Ο γερω Κωνστάντιος ὁ Καρυώτης ἀπό τό Κουτλουμουσιανό Κελλί τῶν Ἀρχαγγέλων, ὅταν ἔμαθε ὅτι κάποιος μοναχός ἔφυγε ἀπό τήν συνοδεία του καί πῆγε σ᾿ ἄλλο Κελλί, εἶπε βαθυστόχαστα: «Ἡ ὀκά ὅπου καί νά πάη ἔχει 1.280 γραμμάρια, οὔτε παραπάνω οὔτε παρακάτω», ἐννοώντας προφανῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀλλάζει μόνο μέ τό νά ἀλλάξη Κελλί.
*
Παλαιότερα ἔζησε ἕνας λαΐκός ἀσκητής, ὀνόματι Ἀντώνης, στήν περιοχή τοῦ Κωνσταμονίτου, ὁ ὁποῖος ὑποκρινόταν τόν διά Χριστόν σαλόν. Ἀφοῦ ἐκοιμήθη καί τοῦ ἔκαναν τήν ἀνακομιδή, τά ὀστᾶ του εὐωδίαζαν.
*
Άλλος λαϊκός, ὀνόματι Ἀντώνης Ντόκος, ἔμενε στό βουνό μόνος του καί ἐργαζόταν ὡς ξυλοκόπος. Νήστευε πολύ καί, ἐπειδή ἦταν πολύ ἁπλός δέν ἤξερε πότε εἶναι τό Πάσχα. Κάποτε κατέβηκε στίς Καρυές καί βρῆκε τούς πατέρες νά γυρίζουν ἀπό τήν Λιτανεία τοῦ Ἄξιόν Ἐστι. Ρώτησε· «πότε εἶναι Πασχαλιά;». Τοῦ εἶπαν ὅτι πέρασε τό Πάσχα, ἀλλά αὐτός δέν πείστηκε καί συνέχισε νά νηστεύη.
Ὅταν ἐκοιμήθη, τόν βρῆκαν μετά ἀπό 15-20 μέρες χωρίς νά ἔχη ἀλλοιωθῆ καθόλου ἡ μορφή του καί χωρίς νά ἔχη δυσοσμία.
*
Ήταν ἕνας λαϊκός ἀπό τήν Κρήτη, ὀνόματι μπαρμπα Γιῶργος Δρακάκης, πού ζοῦσε παλαιά στίς Καρυές. Ἦταν μεγάλος νηστευτής· οὔτε καλόγεροι δέν νήστευαν σάν αὐτόν. Ὅταν κατέβαινε ὁ Ἐκκλησιαστικός νά σημάνη στό Πρωτᾶτο στίς 3 τή νύχτα, τόν εὕρισκε πάντα ἐκεῖ νά τραβᾶ κομποσχοίνι. Δέν ἔχανε ἀκολουθία. Ὅταν ἐκοιμήθη, τό πρόσωπό του εἶχε ὁσιακή ἔκφραση.
*
Ένας ἐνάρετος λαϊκός, ὁ Παναγιώτης Καραμπές πού ἔζησε τά περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του στό Ἅγιον Ὄρος, ἔλεγε: «Γνώρισα γεροντάκια πού ὅταν σοῦ μιλοῦσαν ἔκλαιγες. Τό στόμα τους ἔσταζε μέλι».
*
Ζοῦσε στά Καυσοκαλύβια κάποιος λαϊκός ὀνόματι Κώστας, πού εἶχε ἀδελφό μοναχό στήν ἴδια Σκήτη, καί ὁ ἴδιος ἔκανε τόν σαλό. Κυκλοφοροῦσε ἀνυπόδητος μέ τά ἴδια παλαιά ροῦχα. Γύριζε στά καλύβια τῆς Σκήτης καί ζητοῦσε ἕνα πιάτο φαγητό. Δέν ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά κοιμόταν ἔξω στήν ὕπαιθρο. Τόν χειμῶνα ἄναβε φωτιά σ᾿ ἕνα βράχο, ζεσταινόταν ὁ βράχος καί μετά ἐκεῖ πάνω κοιμόταν.
Τήν παραμονή τῆς κοιμήσεώς του πῆγε μέ τό τενεκεδάκι του στόν γερω Γαβριήλ νά πάρη φαγητό. Ἐκεῖνος τοῦ ἔβαζε περισσότερο. Ὁ Κώστας τοῦ εἶπε: «Μόνο γιά σήμερα, αὔριο δέν θά χρειασθῆ».
Τήν ἑπομένη τόν βρῆκε ὁ γερω Μεθόδιος ἀπό τόν Ἅγιο Νεῖλο κεκοιμημένον πάνω στό μονοπάτι.
*
Στό Ἁγιοπαυλίτικο κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ἔμενε ἕνα γεροντάκι λαϊκός 90 ἐτῶν καί διηγήθηκε τό ἑξῆς: «Στόν πόλεμο τοῦ ᾿40 ἤμουν καπετάνιος σέ πολεμικό πλοῖο καί ἤμασταν ἀνοιχτά τῆς Κέρκυρας. Μᾶς εἶχαν τελειώσει τά πολεμοφόδια, ἤμασταν δηλαδή χωρίς ἄμυνα. Μᾶς ἐπιτέθηκαν τότε δύο–τρία Γερμανικά ”Στούκας” καί μή ἔχοντας ἄλλη ἐλπίδα, ἐπικαλέσθηκα τόν Θεό νά μᾶς βοηθήση. Εἶδα τότε στήν πλώρη τοῦ πλοίου κάποιον μέ Ἀρχιερατική στολή καί τήν μαγκουρίτσα του, καί ἔδιωχνε τίς βόμβες μέ τήν μαγκούρα του δεξιά ἀριστερά. Ἐνῶ ἔρριχναν πολλή ὥρα ἀμέτρητες βόμβες δέν μποροῦσαν νά βροῦν στόχο. Τότε κατάλαβα ὅτι ἦταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἀπό τήν Κέρκυρα πού μᾶς βοήθησε, καί δόξασα τόν Θεό καί τόν Ἅγιο».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα