τίς ἄφησα. Τίς εἶδα καί τίς ἐμπόδισα. Ἔχω μάθει ἀπό μικρός στό Ἅγιο Ὄρος νά εἶμαι μυστικός. Ἔπειτα ὅμως ἀπό μέρες, γυρίζοντας στήν Ἀθήνα, ἀναζητοῦσα ἐκεῖνα τά ψάλματα. Ἐπιθυμοῦσα νά ξανακούσω ἐκείνη τήν φωνή, στενοχωρέθηκα πού δέν τά γράψαμε, δέν ἦταν ἀνθρώπινη ἐκείνη ἡ φωνή, δέν ἦταν δική μου, ἦταν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ».

    Ὁ ἀείμνηστος γέροντας Παΐσιος ἔδινε πολλή βαρύτητα στό νά ψάλλη κάποιος μέ συναίσθηση κατανυκτικά. Σύστηνε στόν ψάλτη νά ἔχη τόν νοῦ του στά θεῖα νοήματα καί νά ἔχη εὐλάβεια. Νά μήν πιάνη τά θεῖα νοήματα λογοτεχνικά, ἀλλά μέ τήν καρδιά. Ἄλλο ἡ εὐλάβεια καί ἄλλο ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη τῆς ψαλτικῆς. Ἡ τέχνη χωρίς εὐλάβεια εἶναι μπογιές. Ὅταν ὁ ψάλτης ψάλλη μέ εὐλάβεια, ξεχειλίζει ἀπό τήν καρδιά του ἡ ψαλμωδία καί ψάλλει κατανυκτικά. Ὅταν ἐσωτερικά εἶναι σέ καλή πνευματική κατάσταση ὁ ἄνθρωπος, ὅλα πᾶνε καλά. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά εἶναι τακτοποιημένος κανείς ἐσωτερικά καί νά ψάλλη μέ τήν καρδιά του, μέ εὐλάβεια, γιά νά ψάλλη κατανυκτικά. Ἄν ἔχη ἀριστερούς λογισμούς, τί ψαλτική θά κάμη; Δέν μπορεῖ νά ψάλλη μέ τήν καρδιά.

   Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν ἄκρως ἡσυχαστής, τοῦ ἄρεσαν οἱ ἀκολουθίες, τά ψαλτικά. Ὁ ἴδιος, μολονότι δέν γνώριζε μουσικά, ἔψαλλε πολύ καλά κατά τήν προφορική ἁγιορειτική παράδοση. Μάλιστα τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του στήν θεία Λειτουργία ἔψαλλε τό Τρισάγιο. Σύστηνε σέ νέο μοναχό σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές του: «Ἡ ψαλμωδία νά γίνεται ταπεινά, ὁ νοῦς νά κυνηγᾶ τό νόημα τοῦ τροπαρίου, ἡ διάνοια νά γίνεται εἰς τόν νοῦν ὑπό τοῦ νοός καί νά ἀνάγεται εἰς τήν θεωρίαν του». Σέ ἄλλη ἐπιστολή συστήνει σέ μοναχή νά ψάλλη σιγανά–σιγανά καί μέ γλυκύτητα νά ὑμνῆ τόν Δεσπότη Χριστό καί τήν Πανάχραντο Μητέρα Του. Γιά νά εὐθυμιοποιήση παραλήπτη ἐπιστολῆς, τοῦ γράφει: «Θά βάλουμε τόν πλάγιο τοῦ α΄, ὅπου εἶναι χαρμόσυνος».

   Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης σέ μία συνάντησή μας θυμᾶμαι πού μοῦ εἶπε: «Σήμερα, παπᾶ μου, εἶμαι πολύ συγκινημένος, γιατί στήν προσευχή μου ἄκουσα οὐράνιες ψαλμωδίες, πού δέν μπορεῖ ἀνθρώπινη γλῶσσα νά περιγράψη. Τόσο δέθηκε ἡ καρδιά μου καί ὁ ἐσωτερικός μου κόσμος μ᾿ αὐτές, πού δέν ἔχω ὄρεξη οὔτε νά φάω. Ρώτησα τήν Χάρη νά μοῦ πῆ ποιοί εἶναι αὐτοί πού ψάλλουν καί μοῦ ἀπήντησε καί μοῦ ἑρμήνευσεν ἡ Χάρις ὅτι εἶναι οἱ ἀκατάπαυστες δοξολογίες πού προσφέρουν στόν Θεό οἱ ψυχές τῶν σεσωσμένων». Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας ἀγαποῦσε πολύ τήν ψαλτική καί ὅταν ἔρχωνταν καλλίφωνοι ψάλτες, εἴτε ἀπό τήν συνοδεία τῶν Δανιηλαίων, εἴτε Σιμωνοπετρίτες πατέρες, τούς ἔβαζε νά τοῦ ψάλλουν κάτι, συνήθως τό «Ἄξιόν ἐστι».

   Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας Ἰωσήφ ἐπέμενε πολύ στήν συγκρότηση χορωδίας ἀπό τούς πατέρες τῆς Μονῆς. Τό Κοινόβιο ἔχει τίς κατάλληλες προϋποθέσεις, μέ τήν ὕπαρξη ἀρκετῶν μοναχῶν ἐπί τό αὐτό καί μέ τίς μακρές σέ διάρκεια ἀκολουθίες, γιά τήν δημιουργία χορῶν ψαλτῶν. Ἡ χορωδιακή ἐκτέλεση τῶν ὕμνων, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐκφράζει καλύτερα τό βυζαντινό μέλος, ἀλλά καί μαρτυρεῖ μιά δυναμική κοινωνία καί ἑνότητα ψυχῶν.

   Τά τελευταῖα χρόνια ἐπανδρώθηκε τό Ἅγιον Ὄρος μέ πλῆθος νεαρῶν μοναχῶν, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους γνωρίζουν τήν Βυζαντινή μουσική, καί ἔτσι, στά Κοινόβια ἀλλά καί σέ Κελλιά καί Σκῆτες καλλιεργεῖται ἡ ψαλτική Τέχνη. Οἱ νέοι πατέρες μέ τήν βοήθεια τῶν ἁγίων μελωδῶν καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου θά ἀναδείξουν τόν μεγάλο πλοῦτο τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς καί θά ἀναδειχθοῦν ἰσάξιοι τῶν προπατόρων τους.

Γένοιτο.

Περιοδικό Ε.ΡΩ. Τεύχος 37