Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Τό Μο­να­στή­ρι τοῦ Κα­ρα­κάλ­λου πα­λαι­ά γιά ἑ­κα­τό πε­ρί­που χρό­νια εἶ­χε ἐ­ρη­μώ­σει ἀ­πό πα­τέ­ρες. Δύ­ο τρεῖς ἀ­σκη­τές ἀ­πό τά γύ­ρω Κελ­λιά πή­γαι­ναν καί ἄ­να­βαν τά καν­τή­λια. Πολ­λές φο­ρές ἔ­βλε­παν δώ­δε­κα ἄνδρες ἀνυπόδητους, πολύ σε­βά­σμιους νά βγαί­νουν ἀ­πό τήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί νά χά­νων­ται. (Ἦ­ταν οἱ δώ­δε­κα Ἀ­πό­στο­λοι, στο­ύς ὁ­ποί­ους τι­μᾶ­ται τό Μο­να­στή­ρι).

   Ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί Κα­ρα­καλ­λη­νοί: «Τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου καί ἕ­νας πα­τέ­ρας νά εἶ­ναι μό­νο στό Μο­να­στή­ρι, πρέ­πει νά κά­νη ἀ­γρυ­πνί­α».

    Πα­λαι­ά, κά­ποι­α χρο­νιά τοῦ ἁ­γί­ου Γε­δε­ών εἶ­παν οἱ πα­τέ­ρες νά μήν κά­νουν πα­νή­γυ­ρη. Ἀλ­λά τό­σο στε­νο­χω­ρέ­θη­κε ὁ Ἅ­γιος, πού δέν πέ­ρα­σαν δύο  τρεῖς ὧ­ρες καί ἔ­βρε­ξε πο­λύ, ὥστε γέ­μι­σε ἡ Ἐκ­κλη­σία­ νε­ρά.

   Κά­πο­τε στοῦ Κα­ρα­κάλ­λου ὁ μάγ­κι­πας ἔρ­ρι­ξε πά­νω στήν μα­γιά καυ­τό νε­ρό· κά­η­κε ἡ μα­γιά καί δέν φού­σκω­νε τό ψω­μί. Τό εἶ­πε στόν Ἡ­γού­με­νο. Ἐ­κεῖ­νος πῆ­ρε τόν Σταυ­ρό τόν με­γά­λο μέ τό Τί­μιο Ξύ­λο, ἔ­βα­λε τό πε­τρα­χή­λι του, δι­ά­βα­σε εὐ­χή, τό σταύ­ρω­σε καί σι­γά σι­γά ση­κώ­θη­κε ἡ ζύ­μη.

   Στοῦ Κα­ρα­κάλ­λου πα­λαι­ά ἦ­ταν ἕ­νας με­γα­λό­σχη­μος μο­να­χός πού τίς νύ­χτες ἀ­νέ­βαι­νε στόν πύρ­γο καί ἔ­κα­νε κρυ­φά ἄ­σκη­ση, χω­ρίς νά τό γνω­ρί­ζη ὁ Ἡ­γού­με­νος. Ἔ­βα­ζε πέ­τρες στό κε­φά­λι του καί στήν πλά­τη του. Ἔ­λε­γε ὅ­τι ἔ­τσι ἔ­κα­ναν οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες καί ὅ­τι αὐ­τός ἀ­γω­νι­ζό­ταν νά τούς μοιά­ση. Ὅ­ταν τό ἔ­μα­θαν οἱ πα­τέ­ρες, τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νά κα­τέ­βη, ἀλ­λά αὐ­τός δέν ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή. Ἀ­κό­μη καί τίς νύ­χτες μέ κρύ­ο καί πα­γε­τούς αὐ­τός ἀ­νέ­βαι­νε στόν πύρ­γο. Ὕ­στε­ρα ὅ­μως τά πα­ρά­τη­σε ὅ­λα, βγῆ­κε στόν κό­σμο καί παν­τρεύ­τη­κε. Αὐ­τό τό ὀ­λέ­θριο ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­χε ἡ χω­ρίς εὐ­λο­γί­α ἄ­σκη­ση πού ἔ­κα­νε καί δέν ὑ­πά­κου­ε στους πα­τέ­ρες.

*

   Ο ἡγού­με­νος Κο­δρᾶ­τος ὁ Κα­ρα­καλ­λη­νός δέν κοι­μό­ταν στό κρεβ­βά­τι του, ἀλ­λά σέ μία ψά­θα στρω­μέ­νη κά­τω.  

   Γύ­ρι­ζε τίς νύ­χτες στό Μο­να­στή­ρι χω­ρίς πα­πού­τσια καί ἔ­βλε­πε ποι­ός εἶ­ναι στό κελ­λί του καί προ­σεύ­χε­ται, ποι­οί μι­λᾶ­νε, καί δι­ώρ­θω­νε τούς πα­ρεκ­τρε­πομένους.

   Ὁ  γε­ρω Ἡ­σύ­χιος  ἀ­πό  τήν  Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νή   Κα­λύ­βη τοῦ προ­φή­του Ἠ­λιοῦ, ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι στήν Λαύ­ρα πή­γαι­νε καί ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το στόν πα­πα Κο­δρᾶ­το. Ὅ­ση ὥ­ρα δι­αρ­κοῦ­σε ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, δέν στα­μα­τοῦ­σαν νά τρέ­χουν τά δά­κρυ­α ἀ­πό τά μά­τια τοῦ  Πνευ­μα­τι­κοῦ. Ἔτ­σι ὁ ἐξο­μο­λο­γού­με­νος ἐρ­χό­ταν καί αὐ­τός σέ συ­ναί­σθη­ση καί με­τά­νοι­α.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα